You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Στρατής Τσίρκας, ο Αλεξανδρινός

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Στρατής Τσίρκας, ο Αλεξανδρινός

 

  1. Οι συγγραφικές φιλοδοξίες και οι Ακυβέρνητες Πολιτείες

 

 

Δεν έχει «πιο ζωντανούς από τους αποθαμένους μας»,

όπως λέει η κυρά – Λένη στη Νυχτερίδα

 

«Η αλήθεια είναι πως με γοητεύουν οι ψυχολογικές αναλύσεις, εκείνες οι συνθετικές αυτοβιογραφίες, οι νοσταλγικές αναδρομές στο παρελθόν που μπλέκονται με τα τωρινά γεγονότα και δίνουν σα μια κατεύθυνση στο μέλλον των ηρώων. Έτυχε να διαβάζω τελευταία της Μέλπως Αξιώτη [Δύσκολες Νύχτες], […] του Φώκνερ [Ιερό], και της Βιρτζίνια Γοουλφ [Μίσσες Ντάλλαουεη που ακόμα δεν το τέλειωσα]. Με τραβούνε. Θάθελα να μπορούσα να δώσω κάτι τέτοιο», γράφει ο Στρατής Τσίρκας στην ένδοξη γενέτειρα την Αλεξάνδρεια Αύγουστο του 1945 στα Ημερολόγια της Τριλογίας πριν ακόμα αρχίσει να τη γράφει [εκδόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από τις εκδόσεις «Κέδρος» και αποτελείται από τα βιβλία: «Η λέσχη», 1961 – «Αριάγνη», 1962 και «Νυχτερίδα», 1965].

Και λίγο παρακάτω: «Θέλω να κάνω τέχνη και προτιμώ την τεχνική που περισσότερο με γοητεύει. […] Έλεγα ν’ αρχίσω σήμερα. Μα να που δεν έχω κέφια και νυστάζω!».

Δε βρίσκω απολύτως τίποτα αρνητικό να προσάψω σ’ ένα συγγραφέα που ξεκινά να πιάσει τ’ όνειρό του από το να πιάνεται από τις κορυφές, από τη φιλοδοξία να ξεχωρίσει ξέροντας πόσο δύσκολο είναι ένα τέτοιο εγχείρημα. Κι αυτό προσωρινά τον καταβάλει. Ο Στρατής Τσίρκας ο τριαντατετράχρονος ποιητής, αρθρογράφος και διηγηματογράφος [λίγες μικρές απόπειρες ακόμα] και κομμουνιστής Γιάννης Χατζηανδρέας όπως γράφει η ταυτότητα, κοιμάται τη νύχτα της 8ης Αυγούστου 1945.

Φιλόδοξος αλλά συνειδητοποιημένος μπαίνει στη φιλόδοξη περιπέτεια χωρίς να ζυγίσει τις δυσκολίες τα εμπόδια και γράφει επιτέλους αυτό το έπος, ένα roman – fleuve, μυθιστόρημα – ποταμό «μ’ όλη αυτή την ποικιλία των διαλέκτων, την αποσπασματικότητα της έκφρασης και τη συνεχή απόκλιση από την προσδοκία του αναγνώστη που υποδεικνύουν το βαθμό της κοινωνικής πολυπλοκότητας, που παρατηρούμε μόλις στις μέρες μας», κατά τον Βρασίδα Καραλή. Δηλαδή λέει πιο πολλά για την εποχή μας, [«ο μυθιστοριογράφος είναι ο ιστορικός του παρόντος, ο ιστορικός είναι ο μυθιστοριογράφος του παρελθόντος», όπως λέει ο Ντυαμέλ] αν και η σπουδαία μελετήτριά του Χρύσα Προκοπάκη θεωρεί το έργο «ιστορική και πολιτισμική κιβωτό». Πώς αλλιώς τη στιγμή που πραγματεύεται την περίοδο του αντιφασιστικού αγώνα της Ελλάδας στη Μέση Ανατολή, από το 1942 έως το 1944, με αποκορύφωμα την εξέγερση του ελληνικού στρατού τον Απρίλιο του 1944. [«…Ο Τσίρκας θεωρούσε ολόκληρη την τριλογία ως μια προσπάθεια δικαίωσης του κινήματος του Απρίλη του 1944, κατά το οποίο ο ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή ξεσηκώθηκε ενάντια στην προσπάθεια διάλυσης και ολικής υποταγής του από τα μεταξικά στοιχεία και την αγγλική διοίκηση…»  και διαδραματίζεται στις τρεις σημαντικότερες πόλεις του αγώνα εναντίον των Γερμανών, δηλ. στην Ιερουσαλήμ («Η λέσχη»), το Κάιρο («Αριάγνη») και την Αλεξάνδρεια («Νυχτερίδα»)].

Αντί να τεμπελιάζει προχωρώντας ο καιρός ξενυχτά από τη δεκαετία του 1930 διαβάζοντας ό, τι μυθιστόρημα έπεφτε στα χέρια του και το ξεκοκάλιζε να δει τι θέλει αυτός να γράψει μέχρι που γράφει ένα κλεμμένο μυθιστόρημα και σε μια στιγμή αυτογνωσίας το καίει. Μετά από αυτό καταλαγιάζει τη φλόγα που τον καίει και προχωρά ώσπου να έρθει η ώρα του.

Κι η ευλογημένη ώρα ήρθε και το μυθιστόρημα είναι έτοιμο. Τον κατατρώγουν οι αμφιβολίες. Τι κατάφερε; Τι έκαμε; Ο Σπύρος Πλασκοβίτης επισημαίνει πως μετά την Τριλογία δεν θα ξανασυναντήσουμε σ’ άλλο γραφτό του ούτε τον εξωτισμό τους ούτε το ιδιαίτερα παθιασμένο τους κλίμα.

Όταν το πιάνει ξανά στα χέρια του γράφει στα Ημερολόγια της Τριλογίας: «Πολύ αργότερα, ξαναδιαβάζοντας τον Προυστ, κατάλαβα γιατί με γέμισε ένα δυνατό αίσθημα ανακούφισης όταν πραγματοποίησα μέσα στο μυθιστόρημα, το σμίξιμο των τριών παραποτάμων. Ο μέσα μου άνθρωπος, ο νοσταλγός του χαμένου παραδείσου των παιδικών χρόνων κι έξω άνθρωπος, ο λογιστής  των δραματικών γεγονότων στη Μέση Ανατολή είχαν συγχωνευτεί, άρα συμφιλιωθεί μέσα σ’ ένα έργο Τέχνης, που παρέμενε ό, τι κι αν έλεγα, η ακοίμητη έγνοια μου».

Ωστόσο η γενιά του Τριάντα τοποθετημένη ιδεολογικά στον αντίποδα της ιδεολογίας του συγγραφέα που κυριαρχεί σαρωτικά στα ελληνικά γράμματα την εποχή της κυκλοφορίας του βιβλίου δεν έχει καμιά όρεξη ν’ ασχοληθεί με την Τριλογία. Κάνει σαν να μη την συγκινεί ούτε η τεχνική ούτε η μοντερνιτέ και πολύ λιγότερο το περιεχόμενο. Αλλά και η Αριστερά που στο τέλος της δεκαετίας του ’60 βρίσκεται στην κορύφωση της διάσπασής της δεν στέκεται καθόλου ευνοϊκή απέναντι της. Το αντίθετο τον διαγράφει. Όπως η Εκκλησία αφορίζει αποβάλλει από το σώμα της όποιον θεωρεί αιρετικό.

Η νεότερη κριτική  προσέγγισε το έργο όπως του άξιζε – το ίδιο και το αναγνωστικό κοινό.

Ο Βρασίδας Καραλής υπογραμμίζει: «Ξεφεύγοντας οι ήρωες του Τσίρκα από τις διανοητικές μαγγανείες της ιδεολογίας εντάσσονται σ’ ένα ιστορικό περιβάλλον που το διαμορφώνουν και τους καθορίζει. […] κρίνοντας την ιδεολογία και καταδεικνύοντας την ανεπάρκεια της να ολοκληρώσει το άτομο, ακολούθησε το δρόμο που τον έφερε στην πολιτική της Χαμένης Άνοιξης».

Ο Ρόντερικ Μπήτον αναφέρεται στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην Αριάγνη του λαβύρινθου και του μίτου της και τις «αβέβαιες μεταμορφώσεις ενός ύπουλου, σύγχρονου αλεξανδρινού Πρωτέα στη Νυχτερίδα […] η Ιστορία ως αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος και η ιστορία ως ανακύκληση, δίνει στον Τσίρκα τη δυνατότητα να επεξεργαστεί σε μεγαλύτερο βάθος τη σχετικότητα αλλά και τη νέα αφηγηματική τεχνική που απαιτεί ένα τέτοιο θέμα».

«Το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο [το ανταγωνιστικό έργο του Λώρενς Ντάρελ που προηγήθηκε της Τριλογίας και διαδραματίζεται στην ίδια πόλη ίδια εποχή] αναπαράγει», υποστηρίζει η Τζίνα Πολίτη,  «τον ηγεμονικό, νοσταλγικό λόγο του Αισθητισμού για ένα χαμένο παρελθόν. Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες όπως δηλώνει ο τίτλος τους ο οποίος παραπέμπει στην πολιτική αναπαράγουν τον περιθωριακό, επαναστατικό λόγο του συλλογικού υποκειμένου που οραματίζεται και πολεμά για μια πιο δίκαιη και ανθρώπινη κοινωνία που θα υλοποιηθεί στο μέλλον από την ιστορία καθώς πλάθει τον εαυτό της».

Έχει πολύ δίκιο η Καίη Τσιτσέλη όταν ισχυρίζεται πως η λογοτεχνία αποτελούσε για τον Τσίρκα διέξοδο από τις πολιτικές επιταγές.

«…Με τις «Ακυβέρνητες πολιτείες», και κυρίως με τη Νυχτερίδα ως τελευταίο σκέλος της τριλογίας, ο ελληνικός πεζός λόγος αποκτά ένα κορυφαίο επίτευγμα στη χορεία της πολυπρόσωπης, πολυεπίπεδης, πολυφωνικής, πανοραμικής σύνθεσης, ένα μυθιστόρημα-ποταμό.», αποφαίνεται η Ελισάβετ Κοτζιά, «Αν στη Λέσχη ανήκει ο τίτλος τιμής του καινοτόμου, πειραματικού-εισηγητικού μυθιστορήματος μέσα στο συνεχές της πεζογραφικής παράδοσης, στη Νυχτερίδα ανήκει ο τίτλος της πρώτης σημαντικής πολυσχιδέστατης μυθιστορηματικής σύνθεσης».

Ωραία την περιγράφει ο Βασίλης Βασιλικός εκείνη την συνάντηση των δύο Αλεξανδρινών στου «Απότσου» το 1962. Ο Ντάρελ κάθεται με Έλληνες φίλους του Κατσίμπαλη και Σαββίδη. Μπαίνει ο Τσίρκας με πολύ πρόσφατη την έκδοση της Τριλογίας. Άγνωστος τότε ακόμα. Ωστόσο ψηλός ευθυτενής ικανοποιημένος από την επίτευξη όπως αποδείχτηκε ενός αριστουργήματος απέναντι στον κοντούτσικο αλκοολικό Ντάρελ με το δικό του αριστούργημα που προηγείται. Ήδη διάσημο. Οι μεταφράσεις της Τριλογίας αγγλικά και γαλλικά δεν πήγαν καθόλου καλά. Στην Αμερική πάτωσε η πρώτη έκδοση. Ο Ντάρελ έγραφε αγγλικά, στην παγκόσμια δηλαδή εσπεράντο, ο άτυχος Τσίρκας στα  δοξασμένα αλλά περιθωριακά πια ελληνικά. Ωστόσο φτάνει η στιγμή που ο κοσμοπολίτης Ντάρελ ξεχνιέται –[ η ελληνική μετάφρασή του από τον Χουρμούζιο εξαντλημένη για χρόνια. Θα μπει το 2010 για να τη μεταφράσει ξανά σε άψογα ελληνικά η Μαριάννα Παπουτσοπούλου]. Αντίθετα η Τριλογία θριαμβεύει κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις και θεωρείται τουλάχιστον ευρωπαϊκό λογοτεχνικό μνημείο.

«Διαβάζω του κερατά του Laurence Durrell την τετραλογία που λέγεται Alexandrian Quartet (Justine, Balthazar, Mountolive, Clea) μυθιστορήματα αλεξανδρινά – γρήγορα θ’ ακούσεις πως του δώσανε το Νόμπελ. Και σκάω από λύσσα. Γιατί αυτά ήταν τα θέματά μου. Είναι της παρακμής ο άθλιος αλλά έχει πολύ ταλέντο. Το λοιπόν τι κάθομαι και τρώγομαι με το Μαλάνο όταν ακόμα κι ένας Αυγέρης δεν καταλαβαίνει τι λέω; Θα γυρίσω στη δουλειά μου: Διήγημα, μυθιστόρημα» (επιστολή στον Μ. Μ. Παπαϊωάννου, 22 Μαρτ. 1960)

Ο Τσίρκας εμπνεύστηκε τον τίτλο της τριλογίας από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Ο Στρατής ο θαλασσινός στη Νεκρά Θάλασσα», και συγκεκριμένα από τον στίχο «Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία/ Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς».

Στο τελευταίο κεφάλαιο της τριλογίας με τίτλο «Επίλογος», σε ένα καφενείο της Θεσσαλονίκης θα ξανασμίξουν τον Ιούνιο του 1954 όσοι ήρωες απόμειναν ζωντανοί από την καταστροφή.

 

  1. Ο βίος και τα άλλα έργα

 

Αχ! Ας αλλάξει πια η μοίρα των ανθρώπων!

Ο Τσίρκας σε επιστολή στο φίλο του Νίκο Καββαδία

Ο Τσίρκας γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου στις 23 Ιουλίου 1911, το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Κωστή Χατζηανδρέα (από την Ίμβρο) και της Περσεφόνης Σταμαράτη (με καταγωγή από τη Χίο). To 1917 γράφεται στην περίφημη Αμπέτειο Σχολή της πόλης, και αφού τελειώσει το δημοτικό της, θα εγγραφεί το 1923 στο εμπορικό τμήμα της σχολής για να σπουδάσει και παρά την επιθυμία του- ένα επάγγελμα.

Αυτήν την περίοδο επίσης, αναπτύσσεται το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία – ενδιαφέρον που είχε από τα παιδικά του χρόνια- και μάλιστα δημοσιεύονται οι πρώτες μεταφράσεις του ποιημάτων του Χάινε, του Αλφρέ ντε Μυσσέ και του Σίλερ, στα έγκριτα ελλαδικά περιοδικά «Οικογένεια» και «Μπουκέτο», (1927) στα οποία υπογράφει με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο.

Το 1930, γνωρίζει στην Αλεξάνδρεια τον Καβάφη, για τον οποίο έγραψε πολλά χρόνια αργότερα δύο βιβλία, Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958) και Ο Πολιτικός Καβάφης (1971).

Ασχολήθηκε και με μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών.

Το 1937 νυμφεύεται την Αντιγόνη Κερασώτη (πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 2012) και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στο Παρίσι, όπου συμμετέχει στο «Β΄ Διεθνές και Παγκόσμιο Συνέδριο Συγγραφέων για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στον πόλεμο και στον φασισμό». Εκεί συγγράφει μαζί με τον ποιητή Λάνγκστον Χιουζ (Langston Hughes) τον Όρκο των ποιητών προς τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον οποίο διάβασε στο συνέδριο ο συγγραφέας Λουί Αραγκόν.

Μετά από την εργασία του σε τράπεζα της Αλεξάνδρειας μετοικε, αντίθετα από τον Καβάφη, στην Αθήνα το 1963.

Το 1943-44 είναι ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη του φιλο-ΕΑΜικού Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ) και από το 1945 μέχρι το 1961 είναι στέλεχος της παροικιακής κομμουνιστικής οργάνωσης «Αντιφασιστική Πρωτοπορία», της οποίας διετέλεσε και γραμματέας από το 1946 μέχρι το 1951.

Το 1957 γράφει σε δέκα μέρες τη νουβέλα Νουρεντίν Μπόμπα, που εμπνέεται από την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ. Ο Μπόμπα εκδίδεται στην Αθήνα από τον Κέδρο, κάνοντας έτσι τον Τσίρκα γνωστό στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας.

Ύστερα η Τριλογία, το σημαντικότερο έργο του εισάγει έναν τολμηρό και πειραματικό μοντερνισμό στο ελληνικό μυθιστόρημα.

Η έκδοση της Λέσχης το 1960 προκάλεσε την αντίδραση της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., η οποία του ζήτησε να αποκηρύξει το έργο του. Ο Τσίρκας αρνήθηκε λέγοντας «Κατέγραψα τα γεγονότα, όπως ακριβώς τα έζησα. Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο να την πάρω απ’ το ένα καρφί να την κρεμάσω στο άλλο». Λόγω της άρνησής του διεγράφη από το κόμμα, αλλά μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, προσχώρησε στο ΚΚΕ-Εσωτερικού. Η Αριάγνη (1962), το δεύτερο μέρος, που περιείχε ισχυρότερα δείγματα νοσηρών καταστάσεων της Αριστεράς, ανέλαβε ο Μάρκος Αυγέρης με «ασύγγνωστη εμπάθεια, να καταδικάσει για τη θέση της, ως ολίσθημα από τα ιδεολογικά θέσφατα».

Μετά το πραξικόπημα που εδραίωσε τη Δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, ο Τσίρκας συμμετέχει στη «σιωπή» των λογοτεχνών και δε δημοσιεύει παρά μόνο μεταφράσεις. Όταν σταμάτησε η προληπτική λογοκρισία, συμμετείχε στην έκδοση των 18 κειμένων.

Το μυθιστόρημα Χαμένη Άνοιξη (1976) προοριζόταν να είναι το πρώτο μέρος μιας νέας τριλογίας με τίτλο Δίσεχτα χρόνια. Έμελλε όμως να είναι το τελευταίο του έργο.

Η μετάφραση των Ακυβέρνητων Πολιτειών στα Γαλλικά από την Catherine Lerouvre και τη Χρύσα Προκοπάκη το 1971 απέσπασε το βραβείο των Κριτικών καί των Εκδοτών του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος της χρονιάς στη Γαλλία το 1972.

Ο Τσίρκας πέθανε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου του 1980 πριν προλάβει να συμπληρώσει τα εβδομήντα του χρόνια.

Μαρτυρίες φίλων του λένε πως τα τελευταία χρόνια ήταν κουρασμένος, καταπτοημένος, δεν είχε το κουράγιο και την έμπνευση την παλιά. Όσο για τη Χαμένη Άνοιξη που άργησε να συνθέσει δεν έφτανε την κορυφαία Τριλογία.

Απογοητευμένος σε οξύ τόνο μιλάει για την κατάντια της σύγχρονης Ελλάδας και πόσο σημερινός ακούγεται ο λόγος του – δυστυχώς κάτι παραπάνω από επίκαιρος.

«Θέλουν την Ελλάδα πόρνη να τους ανοίγει τα σκέλια στην ποδιά της Ακρόπολης να προμηθεύει μισοτιμής το ρίγος της αμαρτίας στις μαραγκιασμένες από τον πουριτανισμό ψυχές τους. Μας θέλουν γκαρσόνια ταβερνιάρηδες μαστρωπούς βαρκάρηδες επιβήτορες καμπαρετζήδες μπουζουξήδες χασισέμπορους αχ αμάν αμάν και συρτάκι αμέ και Ζόρμπα δη Γκρηκ κι αυτοί ν’ αρμέγουν τον τόπο το κρασί το λάδι τα πορτοκάλια τις ντομάτες τα ροδάκινα το βαμπάκι τα μάρμαρα το βωξίτη το λιγνίτη τα μεταλλεύματα και τον ιδρώτα του κόσμου. Κοίτα που καταντήσαμε κάθε πολιτικός και κόκκινο φανάρι στην πόρτα του και το όνομά του φωτισμένο σε ταμπελίτσα πλάι στο κουδούνι.»

 

 

Σημείωση: Συμβουλεύτηκα τα Ημερολόγια της Τριλογίας, Κέδρος 1973, τα περιοδικά: η Λέξη τχ. 136/11-12/1996, Διαβάζω τχ. 171, 15/7/ 1987, ΑΝΤΊ, ΤΧ 728, Δεκ. 2000.

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.