Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανακαλύψει νέους
ωκεανούς αν δεν έχει το θάρρος να
απομακρυνθεί από την ακτή.
Α. Ζ.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το γραπτό είναι κατά κύριο λόγο αυτοβιογραφικό. Ακόμα κι αν αναφέρεται σ’ ένα άλλο υπαρκτό πρόσωπο, ακόμα και τότε ο συγγραφέας κατανοητικός πάντα, ασυνείδητα καμιά φορά, φοράει ένα λογοτεχνικό προσωπείο υποκρινόμενος το πρόσωπο που βιογραφεί. Υπάρχει και μια κατηγορία συγγραφέων που αποφεύγει επιμελώς την αυτοβιογραφία και κρύβεται πίσω από προσωπεία που είναι μακριά απ’ αυτόν.
Ο Ζιντ σαφώς συνταιριάζει την εμπειρία, τις ιδέες και τις έγνοιες του σε όλων των ειδών τα γραπτά του σκορπίζοντας τα διαφορετικά προσωπεία του «από τα οποία κανένα δεν είναι ο εαυτός του», όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Ντομινίκ Φερναντέζ.
Στην περίπτωση του Ζιντ βέβαια έχουμε να κάνουμε με μια αντίληψη που βλέπει το έργο τέχνης σαν αυτοβιογραφία.
Ωστόσο πρέπει να τονιστεί πως ακόμα και η καθαρή αυτοβιογραφία δεν είναι παρά ένα προσωπείο που αποφάσισε να προβάλλει ο αυτοβιογραφούμενος.
Οι αντιλήψεις του ωστόσο από βιβλίο σε βιβλίο μεταβάλλονται. Ο Ζιντ αλλάζει απόψεις ή θέσεις, αλλά παραμένει σταθερός στις αρχές του και τις οποίες υποστηρίζει με πάθος.
Στα Τετράδια του Αντρέ Βαλτέρ [1891] φερ’ ειπείν μ’ έναν εκ βαθέων ρομαντισμό και μυστικισμό υποστηρίζει τον αγνό έρωτα ενός νέου για την εξαδέλφη του. Η ερωτική λογοτεχνία στη Δύση έχει μεγάλη παράδοση σ’ αυτού του είδους τον έρωτα, Παράδειγμα Ο Τριστάνος κι η Ιζόλδη ή ο Παύλος και η Βιργινία.
Αντίθετα στις Γήινες Τροφές έξι χρόνια αργότερα, που άργησε να διαβαστεί ευρέως, έχουμε τον εκμαυλιστή των νέων όπως τον έκριναν οι αντίπαλοι ή το λυτρωτή τους κατά τους θαυμαστές του που ξεδιπλώνει αισθήσεις και αισθησιακές απολαύσεις κηρύσσοντας την άρνηση κάθε περιορισμού, κάθε καταναγκασμού, την περιφρόνηση κάθε αποδεκτής ηθικής και την εχθρική στάση του απέναντι στην οικογένεια.
Μπαίνοντας στον 20ο αιώνα βρίσκουμε πάλι δύο αλληλοσυγκρουόμενα έργα τον Ανηθικολόγο [1902] με ρίζες νιτσεϊκές όπου ο ήρωας ανακαλύπτοντας την απάτη της περασμένης του ζωής ρίχνεται στη ζωή με μια άδολη βουλιμία. Ωστόσο σήμερα ούτε ο ήρωας ούτε η ζωή που βάζει σε κίνηση πείθουν. Το έργο έχει γεράσει και μοιάζει ψεύτικο. Αντίθετα στη Στενή Πύλη [1909] έχουμε την απόρριψη του έρωτα του ξαδέλφου της από την ηρωίδα που αφιερώνεται σ’ ένα αγνό ιδανικό. Αυτό το μυθιστόρημα διατηρεί τη φρεσκάδα του.
Αυτή η αντιπαράθεση είναι μόνιμο στοιχείο του έργου του Ζιντ. Η αγνότητα κόντρα στην επιθυμία. Η αμαρτία κόντρα στην αρετή. Η αθωότητα απέναντι στην ενοχή. Ο συγγραφέας και οι ήρωές του κινούνται ανάμεσα σ’ αυτές τις αντιθέσεις φέρνοντας στο μυαλό την κίνηση του εκκρεμούς.
Κι ο συγγραφέας άγγελος ή δαίμονας; Τίποτα από τα δύο. Ο συγγραφέας μεταιχμιακή προσωπικότητα κινείται ανάμεσα στην αστική απαγόρευση και την υπέρβασή της, ανάμεσα στον ασκητισμό και τον αισθησιασμό την προτεσταντική πειθαρχία και την απόλυτη ελευθερία, τη διατήρηση της παράδοσης και την ανταρσία. Όντας ομοφυλόφιλος ο Ζιντ κάνει έναν αστικό γάμο με την ξαδέλφη του Μαντλέν ο οποίος παραμένει λευκός, ομολογεί όμως πως η Μαντλέν είναι η μοναδική γυναίκα που αγάπησε αλλά προτιμά τα αγόρια και γράφει το σκανδαλώδες Κορυντόν [1924], μια απολογία της παιδεραστίας που επισύρει τη γενική κατακραυγή.
Παράλληλα το 1923 έγινε πατέρας μιας κόρης από την πολύ νεότερή του Ελίζαμπετ βαν Ρύσσελμπέργκε, κόρη του Βέλγου ζωγράφου Τεό βαν Ρύσσελμπέργκε, φίλου του επίσης. Ήταν το μοναδικό του παιδί.
Ο Ζιντ έχασε στα έντεκά του χρόνια τον πατέρα του έτσι η αγωγή του πέρασε αποκλειστικά στα χέρια μιας αυστηρής, αυταρχικής μητέρας που τον υπέβαλλε σε μια ακραία καταπιεστική ανατροφή που περιλάμβανε και τη σεξουαλική ηθική στην οποία η γυναίκα εμπνέει τη λατρεία αλλά όχι την επιθυμία. Αποτέλεσμα αυτής της εγκληματικής ευνουχιστικής ανατροφής για ένα τόσο ευαίσθητο πλάσμα όπως ο έφηβος Αντρέ η απόκτηση ενός ισχυρού αισθήματος ενοχής και μιας ανασφάλειας από τα οποία δεν μπόρεσε ποτέ να απαλλαγεί. Σ΄ όλο το έργο του παρατηρούμε να ενσαρκώνονται οι ηθικές αξίες από τις γυναίκες, ενώ οι τέχνες και οι ηδονές είναι προνόμιο των ανδρών. Κάποιες από αυτές τις ταυτίσεις και τους διαχωρισμούς καθώς και τα δίπολα των αντιθέσεων που τον κυνηγούν σε ζωή και έργο είναι αποτέλεσμα αυτής της στρεβλής μητρικής αγωγής.
Ο Ντομινίκ Φερναντέζ αποφαίνεται πως η δεύτερη έκδοση του Κορυντόν ήταν μια απάντηση στο Σόδομα και Γόμορα του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ όπου απεικονίζεται η διαστροφή με προσωπείο δαιμονικό που προκαλεί φρίκη και απελπισία αντίθετα προς τη φωτεινή πλευρά της παιδεραστίας του Κορυντόν που βασίζεται στη φυσική ιστορία, την παρατήρηση των ζώων, το παράδειγμα της κλασικής Ελλάδας.
Το όψιμο αντιμυθιστόρημά του Οι Κιβδηλοποιοί είναι ένα περίπλοκα δομημένο πολυεστιακό μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα που φέρνει στο νου το nouveau roman και είναι η πρόταση του Ζιντ για το μυθιστόρημα απέναντι στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ.
Θέμα του η εφηβεία και τα προβλήματα ταυτότητας, αλλά κυρίως το δίπολο «κίβδηλο-αυθεντικό» πάνω στο οποίο αρθρώνεται ολόκληρο το μυθιστόρημα.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι άνθρωποι με αδυναμίες που υποκύπτουν στα πάθη τους, σε κάλπικες σχέσεις, κίβδηλα αισθήματα και συμπεριφορές. Οι γυναίκες που εμφανίζονται είναι συνήθως προδομένες, γυναίκες με ματαιωμένες προσδοκίες και ο γάμος αναφέρεται σαν μια βασανιστική και χωρίς αξιοπρέπεια σχέση.
Η ομοφυλοφιλία βρίσκεται στο επίκεντρο της δράσης, είτε πρόκειται για τον έφηβο Ολιβιέ και, τουλάχιστον σε κάποιο ανομολόγητο βαθμό, τον φίλο του Μπερνάρ είτε για τους ενήλικες συγγραφείς, τον κόμη ντε Πασαβάν και τον Εντουάρ.
Στα κοινωνικά ζητήματα που αντανακλώνται μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων διακρίνονται θέματα που απασχολούσαν τη γαλλική κοινωνία του Μεσοπολέμου, μεταξύ άλλων η σύγκρουση των γενεών, η εξέγερση εναντίον της οικογένειας, ο γάμος, η θρησκεία, η ομοφυλοφιλία, το καλό και το κακό, η σχέση της λογοτεχνίας με τη ζωή.
Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζει η σύγκριση του μοντερνιστικού μυθιστορήματος οι Κιβδηλοποιοί με το ρεαλιστικό μυθιστόρημα του επιστήθιου φίλου του Ζιντ Ροζέ Μαρτέν ντυ Γκαρ ένα μυθιστόρημα ποταμό που παρόλο τον όγκο του διαβάζεται χωρίς προσκόμματα αντίθετα με ορισμένα κομμάτια των Κιβδηλοποιών που λόγω της εμμονής στους πειραματισμούς προκαλεί αναγνωστική κόπωση. Ωστόσο ο Ζιντ διαφορετικής εμβέλειας και ήθους συγγραφέας από τον Φρανσουά Μωριάκ ή τον Ανατόλ Φρανς, διαφορετικούς και μεταξύ τους άλλωστε, αλλά πιο κοντά στην Ακαδημία κατάφερε να περάσει τις ιδέες μιλώντας μέσα από τις αισθήσεις. Ο φίλος του Μαλαρμέ έκανε ποιήματα με λέξεις ο Ζιντ έκανε μυθιστορήματα με ιδέες.
Γυρίζοντας στους Κιβδηλοποιούς πρέπει να πούμε πως παρά τις όποιες ενστάσεις ή επιφυλάξεις μπορεί να διατυπώσει κανείς σήμερα σχεδόν εκατό χρόνια μετά την έκδοσή του δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί πως είναι το αρτιότερο μυθιστόρημά του Ζιντ κι ένα σημαντικό Bildungsroman, δηλαδή ένα μυθιστόρημα μαθητείας της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει πως η ακροτελεύτια παράγραφος βάζει όλα τα προβλήματα στη θέση τους.
Οι Κιβδηλοποιοί συνοδεύονται από τα Ημερολόγιά τους που επηρέασαν στην σύνταξη των δικών τους τον Σεφέρη, τον Ξεφλούδα, τον Θεοτοκά, τον Βασιλικό, τον Τσίρκα όπως επισημαίνει η Αλεξάνδρα Σαμουήλ.
Εύστοχα ο Pierre Lepare υπογραμμίζει πως έψαχνε «χωρίς να θεωρεί ότι βρήκε αυτό που αναζητούσε, έτοιμος πάντα να εγκαταλείψει το σημείο όπου είχε φτάσει προκειμένου ν’ ανακαλύψει ένα καινούργιο, κατά προτίμηση στους αντίποδες του προηγούμενου».
Ένα μικρό συμπλήρωμα χρονολογικό.
Γεννήθηκε 22 Νοεμβρίου του 1863. Ήταν μοναχοπαίδι. Το 1876 άρχισε μαθήματα πιάνου και δεν το εγκατάλειπε ποτέ. Το 1877 αποβάλλεται από την Αλσατική Σχολή «λόγω κακών συνηθειών», ενώ υπήρξε αντικείμενο κακομεταχείρισης από τους συμμαθητές του. Είχε την αίσθηση πως «δεν έμοιαζε με τους άλλους».
Διαβάζει Χάινε και Γκαίτε. Γίνεται φίλος με τον Πιέρ Λουί τον Βαλερύ, τον Βερλαίν αλλά και τον Λεόν Μπλουμ. Συνδέεται μέσω του Μωρίς Μπαρές με τον κύκλο του Μαλαρμέ. Συναντά τον Μαίτερλινγκ και τον Όσκαρ Ουάιλντ που θα τον επηρεάσει και θα γράψει δυο κείμενα για αυτόν. Διαγιγνώσκεται από φυματίωση και απαλλάσσεται από το στρατό.
Το 1893 έχει την πρώτη ομοφυλοφιλική εμπειρία.
Εκδηλώνεται υπέρ του Ντρέυφους. Ξεκινά να αλληλογραφεί με τον Κλωντέλ.
Το 1908 ιδρύει μαζί με ομότεχνους την La Nouvelle Revue Francaise και τη διευθύνει ως το 1940.
Μπορεί να απέρριψε το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο αλλά αργότερα εξέδωσε το έργο στον NRF. Αναγνώρισε την αξία του Μπρετόν του Αραγκόν, τον Ανρί Μισώ. Θαύμαζε απεριόριστα τον Κόνραντ, έγραψε για τον Ντοστογιέφσκι. Συνέβαλε στη διάδοση τουΡίλκε, του Φώκνερ, του Ταγκόρ στη γαλλική λογοτεχνία. Μετέφρασε Σαίξπηρ, Κόνραντ, Ντοστογιέφσκι, Ουίτμαν, Ταγκόρ, Μπλέηκ.
- Θρησκευτική κρίση. Δηλώνει υποστήριξη στην Action Fransaise.
To 1921 εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για τη Σοβιετική Ένωση. Το 1932 εκφράζει τη συμπάθειά του για τον Κομμουνισμό. Αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα το 1936 κρίνει αυστηρά την προσωπολατρία του Στάλιν και την επικράτηση κοινωνικού και ηθικού κομφορμισμού. Το 1937 οριστική ρήξη με τον κομμουνισμό. Υποστήριξη των Δημοκρατικών στον Ισπανικό Εμφύλιο.
Το 1939 ταξιδεύει στην Ελλάδα.
Στην αρχή συμφωνεί με τον Πεταίν, αλλά γρήγορα μεταστρέφεται προς τον Ντε Γκωλ. Βοηθά τους Εβραίους που απειλούνται.
Το 1947 παίρνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Είναι ο μόνος εν ζωή συγγραφέας που περιλαμβάνεται στη σειρά της Πλειάδας.
Το 1951 πεθαίνει στο Παρίσι σε ηλικία 82 ετών και του κάνουν θρησκευτική τελετή παρά τις αντιρρήσεις του Μαρτέν ντυ Γκαρ. Πάντως ολόκληρο το έργο του περιλαμβάνεται στον Index librorum prohibitorum του Βατικανού.
«Νομίζαμε πως ήταν αγιοποιημένος και ταριχευμένος» δήλωσε ο Σαρτρ που τον χώριζε άβυσσος από τον Ζίντ. Ωστόσο: «Πεθαίνει και ανακαλύπτουμε πόσο ζωντανός παρέμενε. Ο Ζιντ εξακολουθεί να ενοχλεί, και θα ενοχλεί για πολύ ακόμα».
Θεωρούσε, λέει ο Λεπαρέ, πως η ακινησία είναι «μίμηση θανάτου» γι αυτό και του ήταν αδύνατον να μείνει ακίνητος. Όχι μόνο σωματικά αλλά και πνευματικά.
Επισημαίνεται ακόμα η συμβολή του στην ανάπτυξη και το κύρος της γαλλικής γλώσσας.
Και ο Μωρίς Μπλανσό επιλέγει σε άρθρο του για τον Ζιντ: «όταν τον ανακαλύπτει η αθανασία γίνεται ο πιο μεγάλος εν ζωή Γάλλος συγγραφέας και η δόξα του τον υποβιβάζει θεωρώντας τον απλά και μόνο σοφό».