Δεν ήμουν άλλος ένας αριθμός, ήμουν μαζί τους, μα δεν ήμουνα δικός τους
Ήμουν και θα είμαι μόνος ζωντανός στη μνήμη τους ή ξεχασμένος.
ΜΠΑΥΡΟΝ, ΤΣΑΙΛΝΤ ΧΑΡΟΛΝΤ, άσμα III, CXIII
Ορισμένα πράγματα καθορίζουν – κάποτε σε αποφασιστικό βαθμό – την προσωπικότητα ενός ανθρώπου και τον χαρακτήρα του δημιουργού. Πρώτα η καταγωγή.
Ο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα [στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, στις 8 Μαρτίου 1849, και ανήκε σε μια πολύ φτωχική οικογένεια]. Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο που διαμόρφωσε την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του Βιζυηνού.
Δεύτερο: έζησε αρκετά χρόνια και σπούδασε εκτός Ελλάδος: Λευκωσία της Κύπρου, Κωνσταντινούπολη [Θεολογική Σχολή της Χάλκης], ενώ σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ψυχολογία στη Γερμανία. Μιλούσε άπταιστα τουλάχιστον δύο ευρωπαϊκές γλώσσες: γερμανικά, γαλλικά. Πράγμα που τον απομάκρυνε αν δεν τον απέκλεισε από το αθηναϊκό φιλολογικό κατεστημένο. Ήταν λόγω καταγωγής ένθερμος πατριώτης και λόγω της παραμονής του στην Εσπερία κοσμοπολίτης.
Πέρα από τα ποιήματα και τα επιστημονικά [φιλοσοφικά ψυχολογικά] συγγράμματα θεωρείται ο εισηγητής του ψυχογραφικού διηγήματος στην Ελλάδα. Ήταν απρόθυμος να ενταχθεί σε μια κοινωνία κι ένα σινάφι που ούτως ή άλλως τον υπέβλεπε, τον αγνοούσε, δεν τον κατανοούσε, τον φθονούσε και τον λοιδορούσε. Εξ ιδιοσυγκρασίας δεν αποδεχόταν την πραγματικότητα των κοινών θνητών ούτε τη νοοτροπία τους.
Στην Αθήνα εξαιτίας της φτωχικής του καταγωγής αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και χλεύη από του φιλολογικούς κύκλους της εποχής. Είναι τέτοιο το πλήγμα που δέχεται ο ψυχισμός του ώστε γράφει στον μέντορά του Ηλία Τανταλίδη: «Μη με μαλώσετε αν εμβαίνω με λερωμένα τσαρούχια εις το καθάριο σας κατώγι. Είμαι χωριατοπαίδι, καθώς γνωρίζετε, και έχω διανύσει μακρόν, πολύ μακρόν και λασπωμένον δρόμον»!
Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ᾿ ὀρφανὸ καὶ ξένο!…
κι᾿ ἀγράμματο θὰ μένω!
Τοῦ κάκου λὲν – Ὑπομονή·
πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ
καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,
δὲν ἔμειναν θαμμένοι. –
Τοῦ κάκου, Γιατὶ ῾κεῖνοι ῾κεῖ
ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,
μὰ ῾μένα τὸ καϋμένο…
μ᾿ ἔχει λησμονημένο!
Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό,
καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ
μὲ τράνεψεν ἀγιέρι
καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.
Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά,
ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριὰ
καὶ μ᾿ ἀψηλὰ καπέλα
χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα!
Τῆς Ἀφροδίτης τὸ παιδὶ
οἱ ἄλλοι, κι᾿ ἄλλοι ὀπαδοὶ
τοῦ Βάκχου νὰ ῾πεθάνουν
κι᾿ ἄλλοι ἄλλα νὰ κάνουν.
Ἀγάπησε καὶ τ᾿ ὀρφανό,
Θεέ μου, τί πολὺ πονῶ!
τὰ γράμματα νὰ μάθῃ,
χίλια κακὰ κι᾿ ἂν πάθῃ.
Μ᾿ ἄπληστο στόμα ἀρχηνᾷ
τὰ νάματα τὰ φωτεινὰ
τοῦ Παρνασσοῦ νὰ πίνῃ
μὲ τόση εὐφροσύνη!…
Ἄν φταίγω τ᾿ ἄκακο ἐγὼ
φωτιὰ νὰ πέσῃ νὰ καγῶ·
θαρροῦσα πῶς χορταίνει
ἐκεῖνος ποῦ μαθαίνει.
Δὲν ἤξερα πῶς τ᾿ ἀργυρὸ
τῆς Κασταλίας μας νερό,
σὰ μιὰ φορὰ τὸ πιοῦμε
αἰώνια τὸ διψοῦμε!
Τόρα ἡ ψυχή μου λαχταρᾷ,
μὰ δὲ βαστῶ οὔτε παρᾶ
νὰ ῾πάγω ῾κεῖ ῾ποῦ τρέχει
τὴν γλῶσσά μου νὰ βρέχῃ!…
Μὲ εἶπαν πῶς ἐδὼ πολλοὶ
σὰ ἰδοῦν ἕν᾿ ἄτυχο πουλὶ
ποῦ ἀγαπᾷ τὰ φῶτα
δὲν «τῷ γυρνοῦν τὰ νῶτα.»
Ἔ, νὰ λοιπόν! Στὸ ἀψηλὸ
κατώφλοιό σας κι᾿ ἐγώ, δειλὸ
ἐκάθησα πουλάκι
μ᾿ αὐτὸ τὸ τραγουδάκι.
Ὦ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,
ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ,
καὶ τίποτε δὲν μένει
πιστὸ στὴν οἰκουμένη.
Δὲν σᾶς ζητῶ οὔτε ψωμί,
οὔτ᾿ ἕνα ῥοῦχο στὸ κορμί·
Διψῶ! διψῶ τὴ θεία
ἀληθινὴ Παιδεία!
Σ᾿ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχὸ
ναί, ἐγεννήθηκα φτωχό.
Μὰ Ἕλλην ὑπομένει
ἀπαίδευτος νὰ μένῃ;…
Πρωτόλειο από την εποχή της Χάλκης που ωστόσο δημιουργεί ρίγος συγκινήσεως με την σχεδόν παιδική αθωότητα και την σφοδρή επιθυμία για γράμματα που εκφράζει.
«Ὁ Βιζυηνός έχει μία παιδική ψυχή, γεμάτη νοσταλγία, λυρική διάθεση, αβρή μελαγχολία, τρυφερότητα και πόνο. Νοσταλγεί, όπως ὁ Παπαδιαμάντης, τα παιδικά του χρόνια, τη χαροκαμένη μάνα του, το φτωχικό του σπίτι, το χωριό του τη Βιζύη, τὴ Θρᾴκη, τὴν Πόλη των θρύλων. Και ἡ ποίησή του αντλεί τα θέματά της από αυτή τη νοσταλγική παρηγοριά. Αλλού αὐτοβιογραφείται, αλλού ἠθογραφεῖ τὶς λαϊκὲς παραδόσεις του τόπου του αλλού εκφράζει την πίστη του στη Μεγάλη Ιδέα και άλλοτε γράφει δροσερά παιδικά ποιήματα».
Όσο για τα σπουδαία και σημαντικά διηγήματά του:
«[…] ό,τι σημαδεύει ανεξίτηλα τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι μια μνήμη ώριμη να συνθέσει τη «Νέκυιά της», επιστρέφοντας διαρκώς σ’ ένα παρελθόν σφραγισμένο με την παρουσία του θανάτου. Έργο-προσκλητήριο νεκρών: το οικογενειακό κοιμητήρι προσφέρεται πλουσιοπάροχα σε τέτοιες αναδρομές.
Όταν εξαντληθούν οι πεθαμένοι συγγενείς (οι δυο μικρούλες αδελφές, ο πατέρας, ο αδικοσκοτωμένος αδελφός Χρηστάκης, ο παππούς), θα έρθει η σειρά των φίλων και γνωστών: του Πασχάλη ή του Μοσκώβ-Σελήμ. […]
[…] Αυτή την παρουσία του θανάτου θα τη βρούμε ακόμη και στους τίτλους των τριών από τα έξι διηγήματα του Βιζυηνού: εδώ αποτελεί αθέλητο παράπτωμα (Το αμάρτημα της μητρός μου), εκεί υποδηλώνεται με την εικόνα μιας αναχώρησης (Το μόνον της ζωής του ταξείδιον), αλλού συγκεκριμενοποιείται με την ανατομία ενός εγκλήματος (Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου). […] Έτσι οι μορφές του Βιζυηνού προχωρούν ανάμεσα στο φως και το σκότος (τις περισσότερες φορές από το φως προς το σκότος). Όταν ο θάνατος δεν προσμένει στο τέλος του ταξιδιού, δηλαδή στο τέλος της αφηγηματικής πράξης, προσμένουν άλλες «λύσεις» ισορροπίας, παραλλαγές του ίδιου αδιεξόδου: το μαρτύριο, η άγνοια, η απουσία, η σκότιση του νου. Όχι, δεν υπάρχει λύτρωση στον κόσμο του…»
«Μελέτη θανάτου λοιπόν Το μόνον της ζωής του ταξείδιον; Κάτι περισσότερο ίσως: μελέτη της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και της ακρωτηριασμένης ζωής. Όσοι θέλουν μπορούν να βλέπουν φολκλορικές γραφικότητες με καλοκάγαθους γέροντες και ονειροπαρμένα ραφτόπουλα. Το δράμα εδώ παραμονεύει πίσω από το όνειρο, μέσα στο παραμύθι, ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά. Χωρίς κραυγές, δείχνει την απύθμενη άβυσσο. Γιατί το επίτευγμα του Βιζυηνού, ένα από τα σημαντικότερα της διηγηματογραφικής του προσπάθειας, βρίσκεται σ’ αυτό το τραγικό «ονειρόδραμα» όπου, μέσα σε μια ειρηνική ατμόσφαιρα ποιητικής νοσταλγίας, γέροντες και παιδιά μοιάζουν να ονειροπολούν μπροστά στο ηλιοβασίλεμα, ενώ κατά βάθος έχουν εμπλακεί, χωρίς να ξέρουν τις αιτίες ή τις δυνατότητες διαφυγής, σ’ έναν αδυσώπητο αγώνα ζωής και θανάτου».
[Παν. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός». Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, επιμ. Παν. Μουλλάς, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1996]
«Είναι γεγονός ότι με την παράξενη εξωτερική του εμφάνιση (ανατολίτης, φυσιογνωμία μικροσκοπική, με λοξά μάτια, κατάμαυρα φρύδια, εξογκωμένα ζυγωματικά, ενοχλητική φωνή και τρόπο απαγγελίας) ξένιζε το αθηναϊκό κοινό, με αποτέλεσμα να εισπράττει αρνητικά σχόλια.
Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο της αλληλεξάρτησης και του αλληλοπροσδιορισμού της ζωής και του έργου του, πρώτη ύλη για τα διηγήματά του στάθηκαν η γεμάτη απρόοπτες εξελίξεις και μεταστροφές της τύχης ατομική του ζωή και η οικογενειακή του τραγωδία, με ήρωες τον εαυτό του, πρόσωπα του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, αλλά και πρόσωπα που τον συγκίνησαν και τον ενέπνευσαν, όπως η παράδοξη μορφή του Μοσκώβ-Σελήμ».
Ο Γεώργιος Βιζυηνός είναι ο συγγραφέας που άνοιξε τον δρόμο προς τη γνήσια ελληνική διηγηματογραφία, χωρίς ανάλογο προηγούμενο, χωρίς δάνεια και κάποιο ιδιαίτερό πρότυπο [εκτός από τη μεγάλο θαυμασμό του για τον Ίψεν και κατά δεύτερο λόγο για τον Μωπασάν], συνδυάζοντας εύστοχα την αλήθεια και τη γνησιότητα του βιωματικού στοιχείου με την αρτιότητα στην τεχνική σύνθεση.
«Οι χαρακτήρες του, εύθραυστοι, αμφίσημοι και επιρρεπείς στη διάψευση και τη ματαίωση είναι ωστόσο προικισμένοι με την ατομικότητά τους, την οποία όμως υπερβαίνουν και γίνονται εν τέλει σύμβολα οικουμενικά, πανανθρώπινα, προβάλλοντας την τραγική μοίρα των ανθρώπων ανεξαρτήτως εθνικότητας, θρησκείας, φύλου ή οποιασδήποτε άλλης προκατάληψης.
Ως τέτοια καθολικά σύμβολα αντιμετωπίζονται, τόσο από τον συγγραφέα όσο και από το σημερινό αναγνώστη που εύκολα αναγνωρίζει, μέσα από την παρατήρησή τους, εικόνες του «εαυτού» και του «άλλου» και αναζητά τα δικά του σημεία ταύτισης αλλά και διαφοροποίησης με τον συγγραφέα και τους ανθρώπους του».
«Με τα διηγήματά του ο Βιζυηνός κατορθώνει για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα κάτι μοναδικό: την υπέρβαση των ορίων σε τρεις περιοχές, για τις οποίες η παραβίασή τους ήταν από δύσκολη ως αδιανόητη. Οι περιοχές αυτές είναι η εθνικότητα, η θρησκεία και το φύλο», λέει η φιλόλογος Εμμανουέλα Διακοσάββα και συνεχίζει:
«Η διάσταση φύλου – γένους και οι συνέπειές της σχολιάζονται και στο Μόνον της ζωής του ταξείδιον». Μάλλον αποτελεί προσωπική του εμπειρία, στην οποία πολύ έμμεσα, και συγκρατημένα επιχείρησε να αναφερθεί.
Στην περιγραφή του παππού συνυπάρχουν δύο αντιφατικές όψεις, μια ανδρική εμφάνιση και μια γυναικεία απασχόληση με ένα εργόχειρο: το πλέξιμο μιας κάλτσας και μάλιστα της γιαγιάς.
Όπως εξομολογείται ο παππούς στον εγγονό του, μέχρι δέκα ετών ανατράφηκε ως κορίτσι, του επιβλήθηκε δηλαδή ένα γένος διαφορετικό από το φύλο του, γεγονός το οποίο ο ίδιος δικαιολογεί με την αναφορά του στην τούρκικη συνήθεια του παιδομαζώματος. Ενώ λοιπόν ο παππούς έως 10 ετών βαφτίζεται, ντύνεται, εμφανίζεται, ανατρέφεται ως κορίτσι, κατόπιν του επιβάλλεται για δεύτερη φορά ένα γένος διαφορετικό από εκείνο που μέχρι τότε είχε αποδεχτεί.
Με βίαιο τρόπο η Γεωργιά γίνεται Γεώργης και παντρεύεται τη γιαγιά Χρουσή. Ως φυσικό επακόλουθο, μεταξύ τους διαμορφώνεται μια σχέση κατά την οποία ο καθένας παίζει έναν ως προς το γένος ρόλο διαφορετικό από εκείνον που επιβάλλει το φύλο του. Μέσα από την περιγραφή του παππού η γιαγιά παρουσιάζεται μια φιγούρα στερητική, καταπιεστική, απαγορευτική, φαλλική».
Η μικρή αλλά εξαιρετικά σημαντική διηγηματική παραγωγή του Βιζυηνού είναι κατεξοχήν αυτοβιογραφική, πρόσωπα και συμβάντα προέρχονται από το οικογενειακό περιβάλλον, η αφήγηση άλλωστε είναι πρωτοπρόσωπη και όπου ονομάζεται ο αφηγητής έχει το όνομα του συγγραφέα. Τη μνήμη συμπληρώνει η φαντασία. Οι ήρωες έχουν ένα ζηλευτό ψυχογραφικό βάθος, η αφήγηση όντας εκλεπτυσμένη υπερβαίνει την ηθογραφία στην οποία την συγκαταλέγουν και το ρεαλισμό/ νατουραλισμό τους. Ο Βιζυηνός είναι τεχνίτης της εκκρεμότητας [σασπένς] που μπορεί να την επιτυγχάνει από μια πλοκή μάλλον ασήμαντη ή προβλέψιμη πολλές φορές. Παρά τις παραπάνω αρετές των ψυχογραφικών διηγημάτων οι ομότεχνοι επέμεναν να τον προσπερνούν και να τον παραγκωνίζουν σωπαίνοντας. Η μετά θάνατον κυρίως ‘ανακάλυψή’ του οφείλεται, όπως εύστοχα επισημαίνει ο μελετητής του Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, στις ενοχές των κριτικών που τον είχαν αγνοήσει όντας προκατηλειμένοι. Εξαίρεση αποτελεί όπως και σε άλλες περιπτώσεις πάλι ο ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας Κ.Θ. Δημαράς.
Η πικρία γι αυτή την άδικη αντιμετώπιση των ομοτέχνων του – που δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα ήταν και διαχρονική- προκάλεσε ένα δηλητηριώδες σχόλιο του ίδιου: «Έτσι τα τουρκομεριτάκια τα περιφρονημένα να διαβούμε με την φιλοκαλίαν και την οξύτητα του πνεύματός μας, εις τα ρουθούνια των μυιοχάφτηδων της Αθήνας».
Ο πατέρας του, Μιχαήλος Σύρμας, δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφο το 1854 αφήνοντας τον γιο του ορφανό σε ηλικία 5 ετών. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια.
Σε ηλικία 10 ετών οι παππούδες του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική. Μετά όμως από 2-3 χρόνια πεθαίνει ο θείος του κι εγκαταλείπει τη ραπτική, επιστρέφοντας στο σχολείο προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο, Γιάγκο Γεωργιάδη. Παραμένει στην Πόλη μέχρι την ηλικία των 18 ετών και τον Ιούλιο του 1868 ταξιδεύει ως προστατευόμενος του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Β΄ και ζει για τέσσερα χρόνια στην Κύπρο (Λευκωσία). Εκεί φοιτά στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας, αριστεύει στα μαθήματα, ορίζεται “ευταξίας” (σχολικός επιμελητής), διαμένει στην Αρχιεπισκοπή, φορά ράσα και τελεί ιεροψάλτης (ο Σωφρόνιος τον προόριζε για την ιεροσύνη). Ερωτεύεται όμως παράφορα τη νεαρή Ελένη Φυσεντζίδη και της γράφει ερωτικά ποιήματα, “παράπτωμα” για το οποίο τιμωρείται με επιτίμιο. Η Φυσεντζίδη τον είχε ερωτευτεί τόσο που δεν παντρεύτηκε ως τα 40 της, περιμένοντάς τον και πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του· το 1930, με άσπρα μαλλιά πλέον, διηγήθηκε από μνήμης σε δημοσιογράφο τα ποιήματα που της είχε γράψει.
Το 1872 ο Βιζυηνός επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, βγάζει τα ράσα, θέλει να συνεχίσει τις σπουδές του αλλά δεν έχει χρήματα. Απευθύνεται στον Γεώργιο Χασιώτη, διευθυντή του Ελληνικού Λυκείου, που μεσολαβεί να γραφτεί ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Το 1874 έρχεται στην Αθήνα και το επικό ποίημά του Κόδρος βραβεύεται στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό. Στην Αθήνα συμμετέχει μαζί με τον συμφοιτητή του Νικόλαο Πολίτη στο φοιτητικό κίνημα που διεκδικούν καλύτερες φοιτητικές συνθήκες, δράση για την οποία συλλαμβάνονται και κρατούνται σε αστυνομικό τμήμα. Την ίδια χρονιά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά απογοητευμένος από την ποιότητα των σπουδών, μαθαίνει γερμανικά και με δαπάνες του Γ. Ζαρίφη μεταβαίνει στη Γερμανία, στη Γοτίγγη, όπου το διάστημα 1875-1878 σπουδάζει φιλολογία και φιλοσοφία. Το 1876 η επόμενη ποιητική συλλογή του Άραις μάραις κουκουνάραις (μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες Αύραι) αποστέλλεται στην Αθήνα και βραβεύεται στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, στον οποίο, το 1877 η συλλογή του Εσπερίδες επαινείται.
Οι σπουδές του στη Γερμανία διεύρυναν σημαντικά τον πνευματικό του ορίζοντα και τον έφεραν σε επαφή με έναν χώρο που γύρισε πλέον την πλάτη του στον ρομαντισμό και στον αποστεωμένο κλασικισμό και στρεφόταν στον εσωτερικό άνθρωπο. Το τελευταίο αυτό στοιχείο ήταν καθοριστικό για το πεζογραφικό έργο του Βιζυηνού. Στη Γερμανία υπήρξε, μεταξύ άλλων, μαθητής του φιλοσόφου Χέρμαν Λότζε (Hermann Lotze) αλλά και του θεμελιωτή της Πειραματικής Ψυχολογίας Βίλ(χ)ελμ Βουντ (Wilhelm Wundt). Η ψυχογραφική ανάλυση των ηρώων του είναι εκείνη στην οποία προπάντων οφείλει την πρωτοποριακή θέση που κατέχει στα νεοελληνικά γράμματα.
Ο Βικέλας τον προτρέπει να γράψει και στέλνει τα γραπτά στον εκδότη της Εστίας Γ. Κασδόνη· έτσι δημοσιεύονται επίσης το Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως και το αριστούργημά του Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου.
Το 1884, λόγω του θανάτου τού χρηματοδότη του Γ. Ζαρίφη, υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Αθήνα και αρχικά διορίζεται καθηγητής στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο, όπου όμως δεν έμεινε πολύ. Ένα χρόνο αργότερα εκλέγεται υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την επί υφηγεσία διατριβή «Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω». Ωστόσο δεν καταφέρνει να κερδίσει την έδρα καθηγητή στο πανεπιστήμιο, ούτε και τον μισθό που τη συνόδευε, κάτι που τον φέρνει πια σε δεινή οικονομική κατάσταση. Παράλληλα δημοσιεύονται τα διηγήματά του Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Εκείνη την εποχή για να βιοποριστεί αρχίζει να ασχολείται με ένα μεταλλείο στο θρακικό χωριό Σαμάκοβο. Το 1886 γράφει το Ο Μοσκώβ-Σελήμ που διαδραματίζεται στη Θράκη. Τελικά εγκαταλείπει την Αθήνα κι εγκαθίσταται μόνιμα στη γενέτειρά του.
Το 1890 αρχίζουν να τον ταλαιπωρούν πόνοι από νόσημα του μυελού των οστών που του φέρνουν αϋπνίες, τον καθιστούν ανίκανο να εργαστεί και τον εξαντλούν σωματικά και οικονομικά. Έπειτα από σύσταση γιατρού μεταβαίνει το καλοκαίρι του ίδιου έτους σε θερμές, ιαματικές πηγές στο Bad Gastein της Αυστρίας. Σε επιστολή του προς το μικρότερο αδελφό του Μιχαήλο γράφει:
«Τούτο (το νόσημα) ευρίσκεται μέσα εις την κοκκαλοραχιά, και επομένως είναι νόσημα των κινητικών και αισθητικών νεύρων των κάτω άκρων. Οι πόνοι είναι κάτι σουβλιαίς που σε τρυπούν πότ’ εδώ και πότ’ εκεί, σαν αστραπαίς μέσα εις τους ποντικούς του σώματος».
Όλες οι θεραπείες αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Το 1892 το νόσημα εξελίσσεται σε φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στις 14 Απριλίου 1892 στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Εκεί ζει βυθισμένος σε ουτοπικές εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό πάθος του για τη δεκατετράχρονη Μπετίνα Φραβασίλη, μαθήτριά του στο Ωδείο Αθηνών, την οποία επιθυμούσε να νυμφευθεί.
Είναι τότε ακριβώς που το έργο αναστέλλεται και ο καταπιεσμένος άνδρας παραφρονημένος συναντά στο πνευματικό και σωματικό αυτό μεταίχμιο την «ελευθερία πιστή σύντροφο της τρέλας», κατά τον Λακάν.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών.
Διαισθανόμενος το τέλος του ζήτησε παπά από τη Μονή Δαφνίου να τον μεταλάβει. Πέθανε «…συνέπεια μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης γενικής παραλύσεως…» σύμφωνα με έγγραφο από το Δρομοκαΐτειο.
Ο Βιζυηνός είναι ο κορυφαίος από τους καταραμένους συγγραφείς της ελληνικής λογοτεχνίας, που η μνήμη και το έργο τους σημαδεύεται από την παρουσία θλιμμένων και τραγικών περιστατικών της ζωής, όπως ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ο Κωνσταντίνος Κρυστάλλης μεταξύ άλλων. Η επίσημη σύγχρονη Ελληνική πολιτεία καθώς και το Υπουργείο Παιδείας αγνοούν επιδεικτικά το έργο του, που είναι γεμάτο εθνικές ανησυχίες και προβληματισμούς. Το 1996, υπό την πίεση φορέων και συλλόγων, ανακηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, «Έτος Γεωργίου Βιζυηνού».
«Πότε τελειώνει η παιδική ηλικία του Βιζυηνού;» είχε αναρωτηθεί, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος και είχε απαντήσει: «Τη στιγμή που πεθαίνει».
Ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος προτείνει μια άλλη ιστορία από εκείνες του Βιζυηνού που αναλύει στη μελέτη του Γεώργιος Βιζυηνός, μεταξύ φαντασίας και μνήμης: «Ότι ο Βιζυηνός κατάφερε, μετά από μεγάλες προσπάθειες, να κάνει την κοινωνία να πιστέψει τις ιστορίες του και να τον εκλάβει για έναν από τους χαρακτήρες που ανελίσσονται σ’ αυτές. Χάνοντας τη θέση του στην κοινωνία, ανάμεσα στους ζωντανούς, ενεγράφη στο κείμενο που ο ίδιος έγραψε».
Παρά τη θυελλώδη και τραγική πορεία της ζωής του φαίνεται πως δεν πρόλαβε να ενηλικιωθεί παραμένοντας στον παράδεισο της παιδικής του ηλικίας που δεν τη χάρηκε αλλά τη μυθοποίησε με τρόπο απαράμιλλο.