«Ο Μυριβήλης είναι από τις πιο προικισμένες φύσεις που είχε ποτέ η ελληνική πεζογραφία», υποστηρίζει στην κλασική μελέτη του, Η γενιά του Τριάντα, Ιδεολογία και μορφή ο Μάριο Βίττι, «αλλά και κάτι παραπάνω, αφού σε συνθήκες επαγγελματικής φθοράς ολέθριες για άλλους, ποτέ δεν παραιτήθηκε από το μόχθο της μαστορικά τελειωμένης σελίδας».
«Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ‘ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα».
Ιδού λοιπόν μια μαστορικά τελειωμένη σελίδα από το πρώτο ουσιαστικά έργο του, το ξακουστό αντιπολεμικό μυθιστόρημα Η Ζωή εν τάφω [1924].
Στο μυθιστόρημα, βασισμένο στις προσωπικές εντυπώσεις του συγγραφέα, εξιστορείται η φρίκη όχι μόνο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και κάθε πολέμου γενικότερα. Ο λοχίας του πεζικού Αντώνης Κωστούλας καταγράφει σε γράμματα στο ημερολόγιο, που σκοπεύει να στείλει στην αγαπημένη του, τις εμπειρίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, κατά την περίοδο που αυτός πολεμάει στο Μακεδονικό Μέτωπο το 1917.
Υφολογικά κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον λυρισμό, ενώ έχει και στοιχεία έντονα νατουραλιστικά.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του λοχία Κωστούλα τα γράμματα, οι ημερολογιακές σημειώσεις του δίνουν την εντύπωση ντοκουμενταρισμένου αφηγήματος, μόνο που ο λοχίας είναι πρόσωπο επινοημένο, όπως και τα γράμματά του.
Η υποδοχή του βιβλίου από τους ομότεχνους υπήρξε υπερβολικά θετική: ο Ηλίας Βενέζης έγραψε: «Το όραμα που παρουσιάζει το βιβλίο έχει τόση φαντασία και δύναμη που δεν μπορώ παρά να θυμούμαι τις παρόμοιες ασύγκριτες εικόνες της Αποκάλυψης και μερικές υπερφυσικές συλλήψεις που ανταμώνεις στην παλιά ασιατική τέχνη».
«Η Ζωή εν τάφω βρίσκω πως είναι ανώτερο έργο από όλα τα ανάλογα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας που διάβασα», έγραψε ο Ξενόπουλος.
Πράγματι βρίσκεται στο επίπεδο έργων με αντίστοιχο περιεχόμενο και θεματολογία όπως Η φωτιά[1916] του Ανρί Μπαρμπύς ή το Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο [1929] του Ε.Μ. Ρεμάρκ.
Μπορεί η Ζωή εν Τάφω να είναι λογοτεχνία, δηλαδή επινόηση του συγγραφέα, μόνο που ο συγγραφέας πολέμησε στ’ αλήθεια ο ίδιος σε τρεις πολέμους μάλιστα από το 1912 ως το 1922.
Τραυματίζεται στη μάχη του Κιλκίς το 1913 και επιστρέφει στην Αθήνα όπου σπούδαζε στη Φιλοσοφική Σχολή και διέκοψε τις σπουδές του για να καταταγεί ως εθελοντής.
Η Λέσβος όπου γεννήθηκε ως Ευστράτιος Σταματόπουλος [υπό οθωμανική, τότε ακόμη, κατοχή] στις 30 Ιουνίου του 1890 είναι ήδη απελευθερωμένη από τον τουρκικό ζυγό και ο Μυριβήλης αποφασίζει να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος.
Ο πατέρας του, έμπορος στη νεότητά του, κατείχε και το αξίωμα του δημογέροντα του χωριού, ενώ η μητέρα του προερχόταν από οικογένεια διανοουμένων. Τα αδέλφια της μάλιστα, ήταν πτυχιούχοι ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων.
Ο Μυριβήλης ήταν ο μεγαλύτερος από πέντε αδέλφια.
Το 1910 εργάστηκε σαν δάσκαλος στο αλληλοδιδακτικό δημοτικό σχολείο του Μανταμάδου, χρονιά κατά την οποία έκανε και την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα. Δημοσίευε συχνά κείμενά του στο περιοδικό Νεότης της Σμύρνης, κυρίως μικρά λυρικά πεζά και ποιήματα. Το 1911 βραβεύτηκε σε έναν διαγωνισμό διηγήματος που οργάνωσε το περιοδικό, για το διήγημά του Άσπρο στεφάνι. Σε αυτόν τον διαγωνισμό υπέγραψε για πρώτη φορά με το ψευδώνυμο Μυριβήλης – η ονομασία της πλαγιάς του βουνού πάνω από το πατρικό του σπίτι – που το κράτησε σ’ όλο του το βίο.
Κατά τη μικρασιατική εκστρατεία υπηρέτησε ως λοχίας στο Β’ νοσοκομείο διακομιδής στο Εσκισεχίρ. Στις 28 Ιουνίου του 1920 παντρεύτηκε στο Εσκισεχίρ, την Ελένη Δημητρίου, από το Δεκελί της Μικράς Ασίας, ενώ την ίδια περίοδο γεννήθηκε και η πρώτη του κόρη, η Χάρις. Αργότερα απέκτησε άλλα δύο παιδιά, τον Λάμπη και τη Δροσούλα.
Με την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα βρέθηκε για λίγους μήνες πρόσφυγας στη Θράκη και από κει επέστρεψε για να εγκατασταθεί μόνιμα στη Λέσβο μέχρι και το 1932. Αποστρατεύθηκε στις 10 Οκτωβρίου του 1922 παρασημοφορημένος με το βαθμό του ανθυπολοχαγού.
Το 1932 έφυγε από τη Μυτιλήνη μαζί με την οικογένειά του για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα και αφού είχε πάρει την θέση του διευθυντή και αρχισυντάκτη στην εφημερίδα Δημοκρατία, την οποία αποφάσισε να εκδώσει το κόμμα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου.
Από το καλοκαίρι του 1933, και αφού έφυγε από τη Δημοκρατία, άρχισε τη συνεργασία του με την εφημερίδα Πρωία, συνεργασία η οποία κράτησε ως το 1936. Στην εφημερίδα κράτησε τη στήλη του καθημερινού χρονογραφήματος καθώς και τη στήλη Διηγήματα της Κυριακής στην οποία δημοσίευσε πάνω από 40 διηγήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων αποτέλεσαν τα περιεχόμενα του Πράσινου και του Γαλάζιου βιβλίου.
Από το 1936 και για τα επόμενα 3 χρόνια συνεργάστηκε με την σαφέστατα δεξιά εφημερίδα Η Εθνική. Την ίδια χρονιά, ενστερνίστηκε τις απόψεις και την πολιτική του Ιωάννη Μεταξά και έγινε φανατικός υπέρμαχος του καθεστώτος. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο θεωρήθηκε λάβρος αντικομμουνιστής.
Το 1936 είχε γίνει τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ, ενώ το 1938 και για καθαρά βιοποριστικούς λόγους διορίστηκε βιβλιοφύλακας στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, με το μισθό και το βαθμό τμηματάρχη Β’ τάξεως. Από τη θέση αυτή απολύθηκε το 1955 σε ηλικία 65 χρονών με το βαθμό του διευθυντή Α’ τάξεως, έχοντας συμπληρώσει το όριο ηλικίας.
«Ήδη σε κάποιες σελίδες της έκδοσης του 1931 της Ζωής εν τάφω παρεισφρέουν τμήματα λαϊκότροπα, όπου ο συγγραφέας δοκιμάζει να ταυτιστεί με την προφορική λαϊκή παράδοση χρησιμοποιώντας αφηγηματικές διαδικασίες που ανταποκρίνονται, σύμφωνα με το αισθητήριό μας, στον προφορικό λόγο του λαού (λεξιλόγιο, σύνταξη, παροιμιακές εκφράσεις, μετωνυμίες) προκειμένου να παραστήσει ιστορίες που προσιδιάζουν στη λαϊκή θεματική», παρατηρεί ο Mario Vitti στην Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, «Με αυτές τις μεταπτώσεις ο αντιμιλιταρισμός που εκδηλώνεται εμφατικά στην αρχική θεματική και τεχνική του Μυριβήλη, προοδευτικά, και παράλληλα με μια ιδεολογική αλλαγή στην κατεύθυνση του εθνικισμού και όχι μόνον, υποχωρεί για να κερδίσουν έδαφος οι αφηγηματικοί τρόποι της λαϊκής προφορικότητας».
Ο Κ.Α. Δημάδης στη μελέτη του Δικτατορία, Πόλεμος και Πεζογραφία [1936-1944] γράφει:
«Η τελική σύνθεση του «μύθου» στο αφήγημα Βασίλης ο Αρβανίτης υπακούει με συνέπεια στο αίτημα της «ελληνικότητας» στη ζωή, στην τέχνη και στην εκπαίδευση, που απασχολεί τον Μυριβήλη τουλάχιστο από τις αρχές του 1937 και καθορίζει από τη στιγμή εκείνη τον προσανατολισμό των πεζογραφικών του επιδιώξεων. Ο Πρεβελάκης, έχοντας θέσει και ο ίδιος από το 1937 ανάλογους πεζογραφικούς στόχους, παρακολουθεί στις αρχές του πολέμου από κοντά την πεζογραφική εργασία του Μυριβήλη και παρακινεί το συγγραφέα να δώσει σε αυτοτελή έκδοση το Βασίλης ο Αρβανίτης. Όπως θα πει το 1943 ο Μυριβήλης, η «ράτσα» του πρωταγωνιστή στο αφήγημά του «τραβάει πολύ μακριά. Οι ρίζες του βυθίζονται μέσα στην καρδιά της Ελλάδας». Ο Βασίλης είναι προπάντων ο «ηλιακός ήρωας» που έλκει την καταγωγή του από το αρχαιοελληνικό μυθολογικό πρότυπο του Απόλλωνα και του Ηρακλή, από τη βυζαντινή και τη λαϊκή παράδοση». Ο ίδιος στην ίδια μελέτη υποστηρίζει πως «δεν είναι τυχαίο ότι την περίοδο του πολέμου υποχωρούν αισθητά οι απόψεις εκείνες που χαρακτηρίζουν το φιλόδοξο ξεκίνημα των βενιζελικών πεζογράφων της ‘νέας λογοτεχνίας’ στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και αναφέρονται στην καταδίκη της προηγούμενης ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής».
Κανένας από τους λαμπρούς πεζογράφους της λεγόμενης γενιάς του Τριάντα στην οποία συναριθμείται και ο Μυριβήλης δεν αναφέρει δημοσίως ούτε το όνομα του Βενιζέλου ενώ θεματολογικά τα βιβλία τους αναφέρονται στο απώτερο παρελθόν και αποφεύγουν θέματα που θα μπορούσαν να τους εκθέσουν.
Το περίεργο είναι πως ενώ ο Μυριβήλης μεταμορφώνεται σε φανατικό υπέρμαχο της μεταξικής δικτατορίας η τελευταία απαγορεύει τη Ζωή εν Τάφω καθ’ όλη τη διάρκειά της επειδή το θεωρεί ηττοπαθές, αντιηρωικό και καταθλιπτικό. Συμβολικά δε κάποια αντίτυπά της καίγονται μπροστά στο Πανεπιστήμιο μαζί με την Αντιγόνη του Σοφοκλή, τον Επιτάφιο του Περικλή, τα βιβλία του Μαρξ και αρκετά άλλα.
Το καθεστώς δε φοβάται πια τους μετανοημένους βενιζελικούς συγγραφείς τους διορίζει σε δημόσιες θέσεις και τους βραβεύει.
Τον Απρίλιο του 1940 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο για τη συλλογή διηγημάτων του Το γαλάζιο βιβλίο, ενώ κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 προσυπέγραψε μαζί με άλλους Έλληνες λογίους την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1958 (μετά από 6 υποψηφιότητες που απορρίφθηκαν), υπήρξε ιδρυτικό μέλος, πρόεδρος και αντιπρόεδρος της «Εθνικής Εταιρείας των Λογοτεχνών της Ελλάδος», ιδρυτικό μέλος, αντιπρόεδρος και πρόεδρος της «Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών» και τιμητικό μέλος του «Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών». Είχε ακόμα προταθεί από την «Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» ως υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1963. Ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας τα έτη 1960, 1962, 1963.
Η πρώτη περίοδος της λογοτεχνικής του διαδρομής ολοκληρώνεται το 1932 με το μυθιστόρημα Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, βιβλίο που κι αυτό λογοκρίθηκε από το καθεστώς του Μεταξά.. Αποτελεί συνέχεια του μυθιστορήματος Η ζωή εν τάφω. Θέμα του είναι η περίοδος 1917–1922 και οι συνέπειες του πολέμου για τους ήρωές του. Ο Λεωνής Δρίβας γυρίζει από τον πόλεμο της Μικρασίας στη Μυτιλήνη και ερωτεύεται τη δασκάλα Σαπφώ, χήρα του φίλου του που σκοτώθηκε στο πόλεμο, ενώ από την άλλη ο σεβασμός που τρέφει στη μνήμη του φίλου του τού δημιουργεί αναστολές.
Ο Μυριβήλης κάνει σαφείς αρνητικές κρίσεις στο έργο του για τον Κομμουνισμό και τους κομμουνιστές. Παρουσιάζει τον κεντρικό ήρωα τον Λεωνή να καταδικάζει την ευρύτερη φιλοσοφία του και να κατηγορεί τους κομμουνιστές για δολιότητα και καλλιέργεια ταξικού μίσους.
Κατά τη δεύτερη περίοδο, στράφηκε στο παρελθόν και στις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία. Τα έργα της δεύτερης περιόδου είναι οι νουβέλες Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (1943), Τα παγανά (1945), Ο Παν (1946), το μυθιστόρημα Η Παναγιά η γοργόνα (1949) το κύριο θέμα του οποίου είναι ο αγώνας των Μικρασιατών προσφύγων – που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους αμέσως μετά την Μικρασιατική Καταστροφή – να ζήσουν και να ριζώσουν στην καινούργια πατρίδα τους, το μικρό χωριό Σκάλα Συκαμιάς στη Λέσβο. Έχει χαρακτηριστεί ως «καθησυχαστικό» έργο.
Δημοσίευσε ακόμη τις συλλογές διηγημάτων Το πράσινο βιβλίο (1935), Το γαλάζιο βιβλίο (1939), Το κόκκινο βιβλίο (1952) και Το βυσσινί βιβλίο (1959).
Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός στις 19 Ιουλίου του 1969 σε ηλικία 79 ετών, αν και ήδη από το 1962 ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι από καρκίνο που τον οδήγησε σε φυσικό και πνευματικό μαρασμό. «Ο θεός δεν τον λυπήθηκε», έγραψε χαρακτηριστικά ο Ηλίας Βενέζης στο περιοδικό Νέα Εστία.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
-MARIO VITTI, Η γενιά του Τριάντα, Ιδεολογία και Μορφή, Ερμής, 1979
-Κ.Α. Δημάδης, Δικτατορία-Πόλεμος και Πεζογραφία, 1936-1944, Γνώση, 1991
-ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ