You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Νίκος Καζαντζάκης

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Νίκος Καζαντζάκης

Γιατί το Φως είναι ένα, αδιαίρετο,

κι οπουδήποτε νικήσει ή νικηθεί,

νικάει και νικιέται και μέσα σου.

 

—Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο

 

Be strong and play the man, Σαίξπηρ,

(από την αλληλογραφία με τον Πρεβελάκη)

 

 

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ [ΤΟΥ]

«Δεν υπάρχει άλλος Νεοέλληνας συγγραφέας που να έχει τόσο πολύ υβρισθεί, προπηλακισθεί, διαβληθεί, συκοφαντηθεί, για διάφορα ζητήματα, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης. Ουδένα αυτός ο άνθρωπος έβλαψε. Και, όμως, κατά περιόδους όλοι απάνω του επέπεσαν. Γύρω από τον Καζαντζάκη πλέχτηκε μια τερατώδης μυθολογία, για ό,τι έκανε και για ό,τι δεν έκανε, για ό,τι έπρεπε να κάνει και δεν το έκανε και ούτω καθ’ εξής. Σαν να έβλεπαν ό,τι ήθελαν να βλέπουν και έλεγαν ό,τι ήθελαν να πουν», γράφει ο Πάτροκλος Σταύρου αγανακτισμένος από τις επιθέσεις εναντίον του Καζαντζάκη.

Ωστόσο αντιστρέφοντας θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει, χωρίς κάποια μεροληψία, πως ο Καζαντζάκης υπήρξε τόσο ανήσυχος και αντιφατικός όσο κανείς άλλος. Περνώντας από τον Νίτσε στον Μπεργσόν, από τον Χριστιανισμό στον Βουδισμό, από την θρησκεία στον αθεϊσμό, από τον κομμουνισμό στον εθνικισμό και τον φασισμό- ακόμα από τον Βενιζέλο στον Δραγούμη, από την Ευρώπη στην Ανατολή. Ασπάστηκε κατά καιρούς όλες αυτές τις ιδέες κι ακόμα περισσότερες ιδεολογικές μεταλλάξεις ανάλογα με την εποχή, τα γεγονότα που συνέβαιναν και τις αρνήθηκε. Οι τεκτονικές αλλαγές της εποχής που έζησε [τα ¾ του αιώνα του εικοστού] είχαν άμεση επιρροή και στις πίστεις του και στις μετακινήσεις του ανάμεσά τους.

Πάντως όλες αυτές οι πίστεις δεν έδειχναν τυχοδιωκτικό χαρακτήρα, αλλά πάθος και ενθουσιασμό.

Υπάρχει μια λέξη, μία έννοια που του ταιριάζει απόλυτα: πρωτεϊκός –[ευμετάβλητος, ευαλλοίωτος, ασταθής (ως προς τη διάθεση, την ιδιοσυγκρασία)].

Φυσικά ο κεντρικός άξονας των ιδεών υπήρξε ο άνθρωπος που εξυμνείται καθ’ υπερβολήν.

Ο Καζαντζάκης ανέπτυξε εμφανώς και μεσσιανικές τάσεις και απέκτησε μέχρι και οπαδούς.

Κάθε άλλο παρά το αγαπημένο παιδί των κριτικών υπήρξε πάντως. Από μια εποχή κι έπειτα, ας πούμε μεταπολεμικά, ήταν και παραμένει ο εκλεκτός του μεγάλου κοινού.

Από τους κριτικούς κατηγορήθηκε για: περισσολογία, μακροπερίοδες ενότητες, παρεκβάσεις, αναφομοίωτα κομμάτια στοχαστικού λόγου, ανοικονόμητες ιστορίες, μη πιθανοφανείς πλοκές, αφηγηματικά πρόσωπα χωρίς ζωντάνια που ρέπουν προς το ακραίο υπερβαίνουν τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα και όρια. Ακόμη τεχνική τυπικά εξπρεσιονιστική υπερτονισμένη ως την υπερβολή και τη διόγκωση των πραγμάτων. Όσο για τη γλώσσα του είναι τεχνητή και πεποιημένη. [Αλέξης Ζήρας].

Κατά τα λοιπά μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη, αναληθοφάνεια, υπέρβαση της πραγματικότητας και του ρεαλισμού.

Το διπλό στοίχημα που είχε βάλει πάντως το πέτυχε: ν’ αρέσει στο μεγάλο κοινό και τους ξένους. Οι τελευταίοι εκτίμησαν το απελευθερωτικό του πάθος, τον ρομαντικό ανορθολογισμό του και τον ιθαγενή πρωτογονισμό του [Δημήτρης Τζιόβας]. Αντίθετα οι παλιότεροι έλληνες κριτικοί θεωρούσαν πως στα μυθιστορήματά του υπερίσχυε ο στοχασμός παρά ο λογοτέχνης με τη φαντασία και την επινόηση των χαρακτήρων, ενώ έλειπε το βάθος.

Η αναθεώρηση του έργου του ξεκίνησε από τους ξένους από τους οποίους πήραν οι νεότεροι κριτικοί πήραν τη σκυτάλη. Πρωτοστάτησε σ’ αυτήν ο Ρόντερικ Μπήτον που εντάσσει τον Καζαντζάκη στις μοντερνιστικές και μεταμοντέρνες συγγραφικές πρακτικές. Σύμφωνα με τον ίδιο «ο προβληματισμός για τη διαχρονία και τη συγχρονία, τη γραμμική ιστορία και την κυκλικότητα του μύθου στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται παραπέμπει στους λογοτεχνικούς πειραματισμούς του ευρωπαϊκού και του αμερικανικού μοντερνισμού». Άλλοι τον συνδέουν με το έργο του Ντοστογιέφσκι ή των Λατινιαμερικανών συγγραφέων.

Έπειτα δεν είναι τυχαίο  το γεγονός ότι πολύ συχνά τα έργα του κυκλοφόρησαν αρχικά σε άλλη γλώσσα και όχι ελληνικά  (Toda-Raba, Βραχόκηπος, Ο Τελευταίος πειρασμός, Ο Φτωχούλης του Θεού, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται).

O Peter Bien έγραψε μια δίτομη μελέτη για το έργο του. Δεχόταν πως προσπαθούσε να μεταδώσει την κοσμοθεωρία που είχε διατυπώσει στην Ασκητική, το φιλοσοφικό του βιβλίο, σε μυθιστορηματικό έργο. Εξάλλου ο ίδιος είχε πει πως όλο του το έργο περιέχεται εν σπέρματι στην Ασκητική. Ο Κ.Θ. Δημαράς τον κατέτασσε στην ευρύτερη ιστορία της παιδείας παρά στη στενά λογοτεχνική ιστορία. Άλλοι τον θεωρούν αντι-μυθιστορηματικό. Τα έργα λέει άλλος είναι υβριδικές αφηγήσεις που συναιρούν φιλοσοφικές ιδέες. Ο Ανρί Τονιέ υποστηρίζει πως τα μυθιστορήματά του είναι ένα μεγάλο ηθογραφικό διήγημα. Ο Σ. Ν. Φιλιππίδης τον θεωρεί παραδοσιακό στην αφήγηση και αντι-μοντερνιστή.

Αν εξαιρέσουμε τη φιλία και την υποστήριξη του συμπατριώτη του Παντελή Πρεβελάκη με τον οποίο τον συνδέει και μια ογκώδης αλληλογραφία και τη μακροχρόνια φιλία με τον Σικελιανό δεν τον πλησίασε κανείς άλλος της γενιάς του. Η γενιά του Τριάντα μάλιστα ή σιώπησε αποσιωπώντας τον ή το έκρινε αρνητικά: «Ψεύτικη γλώσσα, ψεύτικες πόζες, απομιμήσεις αισθημάτων μου φαίνεται πως είναι ο Καζαντζάκης», γράφει το 1965 ο Σεφέρης, δηλαδή 8 χρόνια μετά το θάνατό του.

Όσον αφορά τις τεχνοτροπίες που μετήλθε έχουμε και λέμε: όφις και κρίνο αισθητισμός. Οδύσσεια [33.333 στίχοι] έπος σε συνδυασμό με την Οδύσσεια περασμένη μέσα από το φιλοσοφικό φίλτρο. Προβληματική προσπάθεια.

To Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά χαρακτηρίστηκε χρονικό, απομνημόνευμα, παραμύθι, θεατρική δημιουργία [Αιμίλιος Χουρμούζιος]. Όπου ο Ζορμπάς, ο κεντρικός χαρακτήρας, ένας ζωικός τύπος λαϊκού ανθρώπου προσπαθεί να ξεκολλήσει τον αφηγητή συγγραφέα το ‘αφεντικό’ από τιςς αγκυλώσεις του που τον εμποδίζουν να χαρεί τη ζωή. [« εύρον πρασίνην πέτρα, του γράφει ο Ζορμπάς, ελθέ αμέσως», αλλά εκείνος δεν ανταποκρίνεται].  Ο Φτωχούλης του θεού κάτι ανάμεσα σε μυθιστόρημα και βιογραφία. Ο Καπετάν Μιχάλης υστερεί αισθητικά γιατί θέλει ν’ ανήκει στο έπος. Με την Αναφορά στον Γκρέκο που είναι το ωριμότερο έργο του περνά πια προς το μεταμοντερνισμό.

Ο Χριστός ξανασταυρώνεται είναι μια ηθογραφία που θα ‘θελε να είναι αλληγορία.

Από το 1946 ως το 1956, μέσα σε μια δεκαετία, την τελευταία της ζωής του, έγραψε το μεγαλύτερο και το καλύτερο μέρος του έργου του.

 

Ο ΒΙΟΣ [ΤΟΥ]

 

Γεννήθηκε [1883] και μεγάλωσε στο Ηράκλειο της Κρήτης αλλά η πόλη του δεν τον τίμησε αναλόγως παρά τις επιθυμίες του και τις προσπάθειες άλλων.

Είχε την τύχη από πολύ νωρίς να λάβει φροντισμένη μόρφωση. Το διάστημα 1902-1906 σπούδασε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1907 έφυγε για το Παρίσι για να ακολουθήσει ανώτερες σπουδές. Ενώ εργάστηκε σε διάφορες σημαντικές θέσεις.

Ο Νίκος Καζαντζάκης παντρεύτηκε δύο φορές. Πρώτη σύζυγός του ήταν η Γαλάτεια Αλεξίου από το Ηράκλειο με την οποία παντρεύτηκε το 1911. Με την Ελένη Σαμίου, γνωρίστηκε το 1924. Εκείνος ήταν σαράντα ενός ετών κι εκείνη είκοσι χρόνια νεότερή του. Τελικά έζησαν μαζί ως το τέλος του, ενώ μετά το θάνατό του εκείνη δούλεψε ακαταπόνητα για την υπεράσπιση της μορφής και την προώθηση του έργου του.

Ταξίδεψε σε 30 χώρες. «Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα» γράφει στο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Τις εντυπώσεις κατέγραψε σε βιβλία με σημαντική καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία που υπερέβαινε την αρχική δημοσιογραφική καταγραφή. [Αγγλία, Αίγυπτος, Ιαπωνία, Ισπανία, Ιταλία, Κίνα, Ρωσία, Σινά].

Ο Νίκος Καζαντζάκης γνώριζε εκτός από τα ελληνικά άλλες έξι γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά και ρωσικά. Επίσης, μπορούσε να συνεννοηθεί υποτυπωδώς στα ιαπωνικά και έμαθε τουλάχιστον κάποιες λέξεις σε εβραϊκά, κινεζικά, και ίσως αραβικά. Επιπλέον, μετέφρασε έργα από τα αρχαία ελληνικά, ενώ διάβαζε και λατινικά.

Έγραψε 50 έργα, δεκάδες μεταφράσεις και άρθρα σε εφημερίδες. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πάνω από 50 γλώσσες.

Προτάθηκε 9 χρονιές με 14 συνολικά υποψηφιότητες για το Νόμπελ Λογοτεχνίας αλλά δεν το πήρε ποτέ. Βραβεύτηκε με το Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη το 1956.

Έζησε αυτοεξόριστος στο εξωτερικό από το 1946 ως το τέλος της ζωής του. Στην Ελλάδα γύρισε νεκρός.

Πρόσφατα οι εκδόσεις Διόπτρα εξέδωσαν το σύνολο του έργου του σε πολλούς τόμους πράγμα που δείχνει ότι συνεχίζει να διαβάζεται. Αυτή η υστεροφημία είναι το καλύτερο πράγμα για ένα συγγραφέα.

Μη ξεχνάμε πως δύο ονόματα ελλήνων λογοτεχνών είναι γνωστά στο εξωτερικό. Του Καβάφη και του Καζαντζάκη.

Σημείωση:

Συμβουλεύτηκα το Ιδεολογικές διαδρομές του Νίκου Καζαντζάκη των εκδόσεων Διόπτρα 2024 και ειδικότερα τα άρθρα  των Σταύρου Ζουμπουλάκη και Δημήτρη Τζιόβα καθώς κι ένα ιστότοπο του Μουσείου Καζαντζάκη.

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.