Ό,τι δεν έχει σταθεροποιηθεί δεν είναι τίποτα, ό, τι σταθεροποιήθηκε, είναι νεκρό.
Αυτό που συσκοτίζει τα πάντα σχεδόν είναι η γλώσσα – γιατί μας αναγκάζει να σταθεροποιούμε και γιατί γενικεύει χωρίς να το θέλουμε.
Πολιτική είναι ο χειρισμός του περισσότερο από το λιγότερο, του τεράστιου αριθμού από τον μικρό, του πραγματικού από τις εικόνες και τις λέξεις.
Ο φασισμός αρχίζει με τη σκέψη ότι όλοι οι άλλοι είναι ανόητοι.
Ο Πωλ Βαλερύ γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1871 από Κορσικανό πατέρα και Γενοβέζα μητέρα, απόγονο οικογένειας ευγενών, στο Σετ (Sète), μια κωμόπολη στην ακτή της Μεσογείου, στον Νομό Ερό, αλλά μεγάλωσε στο Μονπελιέ. Μετά από παραδοσιακή ρωμαιοκαθολική εκπαίδευση, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Η πρώτη λέξη που άρθρωσε, λένε, ήταν η λέξη κλειδί [clef]. Στα δύο του χρόνια κινδύνευσε να πνιγεί πέφτοντας σε δεξαμενή δημόσιου κήπου.
«Γεννήθηκα σ’ ένα μάλλον ασήμαντο λιμάνι εγκατεστημένο στο βάθος ενός κόλπου, στους πρόποδες ενός λόφου, η βραχώδης μάζα του οποίου ξεχωρίζει από την ακτή… Ο λόφος υψώνεται ανάμεσα στη θάλασσα και σ’ ένα έλος πολύ μεγάλο στο οποίο αρχίζει ή τελειώνει το κανάλι του Νότου. Το λιμάνι στο οποίο δεσπόζει ο λόφος σχηματίζεται από όρμους και κανάλια τα οποία διασφαλίζουν την επικοινωνία ανάμεσα στο έλος και τη θάλασσα. Αυτή είναι η τοποθεσία απ’ όπου κατάγομαι για την οποία θα διατυπώσω την άδολη σκέψη ότι γεννήθηκα σ’ έναν από τους τόπους που θα ήθελα να είχα γεννηθεί».
Ο Βαλερύ θα μείνει στον τρίτο όροφο ξενοδοχείου ιδιοκτησίας του ζεύγους της ζωγράφου Μπερτ Μορισό και του Ευγένιου Μανέ, αδελφού του μεγάλου ζωγράφου, από το 1902 ως το θάνατό του.
Τη διετία 1884-1886 γράφει τους πρώτους στίχους του σ’ ένα τετράδιο ντυμένο με μαύρο βαμβακερό βελούδο.
Εγκαταλείπει τη Σχολή του Ναυτικού. Εγκαθίσταται με την οικογένειά του στο Μονπελιέ. Φοιτά στο Λύκειο.
Διαβάζει: Ουγκώ, Γκωτιέ, Μπωντλαίρ, τη Γραμματική του Όουεν Τζόουνς, το λεξικό της Αρχιτεκτονικής. Φιλοτεχνεί τις πρώτες του ακουαρέλες καθώς και πίνακες ζωγραφικής χρησιμοποιώντας μοντέλο. Γράφει σονέτα και ακούει για πρώτη φορά τον Λόενγκριν του Βάγκνερ.
Το 1887 πεθαίνει ο πατέρας του κι επειδή είναι ακόμη ανήλικος ο μεγαλύτερος αδελφός του αναλαμβάνει το ρόλο του επιτρόπου.
Ανακαλύπτει το μυθιστόρημα Αντιστρόφως του Καρλ Γιόρις Υσμάνς, που αποτελεί το …αντίστροφο του Ντόριαν Γκρέυ του Όσκαρ Ουάιλντ, και γίνεται η βίβλος του, το προσφιλέστερό του βιβλίο. Συναντά τον Πιέρ Λουί το Μάιο του 1890. Το ίδιο έτος γράφεται στη Νομική. Μυείται στα μαθηματικά.
Εντυπωσιάζεται από τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ.
«Έφτασα στον Φλωμπέρ και στον Μπωντλαίρ και τότε ανακάλυψα το στυλ, την αφηρημένη τέχνη της γραφής. Μετά ο Υσμάν, ο μοναδικός μυθιστοριογράφος που μ’ έκανε ν’ ανακαλύψω τους συγγραφείς της παρακμής, τον Βερλαίν, τον Μαλαρμέ και τους αδελφούς Γκονκούρ».
Να διευκρινίσουμε ότι Βαλερύ δεν αγαπούσε το μυθιστόρημα. Το ελεεινολογούσε μάλιστα μαζί με τον Μπρετόν. Καθοριστικής σημασίας υπήρξε η γνωριμία και η επαφή του με τον Μαλαρμέ και υπήρξε μέλος του κύκλου του. Ο τελευταίος του ενεχείρησε τη περιώνυμη Ζαριά κι ο Βαλερύ του εμπιστεύτηκε τις πρώτες του ποιητικές απόπειρες. Στις 14 Ιουλίου 1898 βλέπει τον Μαλαρμέ για τελευταία φορά. Στην κηδεία του είναι απαρηγόρητος. Ο Μαλαρμέ τον σφράγισε δια βίου. Δημιουργεί πολύ στενή σχέση με τον Ζιντ όπως και με τους Μανέ και Ντεγκά.
Μια χαρακτηριστική για την ακρίβεια και την λεπτομερή περιγραφή της ανάμνησή του από τον προσφιλή του Υσμάν: «Έστριβε με τα λεπτά και θηλυκά χέρια του τσιγάρα που τα άναβε ζωηρά, μόλις συγκρατημένα ανάμεσα στα λεπτά του δάχτυλα. Ρουφούσε βαθιά τον καπνό και λικνιζόταν στην πολυθρόνα του καθισμένος διπλοπόδι κουνιόταν νευρικά. Κουβεντιάζαμε. Τα γκρίζα του μάτια πετούσαν ψυχρές σπίθες».
Το 1894 γράφει το Μια βραδιά με τον κύριο Τεστ και την Εισαγωγή στον Λεονάρντο ντα Βίντσι, σε συνεργασία με τον Μαλαρμέ.
Αν και ο ίδιος ο Βαλερύ δεν προέβαλε τον εαυτό του ως ιστορικό της τέχνης, τα κείμενα και οι κριτικές του για τις τέχνες αποτελούν σημαντικό τμήμα του συγγραφικού έργου του. Ξεχωρίζουν τα Paradoxe sur l’architecte (1891), στο οποίο διακήρυξε την ενότητα της αρχιτεκτονικής με τη μουσική, τις οποίες θεωρούσε υπέρτατες τέχνες, καθώς και οι μελέτες του για τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Έχοντας προσωπική γνωριμία με τον Εντγκάρ Ντεγκά, όταν ο τελευταίος ήταν σε προχωρημένη ηλικία, ο Βαλερύ έγραψε το Degas, danse, dessin (1936), που περιέχει ανεκδοτολογικές αναφορές αλλά και μία σε βάθος ανάλυση της φύσης του σχεδίου, του χορού και γενικών ζητημάτων αισθητικής. Έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στους μεγάλους δασκάλους της Αναγέννησης, ενώ αντιθέτως δεν ταυτίστηκε με τα έργα των σύγχρονών του δημιουργών, θεωρώντας την τέχνη του 20ού αιώνα παρακμασμένη.
Ο Βαλερύ αφοσιώθηκε στη συγγραφή κάπως αργά στη ζωή του (σχεδόν 50 ετών), όταν ο επιχειρηματίας του οποίου ήταν γραμματέας επί εικοσαετία, ο Édouard Lebey, πέθανε το 1920. Μέχρι τότε ο Βαλερύ είχε επίσης εργασθεί για λίγο ως υπάλληλος του Υπουργείου Πολέμου.
Ιδίως μετά τη δημοσίευση την 1η Ιουνίου του 1920 στην περίφημη επιθεώρηση NRF [Νέα Γαλλική Επιθεώρηση] της ποιητικής σύνθεσης Παραθαλάσσιο Νεκροταφείο θεωρήθηκε από κάποιους σύγχρονούς του πνεύμα σκοτεινό, κοινότοπο και παρακμιακό.
Τα πολύ περισσότερα από τα ποιήματα πεζά κείμενα του Βαλερύ, γεμάτα αφορισμούς και bons mots, αποκαλύπτουν μια συντηρητική και σκεπτικιστική ματιά πάνω στην ανθρώπινη φύση, στα όρια του κυνισμού. Από τους αφορισμούς του Βαλερύ, συχνότατα απαντώμενος σε ελληνικά άρθρα και γενικότερα κείμενα, συντηρητικών συνήθως διανοητών, είναι αυτός κατά τον οποίο ολόκληρος ο ευρωπαϊκός και δυτικός πολιτισμός στηρίζεται πάνω σε τρεις μόνο πυλώνες: στην (αρχαία) Ελληνική Φιλοσοφία, στο Ρωμαϊκό Δίκαιο και στη Χριστιανική Ηθική.
Τη νύχτα της 4ης Οκτωβρίου 1892, κατά τη διάρκεια μιας δυνατής θύελλας, ο Πωλ Βαλερύ είχε μία υπαρξιακή κρίση που επέδρασε πολύ στη συγγραφική του σταδιοδρομία. Περί το 1898, η συγγραφική του δραστηριότητα σχεδόν διακόπηκε, εξαιτίας και του θανάτου του μέντορά του Στεφάν Μαλαρμέ και για σχεδόν 20 χρόνια από τότε ο Βαλερύ δεν δημοσίευσε ούτε μία λέξη μέχρι το 1917, οπότε και έσπασε αυτή τη Μεγάλη Σιωπή με την έκδοση του La Jeune Parque (Η νεαρή Μοίρα) στα 46 του. Αυτό το σκοτεινό αλλά και πλήρες μουσικότητας αριστούργημα από 512 αλεξανδρινούς στίχους σε ομοιοκατάληκτα ζευγάρια χρειάσθηκε 4 χρόνια για να ολοκληρωθεί και του εξασφάλισε άμεση φήμη. Πολλοί στη Γαλλία το θεωρούν το σημαντικότερο γαλλικό ποίημα του 20ού αιώνα. Ο τίτλος αναφέρεται στη νεαρότερη από τις τρεις Parcae (τις ρωμαϊκές θεότητες που αντιστοιχούν στις ελληνικές Μοίρες). Η τεχνική του Βαλερύ είναι αρκετά παραδοσιακή στην ουσία της. Ο στίχος του ομοιοκαταληκτεί και δένει στο μέτρο με παραδοσιακούς τρόπους. Παραπέρα, θέλησε να απαλλάξει την ποίηση από κάθε αισθηματισμό, φθάνοντας στο σημείο να τη μετατρέψει σε καθαρά πνευματική άσκηση. Για τον λόγο αυτό του απέδωσαν τον τίτλο του «αρχηγού της καθαρής ποίησης» (poesie pure).
Το Μάη του 1900 παντρεύεται την Ζανύ Γκομπιγιάρ που του γνώρισε ο Ντεγκά με την οποία αποκτά δυο αγόρια κι ένα κορίτσι [1903,1906,1912].
Διαβάζει Νίτσε. Παρακολουθεί στο θέατρο τον Βασιλιά Υμπύ του Αλφρέ Ζαρύ και το Πελέας και Μελισάνθη του Μωρίς Μαίτερλινγκ. Διαβάζει τον Ίγκιτουρ του Μαλαρμέ.
Ανακαλύπτει καθυστερημένα την ποδηλασία.
«Στους φίλους μου χρωστώ αυτό που είμαι», λέει. «Σας δηλώνω ότι δεν σας αφήνω. Ένας άντρας μόνος αποτελεί πάντα κακή συντροφιά για τον εαυτό του».
Όσο η αποδημία αργεί – αν και οι καιροί δεν περιμένουν – στο βάθος της συνείδησης του Βαλερύ συνωθούνται συνηχήσεις φωνηέντων, λαμπρή και απαστράπτουσα ρίμα κι ακόμα βαθύτερα το ανυπεράσπιστο είναι και η ανία του. Ο Βαλερύ δυσφορεί: « Εγώ είμαι εδώ. Εδώ; Είμαι; Εγώ;».
Κι ύστερα η συναισθηματική κρίση που τον τρώει αργά αργά σαν το σαράκι το ξύλο εκείνη τη θυελλώδη νύχτα βρίσκει διέξοδο. Εξέρχεται έχοντας ανοίξει ένα υπόγειο, μακρύ, στενό τούνελ. Το δαιμόνιο όμως δεν εξέρχεται ποτέ. Μένει στη θέση του και εκτρέφει στοχασμούς και ανία. «Να ξαναφτιάξεις καθαρό και σκληρό τον εαυτό σου».
Περιχαρακώσεις, ανοιχτά περιγράμματα. Συνειδητοποίηση της μηδαμινότητάς μας. Χρησιμοποιεί το «ιδίωμα της γυμνής διαύγειας». Αντικειμενοποίηση του κόσμου. Ξαναχτίσιμο μιας ξαναδομημένης πυραμίδας.
Η κρίση του 1892 ένα είδος συναισθηματικού πραξικοπήματος που σφυροκοπά τα προϊόντα του πνεύματος. Έμπνευση νευρική κι ύστερα μακρά σιωπή.
Μερικοί χαρακτηρισμοί που του αποδόθηκαν: ρασιοναλιστής ή κριτικός, δύσπιστος, ο τελευταίος των συμβολιστών ή λυρικός αναμορφωτής.
«Ο λυρισμός βρίσκεται στην ανάπτυξη ενός επιφωνήματος».
Το 1927 χάνει τη μητέρα του.
Παρότι συντηρητικός, παρότι μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, επίσης συντηρητικής, παρότι βραβευμένος το 1931 από τον Στρατάρχη Πεταίν, όταν επισκέφθηκε την Ακαδημία, αντιστάθηκε στην Κυβέρνηση του Βισύ και ουδέποτε είπε ή έγραψε κάτι υπέρ του ολοκληρωτισμού.
Έδωσε πολλές διαλέξεις με διάφορα θέματα, ταξίδεψε στη Βαρκελώνη, τη Μαδρίτη, τη Φλωρεντία, τη Γένοβα. Το 1933 δίνει διαλέξεις στη Νάπολη και τη Ρώμη και παίρνει συνέντευξη από τον Μουσολίνι.
Τρία χρόνια αργότερα δίνει το πρώτο μάθημα στο Κολέγιο της Γαλλίας. Στην αίθουσα επικρατεί το αδιαχώρητο, ενώ έξω βρίσκεται πολύς κόσμος.
Ο Έλιοτ θεωρούσε πως είναι [ήταν] ο πρώτος [εν ζωή τότε] γάλλος ποιητής.
Τον κύριο Τεστ μετέφρασε στ’ αγγλικά η Νάταλι Κλίφορντ Μπάρνεϋ κι ο Σέσιλ νταίη Λιούις το Παραθαλάσσιο Νεκροταφείο, ενώ τον κύριο Τεστ στα ελληνικά μετέφρασαν ο Σεφέρης και ο Τίτος Πατρίκιος.
Ωστόσο ο Έζρα Πάουντ γράφει για τον Τεστ: «ένας συγγραφέας δε μπορεί να στηρίζεται για 30 χρόνια στη φήμη ενός πρόχειρου σχεδιάσματος σε πεζή μορφή».
Εξάλλου ο Πάουντ προτιμούσε τον Κοκτώ από τον Βαλερύ. Αντίθετα ο Auden όταν αποδεσμεύθηκε από την κοινωνική στράτευση θα στραφεί στον Βαλερύ. Ο Τζωρτζ Μουρ δε βλέπει στο πρόσωπο του Βαλερύ παρά «έναν άνθρωπο λεπτό και γεμάτο πνεύμα χωρίς όμως δυνατή συγκίνηση». Ο Γκιγιέν βλέπει στο Παραθαλάσσιο Νεκροταφείο «έναν ύμνο στη ζωή και θρίαμβο του στιγμιαίου».
Ο Ρίλκε έλεγε: «Ο Βαλερύ όχι μόνο έχει περισσότερο απ’ όλους τους σύγχρονους δημιουργούς το προτέρημα να ‘ναι κλεισμένη στη σιωπή του καλλιτέχνη, αλλά είναι ακόμα ο μόνος ανάμεσά μας που βλέπει την έμπνευση και τη δημιουργία ενός ποιήματος ως ευτυχές αποτέλεσμα μιας σημαντικής προόδου».
Ο Ρολάν Μπαρτ παραδέχεται πως ο Βαλερύ σημάδεψε την εφηβεία του. Επισημαίνει πως ο κύριος Τεστ «είναι η αφήγηση μιας αφύσικης εμπειρίας έξω από κάθε φυσιολογικό πλαίσιο». Είναι ένα κείμενο που αφορά «τη μέθη της συνείδησης – σε κατάσταση μέθης». Είναι η αφήγηση «μιας οριακής εμπειρίας της συνείδησης που είναι απόλυτα ανάλογη στον τρόπο και στο βάθος με την περιγραφή μιας μέθης από ναρκωτικά». Τον αντιπαραβάλλει με τους Τεχνητούς Παραδείσους του Μπωντλαίρ. Θεωρεί ακόμα πως ο Τεστ είναι κείμενο αντικομφορμιστικό αλλά δεν μπορεί να έχει στην εποχή μας [Δεκέμβριο του 1970] την απήχηση που έχουν τα μεγάλα κείμενα του αντικομφορμισμού και αναφέρει κείμενα του Αρτώ και του Μπατάιγ εξαιτίας της κλασικής μορφής του.
«Θυμάμαι, λέει ο Εμίλ Σιοράν, ότι ο Καμύ και ο Σαρτρ μιλούσαν περιφρονητικά για τον Βαλερύ. Για μένα ο λόγος του είχε το προσόν να ‘χει παλέψει ενάντια στην αγωνία κατά τη διάρκεια μιας κάποιας κρίσης της γαλλικής γλώσσας».
«Το ξερό σώμα του βούτηξε στα σεντόνια κι έκανε τον πεθαμένο. Έπειτα γύρισε και βυθίστηκε περισσότερο στο υπερβολικά κοντό κρεβάτι». [από το Μια βραδιά με τον κύριο Τεστ σε μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη].
Ο καθαρά ποιητικός του λόγος διατηρεί στενούς δεσμούς με τη νόηση, αλλά σπάνια εγκαταλείπεται στην ένταση των συγκινήσεων. Αποφεύγει κάθε τι που δεν στηρίζεται στην ποιητική μεταμόρφωση της γλώσσας και αναστέλλει κάθε αυθορμητισμό. Η πορεία του είναι η πορεία ενός οξυδερκούς πνεύματος συχνά ανατρεπτικού. Η νοσταλγία μιας ανέφικτης ε ν ό τ η τ α ς τον συνοδεύει ως το τέλος. Ένας φορμαλιστής μαθηματικής έμπνευσης δίνει τη θέση του σε βαθιά βιωμένο στοχασμό.
«Η φιλοσοφία μου, λέει ο Βαλερύ, δεν εξηγεί αλλά ενεργεί. Ανάμεσα στο είναι και στο γνωρίζειν, το ποιείν».
Στην απειλητική σύγχυση των συναισθημάτων και την αοριστία τους θα αντιτάσσει πάντα μια γλώσσα και μια μέθοδο έρευνας που να αποκλείουν τη σύγχυση την αοριστία και την ευπιστία. Κοινωνικός και προσηνής αλλά βαθιά μοναχικός και ανικανοποίητος στοχαστής ψάχνει να επινοήσει τη δική του μέθοδο πέρα από την ακαδημαϊκή παράδοση.
«Συναντά την πέρα από την εμβέλεια της νόησης και της γλώσσας», γράφει η Χαρά Μπανάκου-Καραγκούνη μεταφράστρια των Στοχασμών του, «ιλιγγιώδη απροσδιοριστία ενός αέναα διαφεύγοντος πυρήνα του εγώ από τη μια και των πραγμάτων από την άλλη».
«Αυτό το βράδυ νιώθω απόλυτα τη μοναξιά, τη μαυρίλα, τη θλίψη. Αυτό το συναίσθημα γέμισε ξαφνικά την ψυχή μου κατά την 8η ώρα όπως απότομα πιάνει ομίχλη στη θάλασσα», γράφει στα Τετράδια στις 29.7.1935.
Ο Αντρέ Ζιντ που επισκέφθηκε τον Βαλερύ βαριά άρρωστο γράφει:
«Μερικές φορές που μπόρεσα να τον δω η αποτυπωμένη οδύνη στα χαρακτηριστικά του τον έκανε σχεδόν αγνώριστο. Κατά τη διάρκεια της προτελευταίας μας συνάντησης με κράτησε για ώρα στο προσκέφαλό του σφίγγοντας το ένα χέρι του με τα δικά μου σαν να περίμενε από αυτή την επαφή μια μυστική μετάγγιση. Έκανε προσπάθεια για να μου μιλήσει και γω προσπαθούσα να τον καταλάβω σκυμμένος πάνω του αλλά δυστυχώς δε μπορούσα παρά μόνο να ξεχωρίσω κάποια λόγια συγκεχυμένα. Και όμως διατηρούσε την πνευματική του ετοιμότητα και λίγες μέρες νωρίτερα αντλούσε ακόμα κάποια ευχαρίστηση ή έστω κάποια ανακούφιση από την ανάγνωση». Ο Μπρετόν στου οποίου το γάμο είχε παρευρεθεί ως μάρτυρας και τουλάχιστον στις αρχές τουλάχιστον του σουρεαλιστικού κινήματος τον εμπιστευόταν και ζητούσε τη γνώμη του είχε γράψει:
«Το μάτι του ωραιότατο μπλε καθαρό, σαν το χρώμα της θάλασσας στ’ ανοιχτά».
Στις 31 Μαΐου του 1945 ο Βαλερύ πέφτει στο κρεβάτι για να μη ξανασηκωθεί. Ο Στρατηγός ντε Γκωλ διατάζει κηδεία δημοσία δαπάνη. Στις 24 Ιουλίου τελείται η νεκρώσιμη ακολουθία στην οποία παρίσταται και ο ντε Γκωλ και το φέρετρο μεταφέρεται σε κενοτάφιο στο Παλαί ντε Σαγιώ. Τρεις μέρες αργότερα θάβεται στο παραθαλάσσιο κοιμητήριο της Σετ, της γενέτειράς του.
Βοηθήματα: