μια ιτιά κρυστάλλινη, μια υδρόεσσα λεύκα,
ένα ανεμοδαρμένο σιντριβάνι,
ένα δέντρο βαθύ που όμως χορεύει,
το πέρασμα ενός ποταμού που ελίσσεται
[οι πρώτοι στίχοι από την «Ηλιόπετρα», μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης]
Όταν γράφει αυτό το ποίημα ο Οκτάβιο Λοσάνο Πας [31 Μαρτίου 1914 – 19 Απριλίου 1998], ο μεγάλος αυτός Μεξικανός ποιητής, φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και συγγραφέας αλλά και διπλωμάτης και πολιτικός ήταν 42 ετών και έφτιαχνε ποιήματα εδώ και είκοσι χρόνια και ήταν ήδη ένας από τους πλέον ταλαντούχους λογοτέχνες της γενιάς του, όπως υποστήριζε ο Καταλανός ποιητής και θαυμαστής του Πέρε Ζιμφερρέρ, ο οποίος έγραψε πως μ’ αυτό το συνθετικό ποίημα ξεπέρασε οτιδήποτε είχε δημιουργήσει ως τότε. Οπωσδήποτε το αριστουργηματικό αυτό δημιούργημα συνέβαλε στην απονομή του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας του 1990. Ο Ζιμφερρέρ μάλιστα ισχυρίζεται, και μάλλον δεν είναι ο μόνος, πως η Ηλιόπετρα είναι για την ισπανική γλώσσα ό,τι η Έρημη Χώρα του Τ.Σ. Έλιοτ για την αγγλική.
Ενώ κατά τον Χούλιο Κορτάσαρ, τον μεγάλο Αργεντινό ποιητή και πεζογράφο, πρόκειται για το «ωραιότερο ερωτικό ποίημα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας» .
Ένα συνεχές και αδιάλειπτο ποίημα είναι η Ηλιόπετρα που απαιτεί από τον αναγνώστη να διαβαστεί μια κι έξω.
Η Ηλιόπετρα είναι ένα κυκλικό ποίημα. Αρχίζει και τελειώνει με τον ίδιο τρόπο [τους ίδιους ακριβώς στίχους ] σαν να μη μεσολαβεί τίποτα ανάμεσα – αν και περιέχει, ούτε λίγο ούτε πολύ, 590 στίχους.
Ο Ζιμφερρέρ που κάνει μια εμπνευσμένη ανάλυση του ποιήματος λέει πως υπάρχει μόνο ως κίνηση και ότι μετά την ανάγνωσή μας μοιάζει να ξαναρχίζει αδιάλειπτο, συνεχές ανατρέποντας ακόμα και τη γνωστή ηρακλείτεια ρήση, αυτοβούλως μάλιστα χωρίς τη δική μας συναίνεση – σαν ένα ποτάμι που σπάει τους κανόνες και επιστρέφει στην πηγή του.
Ή όπως το λέει ο Καταλανός: «Ένας δρόμος προς μια στιγμή έξαρσης που τον ακολουθούμε πάντα με τον ίδιο τρόπο, προκειμένου να ζήσουμε εκ νέου τη στιγμή εκείνη, η οποία είναι πάντα η ίδια κάθε φορά που διαβάζουμε το ποίημα».
Η Ηλιόπετρα είναι ταυτόχρονα ένα ποίημα πολιτικό και ερωτικό γιατί αν το δεύτερο δε συνοδεύει το πρώτο το πολιτικό γίνεται εξουσιαστικό.
Χρόνια μετά το 1957 χρονολογία συγγραφής της του εν λόγω ποιήματος στην αγαπημένη του Πόλη του Μεξικού εξομολογήθηκε:
«Δεν είχα σχέδιο. Δεν ήξερα τι ήθελα να γράψω. Η Ηλιόπετρα ξεκίνησε σαν αυτοματισμός. Τις πρώτες στροφές τις έγραψα, κυριολεκτικά, σαν να μου τις υπαγόρευε κάποιος. Το ποιο παράδοξο είναι ότι οι ενδεκασύλλαβοι έρεαν φυσιολογικά, και ότι η σύνταξη αλλά και η λογική του κειμένου ήταν παρορμητικά ομαλές».
- η ζωή, πότε ήταν πράγματι δική μας;
πότε είμαστε ό,τι είμαστε στ’ αλήθεια;
και μόνοι μας εν τέλει είμαστε πάντα
μονάχα ένα κενό, μια ζάλη, σ’ έναν
καθρέφτη μορφασμοί, ναυτία και τρόμος,
δεν είναι ποτέ η ζωή δική μας, είναι
άλλων, δεν είναι κανενός, όλοι είμαστε
η ζωή – ψωμί του ήλιου για τους άλλους,
όλους τους άλλους που είμαστε οι ίδιοι -,
είμαι ένας άλλος όταν είμαι, οι πράξεις μου
ειν’ πιο δικές μου όταν ανήκουν σ’ όλους,
για να ‘μαι εγώ πρέπει να είμαι άλλος,
να βγω απ’ το εγώ, να με ζητήσω σ’ άλλους,
τους άλλους που δεν είναι αν δεν υπάρχω
Είναι φανερό πως το υπέροχο αυτό ποίημα «δεν είναι αφηγηματικό», όπως λέει ο μεταφραστής του ο Κώστας Κουτσουρέλης, «αλλά λυρικό και στοχαστικό – ένα οντολογικό τραγούδι που δίχως να παύει στιγμή να είναι λόγος απόλυτα προσωπικός, υψώνεται κάποτε στη σφαίρα της καθαρής σκέψης». Και θυμίζει πως δεν είναι μακριά από την παλαμική Φοινικιά και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού. Ενώ, καθώς λέει, αναζητά τη «χαμένη ενότητα», τη «γεφύρωση των διεστώτων» που απασχόλησε τους μυστικούς και συνακόλουθα τους ρομαντικούς. Ενώ διακόπτεται από σουρεαλιστικές ριπές κι έχει στους ενδεκασσύλαβούς του τη μουσικότητα εκείνη που απαιτούν.
γεννιέται ο κόσμος όταν δυο φιλιούνται, μια στάλα φως στα διάφανά μας σπλάχνα
η κάμαρα σαν φρούτο μισανοίγει
ή εκρήγνυται σαν σιωπηλό αστέρι
κι οι νόμοι φαγωμένοι απ’ τα ποντίκια,
κάγκελα τραπεζών, δεσμωτηρίων,
συρματοπλέγματα, χάρτινες γρίλιες
Ο Οκτάβιο Πας γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού στις 31 Μαρτίου 1914, ενώ η Μεξικανική Επανάσταση βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Είδε το πρώτο φως στο Μισκοάκ, ένα χωριό κοντά στην Πόλη του Μεξικού (σήμερα τμήμα της) και μεγάλωσε υπό τις φροντίδες της μητέρας του, Χοσεφίνα Λοσάνο η οποία καίτοι θρησκευόμενη, λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων και της κοινωνικής ανέχειας, εκδιδόταν στις διάφορες γωνιές της πόλης για εξευτελιστικά ποσά.
Ο ίδιος ενθυμούμενος αυτά τα δύσκολα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ανάμεσα στα 1915-1920, γράφει χαρακτηριστικά:
«Ζούσαμε σ’ ένα μεγάλο σπίτι με κήπο. Ήμασταν οικογένεια ξεπεσμένη, που έχασε την περιουσία της στην Επανάσταση και τον Εμφύλιο. Το σσπίτι μας γεμάτο παλαιικά έπιπλα, βιβλία και αντικείμενα, γκρέμιζε λίγο. Όταν ένα δωμάτιο κατέρρεε, κουβαλούσαμε τα έπιπλα σ’ άλλο. Θυμάμαι τη ζωή μου εκείνα τα χρόνια, η κατοικία ήταν ευρύχωρη, αλλά οι τοίχοι έχασκαν εδώ κι εκεί. Κάτι πολυτελή παραπετάσματα με προστάτευαν από τον άνεμο και τη βροχή. Ένα αναρριχητικό είχε τρυπώσει στο δωμάτιό μου».
Μεγαλώνει χάρις στις φροντίδες της θείας του, Αμάλια Λοσάνο, και του παππού του από την πλευρά του πατέρα του, Ιρενέο Πας, βετεράνου στρατιώτη των δυνάμεων του Πορφίριο Ντίας, ανθρώπου διανοούμενου, φιλελεύθερου πνεύματος και μυθιστοριογράφου. Ο πατέρας του, Οκτάβιο Σολόρσανο Πας, εργαζόταν ως δικηγόρος και σύμβουλος του Εμιλιάνο Ζαπάτα και έλειπε για μεγάλες χρονικές περιόδους από την οικογενειακή εστία.
Ο Οκτάβιο σπούδασε στο Κολέγιο Ουίλιαμς στην Πόλη του Μεξικού. Μετά τη δολοφονία του Εμιλιάνο Ζαπάτα, η οικογένεια του Πας υποχρεώθηκε σε εξορία εξαιτίας της υποστήριξής της στο ζαπατιστικό κίνημα. Μετανάστευσαν στις Η.Π.Α. για να εκτίσουν την εξορία τους. Ο Οκτάβιο μυήθηκε νωρίς στον μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας χάρη στον παππού του και στη βιβλιοθήκη που αυτός διατηρούσε, γεμάτη με κλασικά βιβλία της ευρωπαϊκής και της μεξικανικής λογοτεχνίας. Κατά τη δεκαετία του 1920 ανακάλυψε τους Ευρωπαίους ποιητές Χεράρδο Ντιέγο, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και Αντόνιο Ματσάδο, ισπανικής καταγωγής, οι οποίοι άσκησαν μεγάλη επίδραση στα αρχικά γραπτά του.
Ως έφηβος το 1931, υπό την επίδραση του Ν.Χ. Λώρενς, εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, όπως το Καμπεγιέρα (Η Kόμη-στεφάνι). Δυο χρόνια αργότερα, σε ηλικία 19 ετών, εξέδωσε τη συλλογή ποιημάτων Λούνα Σιλβέστρε (Ασημένιο Φεγγάρι). Το 1932, μαζί με κάποιους φίλους, ίδρυσε την πρώτη φιλολογική επιθεώρηση, την Μπαραντάλ (Η Κουπαστή). Το 1937, σε ηλικία 23 ετών, ο Πας εγκατέλειψε τις νομικές του σπουδές και έφυγε από την Πόλη του Μεξικού για να πάει στην επαρχία Γιουκατάν, όπου εργάστηκε στην πόλη Μέριδα σε ένα σχολείο με παιδιά χωρικών και εργατών. Εκεί άρχισε να εργάζεται στο πρώτο από τα μακροσκελή φιλόδοξα ποιήματά του, το Entre la piedra y la flor (Ανάμεσα στην πέτρα και στο λουλούδι), επηρεασμένος από τον Τ.Σ. Έλιοτ, στο οποίο περιγράφει την κατάσταση των Μεξικανών χωρικών υπό την εξουσία των άπληστων τσιφλικάδων της εποχής.
Το 1937 ο Πας προσκλήθηκε στο δεύτερο Διεθνές Κογκρέσο Συγγραφέων για την Προάσπιση του Πολιτισμού στην Ισπανία κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Εκεί εξέφρασε την αλληλεγγύη του στο Δημοκρατικό στρατόπεδο και τάχθηκε ενάντια στον φασισμό. Με την επιστροφή του στο Μεξικό, ο Πας υπήρξε συνιδρυτής του φιλολογικού περιοδικού Taller (Εργαστήρι) το 1938, στο οποίο έγραφε μέχρι το 1941. Το 1937 νυμφεύθηκε την Ελένα Γκάρρο, θεωρούμενη σήμερα από τις καλύτερες Μεξικανές συγγραφείς. Είχαν γνωριστεί το 1935. Απέκτησαν μια κόρη, την Ελένα, και πήραν διαζύγιο το 1959. Μέχρι το 1939, ο Πας θεωρούσε τον εαυτό του πρώτα και κύρια ποιητή.
Το 1943 ο Πας έλαβε μια υποτροφία από το Guggenheim και ξεκίνησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ στην Καλιφόρνια. Δυο χρόνια αργότερα μπήκε στο Μεξικανικό Διπλωματικό Σώμα, τοποθετούμενος αρχικά για μικρό χρονικό διάστημα στη Νέα Υόρκη. Το 1945 πήρε μετάθεση στο Παρίσι όπου έγραψε το Ο Λαβύρινθος της Μοναξιάς (El Laberinto de la Soledad), μια διεξοδική ανάλυση της μεξικανικής ταυτότητας, ιστορίας και σκέψης. Οι The New York Times περιέγραψε αυτό το έργο ως «μια ανάλυση του σύγχρονου Μεξικού και της μεξικανικής προσωπικότητας με την οποία παρουσίασε τους συγχωριανούς του οι οποίοι κρύβονται πίσω από τις μάσκες της μοναξιάς και της επισημότητας». Το 1952 ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ινδία. Την ίδια χρονιά πήγε στο Τόκιο ως υπεύθυνος εξωτερικών υποθέσεων. Αργότερα μετατέθηκε στη Γενεύη. Το 1954 επέστρεψε στην Πόλη του Μεξικού, όπου έγραψε το σπουδαίο του ποίημα Ηλιόπετρα (Piedra de Sol) το 1957.
Εστάλη ξανά στο Παρίσι το 1959, ακολουθώντας την ερωμένη του, την Ιταλίδα ζωγράφο Μπόνα Τιμπερτέλλι ντε Πίζις. Το 1962 έγινε πρέσβης του Μεξικού στην Ινδία.
Στην Ινδία, ο Πας ολοκλήρωσε αρκετά έργα, συμπεριλαμβανομένων του Γραμματικός Πίθηκος (El mono gramático) και Ανατολική Γη (Ladera este). Ενώ ήταν στην Ινδία, ήρθε σε επαφή με μια ομάδα συγγραφέων γνωστή με το όνομα Πεινασμένη Γενιά (Hungry Generation), στους οποίους επέδρασε σημαντικά. Γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Έλενα Γκάρρο, συγγραφέα στην Πόλη του Μεξικού, με την οποία παντρεύτηκε το 1937. Πήραν διαζύγιο το 1959 και απέκτησαν μια κόρη, την Έλενα Λώρα Πας Γκάρρο. Το 1965 παντρεύτηκε τη Γαλλίδα Μαρί-Ζοζέ Τραμινί, με την οποία έζησε ως το τέλος της ζωής του. Τον Οκτώβριο του 1968 παραιτήθηκε από το Διπλωματικό Σώμα διαμαρτυρόμενος για τη σφαγή μαθητών-διαδηλωτών από κυβερνητικές δυνάμεις του Μεξικού στην Πλατεία των Τριών Πολιτισμών στην πόλη Τλατελόλκο του Μεξικού.
Κατέφυγε στο Παρίσι για μικρό διάστημα και επέστρεψε στο Μεξικό το 1969, όπου ίδρυσε το περιοδικό Πλουραλισμός (Plural, 1970-1975) με μια ομάδα φιλελεύθερων Μεξικανών και Λατινοαμερικανών συγγραφέων.
Από το 1969 έως το 1970 δίδαξε τον Σιμόν Μπολιβάρ στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ από το 1972 έως το 1974. Το 1974 δίδαξε τον Τσαρλς Έλιοτ Νόρτον στο Χάρβαρντ. Το βιβλίο του Τα Παιδιά της Λάσπης (Los hijos del limo) ήταν το αποτέλεσμα αυτών των μαθημάτων. Η μεξικανική κυβέρνηση έκλεισε το περιοδικό Πλουραλισμός το 1975, όμως ο Πας άρχισε να εκδίδει αμέσως νέο φιλολογικό περιοδικό, τη Στροφή (Vuelta), μια έκδοση με την ίδια στόχευση με τον Πλουραλισμό. Ήταν ο εκδότης αυτού του περιοδικού μέχρι τον θάνατό του το 1998, όταν και το περιοδικό έκλεισε.
Το 1977 κέρδισε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ιερουσαλήμ για το θέμα της προσωπικής ελευθερίας που ανέπτυξε στα έργα του. Το 1980 βραβεύτηκε με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα από το Χάρβαρντ και το 1982 κέρδισε το βραβείο Neustadt. Όντας στενός φίλος με τον μυθιστοριογράφο Κάρλος Φουέντες, ο Πας απομακρύνθηκε από αυτόν τη δεκαετία του 1980 μετά από μια διαφωνία που είχαν πάνω στους Sandinistas, τους οποίους ο Φουέντες υποστήριζε ενώ ο Πας κατέκρινε. Το 1988 το περιοδικό του Πας Vuelta δημοσίευσε μια κριτική πάνω στον Φουέντες από τον Enrique Krauze, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα το οριστικό τέλος της φιλίας ανάμεσα στον Πας και τον Φουέντες.
Μια συλλογή ποιημάτων του Πας (γραμμένα μεταξύ του 1957 και του 1987) δημοσιεύτηκαν το 1990. Την ίδια χρονιά του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Οκτάβιο Πας πέθανε στην Πόλη του Μεξικού, στις 19 Απριλίου 1998 από καρκίνο.
Ο κριτικός λογοτεχνίας Ramon Xirau έγραψε : «Η ποίηση του Οκτάβιο Πας δεν διακρίνεται μεταξύ γλώσσας και σιωπής: οδηγείται μέσα στη σφαίρα της ζωής όπου κατοικεί η αληθινή γλώσσα».
Σημείωση: Συμβουλεύτηκα τα: Οκτάβιο Πας, Ηλιόπετρα, μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης, δίγλωσση έκδοση, Μαΐστρος, 2007 και τη Βικιπαίδεια.