Ίσως πριν από τα χείλη γεννήθηκε ο ψίθυρος
Πριν από τα δέντρα στροβιλίζονταν τα φύλλα.
Μαντελστάμ
Κι έτυχε τότε να γελάνε οι νεκροί,
γιατί μονάχα αυτοί ‘χαν βρει λίγη γαλήνη
[…]Τ’ αστέρια του θανάτου πάνω βγαίνουν
κι η αθώα Ρωσία σπαρταρά
κάτω από μπότες ματωμένες περιμένουν
του δήμιου τα περιπολικά
Αχμάτοβα, Ρέκβιεμ, 1935-40
Είναι ολέθριο το όνειρο
Και είναι μάταιο να ονειροπολείς.
[…] Αλλά κατάλαβε
πως η ζωή
μας δείχνει από χαμηλά μια όψη διαφορετική
και τα μεγάλα πράγματα
τα νιώθουμε
μέσα από μια βλακεία
Μαγιακόφσκι
ΣΤΑΛΙΝ ΚΑΙ ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ
Η ποίηση στη Ρωσία ήταν πολύ δημοφιλής. Στα χρόνια της ΕΣΣΔ η ποίηση είχε τρομακτική δύναμη. Ο Στάλιν τη φοβόταν. Οι ποιητές στον καιρό του ήταν πολύ σπουδαίοι. Κάποτε στην νεότητά του στη Γεωργία, όπου είχε γεννηθεί, είχε κι αυτός δοκιμάσει να γράψει ποιήματα. Το 1934 μετρούσε δώδεκα χρόνια στην εξουσία αυτής της αχανούς επαναστατημένης χώρας. Είχε καταφέρει να ξεχωρίσει παραγκωνίζοντας τους εσωκομματικούς του αντιπάλους και αφού κέρδισε τη θέση του Γενικού Γραμματέα και εδραίωσε την εξουσία του εξόντωσε ή συνέβαλε στην εξόντωση των Κίροφ, Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ και βέβαια του Τρότσκι, που τον συμβούλευαν να μετριάσει την στυγνή τυραννία που εγκαθίδρυσε και για την οποία έμεινε στην ιστορία, αντί να μνημονεύεται ως ο πιο στιβαρός ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης ή ως ένας από τους σημαντικότερους νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ένας από τους ηγέτες του αντιφασιστικού στρατοπέδου καθώς κι ένας από τους Συμμάχους που συνέβαλαν στον τερματισμό του πολέμου και τη συντριβή του Χίτλερ όπως και για τη εξαιρετική διπλωματική του ικανότητα στις μετέπειτα συσκέψεις με τους Συμμάχους.
Το σφοδρό κύμα τρομοκρατίας που εξαπέλυσε από το 1934 και ως το 1941 οπότε ο Χίτλερ εισέβαλε στη Ρωσία δεν είχε να κάνει με την αμφισβήτηση της εξουσίας του από ομάδες ή πρόσωπα αλλά επειδή μακιαβελικά σκεπτόμενος θεωρούσε πως μόνο με το φόβο μπορεί να επιβληθεί ένας ηγέτης.
Ο –ισμός που άφησε πίσω του με πρώτο συνθετικό το όνομά του ο σταλινισμός είναι ένας ιός που έχει μολύνει την πολιτική, τους πολιτικούς αλλά και τους διανοούμενους, τους καλλιτέχνες, τους ποιητές και εκφεύγει εντέλει από τα όρια του κομμουνισμού ή της αριστεράς. Σήμερα έχει εξαπλωθεί παντού μολύνοντας τους πάντες και τα πάντα.
ΔΙΩΓΜΟΙ ΚΑΙ ΕΞΑΝΔΡΑΠΟΔΙΣΜΟΙ
Ο διωγμός κι ο εξανδραποδισμός των ποιητών άρχισε νωρίς. Οι ποιητές ήταν οι «μηχανικοί των ανθρώπινων ψυχών» κατά τον Στάλιν και έπρεπε να προσαρμόσουν την τέχνη τους προς όφελος του λαού, χωρίς παρεκκλίσεις.
Αντίθετα ο Νικολάι Μπουχάριν [1888-1938], ισχυρός πολιτικός ηγέτης του ΚΚΣΕ, θεωρητικός του μαρξισμού που εκτελέστηκε επειδή διαφώνησε με την κολεκτιβοποίηση υποστήριζε προειδοποιώντας τον Στάλιν πως οι ποιητές έχουν πάντα δίκιο και η ιστορία είναι με το μέρος τους.
Ο Μπουχάριν υπερασπίστηκε τον Μαντελστάμ, αλλά ο ποιητής υπέπεσε στο αμάρτημα της κριτικής. Έγραψε και διάβασε σε παρέες ομότεχνων το Επίγραμμα στον Στάλιν που αποτελούσε κριτική για τον «Καυκάσιο του Κρεμλίνου».
Ζούμε χωρίς να νιώθουμε τη χώρα κάτω από τα βήματά μας,
Πέρα από τα δέκα πάσα δεν ακούγεται η μιλιά μας
Κι όπου μια κουβέντα φτάνει
Μνημονεύει του Κρεμλίνου τον τσοπάνη.
Τα χοντρά του δάχτυλα σκουλήκια παχιά.
Λόγια-ζύγια σωστά και βαριά.
Μουστάκες γελαστές κατσαρίδες,
Μπότες γυαλισμένες στις περισκελίδες.
Ένα εξάμηνο αργότερα, το 1934 πάντα, ο ποιητής Όσιπ Αιμίλιεβιτς συνελήφθη. Ωστόσο, αφού ανακρίθηκε σχετικά με το ποίημα, δεν καταδικάστηκε σε θάνατο ή σε καταναγκαστική εργασία σε Γκουλάγκ, αλλά στην ελαφρότερη ποινή της εξορίας στην κωμόπολη Τσέρντυν στους πρόποδες των Ουραλίων, όπου τον συνόδευσε και η σύζυγός του. Μετά από μία απόπειρα αυτοκτονίας του και τη διαμεσολάβηση από τον Νικολάι Μπουχάριν, η ποινή μετατράπηκε σε απλή απαγόρευση να ζει στη Μόσχα ή στις μεγαλύτερες πόλεις της ΕΣΣΔ. Ο Μαντελστάμ και η σύζυγός του επέλεξαν να ζήσουν στο Βορονέζ.
Ενθαρρυμένος, ο Μαντελστάμ επέστρεψε στην ποίηση και έγραψε τη συλλογή Σημειωματάρια του Βορονέζ, η οποία περιελάμβανε τον κύκλο ποιημάτων Στίχοι επί του Αγνώστου Στρατιώτου. Επίσης έγραψε ποιήματα που φαίνονταν να εξυμνούν τον Στάλιν (όπως την Ωδή στον Στάλιν). Ωστόσο, το 1937, με την αρχή του «Μεγάλου Τρόμου», το λογοτεχνικό κατεστημένο άρχισε να επιτίθεται στον Μαντελστάμ δια του τύπου, πρώτα σε τοπικό επίπεδο και σύντομα και από τη Μόσχα, κατηγορώντας τον ότι έτρεφε «αντισοβιετικές απόψεις». Την επόμενη άνοιξη, ο ποιητής και η σύζυγός του έλαβαν μια κυβερνητική πρόσκληση για διακοπές όχι μακριά από τη Μόσχα. Κατά την άφιξή τους εκεί, τον Μάιο του 1938, ο Μαντελστάμ συνελήφθη (στις 5 Μαΐου κατά το έγγραφο του στρατοπέδου με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 1938, υπογεγραμμένο από τον Μαντελστάμ) κατηγορούμενος για αντεπαναστατικές δραστηριότητες [ήταν η συνήθης γενικόλογη κατηγορία που αργότερα αντικαταστάθηκε από τον τροτσκισμό. Και οι δύο κατηγορίες όμως μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και στο θάνατο]. Τρεις μήνες αργότερα, στις 2 Αυγούστου 1938, ο ποιητής καταδικάσθηκε σε πέντε χρόνια σε «επανορθωτικά στρατόπεδα». Στάλθηκε στο στρατόπεδο μεταγωγών της Βτοράγια Ριέτσκα (= Δεύτερο Ποτάμι), κοντά στο Βλαδιβοστόκ, και κατόρθωσε από εκεί να στείλει κρυφά ένα μήνυμα στη σύζυγό του, ζητώντας της να του στείλει ζεστά ρούχα. Δεν τα έλαβε ποτέ και, σύμφωνα με τον αντιφρονούντα Βαρλαάμ Σαλάμοφ (όπως έγραψε στο διήγημά του Μπράντι από τσέρι), αφέθηκε να πεθάνει από το κρύο και την πείνα.
«ΕΙΜΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ»
Όταν ο Μαντελστάμ διάβασε το ποιημάτιό του στην Αχμάτοβα της είπε: ‘’Είμαι έτοιμος να πεθάνω’’», γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης, «Στην αστυνομία πιέστηκε να ομολογήσει σε ποιους και πόσους το είχε διαβάσει. Ανέφερε κάποιους, πλην όμως προφύλαξε τον Πάστερνακ. Μάλιστα, όταν ο Στάλιν πήρε στο τηλέφωνο τον Πάστερνακ, είχε κιόλας απαλλάξει τον Όσιπ, απορούσε όμως πώς ο Πάστερνακ δεν κούνησε το χεράκι του για να συντρέξει τον φίλο του… «Είναι μάστορας, είπε ο Στάλιν, Μάστορας…». Όπως ξέρουμε, ο Ιωσήφ απολάμβανε τον τρόμο των καταδικασμένων -συγγραφέων και μη- γι’ αυτό τους άφηνε να πιστεύουν ότι σώθηκαν».
«Έψαχναν να βρουν τα ποιήματά του και πατούσαν πάνω στα χειρόγραφά του που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα», λέει η Αχμάτοβα για τη σύλληψη του Μαΐου του 1934 που ήταν παρούσα, «Καθόμασταν όλοι στο ίδιο δωμάτιο. Ήταν πολύ ήσυχα. Δίπλα κάποιος έπαιζε γιουκαλίλι… Τον πήραν μαζί τους στις επτά το πρωί».
Για το ένδοξο κλέος των αιώνων που έρχονται,
Για την υψηλόφρονη φυλή των ανθρώπων
Την κούπα αποστερήθηκα στο τραπέζι των πατέρων μου
Κι όλη μου τη χαρά και την τιμή μου.
Ένας αιώνας λυκόσκυλο ρίχνεται στις πλάτες μου
Δεν ρέει όμως μέσα μου το αίμα,
Χώσε με καλύτερα, γούνινος σκούφος σαν να ’μαι,
Στης πυρωμένης γούνας πολικές αλεπούδες.
Για να μη βλέπω ούτε τους δειλούς ούτε το λασπωμένο χώμα
Και κάτω από τις ρόδες τα ματωμένα κόκαλα,
Μα όλη νύχτα να φέγγουνε για μένα στην πρώτη ομορφιά τους
Οι γαλάζιες πολικές αλεπούδες.
Πήγαινέ με τη νύχτα που κυλάει ο Ενισέι
Και το πεύκο αγγίζει τ’ αστέρια
Γιατί μέσα μου αίμα λύκου δεν ρέει –
Όμοια με τα δικά μου θα με σκοτώσουνε χέρια.
(17-28 Μαρτίου 1931)
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Η προφητεία του Μαντελστάμ επαληθεύθηκε (και) στο πρόσωπό του: «Μόνο στη Ρωσία δίνουν μεγάλη σημασία στην ποίηση: σκοτώνουν ανθρώπους γι αυτή. Υπάρχει άλλο μέρος όπου η ποίηση να είναι τόσο συνηθισμένο κίνητρο για φόνο;»
Καιρός να το μάθετε, στον χρόνο σας ανήκω,
Παιδί κι εγώ της εποχής του Οίκου Ραπτικής της Μόσχας,
Δέστε πως σακουλιάζει πάνω μου το μοσχοβίτικο σακάκι μου
Και πώς κατέχω τη μανιέρα να περπατάω και να παρλάρω!
Για κάντε πως με πετάτε από τον αιώνα μου!
Χίλια τα εκατό το σβέρκο σας θα σπάστε!
«Τι αιώνα κάνει έξω;», αναρωτιόταν ο Πάστερνακ. Αργότερα εμποδίστηκε να εκδώσει τον Δόκτορα Ζιβάγκο και να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας 1958 κι ας είχε πεθάνει ο τύραννος πέντε χρόνια πριν.
«Ο πόλεμος με τους πραγματικούς κινδύνους και τη δίψα του για θάνατο ήταν ευλογία μπροστά στην απάνθρωπη εξουσία, του ψεύδους, μια απελευθέρωση, καθώς διέλυσε τα μάγια της σιωπής», γράφει στον επίλογο του Ζιβάγκο ο Πάστερνακ.
Άραγε, κατάφερε η σοβιετική καμαρίλα «να πετάξει τον Όσιπ από τον αιώνα του;».
Οι διωγμοί των ποιητών, το ασφυκτικό πλαίσιο του ζντανοφικού μανιφέστου για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, η αυτοκτονία του Γεσένιν και του Μαγιακόφσκι, η φυγή του Ζαμιάτιν και τόσων άλλων στο εξωτερικό, όπως ο Τουργκένιεφ, ο Μπούνιν ή ο Ναμπόκωφ, ο Σαγκάλ κι ο Καντίνσκι. Το κυνηγητό του Σοστάκοβιτς, η εκτέλεση του Γκουμιλιώφ, η εξαφάνιση του θεωρητικού και ιστορικού της λογοτεχνίας Μίρσκυ, όπως και ο παραγκωνισμός του μέγιστου Μιχαήλ Μπαχτίν, καθώς και των φορμαλιστών γλωσσολόγων Βίκτορ Σκλόβσκι και Μπόρις Άιχενμπάουμ και του Ρόμαν Γιάκομπσον που έγραψε τον Ιούνιο του 1930, Το πρόβλημα Μαγιακόφσκι, μια γενιά που σπατάλησε τους ποιητές της.
Όλ’ αυτά μάλλον δεν κατάφεραν να πνίξουν τη φωνή της ποίησης έπνιξαν όμως τους ίδιους τους ποιητές. Όσο για τον αν τους πέταξαν έξω από τον αιώνα, ναι, προωθώντας τους στους επόμενους αιώνες.
Ο ΟΣΙΠ ΑΙΜΙΛΙΕΒΙΤΣ ΜΑΝΤΕΛΣΤΑΜ
Ο Όσιπ Μαντελστάμ ήταν σπάνιας ποιότητας ποιητής. Συμβολιστής αρχικά προσχώρησε στη συνέχεια στη «σχολή των Ακμεϊστών». Ήταν αρκετά εκκεντρικός, σαρκαστής και σαρκαστικός. Ιδού τι έλεγε για τις κατηγορίες των ομοτέχνων:
«Όλα τα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας τα χωρίζω σε όσα επιτρέπονταν και όσα δεν επιτρέπονταν. Τα πρώτα σκέτη λέρα, τα δεύτερα κλεφτή ανάσα. Τους συγγραφείς που γράφουν πάνω σε θέματα που έχουν ήδη επιτραπεί θέλω να τους φτύσω στο πρόσωπο… Εγώ χειρόγραφα, σημειώσεις και αρχεία δεν κρατάω. Δεν έχω καν γραφικό χαρακτήρα, ποτέ μου δεν γράφω. Είμαι ο μόνος στη Ρωσία που δουλεύω με τη φωνή, ενώ γύρω μου ένα σωρό λέρες, ο ένας πάνω στον άλλον, κάθονται και γράφουν».
Ο Μαντελστάμ γεννήθηκε στη Βαρσοβία (τότε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας). Οι γονείς του ήταν πλούσιοι Πολωνοεβραίοι. Ο πατέρας του, που ήταν δερματέμπορος, μπόρεσε να εξασφαλίσει την άδεια να εγκατασταθούν στα ανατολικά και, λίγο μετά τη γέννηση του Όσιπ, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη.
Τον Απρίλιο του 1908 ο Μαντελστάμ αποφάσισε να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι, αλλά τελικώς έφυγε το επόμενο έτος για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, στη Γερμανία. Το 1911 πήρε την απόφαση να συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, στο οποίο απαγορευόταν να φοιτούν Εβραίοι στο θρήσκευμα. Ο Μαντελστάμ όμως άλλαξε το θρήσκευμά του στον Μεθοδισμό και εισήχθει στο Πανεπιστήμιο το ίδιο έτος.
Το 1956, κατά την «αποσταλινοποίηση» του Νικίτα Χρουστσόφ ο Όσιπ Αιμίλιεβιτς Μαντελστάμ αποκαταστάθηκε και κηρύχθηκε απαλλαγμένος από τις εναντίον του κατηγορίες του 1938. Στις 28 Οκτωβρίου 1987, επί Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, ο Μαντελστάμ απαλλάχθηκε και από τις κατηγορίες του 1934, αποκαθιστάμενος έτσι πλήρως.
Η Ναντέζντα Μαντελστάμ συνέγραψε αναμνήσεις από τη ζωή και τις ημέρες της με τον σύζυγό της στο Ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας (1970) και στο Ελπίδα που εγκαταλείφθηκε Κατόρθωσε επίσης να διατηρήσει ένα σημαντικό μέρος του αδημοσίευτου έργου του.
Ναντέζντα Μαντελστάμ
Η ποίηση κυλάει στις φλέβες του Ενισέι και τραγουδά με τη φωνή των ποιητών. Κι ανάβουνε τ’ αστέρια ένα ένα… σαν τους ακούνε.
Υ.Γ. Παραθέτω τις σημασίες στα ρωσικά του βαφτιστικού ονόματος του Μαντελστάμ:
Ενεργός
Χαρούμενος
Δημιουργικός
Τυχερός
Ασταθής
Γενναιόδωρος
Σοβαρός
Φιλικός
Προσεκτικός
Ήταν όλα αυτά και τίποτα απ’ όλα αυτά γιατί ήταν ποιητής κι οι ποιητές δεν είναι σοβαροί ή χαρούμενοι ή προπάντων προσεκτικοί…
Σημείωση: