Ο Πιέρ Ζαν Ζουβ προαισθάνεται την έλευση της καταστροφής που πρόκειται να χτυπήσει αναπότρεπτα την Ευρώπη. Ο πόλεμος είναι επί θύραις και δεν υπάρχει, όπως φαίνεται, τίποτα ικανό να τον αποτρέψει. Απλώς αναβάλλεται, πράγμα που επιτείνει την ανησυχία κάποιων ευαίσθητων συνειδήσεων όπως του Ζουβ και εγκαθίσταται το άγχος στην ψυχή του. Η ποιητική του συνείδηση γρηγορεί.
Παρόλα αυτά ο γάλλος ποιητής και πεζογράφος που γράφει και πολύ σημαντικά δοκίμια βρίσκεται στο φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ και απολαμβάνει τη θεία μουσική του Μότσαρτ, ζώντας τις τελευταίες εκείνες ευτυχισμένες μέρες.
Στα πεζογραφήματά του Πωλίνα 1880 και στα Βαθιά χρόνια πρωταγωνιστούν τα τοπία των Άλπεων που βρίσκονται στην Αυστρία, ενώ οι ιταλικές λίμνες οριοθετούν τη διαχωριστική γραμμή που χωρίζει το Βορρά από τον Νότο. Αυτή η διαχωριστική γραμμή είναι πέρα από γεωγραφικό όριο μια αιώρηση ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς. Είναι θαρρείς το σκηνικό εντός του οποίου ο Χέλντερλιν γράφει τα τελευταία του ποιήματα στα οποία αναζητά τους Έλληνες Θεούς και τα οποία μετέφρασε ο Ζουβ. Αυτά τα πραγματικά μαγευτικά τοπία περιμένουν τους ανέμους του δεύτερου στη σειρά πολέμου που θα πλήξει την Ευρώπη, τους λαούς της, και τον πολιτισμό τους.
Στο μεταξύ, ήδη από την αρχή του 20ου αιώνα, από το πρώτο έτος του ο Νίτσε πεθαίνει και μαζί του πεθαίνει και ο Θεός. Ο κόσμος, και όχι μόνο στην Ευρώπη, θα βυθιστεί σε λίγο στη δήωση, το θάνατο, το χάος.
Ο Πιέρ Ζαν Ζουβ έχει ανακαλύψει τον Φρόυντ και το ασυνείδητο και γράφει στο δοκίμιό του, Ασυνείδητο, πνευματικότητα και καταστροφή:
«Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι η χειρότερη καταστροφή που μπορεί να πλήξει τον πολιτισμό θα προέλθει από τον άνθρωπο, φύση ανήσυχη μυστηριώδη, ορθολογιστική και ταυτόχρονα επικίνδυνη, αφού αυτός γνωρίζει πολύ καλά να προκαλεί την αίσθηση του θανάτου που ο ίδιος φέρει μέσα του…».
Βλέπω
Τους νεκρούς να βγαίνουν απ’ τις σκιές των σκιών τους
Να ξαναπαίρνουν ζωή από τη μανιασμένη σκοτεινή ύλη τους
Που πάνω της στεγνώνει η σκόνη του ανέμου
Με μάτια που εμφανίζονται στις σεβάσμιες τρύπες
Να σηκώνονται κάθετα στην επιφάνεια της γης
Να μετρούν αργά και με ακρίβεια το χρόνο·
Τους βλέπω να ψάχνουν το γενναίο στήθος
Της τρομπέτας που την έχει δουλέψει ο άνεμος.
Βλέπω
Τον παλιό πίνακα της Κρίσης και όλα του τα χρυσάφια
Και τρικλίζοντας στο ξύπνημα να αποκαθιστώνται
Τα προπατορικά χρυσάφια! Αληθινοί νεκροί, νεκροί διασαλπισμένοι,
Νεκροί μεταμορφωμένοι σε οργή, σωριάστε, σκοτώστε
Τα έργα της παρακμής, τα τέρατα που γεννήθηκαν
Από τον άνθρωπο που ζει στην οδύνη και ήταν ο τελευταίος,
Νεκροί φοβεροί που πίστευε κανείς πως θα πάρουν μορφή
Μέσα στη μήτρα της γης.
[μτφρ. Γιάννης Θηβαίος]
Ο Ζουβ αφού στην πρώτη περίοδο της ποιητικής του προσπάθειας [1910-13] επηρεάστηκε από τον συμβολισμό βρήκε τον προσωπικό του δρόμο και στα σαράντα του πια αποκάλυψε την προφητική του κλίση. Ο πόλεμος ήταν η αιτία που τον έκανε να γεφυρώσει την ευαισθησία του με τη διάσταση του τραγικού που κληρονόμησε από το αποκαλυψιακό όραμα της Δευτέρας Παρουσίας, της Βίβλου, του Μιχαήλ-Άγγελου, του Ουίλιαμ Μπλέικ. Έτσι τα θέματα και οι πραγματικότητες πάνω στις οποίες η ποιητική γλώσσα επιχειρεί να γεμίσει «την Απουσία του κόσμου» είναι:
Ο Θάνατος και η Ανάσταση, οι Ιππότες της Αποκάλυψης, ο Χριστός και ο Αντίχριστος, η μαύρη Νύχτα του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού, η Αγάπη και η Γνώση – το Αίμα, ο Ιδρώτας και η Θύελλα.
«Ο ποιητής, μόνος και περικυκλωμένος από πολυάριθμους κινδύνους, προσπαθεί να σώσει ό, τι μπορεί από έναν υπό διάλυση κόσμο. Δηλαδή το ελεύθερο πνεύμα που μπορεί να συγκριθεί με την ισχύ του θεού και το οποίο κινδυνεύει να καταστραφεί από την ύλη». Μιλά ο Υβ Μπονφουά ο οποίος θεωρεί τον Ζουβ «από τους καλύτερους της γαλλικής λογοτεχνίας».
Πράγματι ο Ζουβ θεωρείται από τους λίγους που επέδειξαν όχι μόνο μια δυναμική ποιητική πορεία αλλά κι ένα απαράμιλλο προσωπικό ήθος και βίωσε με την ένταση του πάθους τις ποιητικές του αγωνίες.
«Πιστεύω» υποστηρίζει ο Υβ Μπονφουά «ότι κανείς δεν μπορεί να εμφανιστεί σαν κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που του έχει ορίσει η ίδια του η φύση».
«Η κοσμοθεωρία του Ζουβ, κατά τον μελετητή και μεταφραστή του Νίκο Λεβέντη, είναι μανιχαϊκή, αφού ο ποιητής διακρίνει δύο αντίπαλες αρχές: τη φύση και τη χάρη, την κόλαση και τον ουρανό, τη βασιλεία του Θανάτου και τη βασιλεία του Θεού. Ταυτόχρονα όμως εξερευνά κι εκείνες τις ενδιάμεσες περιοχές, όπου συνυπάρχουν το φως και η σκιά, η ζωή και ο θάνατος, η επιθυμία της σάρκας κι η ανάταση του πνεύματος».
Στη Μάχη των Ματιών, που την εξελλήνισε ο Οδυσσέας Ελύτης, αντιδιαστέλλονται μοναδικά αυτά τα δύο συγκρουόμενα οράματα: «Το βαθύ καταχωμένο μάτι / μένει ολάνοιχτο στο ατένισμα ουρανών ανίσκιωτων / ζωγραφισμένων σε καθάριο αιθέρα και σ’ απόλυτο έρωτα / ουρανών που δεν έχουν αρχή και τέλος. / Όμως το ξεριζωμένο μάτι / συνεπαίρνεται απ’ τον φωτεινόν αέρα / σε πυλώνες ανυψώνεται τρέχοντας / κατά τα βοστρυχωτά μαλλιά του δάσους της Γενέσεως. / Τότε σμίγουν για να σχηματίσουν / ένα τέρας φριχτό από τρίχωμα κι αρπάγες / και μηρούς και άλλα συμπλέγματα / που ένας απαίσιος καγχασμός από χρόνους παμπάλαιους τα τραντάζει».
Ο ίδιος μανιχαϊσμός διέπει και τον τρόπο με τον οποίον ο Ζουβ αντικρίζει τον έρωτα. Από τη μια μεριά είναι ο έρωτας ο εξιδανικευμένος, ο μεταρσιωτικός. Αυτού του είδους τον έρωτα τον βλέπουμε κυρίως στα εξαίρετα ποιήματά του για την Ελένη, που σε κάνουν να σκεφθείς πόσος δρόμος διανύθηκε στη λυρική τέχνη, αλλά και στην ανθρώπινη εμπειρία, από τον καιρό του Ronsard. Παραθέτω μιαν ακόμη μετάφραση του Ελύτη: «Τι ωραία που είσαι τώρα που δεν υπάρχεις πια / η τέφρα του θανάτου σ’ έγδυσε κι απ’ την ψυχή σου ακόμη / τι ποθητή που είσαι απ’ τον καιρό που αφανιστήκαμε / κύματα κύματα γεμίζουν την καρδιά της ερήμου / την πιο πελιδνή απ’ τις γυναίκες / ωραία που είναι στις υδάτινες κορφές της γης αυτής / του νεκρού απ’ την ασιτία τοπίου / που ζώνει ολόγυρα την πολιτεία την πρωτινή / ωραία που είναι μες τα χλοερά κι απρόσμενα πλατώματα / μεταμορφωμένα σε ναούς ωραία που είναι / στο γυμνό κι ανάστροφο κι ολέθριον οροπέδιο / που είσαι τόσο πεθαμένη / σκορπώντας ήλιους απ’ τα αχνάρια των ματιών σου / και από τους ίσκιους των μεγάλων ριζωμένων δέντρων / στη φοβερή σου κόμη αυτήν που μ’ έριχνε σε παραμιλητό.»
Θάνατος, λοιπόν, και μεταμόρφωση της αγαπημένης σ’ ένα τοπίο που καταυγάζεται ήδη απ’ τη λάμψη του επέκεινα κι όπου η ουράνια βασιλεία συντελείται επί της γης.
Κι απ’ την άλλη μεριά, ο ίδιος ποιητής καταδύεται στα βάθη της σαρκικής κόλασης για να συναντήσει τις ιερόδουλες του «Φοίνικα», που τον μεταγλώττισε ο Νίκος Λεβέντης: «Ιερόδουλες που χύνετε δάκρυα γλυκά / μάτι καταβροχθισμένο στη γούνα / χέρι πετρωμένο / σπεύδετε γρήγορα πάνω στα πένθιμα ίχνη / απέραντα μάτια πράες γαστέρες απέραντα χέρια / απέραντες θυσίες της ρόδινης σάρκας / αιμόφυρτες αδιαθεσίες ρούχα κολλητά που αφυπνίζετε / ξαναγυρίστε απ’ το σάλιο και το μακελειό / λίγο πιο πληγωμένες της πληγής σας / άβυσσοι! Ξανασκονίστε τα σπάργανα της σάρκας σας / τίποτε πια δε θα ξανακλείσει τη ζέστα του χάσματος. / Δεν έχετε όπως η παρθενομήτωρ / συναρμόσει τον υμένα για να αναστείλει την εισδοχή του δαίμονα και παραμένετε ορθάνοιχτες / βαθιές κι ιερές όπως τ’ ανοιχτά πράγματα».
Ο Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος Πιέρ Ζαν Ζουβ γεννήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1887 στο Αράς στη Βόρεια Γαλλία και πέθανε στο Παρίσι στις 8 Ιανουαρίου του 1976. Φιλάσθενος από μικρή ηλικία, δεν φοίτησε σε κάποιο πανεπιστήμιο. Μετά την έκδοση των πρώτων του ποιημάτων, απέρριψε όλα όσα έγραψε και στράφηκε στην ποίηση με θρησκευτικούς προσανατολισμούς. Μεταξύ άλλων στα έργα του συγκαταλέγονται: Paulina 1880, Le monde desert, Les Noces, Sueur de sang, La Vierge de Paris, Diademe.
Το 1914 πηγαίνει εθελοντής νοσοκόμος, προσβάλλεται από φυματίωση. Στη Γενεύη γνωρίζει τον Ρομαίν Ρολάν. Το 1921 βρίσκεται στη Φλωρεντία. Με την πτώση του Παρισιού περνά στην Ελβετία. Για τέσσερα χρόνια η ποίησή του ταυτίζεται με τη φωνή της Γαλλίας. Δημοσίευσε πάνω από είκοσι τόμους με ποιήματα, δοκίμια, άρθρα, μεταφράσεις και μυθιστορήματα.
«Σκίζοντας τη μαυρίλα της νύχτας είχα κοιτάξει πίσω του μέσα στα βαθιά χρόνια». Η φράση από τις Φωτοβολίδες του Μπωντλαίρ έδωσε τον τίτλο ενός μυθιστορήματος του. Κινείται κι αυτό όπως και άλλα έργα του στο δίπολο του Έρωτα και του Θανάτου, την αίσθηση της αμαρτίας, την εφηβική αφύπνιση που μετασχηματίζονται και κάτι άλλο που οδηγεί δυναμικά πέρα από την πραγματικότητα στην μεταφυσική του ονείρου.
«Σαν μέσα στη νύχτα – σαν μέσα σ’ ένα όνειρο – πλησίασα την πολυθρόνα, ανάγκασα τον εαυτό μου να φτάσει ως το κορμί της, που με τρόμαζε, που μπρος του μ’ έπιανε ίλιγγος. Δεν μπορώ να περιγράψω την κατάσταση μιας άνισης ταχύτητας που μέσα της κινούνταν η καρδιά μου: τα χτυπήματα που μπερδεύονται σ’ ένα μόνο ’ου, ου’ τρομερό μες στο λαρύγγι μου. Στ’ αυτιά μου ήταν ο κρότος του ωκεανού». [μτφρ. Στρατής Τσίρκας].
Μακριά
Η γραμμή της αβύσσου και το ψηφίο της ουλής
Με κοιτάζουν περίεργα όσο γεννιέμαι.
[μτφρ. Θανάσης Χατζόπουλος]
Όταν ήρθε η εποχή του ο Ζουβ πήρε τα κλειδιά από «τον κλειδοκράτορα της παραδοσιακής μεγαλοπρέπειας του καθολικισμού», τον Πωλ Κλωντέλ και γίνεται ένας από τους μεγάλους της παράδοσης του μυστικισμού με «την ερωτική ανάσα του μηδενός».
Μαζί με τον Πιέρ Εμμανουέλ είναι οι αντιπρόσωποι της λεγόμενης «Χριστιανικής Αναγέννησης».
«Τι έχει αυτό το βράδυ ανάγκη η ψυχή μου: κάτι που να υπερβαίνει αυτή την ίδια αλλά και τον θεό;»
Ένα από τα καλύτερα ποιήματα έχει τον τίτλο Στοχάσου εμπνευσμένο από τον Εκκλησιαστή [«Ότι πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος»] μετέφρασε ο Γιώργος Σεφέρης και υπάρχει στις μεταφραστικές του προσπάθειες που φέρουν τον τίτλο Αντιγραφές [1966]:
Στοχάσου λίγο τον ήλιο της νιότης σου
Εκείνον που έλαμπε σαν είσουν δέκα χρονώ
Ξάφνιασμα τον θυμάσαι τον ήλιο της νιότης σου
Αν καρφώσεις καλά τα μάτια
Αν τα στενέψεις
Μπορεί ακόμα να τον ξεχωρίσεις
Είταν ρόδινος
Σκέπαζε τα μισά τ’ ουρανού
Μπορείς να τον κοιτάξεις και συ κατά πρόσωπο
Ξάφνισμα τάχα γιατί μα είταν τόσο φυσικό
Είχε ένα χρώμα
Είχε ένα χορό είχε έναν πόθο
Είχε μια ζεστασιά
Μια καταπληχτική ευκολία
Σ’ αγαπούσε
Όσα κάποτε στη μέση της ζωής σου και
φεύγοντας με
Το τρένο πλάι στα δάση το πρωί
[…]
Αλλά Θεέ μου ο αρχαίος πόλεμος ξανάρθε μόλις
[αλλαγμένος
Το ανθρώπινο αίμα χύνεται μ’ ένα μονάχα τρόπο
Πάντα ίδιο το βήμα του θανάτου σαν έρχεται
[πάνω μου
Μήπως η μάσκα του άλλαξε είναι κερί
Στένεψε ο χώρος αλλά η ψυχή μου είναι γι αυτό
νεότερη
Δε λέω καλύτερη
Δε θα τολμούσα […].
Ο μεταπολεμικός Ζουβ γλιστρά σ’ ένα άκαμπτο δογματισμό, ενώ σαράντα επτά χρόνια μετά το θάνατό του παραμένει ένας πένθιμος, μονήρης ποιητής.
«Ο Ζουβ προσανατολίζεται» επιλέγει ο Ελβετός ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και καθηγητής της Ιστορίας των ιδεών Ζαν Σταρομπίνσκι «με μιαν άκαμπτη ποιότητα προς ένα έσχατο τέλος, που το ποιητικό ρήμα έχει αποστολή ν’ αποκαλύψει, το ξέρει πως είναι εξαιρετικά ψηλά για να ισχυριστεί ότι μπορεί να τ’ αγγίξει, αλλά προς το οποίο στεριώνει το βλέμμα του και υποχρεώνει το μάτι μας να τείνει προς αυτό».
Βοηθήματα:
-περ. Διαβάζω, τχ. 310, 28/4/1993, αφιέρωμα στη Γαλλική ποίηση των 60 τελευταίων χρόνων
– Πιέρ Ζαν Ζουβ, Στα βαθιά χρόνια, μτφρ. Στρατής Τσίρκας, Κέδρος, μικρή βιβλιοθήκη ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, χ,χ,ε. [εξαντλ.]
-Πιέρ Ζαν Ζουβ, ποίηση, αποδόσεις Νίκος Λεβέντης, Αρμός, 1997