Ο κόσμος διάβαζε τα βιβλία του. Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής συγγραφέας, αλλά οι κριτικοί αρνιόντουσαν να αναγνωρίσουν τη συγγραφική του αξία. Έτσι έμεινε χωρίς τον ‘έπαινο των σοφιστών’. Αυτό συνέβηκε γιατί ο μοντερνισμός και κάθε είδους προωθημένος –ισμός είχε καταλάβει όλες τις θέσεις στο θεωρείο των εκλεκτών. Όταν μεσουρανούσαν ο Προυστ, ο Τζόυς, η Βιρτζίνια Γούλφ, ο Κάφκα ή ο Φώκνερ ο Μωμ έμεινε με τον ‘έπαινο του δήμου’. Κι επειδή ήταν εξαιρετικά σαρκαστικός δήλωσε αυτοσαρκαζόμενος: «βρίσκομαι στην πρώτη σειρά της δεύτερης κατηγορίας των συγγραφέων». Οι αναγνώστες του τον διάβαζαν μανιωδώς όταν ακόμα οι αναδυόμενοι μοντερνιστές τους δυσκόλευαν.
Στην Ανθρώπινη δουλεία [1915], που εκτυλίσσεται από το 1885 έως το 1906, παρακολουθούμε την ιστορία του Φίλιπ Κάρεϊ, ενός ορφανού που διψά για ζωή, αγάπη και περιπέτεια. Ο μικρός Φίλιπ, με μερική αναπηρία στο αριστερό του πόδι, και με μια έμφυτη ευαισθησία που έρχεται σε σύγκρουση με το περιβάλλον του, παλεύει να βρει τη θέση του στον κόσμο. Εγκαταλείπει το ασφυκτικό περιβάλλον της αγγλικής επαρχίας και τις ψυχρές σχέσεις με τον θείο που ανέλαβε ως κηδεμόνας του, και πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει ζωγραφική. Καθώς ανακαλύπτει πως δεν έχει το ταλέντο, επιχειρεί να συμβιβαστεί με μια συμβατική ζωή. Τότε γνωρίζει τη Μίλντρεντ, που τον οδηγεί σε μια καταστροφική, εμμονική σχέση, με ατέλειωτες συναισθηματικές και οικονομικές δυσκολίες. Ο Φίλιπ πληγώνεται και πληγώνει, θα μπορέσει να βγει από την προσωπική άβυσσο ή θα παραμείνει δέσμιος των παθών του; Αυτοβιογραφικό κατά βάσιν το μυθιστόρημα αυτό γιατί η «αναπηρία» του Φίλιπ όπως και η καλλιτεχνική του ευαισθησία θυμίζουν το ίδιο τον συγγραφέα που έπρεπε να ζήσει σ’ ένα κόσμο που απέρριπτε την ομοφυλοφιλία του καθώς και την καλλιτεχνική ευαισθησία ενός σοβαρού επιστήμονα. Ο Μωμ σπούδασε ιατρική και για ένα διάστημα δούλεψε ως μαιευτήρας. Η εμπειρία του αυτή του πρόσφερε την ευκαιρία να γράψει το πρώτο του βιβλίο, Lisa of Lambeth [1897]. Την προηγούμενη χρονιά είχαν δημοσιευθεί η Εικόνα στο χαλί του Χ. Τζαίημς, Ο Γλάρος του Τσέχωφ ο οποίος είχε ολοκληρώσει το Θείο Βάνια που παίχτηκε πολύ αργότερα. Την ίδια χρονιά είχαν κάνει αίσθηση Οι Γήινες τροφές του Αντρέ Ζιντ. Ενώ το 1915 η Ανθρώπινη Δουλεία θα είχε απέναντί της την Δίκη του Κάφκα αν φυσικά είχε δημοσιευθεί.
Όταν κυκλοφόρησε το Φεγγάρι και μία πεντάρα το 1919 κυκλοφορούσαν ο Ντέμιαν του Έσσε και η Ποιμενική συμφωνία του Ζιντ.
Πρόκειται για μια βιογραφία του φανταστικού χαρακτήρα Τσαρλς Στρίκλαντ, ενός Άγγλου χρηματιστή που, σε ηλικία σαράντα ετών, εγκαταλείπει τη γυναίκα και τα παιδιά του απροειδοποίητα για να κυνηγήσει το όνειρό του να γίνει ζωγράφος. Η ιστορία βασίζεται, εν μέρει, στη ζωή του ζωγράφου Πωλ Γκωγκέν και είναι μια μελέτη ενός ανθρώπου που διακατέχεται από την ανάγκη της καλλιτεχνικής δημιουργίας – ανεξάρτητα από το κόστος για τον εαυτό του και για τους άλλους.
«Όταν ήρθε ο πόλεμος, έφερε μαζί του καινούριες αντιλήψεις. Η νεολαία έχει στραφεί σε θεούς που εμείς οι παλιότεροι δεν γνωρίζαμε και μπορούμε ήδη από τώρα να ξεχωρίσουμε την κατεύθυνση που θ’ ακολουθήσουν όσοι θα έρθουν ύστερα από μας. Η νέα γενιά, ορμητική και θορυβώδης, έχοντας συνείδηση της δύναμής της, χτύπησε κιόλας την πόρτα. Οι νέοι όρμησαν μέσα και κατέλαβαν τις θέσεις μας. Ο αέρας βουίζει απ’ τις φωνές τους. Μερικοί από τους μεγάλους, μιμούμενοι τα φερσίματά τους, αγωνίζονται να πείσουν τον εαυτό τους ότι δεν έχουν ξοφλήσει φωνάζουν μ’ όλη τους τη δύναμη, αλλά η πολεμική κραυγή τους βγαίνει κούφια απ’ το στόμα τους. Μοιάζουν με ακόλαστες γυναίκες που προσπαθούν απεγνωσμένα με κραγιόνια, μπογιές και πούδρες, με παράφωνη ευθυμία, να ξαναβρούν τις ψευδαισθήσεις της πρώτης τους νιότης. Οι πιο σοφοί, συνεχίζουν το δρόμο τους με σεμνή χάρη. Στο κουρασμένο τους χαμόγελο διαγράφεται μια ειρωνική επιείκεια. Θυμούνται ότι κι αυτοί τσαλαπάτησαν μια καταπονημένη γενιά, με τον ίδιο ακριβώς θόρυβο και την ίδια περιφρόνηση, και προβλέπουν ότι όλοι αυτοί οι γενναίοι λαμπαδηδρόμοι θα παραχωρήσουν σε λίγο τη θέση τους σε κάποιους άλλους. Δεν υπάρχει έσχατη λέξη. Το νέο ευαγγέλιο ήταν ήδη παλιό την εποχή που η Νινευή ύψωνε το μεγαλείο της στα ουράνια. Αυτές οι ωραίες λέξεις που φαίνονται τόσο καινούριες σ’ αυτούς που τις προφέρουν, έχουν ακουστεί, με ελαφρά παραλλαγμένους τόνους, εκατό φορές πρωτύτερα. Το εκκρεμές λειτουργεί συνέχεια. Ο κύκλος επαναλαμβάνεται πάλι και πάλι». [μτφρ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος]
«Σηκωθείτε, ξυπνήστε, αναζητήστε τους σοφούς και συνειδητοποιήστε. Το μονοπάτι είναι δύσκολο να διασχιστεί σαν την ακονισμένη κόψη του ξυραφιού», λέει ένα απόσπασμα του ινδουιστικού ιερού κειμένου Κάθα Ουπανισάντ.
Το μυθιστόρημα Στην κόψη του ξυραφιού [1944] διαδραματίζεται στο Σικάγο, το Παρίσι και την Ινδία τις δεκαετίες του 1920 και του ’30 και αφηγείται την ιστορία του Λάρι Ντάρελ, ενός Αμερικανού πιλότου τραυματισμένου από τις εμπειρίες του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που όταν επιστρέφει στο σπίτι του στο τέλος του πολέμου, βρίσκεται αντιμέτωπος με υπαρξιακά ερωτήματα και αρνείται να συμμορφωθεί με τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα. Η αναζήτηση απαντήσεων τον μεταφέρει σε όλη την Ευρώπη και στην Ινδία, όπου βρίσκει μια αίσθηση ολοκλήρωσης στην ανατολική φιλοσοφία. Οι αναζητήσεις του ήρωα βασίζονται στις εμπειρίες του ίδιου του Σόμερσετ Μομ στην Ινδία που εκφράζει πολλές από τις σκέψεις και προβληματισμούς του για τη θρησκεία. Το 1944 ο Έλιοτ εκδίδει τα Τέσσερα Κουαρτέτα.
Ο Αμερικανός Λάρυ Ντάρελ, μετά την τραυματική εμπειρία του ως πιλότος της πολεμικής αεροπορίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιστρέφει στην πατρίδα του το Σικάγο. Εκεί ξαναβρίσκει τους φίλους και τις καθημερινές συνήθειές του, παρευρίσκεται σε κοινωνικές εκδηλώσεις και επανασυνδέεται με τον παιδικό του έρωτα, την Ισαβέλα. Κάτι όμως έχει αλλάξει. “Ο πόλεμος κάτι έκανε στον Λάρυ” παρατηρεί ο κηδεμόνας του, και έχει απόλυτο δίκιο. Αρνούμενος την προκαθορισμένη πορεία μιας ζωής περιχαρακωμένης στις αστικές συμβάσεις, ο Λάρυ αρνείται τις ανώτερες πανεπιστημιακές σπουδές, τις προτάσεις για εργασία αλλά και το γάμο με μία γυναίκα που, ωστόσο, υπεραγαπά. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κοινωνικού περιβάλλοντός του, αναχωρεί για το Παρίσι, αναζητώντας διακαώς τις απαντήσεις που θα ικανοποιήσουν την ακόρεστη δίψα του για γνώση. Η Ισαβέλα, πάλι, ένα νέο και όμορφο κορίτσι, προσπαθεί να συμβιβαστεί με τις επιθυμίες του αγαπημένου της, αλλά ξεπερνά τα όριά της όταν εκείνος της ζητά να τον ακολουθήσει στο μακρύ και επίπονο πνευματικό ταξίδι του. “Μα εγώ θέλω να κάνω όλα όσα κάνουν οι άνθρωποι, Λάρυ. Θέλω να ζήσω!” θα απαντήσει και θα παρηγορηθεί στην αγκαλιά του πλούσιου χρηματιστή Γκρέι Μάτιουριν, και θα ζήσει στους φρενήρεις ρυθμούς της νέας αλόγιστης ευημερίας.
Ώσπου, ξαφνικά, τα πάντα ανατρέπονται. Το Μεγάλο Κραχ του 1929, που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή των πρωταγωνιστών του βιβλίου, οδηγώντας μεταξύ άλλων τον Γκρέι και την Ισαβέλα στη χρεοκοπία, φέρνει αναπόφευκτα στο μυαλό μας τη σύγχρονη παγκόσμια οικονομική κρίση και προκαλεί ανάλογους προβληματισμούς σχετικά με τα αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη του καταναλωτισμού και της πνευματικότητας.
Παρ’ όλα αυτά στο μυθιστόρημα αυτό δεν γοητεύει μόνο το βαθύτερο νόημά του, αλλά και η ίδια η πλοκή, τα τόσο αληθοφανή πρόσωπα, με τις πραγματικές τους ανάγκες και την απολύτως κατανοητή υποταγή τους στον υλισμό ενός κόσμου πλούσιου και χαρούμενου, παρότι εφήμερου, που ανοίγεται μπροστά τους. Γιατί ο Μωμ δεν κατακρίνει κανέναν. Κι αυτό φέρνει τον αναγνώστη στη σχιζοφρενική θέση να ταυτίζεται εκ περιτροπής με όλα τα πρόσωπα του έργου, χαρακτηριστικό που προσιδιάζει, χωρίς αμφιβολία, μόνο στα έργα της υψηλής λογοτεχνίας.
Σχεδόν όλοι οι ήρωες του Μωμ αναζητούν μια ζωή έξω από τις καθιερωμένες συμβατικές επιλογές. Ο Μεγάλος πόλεμος του 1914 παίζει καθοριστικό ρόλο ως ιστορικό αλλά και προσωπικό περιβάλλον στις επιλογές των ηρώων του. Το ίδιο και ο καταναλωτισμός , η πνευματικότητα και οι απολαύσεις τις οποίες καθόλου δεν περιφρονεί ο Μωμ. Αυτές τις τελευταίες ίσα ίσα διαλέγει να γευτεί στην αριστουργηματική νουβέλα του η Βροχή όπου επιτίθεται στην ιεραποστολική ηθική. Η ασφυξία και η καταπίεση της καθημερινής συμβατικότητας, η έλλειψη αρχών και αξιών – αν και κάθε άλλο παρά ηθικολόγος, υποκριτής ή συντηρητικός ήταν ο Μωμ- και κυρίως προτεραιοτήτων και των επιλογών τους είναι αυτά που ταλανίζουν τους ήρωές του. Κάποιοι χρεοκοπούν, άλλοι διαλέγουν το δύσκολο μονοπάτι και συντρίβονται προσπαθώντας να βγουν στο ξέφωτο.
Η πεζογραφία του Μωμ είναι περίφημη για την αμεσότητα, την αστική καταβολή της. Η Βροχή γράφεται με ελάχιστα στολίδια, δίνοντας έμφαση στην αφηγηματική ροή. Ο Μωμ θεωρεί τον εαυτό του πρωτίστως αφηγητή και δευτερευόντως λογοτέχνη, αλλά η Βροχή διαψεύδει τη συγγραφική του σεμνότητα. Δεν στήνει απλώς ένα εξαιρετικά διασκεδαστικό παιχνίδι της ηθικής απέναντι στον πειρασμό, την αμαρτία και τη σωτηρία, αλλά πλέκει και μια κοφτερή κριτική στην αποικιοκρατική επιβολή του λευκού άνδρα.
«Έμοιαζε με το θύμα που προετοιμάζεται να θυσιαστεί στο βωμό κάποιου ειδωλολατρικού, αιμοχαρούς θεού. Την είχε καταλάβει πανικός, ο φόβος την είχε παραλύσει. Ήθελε να βρίσκεται ο Ντάβιντσον διαρκώς στο πλευρό της, να μην την αφήνει μόνη ούτε στιγμή. Μόνο κοντά του ένιωθε κουράγιο, είχε κρεμαστεί πάνω του και τον κρατούσε με τα νύχια μην της φύγει. Τ’ αναφιλητά φούσκωναν συχνά το στήθος της, διάβαζε όμως και τη Βίβλο και προσευχόταν. Κάποτε πάλι ένιωθε τον εαυτό της ένα κουρέλι, και περίμενε με απάθεια τη μοίρα της. Εκείνες τις στιγμές η ιδέα της φυλακής την ανακούφιζε. Θα ήταν μια λύση οριστική, συγκεκριμένη, μια διέξοδος. Θα γλίτωνε μια για πάντα απ’ την αγωνία που την παρέλυε. Δεν μπορούσε πια ν’ ανεχτεί το φόβο και την αοριστία που βάραιναν τώρα την καρδιά της. Τη θηλιά που σφιγγόταν γύρω απ’ το λαιμό της. Είχε αλλάξει, είχε αληθινά μετανιώσει». [μτφρ. Δημήτρης Κωνσταντινίδης].
Οι ήρωες των ιστοριών του Κουαρτέτου [1950] είναι χαρακτήρες άκαμπτοι, προσηλωμένοι στους δικούς τους κώδικες και με ριζωμένα βαθιά μέσα τους συγκεκριμένα πρότυπα συμπεριφοράς, που τους οδηγούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον παραλογισμό.
Η νεαρή ηρωίδα του Βαμμένου Πέπλου [1925] απατά τον σύζυγό της μ’ έναν σαγηνευτικό, ελκυστικό άντρα. Όταν το μαθαίνει ο σύζυγος για να την εκδικηθεί την υποχρεώνει να τον συνοδεύσει σε μια απομακρυσμένη περιοχή στο εσωτερικό της Κίνας, η οποία μαστίζεται από επιδημία χολέρας.
Το μυθιστόρημα προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών όταν πρωτοκυκλοφόρησε και μέχρι σήμερα έχει μεταφερθεί τρεις φορές στον κινηματογράφο, με πιο πρόσφατη την ομώνυμη ταινία του 2006, σε σκηνοθεσία Τζον Καράν, με τη Ναόμι Γουάτς και τον ‘Εντουαρντ Νόρτον στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Πρωτότυπος, φλεγματικός και κοσμοπολίτης, ταξίδευε και παρατηρούσε (διακρίνεται για τη βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης), σατίριζε κυνικά και ανάλαφρα τα ήθη της ανώτερης αγγλικής τάξης καθώς και τις σχέσεις των δύο φύλων.
Ήταν από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της εποχής του και λέγεται ότι ήταν ο πιο ακριβοπληρωμένος συγγραφέας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Πολλά έργα του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Ο Όργουελ ομολογεί πως ο Μωμ είναι ο συγγραφέας που τον επηρέασε πιο αποφασιστικά.
Ο Γουίλιαμ Σόμερσετ Μομ γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1874 στο Παρίσι, όπου ο πατέρας του εργαζόταν στο νομικό συμβούλιο της εκεί βρετανικής πρεσβείας. Έμεινε ορφανός στην ηλικία των δέκα ετών κι επέστρεψε στην Αγγλία, όπου μεγάλωσε με το θείο του, τον αιδεσιμότατο Χένρι ΜακΝτόναλντ Μομ. Φοίτησε στο Κινγκ’ς Σκουλ του Καντέρμπουρι και αφού έμεινε ένα χρόνο στη Χαϊδελβέργη, μπήκε στην Ιατρική Σχολή Σεντ Τόμας του Λονδίνου, από την οποία πήρε το πτυχίο του το 1897.
Τη διετία 1916-1917, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, υπηρέτησε ως πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις στην Αγία Πετρούπολη, όπου απέτυχε να προβλέψει την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας του, αλλά και της μη γνώσης της ρωσικής γλώσσας. Μετά τον πόλεμο ταξίδεψε σε πολλές χώρες και το 1928 αγόρασε μία έπαυλη στο Καπ Φερά της νότιας Γαλλίας, η οποία έγινε η μόνιμη κατοικία του. Ο Φίλιπ Κερ του δίνει ρόλο σημαντικό σ’ ένα από τα μυθιστορήματά του με ήρωα το Μπέρνυ Γκούντερ. Την πρώιμη εμπειρία του ως κατασκόπου αφηγείται με το γνωστό ανεπιτήδευτο ύφος του κι αυτή την αστική ελαφρότητα και τον κυνισμό που χαρακτηρίζει έναν κατάσκοπο που αλλάζει τις μάσκες σαν τα πουκάμισα στο Άσεντεν ή ο Βρετανός πράκτορας.
Ο Άσεντεν θα κινηθεί είτε με την πειθώ είτε δωροδοκώντας και εκβιάζοντας. Όμως ποτέ, σε καμία αποστολή, δεν έχει, ούτε χρησιμοποιεί, όπλο. Ο Άσεντεν είναι ανθρώπινος και συμπονετικός, στον αντίποδα των σκληροτράχηλων ηρώων που τα βάζουν με τους εχθρούς της πατρίδας.
Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1928, στη Μεγάλη Βρετανία το 1934 και μεταφράζεται έκτοτε συνεχώς· στα ελληνικά εκδίδεται τώρα για πρώτη φορά. Το 1936 ο Άλφρεντ Χίτσκοκ σκηνοθέτησε την ταινία Μυστικός πράκτωρ, βασισμένη στο Άσεντεν, το οποίο ενέπνευσε συγγραφείς όπως ο Ίαν Φλέμινγκ, ο Τζον Λε Καρρέ, ο Γκράχαμ Γκριν και ο Ρέιμοντ Τσάντλερ.
Ο Σόμερσετ Μομ πέθανε στη Νίκαια της Γαλλίας στις 16 Δεκεμβρίου 1965, σε ηλικία 91 ετών.