You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ντίνος Χριστιανόπουλος [ Κωνσταντίνος Δημητριάδης 1931-2020], λόγιος και λαϊκός, ένας αντισυμβατικός και ασυμβίβαστος ποιητής]

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ντίνος Χριστιανόπουλος [ Κωνσταντίνος Δημητριάδης 1931-2020], λόγιος και λαϊκός, ένας αντισυμβατικός και ασυμβίβαστος ποιητής]

τι γυρεύω εγώ σ’ αυτές τις νύχτες

οδεύοντας σε λασπωμένες ερημιές

μ’ ένα απαίσιο συνάχι και το παπούτσι να με χτυπάει

και το φεγγάρι να μη λέει να κρυφτεί

κ’ η νύχτα να με σφίγγει απ’ το λαιμό σαν τοκογλύφος

τι γυρεύω εγώ σ’ αυτές τις νύχτες

 

τι γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους δρόμους

που άγρια τους φορολογεί η νύχτα

άνθρωποι χθαμαλοί* δυναστεύουν τον ουρανό

πλημμύρισαν τέρατα τα ποτάμια

σπίτια που είδαν πολλούς ξυλοδαρμούς

τι γυρεύω εγώ σ’ αυτούς τους δρόμους

 

τι γυρεύω εγώ σ’ αυτή την άνοιξη

τα πάντα μηχανεύεται για να με ρίξει

έκανε νέες προμήθειες πουλιών

συσσώρεψε ερεθισμούς στα χαλάσματα

υπόσχεται μεγάλες εκπτώσεις

τι γυρεύω εγώ σ’ αυτή την άνοιξη

 

γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου

δεν τα αντέχω πια αυτά τα βλέμματα

στοιβάχτηκαν πολλά παράπονα στα μάτια μου

τα χαμόγελά μου πικρίζουν

το πρόσωπό μου έγινε ολοκαύτωμα

γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου

 

δεν τα αντέχω πια αυτά τα βλέμματα

στοιβάχτηκαν πολλά παράπονα στα μάτια μου

τα χαμόγελά μου πικρίζουν

 

Χαρακτηριστικές αποστροφές στη μοναξιά, την απομόνωση, την απελπισία. Βλέμματα, μάτια και χαμόγελα ζωγραφισμένα στο πρόσωπο ενός απεγνωσμένου που τριγυρνούσε τις νύχτες ψάχνοντας τον έρωτα και την καταφυγή στη μοναξιά κάποιου άλλου-  «ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους». Περιπλανώμενος τις νύχτες σε στέκια ύποπτα κι ομόφυλους που αναζητούσαν αγκαλιά να τους χωρέσει μια ή δυο νύχτες το πολύ.

 

Λέει για τη μητέρα του:

Έγινε χούφταλο κι ακόμα επιμένει να με κάνει κουμάντο:

 

«Γιατί άργησες; πού ήσουν τέτοια ώρα;»

(γυρνώ στις δέκα, και το βρίσκει αργά).

 

Μάτι επιτιμητικό, γεμάτο κακία,

γυναίκα που συνήθισε για το παραμικρό να τιμωρεί το παιδί της.

 

Και τώρα που μεγάλωσα, ακόμη τα ίδια.

Να μη με δει καμιά βραδιά να επιστρέφω χαρούμενος –

αμέσως αρχινάει το φαρμάκι:

 

«Ως τώρα περίμενα τον πατέρα σου απ’ τις ταβέρνες,

τώρα περιμένω εσένα απ‘ τους δρόμους».

 

Κι όσο περνούν τα χρόνια και χάνει από πάνω μου τον έλεγχο,

κοιτάει πώς να με εξουθενώνει καθημερινά με κλάματα και με αρρώστιες.

 

Και πάντα η ίδια επωδός:

«Σκύλε, γλεντάς, κι εγώ πεθαίνω».

 

Η μητρική στοργή «πού βρήκε τόσο δηλητήριο;», αναρωτιέται. Η ποίηση του μια ωμή, αφιλτράριστη μαρτυρία για το φαρμάκι αντί για μια αγκαλιά.

Ζωγραφίζει τη στοιχειωμένη θύμηση να τον περιμένει σιωπηλή χλωμή κι εξαντλημένη, για να του εμφυσήσει μια διαρκή αίσθηση υποχρέωσης και τύψεων. Τις ίδιες τύψεις που θα κουβαλάει μια ζωή μη μπορώντας να υποφέρει ηθικά την ερωτική του απόκλιση, την ομοφυλοφιλία του κι ας γράφει όλο και πιο προκλητικά ερωτικά ποιήματα – όπως ο ίδιος τα χαρακτήριζε κι όχι ομοφυλόφιλα, πιστεύοντας πως μόνο οι αποκλίνοντες κατανοούν πληρέστερα τον έρωτα και το πάθος.  Ποιήματα ωμά. Εξομολογητικά, πικραμένα, ζώντας σ’ ένα οικόπεδο θλίψης, περιθωριοποιημένος, βρίζοντας το κατεστημένο και την υποκρισία του. Μ’ ένα πικρό χαμόγελο μεταμόρφωνε ποιητικά την  τυραννική παρουσία της μητέρας του αλλά και επιστήθιων φίλων εναντίον των οποίων εξαπέλυε χολερικά σχόλια δημιουργώντας ρήγματα στη φιλία τους.

Ωστόσο ήταν η ίδια η μητέρα που στα χρόνια της πείνας στην Κατοχή παρότι κατρακύλησαν στο   τελευταίο σκαλί της εξαθλίωσης, τελευταία στιγμή σώθηκαν όντας ξαπλωμένοι μπροστά στο κάρο του Δήμου με τα πτώματα που δεν είχαν αντέξει την πείνα που είχε σκοτώσει τόσους πολλούς.

Κι ο πατέρας; «Ένας μπεκρής, λέει, αντίθετα με μένα». Ένας άνθρωπος τόσο βαθιά χωμένος στο πάθος του που άφησε όλες τις ζωτικές λειτουργίες του να εκφυλιστούν. «Κάθε βράδυ τον κουβαλούσαν τέσσερεις», λέει, από την ταβέρνα στο σπίτι.

Εκείνος εγκλωβισμένος στο δικό του  πάθος που του πρόσφερε την ηδονή ενός άλλου κορμιού, αλλά και την απουσία του έγραφε:

Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,

ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ

ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.

 

Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε

κάτι ἀπ᾿ τὴ δική σου ὀμορφιά,

θὰ τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;

μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με».

 

καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ

οὔτε μία τρυφερὴ περίπτυξη.

Σωσμένος αλλά ακόμα έκθετος. Έπρεπε να ζήσει. Πουλώντας μικροπράγματα. Κι ύστερα αναζήτησε την παρηγοριά της θρησκείας στο καταχτητικό που πρόσφερε και συσσίτιο. Για χρόνια παλεύοντας μάλιστα  με τη μετάφραση του Κατά Ματθαίον, που θεωρούσε το εντελέστερο έργο του.

Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,

ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,

ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.

Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:

νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,

νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.

 

Εποχή των ισχνών αγελάδων. Θεσσαλονίκη, Κοχλίας, 1950.

 Ξένα γόνατα· Ποιήματα 1950-1955. Θεσσαλονίκη, 1957.

Ποιήματα 1949-1960. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1962.

Το κορμί και το σαράκι· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1964.

Τα ποιήματα αυτά ήταν που τον έδιωξαν από το κατηχητικό, αλλά αυτός παρέμεινε χριστιανός.

Ούτε το λογοτεχνικό κατεστημένο τον αποδέχτηκε. Ούτε φυσικά η συντηρητική κοινωνία των καθωσπρέπει νοικοκυραίων. Επιβίωνε ως αποδιοπομπαίος, αυτός σημαντικός φιλόλογος [με σπουδαίο κριτικό έργο για τον Κάλβο, τον Σολωμό, τον Καβάφη], βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική βιβλιοθήκη χάρις στον Γ. Βαφόπουλο, ο εκδότης του έργου 250 λογοτεχνών στο πλαίσιο  ενός από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης που εξέδιδε από το 1958 ως το 1983 με τον Κάρολο Τσίζεκ, τη Διαγώνιο.

Κι όμως κατόρθωνε να επιβιώνει επαγγελματικά μπαίνοντας διαρκώς στο μάτι αυτών που τον σνόμπαραν. Χωρίς ποτέ να στήσει κ@λο – το αντίθετο: μη αποδεχόμενος βραβεία και τιμητικές διακρίσεις που είναι πάντα αποτέλεσμα συναλλαγής [κάποιος τάχαμου που νιώθει ανώτερος δίνει ένα βραβείο σε ένα κατώτερο- έτσι κάνουν κάποιον να ξεχωρίζει από ένα σύνολο ομοτέχνων].

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, επάνω από το γραφείο του – σε μια μικρή κάμαρα στην οδό Σκεπαστού στις Σαράντα Εκκλησιές, όπου υποδεχόταν θαυμαστές και φίλους − κρεμόντουσαν δύο πορτρέτα. Το ένα ήταν του Κ.Π. Καβάφη και το άλλο του Βασίλη Τσιτσάνη.

Με τον Καβάφη τον συνέδεε η ποίηση και η παραδοχή της ομοφυλοφιλίας, και τα δύο συνυφασμένα. Με τον Τσιτσάνη τα ρεμπέτικα. Κι ας μην άρεσαν σε εκείνον οι στίχοι του. Πάντως έκανε μια μεγάλη προώθηση των τραγουδιών του. Θεωρούσε πως ο Χατζιδάκις τα ελαφροποίησε ωστόσο ο τελευταίος ήταν από κείνους που τον βοήθησε να επιβληθεί στο αθηναϊκό κοινό.

Η συμπεριφορά του απέναντι στους επίδοξους λογοτέχνες ήταν καταρχάς στυφή, συχνά δυσάρεστη και ενίοτε δηκτική. Μέσα από τις σελίδες της Διαγωνίου δεν χαρίστηκε σε κανέναν, όσο σημαντικός και διάσημος και αν ήταν.

Η αγάπη που σε όλη του τη ζωή έδειχνε στους λαϊκούς ανθρώπους τού επιστράφηκε στο ακέραιο. Ο τετραπέρατος και λαλίστατος ποιητής που ξιφουλκούσε και συζητούσε με τις ώρες, που έδινε μακροσκελείς διαλέξεις χωρίς σημειώσεις, είχε χάσει τη μνήμη του και ως εκ τούτου τη δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας.

Τον Αύγουστο του 1965, όταν ο Σαββόπουλος μελοποίησε και τραγούδησε το ποίημά του «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας» σε 45άρι δισκάκι, που ο ίδιος του είχε χαρίσει γραμμένο σε μια χαρτοπετσέτα, ο Χριστιανόπουλος παραιτήθηκε από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη.

 

Ο κυριότερος λόγος ήταν ο πόλεμος που υπέστη τόσο ο ίδιος όσο και ο Βαφόπουλος εξαιτίας ενός αφοριστικού κειμένου που δημοσίευσε εναντίον του Βασίλη Βασιλικού. Αυτό το κείμενο αν και αργότερα το αποκήρυξε εν μέρει και ο ίδιος,  η ισχυρή οικογένεια και το φιλικό περιβάλλον του συγγραφέα τού ‘έψησαν το ψάρι στα χείλη’.

Ο Χριστιανόπουλος δεν πτοήθηκε όταν κατακεραύνωνε μέσα από τις κριτικές του τα σημαντικότερα ονόματα του ελληνικού λογοτεχνικού κατεστημένου.

Το ότι αμφισβητούσε ποιητές καταξιωμένους, όπως οι νομπελίστες Σεφέρης και Ελύτης, αλλά και ο Ρίτσος, ενοχλούσε και ενίοτε εξόργιζε. Αλλά τον είχαν βαφτίσει γραφικό, περιθωριακό, ιδιόρρυθμο, στριφνό και τον άφηναν στη μοναξιά του να παίζει το μοναχικό του βιολί.

Έδωσε πάμπολλες διαλέξεις του σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα που κατακλύζονταν από πλήθος κόσμου. Μιλούσε για μια ποικιλία θεμάτων και ο ίδιος επαίρονταν «πως μπορούσε να μιλάει χωρίς σημειώσεις και χωρίς σταγόνα νερό για ώρες».

Δεν δέχτηκε επιχορηγήσεις ούτε από το Δήμο Θεσσαλονίκης, ούτε παρέλαβε τιμητική πλακέτα που είχε ετοιμάσει το ΕΚΕΒΙ για την προσφορά του ούτε το Κρατικό βραβείο ποίησης. Δέχτηκε μόνο την επίτιμη θέση που του πρόσφερε το Αριστοτέλειο όπου είχε σπουδάσει φιλολογία.

Έγραψε ποίηση μεγάλης ακρίβειας και οικονομίας, ανεπιτήδευτη, καθαρή, γυμνή, καθόλου συμβολική ή υπερρεαλιστική, βαθιά ανθρωποκεντρική. Μια ποίηση υψηλού ήθους που βασιζόταν στις αυστηρές αξίες του που ουδέποτε παραγνώριζε.

Στο τέλος καθηλωμένος σε καροτσάκι πάσχοντας από άνοια δεχόταν επισκέψεις και συμβούλευε:

«Να περνάς πάντα καυλά, μωρό μου, και να μη με ξεχνάς».

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας

ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια

ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ

κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια

 

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας

εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα

ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα

μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα

 

 

Τους στίχους αυτούς μελοποίησε πρώιμα ο Σαββόπουλος. Και νομίζω πως παρουσιάζουν το άντεργκράουντ ύφος της αντισυμβατικής ποιητικής του προσωπικότητας.

Μαζί με τον Ιωάννου και τον Ασλάνογλου αποτέλεσαν την τριάδα μιας ανορθόδοξης από πολλές απόψεις ποίησης που άνθισε μεταπολεμικά στη Θεσσαλονίκη, πόλη που αυτός δεν πρόδωσε ποτέ.

 

 

 

Σημείωση: συμβουλεύτηκα κυρίως το πολύ πλούσιο και αξιόπιστο αφιέρωμα της Lifo.

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.