Ένα ποίημα είναι η πιο επίπονη και
αχάριστη πράξη δημιουργίας.
Είμαι ένας ανώμαλος χρήστης λέξεων, όχι ποιητής.
Ντ. Τόμας
Αν θέλει ένας φωτογράφος φερ’ ειπείν να φιλοτεχνήσει το πορτραίτο ενός ποιητή τον τοποθετεί συνήθως στο φυσικό του χώρο, στο δωμάτιο που δημιουργεί τα έργα του. Επομένως, πίσω από ένα γραφείο και μπροστά από μια βιβλιοθήκη. Αν όμως πρόκειται για έναν παθιασμένο πότη, όπως ο σπουδαίος Ουαλλός ποιητής Ντύλαν Τόμας [1914-1953], που το ποτό στάθηκε η αποφασιστική αιτία του πρόωρου θανάτου του, τότε δεν έχει παρά να τον φωτογραφίσει σ’ ένα μπαρ. Αυτό ακριβώς έπραξε και ο σημαντικός φωτογράφος Μπιλ Μπραντ, έμπειρος πορτραιτίστας, μεταξύ άλλων: τον έστησε μπροστά από τη βιτρίνα μιας λονδρέζικης παμπ, έτσι που το πάνω μισό του σώματος του καθρεφτίζεται σ’ αυτή τη βιτρίνα. Έτσι βλέπουμε τον Ντύλαν Τόμας διπλό, δηλαδή τον ίδιο και το είδωλό του. Φορά καρό σακάκι μάλλον ανοιχτόχρωμο, μάλλινο γιλέκο, κι από μέσα μια καρό γραβάτα με μικρό κόμπο πάνω από σκούρο πουκάμισο. Μάλλον ευτραφής, με σγουρά μαλλιά, κάπως πλακουτσωτή μύτη και κοιτά δεξιά, έξω από το κέντρο του φακού που τον σκοπεύει. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το 1941, όταν ο Τόμας ήταν 27 ετών. Στις περισσότερες φωτογραφίες του, αν εξαιρέσει κανείς μερικές νεανικές, έχει το ίδιο ύφος: ενός έφηβου που προσπαθεί να δείχνει ενήλικας. Ο ίδιος έλεγε: «Ήμουν γηραιότερος κάποτε, νεότερος τώρα». Μάλλον δεν πρόλαβε να ενηλικιωθεί καταρρέοντας σ’ ένα μπαρ στη Νέα Υόρκη πριν συμπληρώσει τα σαράντα. Έκανε οικογένεια που αδυνατούσε να συντηρήσει, ήταν άπιστος προς τη σύζυγό του, και τα παιδιά του τον έβλεπαν πιο πολύ σαν μεγάλο αδελφό. Ωστόσο κατάφερε να αφήσει πίσω του ένα πρωτότυπο ποιητικό έργο, που επηρέασε μεταγενέστερους ποιητές.
Η Λύντια Στεφάνου ποιήτρια και δοκιμιογράφος που μετέφρασε Ντύλαν Τόμας περιγράφει ως εξής την πρώτη της γνωριμία με τον ποιητή:
«Η γνωριμία με την ποίηση του Ντύλαν Τόμας πηγαίνει μακριά πίσω στον χρόνο, όταν στην τελευταία τάξη του γυμνασίου βρέθηκα στο γνωστό σαν “πατάρι” καφενείο του Λουμίδη μαζί με μια παρέα συνομήλικων κοριτσιών που διάβαζαν ποίηση, κυρίως Ελύτη και Γκάτσο. Και οι δύο κάθονταν στο ίδιο πάντα τραπέζι κάθε μεσημέρι (μαζί με άλλους ποιητές, καλλιτέχνες, διανοούμενους) και μας είχαν δεχτεί στην παρέα τους. Στην Αθήνα είχαν αρχίσει να φτάνουν νέα βιβλία, τα πρώτα μετά τον πόλεμο – Έλιοτ, Λόρκα, Ντύλαν Τόμας– και, αν θυμάμαι καλά, χάρη στον Νίκο Γκάτσο είχα την τύχη να ρίξω μια ματιά στην τελευταία συλλογή του Ντύλαν Τόμας με τον τίτλο Deaths and Entrances (Θάνατοι και Είσοδοι). Ο Γκάτσος, όπως άλλωστε και ο Ελύτης, τον θεωρούσαν ισότιμο και, θα ’λεγα, πιο συγγενικό τους από τον Έλιοτ».
«Παρ’ όλους τους αναρίθμητους μιμητές του, ο Ντύλαν Τόμας δεν δημιούργησε “σχολή”. Οι απομιμήσεις είχαν για στόχο την αναμφισβήτητα λαμπερή επιφάνεια και κατέληξαν σε σειριακές παραγωγές λεκτικών πυροτεχνημάτων. Όμως ο πυρήνας που συγκρατεί το καθένα απ’ αυτά τα ποιήματα, η υπαρξιακή αιτία που νομιμοποιεί τον λόγο, έχει να κάνει με άλλα πράγματα. “Στάση ζωής” θα ’ταν ίσως δύο κατάλληλες λέξεις. […] Στην περίπτωση του Τόμας και μερικών ακόμα ποιητών, η υπαρξιακή αιτία του λόγου βρίσκεται σε στενή σχέση με το κατά πόσο έχει φτάσει κάποιος στο σημείο εκείνο της τέλειας απογύμνωσης απ’ όλα τα προσωπεία που μπορεί να θέσει υπό αίρεση τα πάντα: στο σημείο μηδέν, με όλους τους κινδύνους του, απ’ όπου μερικοί κατορθώνουν να ξεκινήσουν για να “συστήσουν” ξανά τον κόσμο».
«(…)
Ποιητές σαν αυτόν, ή καλύτερα τα έργα τους, έχουν ένα τουλάχιστον χαρακτηριστικό γνώρισμα κοινό με τον βάρδο και τον ποιητάρη: ο ποιητής ως υποκείμενο που αρθρώνει δεν χωρίζει τον εαυτό του από το ανθρώπινο σύνολο. Τέτοια είναι η στάση της αληθινής ταπεινοσύνης· και ο τόνος της είναι που κάνει τη φωνή ν’ ακούγεται σαν να βγαίνει από τις ρίζες του τόπου και του χρόνου, από τη «σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής», όπως είπε ένας άλλος από τους ποιητές του αιώνα, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Τότε ο ποιητής λέει αυτό που ο κάθε άνθρωπος θα ‘θελε ν’ ακούσει και να πει στον άλλον, τη στιγμή της υπέρτατης χαράς ή του «άκρου πόνου»: Δεν είσαι μόνος. Είμαστε μαζί· μέσα στο ίδιο καράβι που κλυδωνίζεται, κι είτε θα καταποντιστεί στο σκοτάδι είτε θα βγει παλεύοντας στο φως».
Ιδού το πιο γνωστό ποίημά του, τουλάχιστον στα ελληνικά, μεταφρασμένο από την ίδια:
Κι ο Θάνατος δε θα ‘χει πια εξουσία
Κι ο Θάνατος δε θα ‘χει πια εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο του ανέμου και του
δυτικού φεγγαριού
Όταν ασπρίσουν τα κόκαλά τους
και τριφτούν τ’ άσπρα κόκαλα
θα ‘χουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι
Αν τρελάθηκαν η γνώση τους θα ξαναρθεί
Αν βούλιαξαν στο πέλαγος θ’ αναδυθούν
Αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο Θάνατος δεν θα ‘χει πια εξουσία.
Κι ο Θάνατος δεν θα ‘χει πια εξουσία
Όσους βαθιά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ’ αφανίσει ανεμοστρόβιλος
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους παιδεύουν δεν θα τους συντρίψουν
Στα σπασμένα τα χέρια τους θα ‘ναι η πίστη διπλή
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν
Κι ο Θάνατος δεν θα ‘χει πια εξουσία.
Κι ο Θάνατος δεν θα ‘χει πια εξουσία
Ας μη φωνάζουν πια στο αυτί τους γλάροι
Ας μην σπάζει μ’ ορμή στο γιαλό τους το κύμα
Εκεί που εν’ άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα
Τρελοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο Θάνατος δεν θα ‘χει πια εξουσία.
Ο Ντύλαν Τόμας γεννήθηκε στο Σουώνσυ της Ουαλλίας στις 27 Οκτώβρη 1914 και τελείωσε το τοπικό δημοτικό σχολείο, σ’ένα περιβάλλον που σημαδεύτηκε από εντάσεις ανάμεσα στην αγγλόφωνη και τη τοπική κουλτούρα, παρ’ ότι ο ίδιος δε διδάχθηκε ποτέ ουαλικά.
Νευρωτικός, ενστικτώδης, παθιασμένος και κυρίως αυτοδίδακτος κι επαναστατημένος παράτησε το σχολείο στα 16 του, ενώ ήταν ολοκληρωμένος ποιητής απ’ την εφηβεία του. Έμελλε να μας δώσει ορισμένα από τα σπαρακτικότερα ποιήματα και να αποτελέσει παράδειγμα για μια ολόκληρη γενιά ποιητών στην Αγγλία και στην Αμερική. Μεταφέροντας τη μεγάλη ποιητική παράδοση της Ουαλίας όχι ως απλή γνώση αλλά ως οδυνηρό βίωμα.
«Ο νεαρός Ντύλαν γυρίζει την πλάτη στις ακαδημαϊκές σπουδές και εργάζεται στην τοπική εφημερίδα, προτού φύγει τελικά για το Λονδίνο, όπου ασχολείται με τη δημοσιογραφία» γράφει η Έφη Φρυδά, δραστήριο μέλος της συντακτικής επιτροπής του Περί Ου στο επίμετρο της ανθολογίας διηγημάτων του με τίτλο Σκοτεινά Παραμύθια που μετέφρασε: «Εργάζεται στο BBC και γίνεται ένας ζωντανός θρύλος, ο πρώτος ποιητής με την αύρα του ροκ σταρ, που με τη μελωδική φωνή του στο ραδιόφωνο αναβιώνει την παράδοση του βάρδου».
Στην δημιουργική του καθημερινότητα είναι πειθαρχημένος και αφοσιωμένος στις ποιήσεις του. Τυλιγμένος σε μια κουβέρτα, λέει η κόρη του, συγκεντρώνεται στα γραπτά του ξεχνώντας να φάει και να αναπαυθεί.
«Αγγελιαφόρο ενός σκοτεινού διονυσιακού κόσμου» τον ονομάζει η Ε. Φρυδά, «γεμάτου ασυνείδητες δονήσεις και μεταστοιχειώσεις, […] μπαίνει στην εμπροσθοφυλακή της μεταφυσικής ποίησης» που διδάχτηκε από τους Τζων Ντον, Ουίλλιαμ Μπλαίηκ και Τόμας Χάρντυ.
Ωστόσο αυτός ο τόσο χαρισματικός δημιουργός έχει επενδύσει τα πάντα στην αποδοχή του έργου του από τους κριτικούς και όταν εκείνοι το απορρίπτουν, οδηγείται στην αυτοκαταστροφή, παραιτούμενος από όλα, εκτός βέβαια από το ποτό, το αγιάτρευτο πάθος του.
Οι μεταφραστές του Πορτραίτου του Καλλιτέχνη ως νεαρού Σκύλου [παράφραση του Πορτραίτου του Τζόυς] Β. Δενδρινού και Γ. Ρωμανός κλείνουν έτσι το εισαγωγικό τους σημείωμα: «Όταν το φέρετρο θα περάσει την πόρτα του νεκροταφείου όλοι οι φίλοι του θ’ ακούσουν ένα κόκορα να λαλεί πένθιμα, άγρια, παράξενα».
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ: