Ποιος δημιουργεί τη μυθολογία ενός συγγραφέα που τον ακολουθεί και μετά θάνατον κτίζοντας την υστεροφημία του; Κατ’ αρχήν ο ίδιος ακόμα κι όταν «δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι ήθελα να γράψω, ή τι είχα κατά νου να γράψω, ή ότι είχα κάτι για το οποίο μπορούσα να γράψω». Φυσικά η μυθολογία είναι και μια εκ των υστέρων κατασκευή. Έτσι πέρα από τις προσπάθειες που κάνει ο ίδιος ο συγγραφέας για να χτίσει την εικόνα του έρχονται οι Άλλοι, σύγχρονοι και μεταγενέστεροι, που βάζουν το χέρι τους στην οικοδόμηση της μυθολογίας του.
Τι λογής συγγραφέας ήταν λοιπόν ο Τζόζεφ Κόνραντ;
Ιδού μια νηφάλια προσδιορισμένη εικόνα από τον Έντουαρντ Σαΐντ: «η ζωή και το έργο του Κόνραντ αντιπροσωπεύουν το πεπρωμένο ενός πλάνητος που γίνεται επιτυχημένος συγγραφέας σε μία επίκτητη γλώσσα, αλλά δεν μπορεί ποτέ να αποτινάξει την αίσθηση αποξένωσης από […] τη νέα θαυμαστή πατρίδα του». Ο Σαΐντ αισθάνεται πως τον συνδέει μια συγγενική μοίρα με τον Κόνραντ, αυτή του αυτοεξόριστου.
Ας περάσουμε όμως στον ίδιο τον συγγραφέα και σ’ ένα κατεξοχήν αυτοβιογραφικό κομμάτι από την Καρδιά του σκότους που θα ταίριαζε θαυμάσια και στο Προσωπικό [του] Ημερολόγιο:
«Λοιπόν, όταν ήμουν πιτσιρίκι είχα πάθος με τους χάρτες. Κοιτούσα επί ώρες τη Νότια Αμερική ή την Αφρική ή την Αυστραλία και χανόμουνα στη δόξα των εξερευνήσεων. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλοί ανεξερεύνητοι τόποι στη γη και όταν έβλεπα κάποιον ο οποίος φάνταζε πάνω στο χάρτη ιδιαίτερα ελκυστικός έβαζα το δάχτυλό μου πάνω του και έλεγα: Όταν μεγαλώσω θα πάω εκεί». Μια προσδοκία, ένας διακαής πόθος που κατάφερε να εκπληρώσει.
Ο Κόνραντ ξεκίνησε την καριέρα του ως ναυτικός στα 16, με τον καιρό έγινε καπετάνιος του βρετανικού εμπορικού ναυτικού και το 1894, στα 38 του χρόνια, μετακόμισε μόνιμα στην Αγγλία, έχοντας πάρει τη βρετανική υπηκοότητα. Η εμπειρία του αυτή γέννησε πολλά μυθιστορήματα με ναυτικά θέματα, γεμάτα με ναυτικό λεξιλόγιο. Αλλά αυτό είναι το πρώτο μόνο επίπεδο. Στα επόμενα επίπεδα πολλά από αυτά είναι πολύ δυνατά, γερά στημένα ψυχολογικά μυθιστορήματα με υπαρξιακό βάθος και με πρωταγωνιστές αμφιλεγόμενα πρόσωπα. Η γλώσσα του υπόγεια ειρωνική με κατάχρηση μάλιστα του προφορικού και του πλάγιου λόγου.
Ο Κόνραντ δεν είναι αυτό που θα λέγαμε ναυτικός συγγραφέας ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό. Άλλωστε την τελευταία εικοσαετία του, κι όχι τριακονταετία όπως λέει ο εκκεντρικός Ξαβιέ Μαρίας έζησε μια απολύτως στατική ζωή. «Τίποτε δεν τον ζωογονούσε περισσότερο από το να κλείνεται στο γραφείο του και να αγωνίζεται να γράψει […] Προς το τέλος της ζωής του συνήθιζε να κρύβεται στις πιο απόμακρες γωνιές του σπιτιού του στο Κεντ […] υπάρχουν μάλιστα αδιάσειστα στοιχεία ότι κάποτε είχε καταλάβει επί μια ολόκληρη εβδομάδα το μπάνιο του σπιτιού του» αναγκάζοντας την οικογένειά του να κάνει «πολύ περιορισμένη χρήση του χώρου». Η γυναίκα του υπομονετικά ανεχόταν τα καψίματα παντού σε βιβλία, σεντόνια, έπιπλα, τραπεζομάντηλα από ένα τσιγάρο που έκαιγε ή ήταν σβηστό ανάμεσα στα δάχτυλά του μακριά από το στόμα του και το μόνο που έτρεμε ήταν μήπως τον δει να γίνεται παρανάλωμα του πυρός, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που κάτι έπιανε φωτιά γύρω του.
«Η φυσιολογική του κατάσταση», λέει ο ανατρεπτικός Ξαβιέ Μαρίας «κυμαινόταν από την ανησυχία στην νευρική υπερένταση». Όσο για τα δυο πιο αντιφατικά γνωρίσματα του χαρακτήρα του ήταν η οξυθυμία και η συγκαταβατικότητα. Ευέξαπτος καθώς ήταν δεν ανεχόταν την παραμικρή ατυχία, όπως το πέσιμο της πένας του στο πάτωμα. Η εσωτερική του ένταση οδηγούσε σε παρατεταμένες σιωπές. Έτσι για τους γύρω του, ακόμα και τους κοντινούς του αποτελούσε αίνιγμα.
Ο Κόνραντ έγινε συγγραφέας αλλάζοντας γλώσσα από τα πολωνικά που ήταν η μητρική του μεταπήδησε στα αγγλικά. Ο ίδιος εμφατικά έλεγε πως αν δεν έγραφε αγγλικά δεν θα έγραφε καθόλου!
Ο Σαΐντ πάλι μιλάει για «δολιότητα της γραφής». Η επιλογή της γραφής, λέει, «σημαίνει πως κάποιος έχει επιλέξει με ένα ιδιαίτερο τρόπο να μη μιλήσει ούτε να εννοεί κυριολεκτικά, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που ήλπιζε να μιλήσει ή να εννοεί».
Στον Λόρδο Τζιμ [1900] ο Κόνραντ υπογραμμίζει:
«Όταν γράφει κανείς, δεν θέλει μόνο να ‘ναι κατανοητός – εξίσου σίγουρα θέλει να μην είναι κατανοητός. Όταν κάποιος βρίσκει ακατανόητο ένα βιβλίο αυτό δεν είναι απαραιτήτως ένσταση εναντίον του βιβλίου: ίσως να ‘ταν αυτή η πρόθεση του συγγραφέα – ίσως να μην ήθελε αυτός να τον καταλαβαίνει ‘οποιοσδήποτε’».
Ο Joseph Conrad γεννήθηκε το 1857 στην Ουκρανία η οποία βρισκόταν τότε υπό ρωσική κυριαρχία. Οι γονείς του, ένθερμοι Πολωνοί πατριώτες, αγωνιστές και εξόριστοι λόγω αντικαθεστωτικής δράσης, πέθαναν όταν ο Conrad ήταν ακόμα μικρός. Για τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια, την κηδεμονία του ανέλαβε ανεπίσημα ο θείος του, αδερφός της μητέρας του, Tadeusz Bobrowski, ο οποίος στα 1874 έδωσε τη συγκατάθεσή του προκειμένου να γίνει ο ανιψιός του ναυτικός. Ο Conrad ξεκίνησε τη ναυτική του σταδιοδρομία από τη Μασσαλία, όπου πρώτα υπηρέτησε σε γαλλικά εμπορικά πλοία και κατόπιν σ’ ένα αγγλικό, ως δόκιμος. Στα 1886, απέκτησε τη αγγλική υπηκοότητα και το δίπλωμα του Πλοιάρχου του Βρετανικού Εμπορικού Ναυτικού. Οκτώ χρόνια αργότερα, εγκατέλειψε τη θάλασσα με σκοπό ν’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη συγγραφή και στα 1895 στα 38 του χρόνια – σχετικά αργά δηλαδή – εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Η τρέλα του Αλμάγιερ. Στα 1896 παντρεύτηκε τη Jessie George και εγκαταστάθηκε οριστικά στο Κεντ. Εκεί έγραψε τα: Η καρδιά του σκότους, Λόρδος Τζιμ, Ο μυστικός πράκτορας, Νιάτα, Τυφώνας. Πολλοί κριτικοί τον θεωρούν πρόδρομο του μοντερνισμού. Το αφηγηματικό ύφος και οι υπαρξιακοί, αντι-ηρωικοί χαρακτήρες του, έχουν επηρεάσει πολλούς συγγραφείς όπως τους Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ντ. Χ. Λώρενς, Γκράχαμ Γκρην, Τζόζεφ Χέλλερ και Γέρζι Κοζίνσκι. Στους θαυμαστές του συγκαταλέγονταν ο Χένρι Τζέημς κι ο Φορντ Μάντοξ Φορντ.
Στο opus magnum του Η καρδιά του Σκότους παρακολουθούμε το ταξίδι μέχρι το έσχατο πλωτό σημείο του ποταμού Κογκό, του Τσάρλι Μάρλοου ως κυβερνήτη του ατμόπλοιου κάποιας αποικιακής εμπορικής εταιρίας. Παρακολουθούμε μαζί του τον αδηφάγο και απάνθρωπο παραλογισμό που κρύβεται πίσω από το πρόσχημα του εκπολιτισμού των αγρίων. Παράλληλα το ταξίδι αυτό είναι και μια όχι λιγότερο εφιαλτική περιήγηση στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής, στο άλυτο αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο πρόσωπο του Κουρτς, ο Κόνραντ προδιαγράφει με μοναδική οξυδέρκεια, ως φυσική απόρροια του δυτικού πολιτισμού, τον τύπο των χαρισματικών ηγετών που αιματοκύλησαν την Ευρώπη λίγα χρόνια αργότερα.
Η Καρδιά του Σκότους, γραμμένη το 1899, στην εποχή της συνέβαλε σημαντικά στο διεθνές κίνημα διαμαρτυρίας για τις καταχρήσεις των Βέλγων στο Κογκό, αργότερα έγινε κεντρικό σημείο αναφοράς στους «Κούφιους ανθρώπους» του Τ.Σ. Έλιοτ και τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως αφετηρία για την ταινία του Κόπολα «Αποκάλυψη τώρα».
«Δεν ήταν αποικιστές∙ η διοίκησή τους ήταν σκέτη απομύζηση, υποψιάζομαι, και τίποτα παραπάνω. Ήταν κατακτητές, και γι’ αυτή τη δουλειά το μόνο που χρειάζεσαι είναι ωμή ισχύς – κάτι δηλαδή που σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί λόγο υπερηφάνειας όταν το έχεις, μιας κι η δική σου δύναμη είναι κάτι τυχαίο, που προκύπτει απ’ την αδυναμία των άλλων. Αυτοί, άμα μπορούσαν κάτι να αρπάξουν, το άρπαζαν. Βία και ληστεία μετά διακεκριμένου φόνου σε μεγάλη κλίμακα. Βαρούσαν στα τυφλά – έτσι κάνεις όταν πολεμάς στο σκοτάδι. Η κατάκτηση της γης, που βασικά σημαίνει να την κλέβεις απ’ όσους έχουν άλλο χρώμα δέρματος ή λίγο πιο πλακουτσωτή μύτη από σένα, δεν είναι και πολύ όμορφο θέαμα αν το καλοκοιτάξεις».
«Τι κωμικό πράγμα που είναι η ζωή – αυτή η μυστηριώδης επιστράτευση άπονης λογικής για έναν μάταιο σκοπό. Το πολύ-πολύ που μπορείς να ελπίζεις να αποκομίσεις είναι μια κάποια γνώση του εαυτού σου – η οποία έρχεται πολύ αργά. Μια σοδειά ανεξίτηλης πίκρας. Έχω παλέψει με το θάνατο. Είναι ο πιο πεζός αγώνας που μπορεί κανείς να φανταστεί. Διεξάγεται μέσα σ’ ένα ασχημάτιστο γκρίζο, όπου δεν υπάρχει τίποτα κάτω απ’ τα πόδια σου, ούτε γύρω σου, ούτε θεατές, ούτε οχλαγωγία, ούτε δόξα, ούτε η μεγάλη επιθυμία για νίκη, ούτε ο μεγάλος φόβος της ήττας, μόνο μια αρρωστιάρικη ατμόσφαιρα χλιαρού σκεπτικισμού, χωρίς καν πολλή πίστη στο δίκαιο του αγώνα σου, κι ακόμα λιγότερο σ’ εκείνο του αντιπάλου σου. Αν η ύστατη σοφία παίρνει αυτή τη μορφή, τότε η ζωή είναι ακόμα μεγαλύτερο αίνιγμα απ’ όσο νομίζουμε. Βρέθηκα μια ανάσα από την τελευταία ευκαιρία ν’ αποφανθώ γι’ αυτό το αίνιγμα, και ανακάλυψα ταπεινωμένος πως, μάλλον, δεν είχα τίποτε να πω. Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι ήταν τόσο αξιοπρόσεχτος άνθρωπος ο Κουρτς. Γιατί εκείνος είχε κάτι να πει. Και το είπε» [μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου].
«…Η κατακλείδα της επιχειρηματολογίας του ήταν θαυμάσια, αν και δύσκολη για να την μνημονεύσω τώρα. Έδινε την αίσθηση μιας εξωτικής Απεραντοσύνης που κυβερνάται από μια σεπτή Καλοσύνη. Με έκανε να ριγώ από ενθουσιασμό. Εδώ ήταν η απεριόριστη δύναμη του γραπτού λόγου – των λέξεων – των φλεγόμενων και ωραίων λέξεων. Δεν υπήρχε τίποτα που να διακόπτει εκείνη τη μαγική ροή των φράσεων, εκτός από ένα είδος υστερόγραφης υποσημείωσης, σκαλισμένης φανερά πολύ αργότερα, με τρεμάμενο χέρι στο τέλος της τελευταίας σελίδας. Ήταν πολύ ξεκάθαρο το νόημά της για φιλανθρωπία και αλτρουισμό σε κατακεραύνωνε κυριολεκτικά. “Εξολοθρεύσατε όλα τα κτήνη!” έλεγε. Τίποτα άλλο» [μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης].
Όταν ο Μάρλοου συναντά τον Κουρτς, λέει ο Μάρτιν Τράβερς στην Εισαγωγή του στη Νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, αντιλαμβάνεται πως το σκότος είναι πολιτικό και πνευματικό μαζί. Ο Κουρτς δε «ένας αινιγματικός σταθμάρχης, έχει παραδοθεί στη «βαριά σιωπηλή σαγήνη της αγριότητας», και στην πορεία έχει εγκαταλείψει κάθε έννοια αξιοπρέπειας στο όνομα μιας βαρβαρικής ζωής που τη διαστρέφουν «λησμονημένα και βάρβαρα ένστικτα». Όπως ανακαλύπτει ο Μάρλοου μπροστά σ’ αυτή τη φρίκη, η συμβατική γλώσσα, «εκείνοι οι οικείοι αόριστοι που ανταλλάσσουμε στην καθημερινή μας ζωή», αποδεικνύεται μάλλον άχρηστη. Το σκότος που δεν είναι παρά «ο εαυτός ως Άλλος» δεν μπορεί να περιγραφεί παρά να ανακληθεί μέσα από μεταφορές που ‘μιλούν’ ενδεχομένως στους μυημένους, αλλά για τους υπόλοιπους παραμένουν για πάντα απροσπέλαστες». Στην ιστορία αυτή το λογικό και το παράλογο το φως και το σκοτάδι, η φρίκη και η απελπισία συμπλέουν στη ζοφερή κάθοδο στο φιδογυριστό ποτάμι που οδηγεί στην τρέλα και τη φρίκη που είναι η λέξη που διατρέχει ολόκληρη την ιστορία.
«Ο παραμυθάς – αφηγητής παίρνει τα όσα αφηγείται από την εμπειρία: τη δική του ή αυτή που του μετέφεραν άλλοι. Μετά αυτός, με τη σειρά του, παίρνει αυτή την εμπειρία και τη μετατρέπει σε εμπειρία εκείνων που ακούνε την ιστορία του. Ο μυθιστοριογράφος είναι απομονωμένος. Ο γενέθλιος τόπος του μυθιστορήματος είναι το μοναχικό άτομο […] Η συγγραφή ενός μυθιστορήματος συνίσταται στο να φέρεις το ασύμμετρο στα άκρα κατά την αναπαράσταση της ανθρώπινης ζωής», σημειώνει ο Μπένγιαμιν για το μηχανισμό που ακολουθεί ο μυθιστοριογράφος του μοντερνισμού που ταιριάζει θαυμάσια στη συγγραφική διαδικασία που ακολουθεί ο Κόνραντ.
Συνοπτικά, η πλοκή του Μυστικού πράκτορα [1907] του άλλου σπουδαίου μυθιστορήματος του Κόνραντ αφορά την περιπέτεια ενός μεσοαστού, ονόματι Άντολφ Βέρλοκ, που ζει στο Λονδίνο με τη γυναίκα του, Γουίνι, τη μητέρα της και τον αυτιστικό αδερφό της, Στίβι, στο διαμέρισμα πάνω από το βιβλιοπωλείο, που αποτελεί την οικογενειακή τους επιχείρηση. Ο κύριος Βέρλοκ είναι φαινομενικά ένας τεμπέλης, που δεν σηκώνεται από το κρεβάτι πριν από το μεσημέρι και διατηρεί σχέσεις με μια αναρχική ομάδα, η οποία διανέμει μέσω του βιβλιοπωλείου του τη φυλλάδα της, που συχνά έχει ακατάλληλο περιεχόμενο. Όλο αυτό αποτελεί ένα καμουφλάζ, καθώς ο κύριος Βέρλοκ δουλεύει, στην πραγματικότητα, για την Πρεσβεία μιας ανώνυμης χώρας (που μάλλον πρόκειται για τη Σοβιετική Ένωση), η οποία μια μέρα του δίνει οδηγίες να ανατινάξει το Αστεροσκοπείο του Γκρίνουιτς Παρκ.
Ο κύριος Βέρλοκ είναι ένας μέτριος μυστικός πράκτορας και έτσι ο διπλωμάτης της ανώνυμης χώρας, κύριος Βλαντίμιρ, του αναθέτει μία αποστολή που θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του, για να αποδείξει την πίστη του στην πατρίδα. Δειλός και φοβητσιάρης καθώς είναι, ο Βέρλοκ αποφασίζει να αφήσει αυτή τη δύσκολη δουλειά στα χέρια του Στίβι, με μοιραία για όλους τους χαρακτήρες αποτελέσματα.
Εστιάζοντας άλλοτε σε υψηλόβαθμους αστυνομικούς και υπουργούς και άλλοτε σε καθημερινούς ανθρώπους ή και αναρχικούς, ο συγγραφέας εξετάζει τη σχέση μεταξύ εγκληματία και οργάνου του νόμου (τον οποίων το μυαλό βλέπει να λειτουργεί, για πρακτικούς λόγους, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο) και μεταξύ κυβερνητικού εκπροσώπου και απλού πολίτη (μια σχέση ψυχρής εκμετάλλευσης), δίνοντάς μας έτσι μια σφαιρική εικόνα του πως λειτουργεί η ίδια η κοινωνία.
Η μεταφορά του Μυστικού Πράκτορα από τον Χίτσκοκ στην ταινία του, «Σαμποτάζ», αν και όχι κατά γράμμα πιστή στην πλοκή του «Μυστικού πράκτορα», είναι ίσως μία από τις καλύτερές του γιατί δουλεύει αριστοτεχνικά το σασπένς όπως άλλωστε κι ο Κόνραντ στο βιβλίο που κινητοποιεί τα αναγνωστικά ή κινηματογραφικά αντανακλαστικά του αποδέκτη.
Η ποίηση δεν ήταν ανάμεσα σ’ αυτά που προτιμούσε ο Κόνραντ, ωστόσο πολλά σημεία των μυθιστορημάτων του αποπνέουν φιλοσοφικό στοχασμό ποιητικά διατυπωμένο. Μερικοί λένε πως του άρεσε ο Κητς και απεχθανόταν τον Σέλλεϋ, ισχυρίζεται ο Μαρίας, ο οποίος λέει ακόμα πως ήταν ακόρεστος βιβλιοφάγος που θαύμαζε Φλωμπέρ και Μωπασάν – δάσκαλο και μαθητή δηλαδή – αλλά αποστρεφόταν λυσσασμένα τον Ντοστογιέφσκι επειδή ήταν Ρώσος και δεν ξεχνούσε τους αγώνες εναντίον τους των γονιών του, αλλά και γιατί ήταν τρελός και μπερδεμένος.
Ο Κόνραντ πέθανε ξαφνικά από ανακοπή στις 3 Αυγούστου 1924 στο σπίτι του στα 66 του χρόνια.
Δεν ήταν ένας θάνατος που αναμενόταν κατά κανένα τρόπο. Έτσι η γυναίκα του άκουσε μια λέξη από το διπλανό δωμάτιο, όπου ο Κόνραντ αναπαυόταν, «Εδώ!» κι άλλη μια που πνίγηκε στο λαρύγγι του κι αμέσως ύστερα ένα γδούπο. «Ο Κόνραντ είχε πέσει από την πολυθρόνα του», επιλέγει ο Ξαβιέ Μαρίας.
Όσο ο Κόνραντ ταξίδευε με τα καράβια η μορφή του ήταν ποτισμένη από τη θάλασσα και το αλάτι της, την αγριάδα και τη μοναξιά της. Όταν κλείστηκε στο γραφείο του στην Αγγλία η μορφή του ανταποκρίθηκε θαρρείς στην αλλαγή. Ο Κόνραντ είχε πια τη μορφή ενός λόρδου με το μονόκλ και το μυτερό μουσάκι του. Το πρόσωπο ξέρει πάντα να μεταμορφώνεται ανάλογα με την εσωτερική επιταγή.