«Πιστεύω ότι κανείς δεν κουράστηκε ποτέ τόσο πολύ όσο εγώ για να μάθει μία τέχνη. Η φύση δε μου έδωσε πολλά χαρίσματα, κι αν κατάφερα κάτι, αυτό οφείλεται μόνο στις τρομερές προσπάθειες που κατέβαλα».
— Ρ. Λ. Στήβενσον
Είχε πάντα στο χλωμό μακρόστενο πρόσωπό του που το επιμήκυνε ακόμη περισσότερο εκείνο το γενάκι που φύτρωνε στην άκρη του σαγονιού του μια χροιά ιπποτικής αίγλης. Θύμιζε εξαϋλωμένη φιγούρα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου στον πίνακά του «η ταφή του κόμητα Οργκάθ». Κατά ένα αλλόκοσμο λόγο έμοιαζε κιόλας με τον ίδιο το ζωγράφο έτσι όπως είχε ζωγραφίσει τον εαυτό του και τον είχε τοποθετήσει μέσα στην κουστωδία που με την παρουσία της τιμούσε τον νεκρό κόμητα. Έτσι αδύνατος καθώς ήταν, καθότι άρρωστος, φυματικός, που το υγρό Εδιμβούργο, όπου είχε γεννηθεί, επέτεινε και επιδείνωνε την φρικτή αρρώστια που τον δυσκόλευε να πάρει μέρος στα παιχνίδια με τους συνομήλικους του. Τον δυσκόλευε και αργότερα στον ώριμο βίο του. Παρόλη την κατάστασή του ωστόσο δεν καθόταν μόνο στο κρεβάτι ν’ ακούει τη γλυκερή φωνή της μητέρας του να του διαβάζει ιστορίες και μύθους προσπαθώντας να του πάρει το μυαλό μακριά απ’ τα βάσανα της αρρώστιας. Οι ιστορίες αυτές τον ενέπνεαν στις πνευματικές του αναζητήσεις, στις σκοτεινές του φαντασιώσεις, στις ταξιδιωτικές περιπλανήσεις του. Πριν ξεσκεπαστεί από τα ζεστά του σκεπάσματα και σηκωθεί από το κρεβάτι του πόνου για να δει τον κόσμο και ν’ αποκτήσει εμπειρίες κάθισε κι έγραψε έναν ολόκληρο τόμο με παιδικά ποιήματα.
Ήταν κι η αφοσιωμένη νοσοκόμα Άλισον Κάννιγχαμ (στην οποία οφείλει το όνομά της η Άλισον Γκρέιαμ στο μυθιστόρημα Ο Άρχοντας του Μπάλαντρι), που του τραγουδούσε παλιά σκωτσέζικα τραγούδια ή του διάβαζε αποσπάσματα από την Αγία Γραφή. Ο Στήβενσον είχε πολύ ζωηρό πνεύμα και άκουγε με λαχτάρα τα σκωτσέζικα παραμύθια. Ποτέ, σ’ όλη του τη ζωή, δεν αισθάνθηκε τη χαρά που φέρνει η καλή σωματική υγεία. Έγραψε για τα παιδικά του χρόνια:
«Για μένα η κακή μου υγεία χρονολογείται από τότε που έμενα άγρυπνος στις τρομερές ατέλειωτες νύχτες, ταραγμένος αδιάκοπα από τον πνιχτό εξαντλητικό βήχα και το πρωί παρακαλώντας να κοιμηθώ, μέσα από τα βάθη του τσακισμένου μικρού κορμιού μου».
Η αλμύρα της θάλασσας, η ομίχλη πάνω από τα έλη, ο αέρας που φυσά από το πέλαγος έγιναν ένα κομμάτι από τη ζωή του. Ο πατέρας του ήταν ένας Σκωτσέζος μηχανικός και ένα από τα καθήκοντά του ήταν να επιθεωρεί τους φάρους και τα λιμάνια κατά μήκος των άγριων ακτών της Σκωτίας. Συχνά έπαιρνε μαζί και το γιο του. Έτσι, πολλά γεγονότα από τη ζωή του πατέρα του έγιναν αργότερα οι περιπέτειες των αμέτρητων ηρώων που θα ζουν πάντα μέσα στις ιστορίες του.
Ο Στήβενσον σπούδασε μηχανικός στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, αλλά πολύ σύντομα εγκατέλειψε την επιστήμη του αφού η υγεία του δεν θα του επέτρεπε να γίνει μηχανικός σαν τον πατέρα του. Έτσι αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Ταξίδεψε σε διάφορα μέρη προσπαθώντας να βρει έναν τόπο με κλίμα ευνοϊκό για την υγεία του και πολλά από τα έργα του είναι καρπός των ταξιδιών αυτών.
Το 1876 ο Στήβενσον γνώρισε τη Φάνυ Όσμπορν και πολύ σύντομα την ερωτεύτηκε. Αλλά η όμορφη αυτή κυρία, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, ήταν χήρα με μία κόρη (Ίζαμπέλ) και δύο γιους (Λόυντ και Χάρβεϋ, ο οποίος είχε πεθάνει το 1875), έφευγε σε λίγο για την Αμερική.
Όταν μία μέρα πληροφορήθηκε ότι η Φάνυ ήταν άρρωστη στο σπίτι της, στο Σαν Φρανσίσκο, δεν δίστασε να διασχίσει τον ωκεανό και ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο για να πάει να τη δει. Η δοκιμασία ενός τέτοιου ταξιδιού ήταν η χαριστική βολή για την κλονισμένη υγεία του.
Ο Στήβενσον ταξίδεψε κατά τη δύση, στο ζωηρό βουνίσιο κλίμα πέρα από το Μόντερεϋ και εκεί μια μέρα λιποθύμησε σε μια έρημο. Δύο νύχτες πέρασε σε κωματώδη κατάσταση μέσα στην ερημιά και σίγουρα θα πέθαινε αν δεν τον έβλεπαν δύο βοσκοί που φύλαγαν ένα κοπάδι γίδια. Οι βοσκοί τον σήκωσαν στην πλάτη τους, τον πήγανε στην καλύβα τους και τον περιποιήθηκαν αρκετές εβδομάδες, ώσπου το ακατανίκητο πνεύμα του τον έκανε να σταθεί ξανά στα πόδια του.
Αυτές τις εβδομάδες που πέρασε με τους γιδοβοσκούς ο δούλεψε σκληρά γράφοντας, μα δεν έμενε ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα. Έγραψε σ’ ένα φίλο του: «Είναι κάτι μέσα μου που αξίζει να το ειπώ, μα δεν μπορώ να βρω ακόμη τι ακριβώς είναι αυτό το κάτι».
Πάντως παρά την ανημπόρια του έζησε κάποια από τα αργόσχολα νεανικά του χρόνια κάνοντας συντροφιά με ύποπτες παρέες. Δολοφόνους και απατεώνες. Πήγαινε και με πόρνες που τις υποστήριζε μπροστά στους βολεμένους μικροαστούς επικριτές τους.
Συναναστράφηκε ακόμα και δολοφόνους, αλλά με έφεση στη λογοτεχνία. Ένας μάλιστα εξ αυτών ήταν δηλητηριαστής κι είχε ξεκάνει κάμποσους φίλους και γνωστούς του με τυρί φοντύ και γερές δόσεις οπίου, απάγγειλε απ’ έξω χωρίς να κομπιάζει ολόκληρους μολιερικούς μονολόγους που τους μετέφραζε κείνη τη στιγμή. Αλλά η εποχή που ο μετέπειτα συγγραφέας μελετούσε τη φύση του Κακού και γευόταν τις ηδονές της μποέμικης ζωής, τον καπνό, το αλκοόλ, τις ηδονές του βίου και τις κακές παρέες πέρασαν όταν παντρεύτηκε τη Φάνυ και μαζί με τα παιδιά της γύρισαν στη Σκωτία το 1880, όταν εκείνος είχε συμπληρώσει τα τριάντα του χρόνια.
Η Φάνυ έγινε η προστατευτική σύζυγος που οργάνωνε κάθε λεπτό της ζωής του και δεν τον άφηνε να γλεντήσει με τους φίλους του κρατώντας τον κοντά της ασφαλή. Κι αυτός παραπονιόταν: «Όταν κανείς παντρεύεται, δεν μπορεί να κάνει τίποτα, ούτε καν ν’ αυτοκτονήσει, δεν του απομένει παρά να είναι καλός». Σε άλλη εξομολογητική στιγμή είχε πει: «Δεν παντρεύτηκα για να βρω την ευτυχία, απλώς έκανα ένα γάμο λίγο πριν το τέλος, κι αν έχω φτάσει ως εδώ, είναι χάρις στις φροντίδες αυτής της κυρίας που με παντρεύτηκε όταν δεν ήμουν παρά ένα συνονθύλευμα βήχα και οστών, κατάλληλος μάλλον για έμβλημα θανάτου παρά για γαμπρός». Εκτός από τον αδελφικό του φίλο τον μεγάλο συγγραφέα Χένρι Τζαίημς που φερόταν με πολύ σεβασμό κι εκτίμηση στη Φάνυ οι άλλοι σύντροφοι στα γλέντια και τις κραιπάλες την απεχθανόταν γιατί τους στερούσε τον πιο διασκεδαστικό φίλο τους. Κι αυτός απαυδισμένος μερικές φορές όλο και του ξέφευγε: «μου ‘ρχεται να βάλω τις φωνές ν’ αρχίσω τις κλωτσιές και να φύγω τρέχοντας».
Ο Στήβενσον και ο Λόυντ ο γιος της Φάνυ έγιναν καλοί φίλοι και ο συγγραφέας τού έλεγε ιστορίες με τις ώρες. Ένα βράδυ, για να διασκεδάσει τον Λόυντ, ο Στήβενσον σχεδίασε έναν ωραίο χάρτη και άρχισε να του λέει ένα παράξενο παραμύθι για πειρατές, θαμμένους θησαυρούς, ναυάγια και ανταρσίες. Ο Λόυντ άκουγε χωρίς να παίρνει ανάσα ως το τέλος και τότε κοιτάζοντας το καλοσυνάτο πρόσωπο του πατριού του ρώτησε: «Γιατί λοιπόν δεν γράφετε μιαν ωραία ιστορία σαν αυτή;». Έτσι γεννήθηκε η συναρπαστική ιστορία του Τζιμ Χώκινς, του γιατρού Λάιβζυ και του Τζον Σίλβερ στο Νησί των Θησαυρών.
Το Νησί των Θησαυρών είναι ταυτόχρονα μία ιστορία ενηλικίωσης και μία ατμοσφαιρική περιπέτεια με αλησμόνητους χαρακτήρες και δράση που παραμένει μια θρυλική ιστορία για παιδιά και μεγάλους. Ο Στήβενσον αποδείχτηκε μέγας παραμυθάς κι όπως όλοι οι συγγραφείς παραμυθιών ήταν σοβαρός και σπουδαίος συγγραφέας σαν τον Λούις Κάρολ ή τον Τζόναθαν Σουίφτ ή τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Ακόμη κι αν δεν έγραφε κανένα άλλο έργο ο Στήβενσον, έφτανε το Νησί των Θησαυρών για να του εξασφαλίσει μια παντοτινή θέση στη λογοτεχνία.
Ύστερα από δύο χρόνια ακολούθησε η ιστορία του Δόκτορα Τζέκυλ και του κυρίου Χάυντ, μυθιστόρημα που πολλοί κριτικοί θεωρούν το αριστούργημά του.
Όταν διαβάζει κανείς τον Τζέκυλ και Χάϋντ, έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται σε όνειρο. Αντηχεί την μισοξεχασμένη, βροντώδη γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης, που κοχλάζει από την θηριώδη θρησκευτική ανατροφή του Στήβενσον. Οι περιγραφές έχουν κάτι το παραισθητικό, όπου μοναχικοί άνθρωποι περιπλανώνται σε άσχημους δρόμους οι οποίοι προσλαμβάνουν απειλητική όψη, που την έχουν προκαλέσει ανεξήγητα γεγονότα ή αιφνίδιες εκρήξεις βίας. Οι διπλοί εαυτοί, βρίθουν σε όλο το κείμενο όπου αποστεγνωμένοι άνθρωποι μπλέκονται σε άχαρες συναντήσεις, τρομαγμένοι από κάτι που δεν τολμούν να ψελλίσουν. Η λογική του ονείρου, επιτρέπει στους ανθρώπους να αλλάξουν το παρουσιαστικό τους, να μεταμορφώσουν την ίδια τους την ύπαρξη. Ίσως το πιο παράξενο πράγμα, είναι ο τρόπος που είναι δομημένη η ιστορία: ξεκινάει σαν αστυνομικό μυθιστόρημα.
Πραγματικά, η δομή είναι το πιο ευφυές σχεδιασμένο στοιχείο του βιβλίου. Λέει την ιστορία προς τα πίσω, έτσι που, και εμείς με τη σειρά μας, επεξεργαζόμαστε την πλοκή βαίνοντας προς την εξομολόγηση του δόκτορος Τζέκυλ, που αποκαλύπτεται τελευταία, αλλά, όμοια με ένα όνειρο κάτι το εκτροχιάζει, σαν να ξεφεύγει από τη ρότα του, και με ένα μαγικό άμπρα-καντάμπρα, το μεταμορφώνει σε κάτι πιο γοτθικό και τρομακτικό. Σίγουρα είναι το σπουδαιότερο βιβλίο του Στήβενσον και ένα από τα καλύτερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Το μυθιστόρημα έχει κερδίσει τη θέση του ανάμεσα στα αριστουργήματα της μαύρης ιστορίας και τη ιστορίας τρόμου τον Δράκουλα του Μπραμ Στόουκερ, τον Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλλεϋ που το έγραψε για να διασκεδάσει τον αδελφό της Πέρσι. Στη βάση του ο μύθος του δισυπόστατου ήρωα- ενσάρκωση του δίπολου Καλό-Κακό – έχει ρίζα φαουστική.
«Το πρωί ήταν πια πολύ προχωρημένο. Οι υπηρέτες είχαν ήδη σηκωθεί. Όλα τα φάρμακά μου βρίσκονταν στο εργαστήριο, μια απόσταση αρκετά μεγάλη: έπρεπε να κατέβω τα σκαλιά δύο ορόφων, να διασχίσω το διάδρομο ως το πίσω μέρος του σπιτιού και στη συνέχεια την ανοιχτή αυλή και το αμφιθέατρο της Ανατομίας• κι όλα αυτά ενώ βρισκόμουν σε μιαν κατάσταση απόλυτου τρόμου. Θα μπορούσα βέβαια να καλύψω το πρόσωπό μου. Αλλά και πάλι, σε τι θα μου χρησίμευε κάτι τέτοιο αφού δεν μπορούσα να κρύψω την αλλαγή στο μπόι μου; Και τότε με ανακούφισε η σκέψη ότι οι υπηρέτες ήταν συνηθισμένοι κιόλας στο πήγαιν’ -έλα του δεύτερου εαυτού μου. Ντύθηκα λοιπόν γρήγορα… με ρούχα των δικών μου διαστάσεων, και διέσχισα βιαστικά το σπίτι.
Ο Μπράντσοου με γουρλωμένα μάτια έκανε πίσω βλέποντας τον κύριο Χάιντ τέτοια ώρα και τόσο παράξενα ντυμένο. Δέκα λεπτά αργότερα, ο δόκτωρ Τζέκυλ επέστρεψε με τη δική του μορφή και κάθισε συνοφρυωμένος, προσποιούμενος ότι παίρνει το πρωινό του».
Το Δρ Τζέκυλλ και Κος Χάυντ, σύμφωνα με την άποψη του Βλαδιμίρ Ναμπόκοφ, είναι μια από τις τρεις κορυφές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, μαζί με τον Οδυσσέα του Τζόυς και τη Μαντάμ Μποβαρύ του Φλομπέρ.
«Οι Νέες Χίλιες και Μία Νύχτες μας προσφέρουν, όπως δείχνει ο τίτλος, το θαυμαστό στην πιο ειλικρινή και εξαιρετικά απολαυστική του μορφή. Εν μέρει εξωφρενικές, και εν μέρει ιδιαίτερα λογικοφανείς, είναι η απόρροια μιας πολύ επιτυχημένης ιδέας: της τοποθέτησης μιας σειράς περιπετειών, και μάλιστα καθαρών περιπετειών, στο σκηνικό της σύγχρονης αγγλικής ζωής [1882], και της αφήγησής τους με τον γαλήνιο ανεπιτήδευτο τόνο της Σεχραζάντ.[…]
Προς αυτή την κατεύθυνση, Η Λέσχη της Αυτοκτονίας είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του κυρίου Stevenson, κι οι δύο πρώτες σελίδες -για να μην αναφέρω άλλες- επιζούν στη μνήμη. Για λόγους που γνωρίζω ότι δεν μπορώ να παρουσιάσω ως επαρκείς, βρίσκω κάτι ανεξάλειπτα εντυπωσιακό -κάτι που πραγματικά στοιχειώνει μέσα σου- στο επεισόδιο του Πρίγκιπα Φλόριζελ και του υπασπιστή του Συνταγματάρχη Τζέραλντιν που, «ένα βράδυ του Μαρτίου με ξαφνικό χιονόνερο, μπήκαν σ’ ένα μπαρ με θαλασσινά πολύ κοντά στο Leicester Square» και εκεί τους δόθηκε η ευκαιρία να παρατηρήσουν την είσοδο ενός νεαρού που τον συνόδευαν δύο αχθοφόροι που καθένας τους κρατούσε έναν μεγάλο δίσκο με τάρτες, ενός νεαρού που «προσέφερε με υπερβολική ευγένεια τα γλυκά σε κάθε πελάτη». Εδώ δεν υπάρχει καμιά προσπάθεια για την κατασκευή εικόνας, αλλ’ η φαντασία φτιάχνει μια από το φωτισμένο εσωτερικό, το χιονόνερο του Λονδίνου έξω, την παρέα που μαντεύουμε, δεδομένου και του χώρου, και την παράξενη ευγένεια του νεαρού που οδηγεί σε ακόμη πιο παράξενες καταστάσεις. Αυτό είναι που μπορεί να ονομαστεί ‘βάζω κάποιον στο κλίμα της ιστορίας’», γράφει ο Henry James.
«Για μένα, γράφει ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, το διάβασμα ενός βιβλίου είναι μια εμπειρία, στον ίδιο βαθμό που είναι ένα ταξίδι ή ένας έρωτας. Νομίζω, π.χ., πως ο Berkeley, ο Shaw ή ο Emerson, μου παρέχουν τις ίδιες επαφές με την πραγματικότητα όσο μία επίσκεψη στο Λονδίνο. Φυσικά και είδα το Λονδίνο μέσα από τα βιβλία του Dickens, του Chesterton και του Stevenson, όχι ;
» Πάρτε για παράδειγμα τον Stevenson, έναν από τους συγγραφείς που προτιμώ. Αν τον διάβαζα τώρα, δεν θα ένιωθα ότι βρίσκομαι στην Αγγλία ή στη Νότιο Αμερική, αλλά στο ίδιο το πλαίσιο του βιβλίου. Αυτό το βιβλίο μου αφηγείται ίσως ένα μυστικό ή μου προσφέρει μία αποκάλυψη για τον εαυτό μου που μόλις διαβλέπω.
» Στα βιβλία του Stevenson, για παράδειγμα, ακόμα και οι κομπάρσοι σε μία σελίδα, που δεν ξαναεμφανίζονται στο υπόλοιπο βιβλίο, σου δίνουν την εντύπωση ότι τους γνωρίζεις ή την επιθυμία να μάθεις περισσότερα για λογαριασμό τους.
» Αυτός που έγραψε βιβλία για παιδιά κινδυνεύει να κατηγορηθεί ότι παιδιαρίζει. Συγχέουν τον συγγραφέα με το κοινό του. Αυτή είναι η περίπτωση του La Fontaine, του Kipling και του Stevenson».
Το γράψιμο του Στήβενσον είναι ανάλαφρο και μερικές φορές χαρούμενο καθώς κυλά χωρίς καμιά προσπάθεια ή επιτήδευση. Ο ίδιος ομολόγησε ότι το κατάφερε αυτό μόνο μετά από επίμονες προσπάθειες πολλών ετών.
Το κλίμα στη Σκωτία αποδείχθηκε ολέθριο για την υγεία του Στήβενσον και ο συγγραφέας ξανάρχισε πάλι τα ταξίδια του, αυτή τη φορά μαζί με την οικογένειά του. Όταν έγινε 37 ετών ο Στήβενσον έφυγε μαζί με την οικογένειά του για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πέρασε ένα χειμώνα στη λίμνη Σάρανακ στα όρη Αντιρόντακ, προσπαθώντας να βελτιώσει την υγεία του.
Τον Ιούνιο του 1888, ο Στήβενσον ταξίδεψε στα νησιά Σαμόα, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα το 1890 καθώς ήταν ό,τι χρειαζόταν για την υγεία του. Οι ιθαγενείς τον ονόμασαν “Τουγιτάλα”, δηλαδή “παραμυθά”, και τον έκαναν αρχηγό μιας φυλής. Εκεί έζησε και έγραψε επί τέσσερα χρόνια. Στις 3 Δεκεμβρίου 1894, τρεις εβδομάδες έπειτα από την 44η επέτειο των γενεθλίων του, ο Στήβενσον πέθανε ξαφνικά, όχι από την αρρώστια που καταπολέμησε σ’ όλη του τη ζωή αλλά από αποπληξία. Είχε αγαπήσει με όλη του την καρδιά το όμορφο νησί και οι ιθαγενείς τον λάτρευαν. Όταν πέθανε, πομπή ιθαγενών συνόδευσε τη σορό του μέχρι την κορυφή ενός λόφου όπου και τάφηκε, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία. Στην ταφόπλακα, του χάραξαν τον επιτάφιο που έγραψε ο ίδιος ο Στήβενσον:
Κάτω απ’ τον πλατύ, τον έναστρο ουρανό
σκάψετε μνήμα κι άστε να ξεκουραστών.
Χαρούμενα όπως έζησα
έτσι πεθαίνω με χαρά.
Στο μνήμα να χαράξετε θέλω τα λίγα λόγια αυτά:
Κείτεται εδώ όπου τόσο λαχταρούσε
για νάβρη μιαν ημέρα τη θανή.
Και βρήκε σπίτι ο ναύτης, ο ταξιδευτής
Σπίτι ο κυνηγός και των βουνών ο εραστής.
Παρόλο που ο Στίβενσον θεωρούνταν από τους σύγχρονούς του ως ικανότατος συγγραφέας και η φήμη του είχε εξαπλωθεί, η αυγή του 20ου αιώνα τον βούλιαξε στη λήθη, αφού μετά την έλευση του μοντερνισμού, τα κείμενά του θεωρήθηκαν δεύτερης διαλογής. Αυτό κράτησε περίπου μέχρι τη δεκαετία του 1970, όταν σταδιακά άρχισε να αποκαθίσταται η θέση του στο λογοτεχνικό πάνθεον. Τον θαύμαζαν και επηρεάστηκαν απ’ αυτόν συγγραφείς όπως οι: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Μαρσέλ Προυστ, Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, Χένρυ Τζέημς, Τσέζαρε Παβέζε, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Τζακ Λόντον, Βλαδιμίρ Ναμπόκοφ, Τζέιμς Μάθιου Μπάρυ, ο συγγραφέας του Πήτερ Παν.