«Η απόλαυση ενός έργου τέχνης ισοδυναμεί με την απόδοση σ’ αυτό μιας ερμηνείας. Με το να αναβιώνει μέσα σε μια νέα προοπτική».
Ουμπέρτο Έκο
Ο Ουμπέρτο Έκο σπούδασε μεσαιωνική φιλοσοφία παρόλο που αργότερα προτίμησε τη σημειολογία. Ωστόσο δεν παραμέρισε ποτέ τις αρχικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο.
Άλλωστε, αν και δεν υπήρξε κατά βάση μυθιστοριογράφος, έγραψε μισή ντουζίνα μυθιστορήματα με πιο επιτυχημένο το Όνομα του Ρόδου, με το οποίο πραγματοποίησε παγκόσμια επιτυχία, κέρδισε το ιταλικό βραβείο Strega και το γαλλικό Medicis Etranger, έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό, αλλά και εκατομμυριούχος. Το μυθιστόρημα αυτό ήταν το πρώτο του και όταν το έγραψε ήταν 48 ετών και είχε πίσω του πλήθος δημοσιεύσεων, εργασιών, βιβλίων στους τομείς της φιλοσοφίας, της αισθητικής και της σημειωτικής.
Το Όνομα του Ρόδου διαδραματίζεται σ’ ένα μοναστήρι το 12ο αιώνα και συνδυάζει την έννοια του λαβύρινθου, τα μπορχεσιανά αινίγματα, τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη, τους κανόνες της αισθητικής, τις αρχές του μεσαιωνικού κόσμου, ενώ αφηγείται μια συναρπαστική αστυνομική ιστορία αξιοποιώντας πλήθος ιστορικών πηγών με τρόπο σωρευτικό και με ένα ύφος ελλειπτικό, πολλές ανατροπές και σασπένς. Αντίθετα με το μυθιστόρημα η ομώνυμη βραβευμένη ταινία του Ζαν-Ζακ Ανό [1986] με τον Σην Κόνερυ και τον Κρίστιαν Σλαίητερ χρησιμοποιεί γραμμική αφήγηση.
Η διπλωματική εργασία του αφορά τη θέση της αισθητικής στη φιλοσοφία του Θωμά Ακινάτη.
«Σ’ όσους ασχολούνται με την εποχή εκείνη», γράφει η Κάριν Μπόκλουντ- Λαγοπούλου σε άρθρο της [στο περιοδικό Διαβάζω τχ. 145, 4/6/1986] για τη σχέση μεσαιωνικής φιλοσοφίας και Ονόματος του Ρόδου, «ο μεσαίωνας ασκεί μια περίεργη γοητεία. Είναι απόμακρος – ξένος στον σημερινό άνθρωπο και την πραγματικότητα που τον περιβάλλει» – αλλά ταυτόχρονα είναι η απαρχή της δικής μας [σημερινής] πραγματικότητας, μιας πολιτιστικής ταυτότητας «που έχουμε τη συνήθεια να την κρύβουμε ακόμα κι απ’ τον εαυτό μας». Στη συνέχεια η αρθρογράφος διαπιστώνει την πιστότητα του έργου στην παράδοση του μεσαίωνα καθώς και στις ιστορικές, επιστημολογικές πηγές και τη σημειολογία της εποχής εκείνης. Αριστοτέλης, Θωμάς Ακινάτης και Όκαμ είναι οι τρεις βασικοί φιλόσοφοι που οδηγούν τα βήματα του συγγραφέα και του δίνουν την έμπνευση για να οδηγήσει κι αυτός με τη σειρά του τον ήρωά του τον μοναχό Ουίλιαμ του Μπάσκερβιλ στη λύση του μυστηρίου. Το τοπωνύμιο παραπέμπει ευθέως στον σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ και το μυθιστόρημά του το Σκυλί των Μπάσκερβιλ, μια περιπέτεια του Σέρλοκ Χόλμς.
«Ο Έκο», γράφει ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος στην Καθημερινή [28/2/2016]: «είναι ένας σημαντικός καθηγητής της Μεσαιωνικής Ιστορίας, ένας μαχητικός αρθρογράφος, ένας φανατικός συλλέκτης βιβλίων (η βιβλιοθήκη του μετρά περί τους 50.000 τόμους, αρκετοί από αυτούς με αμύθητη βιβλιοφιλική αξία) και ένας θεωρητικός της Σημειολογίας, που ήδη από τη δεκαετία του ’60 θα την εκλαϊκεύσει στην αρθρογραφία του, σε μια ιταλική εκδοχή του Ρολάν Μπαρτ. […] Στο έργο του συνταιριάζουν μοναδικά δύο κόσμοι: εκείνος του Αντόνιο Γκράμσι και ο άλλος του Μάρσαλ ΜακΛούαν, πατώντας γερά, δηλαδή βιωματικά, όχι μόνο θεωρητικά, στην παράδοση (εθνική και πολιτισμική) και ταυτόχρονα εξερευνώντας τον κόσμο των «μηνυμάτων», ως σύνολο στοιχείων του υλικοτεχνικού πολιτισμού της επικοινωνίας και των εικόνων, στα ίχνη του Καναδού γκουρού, αρχικά επηρεασμένος από τον λειτουργισμό, από τον οποίο έγκαιρα θα δραπετεύσει […] Ο Έκο είναι ο κατ’ εξοχήν παραδοσιακός διανοούμενος που γράφει στη γλώσσα του Δάντη και σκέφτεται με το πνεύμα του Γκράμσι (με τον οποίο τον συνδέει στενά ο λαϊκός πολιτισμός στη σύγχρονη εκδοχή της pop culture, καθώς και η παράδοση του αστυνομικού μυθιστορήματος), και ο τελευταίος ίσως εκπρόσωπος ενός ιταλικού ριζοσπαστικού πνεύματος».
Η πολύ ευφάνταστη Ιστορία της ασχήμιας, που επιμελήθηκε ο Έκο, και είναι γεμάτη σημαντικά κείμενα και εικαστικά έργα που αναφέρονται σ’ αυτήν αρχίζει με την αρχαιοελληνική εκδοχή της φρίκης με κείμενα, μεταξύ άλλων, του Αισώπου, του Πλάτωνα, του Ησίοδου, του Ομήρου, του Βιργιλίου, περνάει στον Αυγουστίνο και τον Τερτυλιανό και στους Πετράρχη και Βοκκάκιο και καταλήγει στο κιτς και το καμπ και τις αισθητικές και σημειολογικές αναλύσεις της Σούζαν Σόνταγκ ή τα μυθιστορήματα του Στήβεν Κινγκ και του Ίταλο Καλβίνο. Και όλα αυτά τα διανθίζει με έργα των Ντύρερ, Μπρέγκελ, Μπλέηκ, Καραβάτζιο, Γκόγια, Μορώ, Νταλί, Ιερώνυμου Μπος κ.ά.
Αντίστοιχα η Ιστορία της Ομορφιάς περιγράφει πώς οι άνθρωποι κατανόησαν την Ομορφιά της φύσης, των λουλουδιών, των ζώων, του ανθρώπινου σώματος, των άστρων, των μαθηματικών σχέσεων, του φωτός, της ενδυμασίας, των πολύτιμων λίθων, του Θεού και του Διαβόλου. Παρόλο που έχουν διασωθεί μονάχα κείμενα φιλοσόφων, συγγραφέων, επιστημόνων, μυστικιστών ή και καλλιτεχνών, μέσω των τεκμηρίων αυτών μπορούμε να ανασυνθέσουμε και τον τρόπο με τον οποίο οι ταπεινοί, οι απόκληροι αλλά και οι άνθρωποι του δρόμου αντιλαμβάνονταν την Ομορφιά. Το βιβλίο αρχίζει με το αισθητικό ιδεώδες στην Αρχαία Ελλάδα, το Διονυσιακό και το Απολλώνιο και καταλήγει στην ομορφιά των μηχανών και των ΜΜΕ.
Ενώ η Ομορφιά της Λίστας αρχίζει με την ομηρική περιγραφή της περίφημης ασπίδας του Αχιλλέα που σμίλεψε ο Ήφαιστος, περνά στον ποιητή που ιστορεί το πλήθος του στόλου των Αχαιών και τελειώνει με μη μετρήσιμες ποσότητες πραγμάτων που βέβαια δεν είναι δυνατόν να ολοκληρωθούν αλλά παρόλα αυτά φιλοδοξούν να πλησιάσουν το άπειρο.
Ο Ουμπέρτο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932. Λέγεται ότι το επώνυμο Εκο προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων Ex Coelis Oblatus, που σημαίνει στα λατινικά «θεϊκό δώρο».
Βίωσε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε παιδική ηλικία, περίπου 12 ετών, γεγονός που τον επηρέασε βαθιά, καθώς έγινε μάρτυρας των μαχών ανάμεσα στους φασίστες και στους παρτιζάνους στα βουνά του ιταλικού Βορρά. Ύστερα από πιέσεις του πατέρα του, ακολούθησε αρχικά σπουδές Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Τορίνοy, αλλά τις εγκατέλειψε για να παρακολουθήσει μαθήματα στο τμήμα Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Στη διάρκεια των σπουδών του έπαψε να πιστεύει στο Θεό και εγκατέλειψε την Καθολική εκκλησία με την οποία είχε γαλουχηθεί ως νέος.
Κατείχε την έδρα του καθηγητή Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και ήταν ιδρυτής του Τμήματος Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου του Σαν Μαρίνο.
Στην επαγγελματική του ζωή αρχικά ακολούθησε τη δημοσιογραφία και ανέλαβε τη θέση του διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην Κρατική Ιταλική Τηλεόραση (RAI). Έμεινε στη RAI μέχρι το 1959 και μετά ασχολήθηκε με τη συγγραφή και τις διαλέξεις.
Έργα του είναι μεταξύ άλλων: Το όνομα του Ρόδου (1980), Το Εκκρεμές του Φουκώ (1988), Το νησί της προηγούμενης μέρας (1994), Μπαουντολίνο (2001), Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα (2006), Το κοιμητήριο της Πράγας (2010), Το φύλλο μηδέν (2015), Τα όρια της ερμηνείας [1990], Κήνσορες και Θεράποντες [1964], ο Υπεράνθρωπος των μαζών [1980], Στους ώμους των γιγάντων [2001-15], Πρώτο ελάχιστο ημερολόγιο [1999].
Ο Έκο γνώριζε πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά ενώ απέσπασε πολλές τιμητικές διακρίσεις.
Ζούσε σε ένα δαιδαλώδες διαμέρισμα στο Μιλάνο, όπου είχε μια βιβλιοθήκη 30.000 τόμων, και στο εξοχικό του στο Ρίμινι, ένα μεγάλο ιστορικό κτήμα στο οποίο παλιά στεγαζόταν σχολείο Ιησουιτών.
Δυστυχώς η παρακάτω πρόβλεψή του επιβεβαιώνεται στις μέρες μας με την αναβίωση μιας νέας μορφής φασισμού και την επιστροφή του ρατσισμού, του αυταρχισμού καθώς και την υποχώρηση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου:
«Ο πολιτισμός δεν ακυρώνει τη βαρβαρότητα, αλλά, πολλές φορές, την επικυρώνει. Όσο πιο πολιτισμένος είναι ένας λαός, τόσο πιο βάρβαρος και καταστροφικός μπορεί να γίνει».