«Οι νεκροί συγγραφείς είναι μακριά από μας γιατί εμείς ξέρουμε πολύ περισσότερα απ’ όσα ήξεραν εκείνοι. Ακριβώς κι αυτοί είναι αυτά που ξέρουμε εμείς τώρα». Τ.Σ. ΕΛΙΟΤ
ΞΟΒΕΡΓΕΣ ΚΑΙ ΠΑΓΙΔΕΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
Στην αρχή δεν ήξερε πού να πάει να κρυφτεί από την αναίτια πάντα οργή του πατέρα του. Ύστερα ντρεπόταν τη στοργή του. Ντρεπόταν στήνοντας εκείνη την ξόβεργα που έστησε για να αποφύγει την παγίδα. Ντρεπόταν τη Νόρα γιατί όταν του τον έπιασε δε μπόρεσε να συγκρατηθεί. Ήταν η πρώτη φορά αλλά τα δύσκολα άρχισαν όταν οι Σειρήνες παρέμειναν σιωπηλές. Έκλαψε πάνω στο κάρο στην πέμπτη κατά σειρά μετακόμιση και ντράπηκε. Μόνο ο Σταν τον πήρε χαμπάρι. Ύστερα δεν ήξερε πού να κρυφτεί σ’ ολόκληρη Τεργέστη γιατί δεν είχε να δώσει το νοίκι ούτε λεφτά για να νοικιάσει κάρο και να φύγει μ’ όλη του την οικογένειά του. Μπροστά στο θάνατο της μάνας του υποκλίθηκε. Χάρε λυπήσου την! Τώρα δεν είχε μάνα για να κλάψει. Ώσπου έγινε πατέρας για τη Λουτσία και τον Τζόρτζιο. Τετραμελής οικογένεια. Και η γκρίνια της Νόρας, η αιώνια γκρίνια της που τον απορύθμιζε. Ποτέ τα πράγματα δεν είναι όπως τα θες. Όπως τα περιμένεις. Τότε γίνεσαι τύφλα αλλά δεν μπορείς να κλάψεις πάνω στο κάρο. Το πήρε ο θεός μαζί του μαζί με κείνον που του ‘μοιαζε τόσο μα τόσο πολύ. Και γελούσε όταν άφηνε καμιά πορδή. Τον μάγευε τόσο η φωνή του όταν εκείνος τραγούδαγε κι η μαμά έπαιζε πιάνο. Είχε κι αυτός φωνή τενόρου και δεν πήγε στον πόλεμο αν και δεν του ‘λειπε το πάθος. Όχι δεν πίστευε πια. Η τελευταία φορά που είχε γονατίσει ήταν τότε που η μάνα πέθανε. Κομματιαστά πονούσε. Γραφτά καλά- λίαν καλώς. Προφορικά όχι τόσο.
«Η Ζυρίχη είναι τόσο καθαρή ώστε ξεράσετε μια μανέστρα στη Μπανχοφστράσε, μπορείτε να την ξαναφάτε χωρίς κουτάλι», του άρεσε να σαρκάζει μια τόσο σχολαστικά εύτακτη, ευπρεπή, σοβαροφανή και αποστειρωμένη πόλη αυτός που καταγόταν από μια τόσο χαώδη χώρα, από μια τόσο κανονικού ύφους και ήθους πόλη όπως το Δουβλίνο.
Πάντως στην πεντακάθαρη Ζυρίχη κάνει φίλους Αυστριακούς, Ιταλούς, Έλληνες.
ΤΕΡΓΕΣΤΗ
Στάθηκε μπροστά στον Γέητς του βγήκε μια φωνή παράταιρη, αλλά δεν τη χρειάστηκε ξανά τη φωνή του παρά μόνο για να τραγουδήσει. Ο Γέητς δε συγκινήθηκε διόλου από την παράταιρη έκκλησή του. Ωστόσο όταν ήταν απένταρος-πάντα δεν ήταν;- ο Γέητς με τον Πάουντ του είχαν εξασφαλίσει ένα ποσό εβδομήντα πέντε λιρών από το Βασιλικό Ταμείο Λογοτεχνίας.
Το 1914, πρώτο έτος του Μεγάλου Πολέμου, όντας 32 ετών έχει εκδώσει τους Δουβλινέζους που είχαν απορριφθεί από σαράντα εκδότες, γράφτηκαν τρεις φορές και κάηκαν κιόλας μία – ενώ έχασε δέκα ολόκληρα χρόνια σε διαμάχες και μια τεράστια αλληλογραφία με τους εκδότες. «Ξόδεψα περίπου τρεις χιλιάδες φράγκα», λέει σε γραμματόσημα, τέλη, εισιτήρια σιδηροδρόμων και πλοίων γιατί ήρθα σε επαφή με εκατόν δέκα εφημερίδες, εφτά δικηγόρους, τρεις εταιρείες και κάμποσους ανθρώπους των γραμμάτων γι αυτό το θέμα. Όλοι χωρίς εξαίρεση αρνήθηκαν να με βοηθήσουν εκτός από τον κύριο Πάουντ».
Την ίδια χρονιά τελειώνει το Πορτραίτο του Καλλιτέχνη ως νεαρού Άντρα, ξεκινά τον Οδυσσέα και γράφει το Τζάκομο Τζόυς.
Στο μεταξύ παραμένει αιχμάλωτος πολέμου στην Τεργέστη που ήταν τότε αυστριακή πόλη.
Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΚΙ ΤΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑΚΑ
Στην κηδεία του που δεν έφεραν παπά γιατί θα θύμωνε ο νεκρός όπως στην αγρύπνια εκείνη την ατέλειωτη νύχτα όταν ένας τενόρος ο Μαξ Μιέλι τραγούδησε την άρια του Μοντεβέρντι: «Addio Terra Addio Cielo».
«τραγουδιστές ήταν και όμορφοι γκρινιαρονορβηγοί ήταν και πολυχαζοί αρραβωνιάρηδες. Άντρες έχουν σκεφτεί, γραφιάδες έχουν ψιθυρίσει , το ξανθό άνοιξε το σκούρο. Μ’ αγαπάς, Αγαπημένο μου κοριτσογουρουνάκι;; και οι μελαχρινοκυρές συναντήθηκαν με τους διαβολόμορφους φίλους: Ποια αρρωστοάλλη γλώσσα θα μπορούσε να κάνει, έναν χώρο δουβλινομουγγοαρρωστοχαζομάρας;». [Συγχωρεμένε Λούις Καρολ με τη μικρομέγαλη Αλίκη σου!]
Το παραπάνω είναι ένα ελάχιστο απόσπασμα από το διαβόητο Η αγρύπνια των Φίννεγκαν, ένα βιβλίο για τα πάντα: τη μυθολογία, τη θεολογία, τη φιλοσοφία, την ιστορία, τη φύση, τη μουσική, την κοινωνιολογία, την αστρολογία, την αλχημεία, το μυστήριο, τη σεξουαλικότητα, τον άνθρωπο, την ανθρωπότητα, τον κόσμο εν γένει. Σκοτεινό, χιουμοριστικό, λογοπαικτικό, προκλητικό, άσεμνο (αν οι κήνσορες μπορούσαν να το διαβάσουν, θα το είχαν απαγορεύσει), ανεννόητο, αμετάφραστο. Το μοναδικό, μαύρο διαμάντι της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το «κύριο ειρωνικό έπος της εποχής μας», που ταρακούνησε το λογοτεχνικό κατεστημένο και άλλαξε τον τρόπο που βλέπαμε τη λογοτεχνία.
«Η Αγρύπνια είναι ο καθένας και η καθεμία -Να Ο Καθένας (Here Comes Everybody) είναι το όνομα του πρωταγωνιστή του έργου- μέσα στον χαόκοσμο (chaosmos < χάος + κόσμος) της ζωής και του ονείρου. Όλα συμβαίνουν στο μεταίχμιο πραγματικότητας και ονείρου, γι’ αυτό και είναι ασαφή και ελευθέρια. Όπως στο όνειρο, όπου τα πάντα επιτρέπονται, αλλά και τα πάντα κρύβονται, γιατί η ενοχή (πάντα παρούσα) καραδοκεί, για να το διακόψει. Η Αγρύπνια εκπηγάζει από την άβυσσο της ψυχής και τη λαγνεία της σάρκας. Σπάει τον οχετό του ασυνείδητου και τον διοχετεύει στο συνειδητό, δείχνοντας σε όλο τον κόσμο το μεγαλείο και τη δυσωδία του ανθρώπου. Ένας απολλώνιος και διονυσιακός συνάμα χαόκοσμος. «Αν κάποιος κρατήσει έναν καθρέφτη μπροστά σας και σας δείξει ότι χρειάζεστε πλύσιμο, δεν ωφελεί να σπάσετε τον καθρέφτη». Η Αγρύπνια είναι μια καμπάνα. Αν τη χτυπήσεις, καμπανίζει και ο ήχος της εξαρτάται από εσένα, καμπανάρη αγρυπνοαναγνώστη. Αν δεν τη χτυπήσεις, θα μένει βουβή.
»Ξεκάθαρα και τίμια θα πρέπει να ειπωθεί στον αναγνώστη ότι το βιβλίο του Τζαίημς Τζόυς Αγρύπνια των Φίννεγκαν (Finnegans Awake, 1939), δεν διαβάζεται ούτε σαν μυθιστόρημα, ούτε σαν νουβέλα, ούτε σαν παραμύθι, ούτε για να μας πάρει ο ύπνος. Δεν διαβάζεται γενικώς. Ο ίδιος ο Τζόυς το συνειδητοποιεί γράφοντάς το: Μπέρδεμα… Μπέρδεμα, μπλέξιμο… σαστισμάρα, διβουλία… χαύνωση στο πρόσωπο του αναγνώστη. (Letters, I,222). Το βιβλίο, με βάση τους υπαινιγμούς και τα λογοπαίγνια του Τζόυς, θα πρέπει να το «ξαναγράφει», διαβάζοντας το, ο αναγνώστης. Ο Τζόυς δεν γράφει αγγλικά. Γράφει στη δική του γλώσσα, ακατανόητη για τους μη γνωρίζοντες τα μυστικά της. Γράφει στη γλώσσα των wakish (αγρυπνιακά) όπως έχει χαρακτηρισθεί», λέει ο μεταφραστής Ελευθέριος Ανευλαβής.
ΦΙΔΙΣΙΟ ΦΙΛΙ
Τον σάπιζε η υγρασία εκείνον τον αρχαίο φίλο όμως αυτός άντεχε. «Μαλακά βυζανιάρικα χείλη φιλούσε την αριστερή μου μασχάλη ένα φιδίσιο φιλί σε μυριάδες φλέβες. Φλέγομαι! Ζαρώνω σαν καιόμενο φύλλο. Από τη δεξιά μου μασχάλη ξεπετάγεται ένα φλεγόμενο δόντι φιδιού. Έν’ άσπρο φίδι με φίλησε – ένα κρύο νυχτόφιδο. Χάθηκα!» Κι ύστερα τα μάτια της ήπιαν τις σκέψεις μου, μα δεν ήτανε δικές μου. Τα μάτια μου. Μεγάλη προσοχή. Τα χάνω. Χάνομαι. Μα ο Τζιμ –έτσι τον έλεγε η Νόρα [δηλαδή Ελεονόρα, αυτή που ανεβαίνει στον ελαιώνα με το μισό της όνομα], έχει ένα φως μέσα του. Ένα φως που καίει και είδε στον ύπνο του την καιόμενη βάτο. Διάβασε λίγο Χίλιες και μία Νύχτες, πήδηξε την παγίδα αν και ήταν καλά κρυμμένη. Έφεγγε ακόμα. «Άσχημος και μηδαμινός. Αδύνατος λαιμός κι ανακατωμένα μαλλιά και μια κηλίδα μελανιού σαν σάλιο σαλιγκαριού. Κι όμως κάποια τον είχε αγαπήσει τον είχε κρατήσει στην αγκαλιά της και στην καρδιά της». Πάλι τρίτο ενικό. Τα παιδιά τσουρούφλιζαν μια κρεατόμυγα στη φλόγα ενός κεριού. Διαβολάκια. Τ’ αγαπούσε μικρός αυτό το φρικτό βασανιστήριο για ένα τόσο άκακο πλάσμα που το μόνο του ελάττωμα ήταν πως ζουζούνιζε ενοχλητικά.
«Αυτός λοιπόν ο ντελικάτος Ιρλανδός που διασχίζει τους δρόμους της Τεργέστης με τα μακριά κανιά του, καθώς τρέχει προς το καφενείο Byzantino μοιάζει σα να βλέπεις ακρίδα να χορεύει».
Βάδιζε κάνοντας οχτάρια στη μέση του δρόμου. Δεν άκουσε την κόρνα παρά μόνο όταν τον προσπέρασε. Ήταν έτοιμος από καιρό κι ωστόσο αν δε βρισκόταν εκείνη θα σάπιζε κι αυτό από την υγρασία. Παραπάτησε. Στραμπούλιξε το πόδι του σ’ εκείνη τη λακκούβα που τον περίμενε χαιρέκακα να πατήσει μέσα της. «Την εποχή του ζευγαρώματος. Δία, στείλε τους μια εποχή οργασμού. Ναι, αγαπούλα χάιδεψέ την. Εύα γυμνή με σταρένια κοιλιά αμαρτία. Ένα φίδι την κουλουριάζει, φαρμακερό δόντι στο φιλί του».
Η ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΤΟΥ ΤΖΟΫΣ
Υλακές από μακριά. Δίπλα του: «Δεν περίμενα τέτοια αστοχία. Ο Ιρλανδός μου έχει το είδος της ευφυΐας που μπορεί να πνιγεί στα ρηχά. Το βιβλίο είναι σκόρπιο, υφάλμυρο και υποκριτικό λογοτεχνικά. Δεν χρειάζεται τέτοια επίδειξη και ταχυδακτυλουργικά για να δείξει ό,τι αξίζει. Θε μου τόσος εγωτισμός, θα χάσει τα μυαλά του… φοβάμαι πραγματικά».
Ενώ ο Ζαν – Μισέλ Ραμπατέ αναρωτιέται: «Δεν είμαστε τάχα, εμείς οι φουκαράδες, καρτεσιανοί αναγνώστες του Οδυσσέα, δεμένοι σ’ ένα κατάρτι από το σατανικό πνεύμα του Τζόυς, μέσα σε μια γαλέρα που το σκαρί της αντηχεί από το τιτίβισμα όλων των γλωσσών του κόσμου;».
Το 1922 που βγήκε ο Οδυσσέας –περί αυτού πρόκειται – η Βιρτζίνια Γουλφ – περί αυτής πρόκειται – εξέδιδε το Δωμάτιο του Ιάκωβου. Τρία χρόνια μετά η Ντάλογουέϊ διαδραματίζεται σε μια μέρα όπως και ο Οδυσσέας. Αλλά η Βιρτζίνια έχει ένα χλωμό πρόσωπο, ανεπαίσθητα γερασμένο, λεπτό, σημαδεμένο από τη σκέψη και την κούραση. Και δεν της απομένει πια παρά ένα στόμα που μοιάζει να μην έχει γνωρίσει το γέλιο. Old Virginia. Ούτε εξήντα δεν είναι.
ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ ΚΑΙ ΛΕΟΝΑΡΝΤ
Φορά ένα καπέλο για να κρύβει τις ρυτίδες της. Περιμένει το τραίνο για το Λονδίνο και νιώθει να χάνεται. Για κάποια λεπτά χάνει τον κόσμο και το σκοτάδι του. Χάνει τα πάντα εκτός κι αν τη πήρε το τραίνο μακριά απ’ την αποβάθρα. Αλλά τη βλέπω είναι ακόμα εκεί. Έχασε το τραίνο των 3:47. Η αποβάθρα έχει αδειάσει. Κάνει εμετό σε μια άκρη. Θα πάρει το δρόμο του γυρισμού. Θα βρει τον Λέοναρντ στο γραφείο του. Σαν αυτόματο σηκώνεται και την αγκαλιάζει. Της ψιθυρίζει λόγια παρηγοριάς. Ψυχή μου. Γιατί; Γιατί πάλι;
«Κι η Κλαρίσα λίγο έλειψε να λιποθυμήσει, κι ο Ντάλογουεϊ τα φρόντισε όλα – έφτιαξε επίδεσμο -, έφτιαξε νάρθηκα, είπε στην Κλαρίσα να μη γίνεται ανόητη… κι όλη την ώρα μιλούσε στο σκύλο σαν να ήταν άνθρωπος». Πάντα τα φρόντιζε όλα ο Λέοναρντ γι αυτήν, ακόμα και το ροζ εξώφυλλο, όπως και τον Τζέικομπ. Τον Ορλάντο. Τα κύματα. Το Φάρο. Γινόταν φαροφύλακας για χάρη της. Άναβε το περιστρεφόμενο φως του και φώτιζε την πορεία της στο σκοτάδι. Ο Λέοναρντ ήταν κυματοθραυστης πασών των διαθέσεων.
«Σήκωσε τα μάτια της –ποιος δαίμονας μπήκε τώρα μέσα του; Στο στερνοπαίδι της, το χαϊδεμένο της; – και είδε το δωμάτιο, είδε τις καρέκλες, σκέφτηκε πως είναι τρομερά φθαρμένες».
ΑΠΩΛΕΙΕΣ
Έχασε νωρίς τη μητέρα της από γρίπη. Ήταν μόλις 13 ετών. Πρώτη νευρική κατάρρευση. Στα 22 της χάνει τον πατέρα της, έναν τυραννικό αριστοκράτη, άνθρωπο των γραμμάτων. Δεύτερη κατάρρευση. Πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Πηδάει από το παράθυρο. Το χαρωπό κορίτσι της παιδικής ηλικίας δεν υπάρχει πια. Υποφέρει από αυτές τις ταλαντεύσεις μιας διάθεσης που ποτέ δεν ισορρόπησε.
«Φοβάμαι τον συγκλονισμό», λέει, «από τις αισθήσεις που ορμούν επάνω μου γιατί δεν μπορώ να τις υποδεχθώ με τον τρόπο που το κάνετε εσείς- δεν μπορώ να συντήξω την παρούσα στιγμή με τη στιγμή που θ’ ακολουθήσει. Για μένα όλες οι στιγμές είναι τραγικές». Η Ρόντα η ηρωίδα των Κυμάτων είναι το αρνητικό της Γουλφ καθώς αδυνατεί να μετασχηματίσει τους κραδασμούς που δέχεται. Εκείνη πίνει σαμπάνια και πετάει στα ύψη. Πηγαίνει με το αυτοκίνητο στο Ρόντμελ μέσα στη ζέστη ενός παρασκευιάτικου απόβραδου, τρώει ζαμπόν και καθισμένη στη βεράντα καπνίζει πούρο με κάνα δυο κουκουβάγιες». Θεσπέσιες απολαύσεις. Ένα πελώριο μαύρο σύννεφο έχει σταθεί πάνω από τον αριθμό 22 της Χάιντ Παρκ Γκέιτ, πάνω από ένα εξίσου πελώριο σπίτι όπου έζησε μια ζωή μουντή χωρίς απολαύσεις. Είχε την αίσθηση πως όλοι μαζί «ήταν κλεισμένοι εκεί μέσα θλιμμένοι, κατανυκτικοί, εξωπραγματικοί τυλιγμένοι σε μια ομίχλη νωθρής λύπης» έτσι που φαινόταν αδύνατον να δραπετεύσουν. «Είχαν την εντύπωση ενός δαχτύλου ακουμπισμένου μονίμως στα χείλη».
Ο ΕΑΥΤΟΣ
« Νομίζεις πως δραπετεύεις και πέφτεις τρέχοντας μέσα στον εαυτό σου», ισχυρίζεται την ίδια στιγμή ο συνομήλικός της Τζαίημς Τζόυς. «Είμαι το αύριο ή κάποια μέρα από το μέλλον. Σήμερα είμαι ό,τι έφτιαξα στο χθες ή σε κάποια μέρα του παρελθόντος», λέει στον Οδυσσέα. Ο Τζόυς ζει σε κάποια απόσταση από τον εαυτό του, ίσως κι από το σώμα του. Σκέφτεται γι αυτό μια φράση σε τρίτο πρόσωπο με ένα ρήμα και ένα κατηγορούμενο. «Κάθε ζωή είναι σε πολλές μέρες, μέρα με τη μέρα. Περπατάμε μέσα από τον εαυτό μας, συναντώντας ληστές, φαντάσματα, γίγαντες, ηλικιωμένους, νέους άνδρες, γυναίκες, χήρες, ερωτευμένους αδελφούς. Αλλά πάντα συναντάμε τους εαυτούς μας».
Η Βιρτζίνια τον έχανε διαρκώς ή τον κρεμούσε σε τσιγκέλι για να είναι μπρος στα μάτια της. Αλλά και τότε δεν τον αναγνώριζε. Δεν ήταν λιγότερο φιλόδοξη από τον Τζόυς ούτε είχε λιγότερο ταλέντο ούτε έκρυβε πως της άρεσαν οι απολαύσεις. Είχε αρσενικά στοιχεία στο χαρακτήρα της ενώ ο ομήλικός της ομότεχνος είχε πολλά θηλυκά στοιχεία. Αυτό είναι κάτι που κάνει τους ανθρώπους πιο ολοκληρωμένους, πιο κατανοητικούς. Λειτουργεί όπως τα συμπληρωματικά χρώματα στη ζωγραφική. Ή σαν τις συμπληρωματικές σχέσεις. Κι οι δυο τους ζουν στον επίγειο παράδεισο της λογοτεχνίας στον ρεαλιστικό ή ονειρικό της κόσμο. Ανοίγουν τα παράθυρά του στο φως της. Κανένας τους δεν έζησε έξω απ’ αυτόν όπως κι αν έζησε στην πραγματική πραγματικότητα της ζωής του. Ο χώρος της λογοτεχνίας είναι οριοθετημένος από την καθημερινή πραγματικότητα. Γι αυτούς βέβαια το πραγματικό και το φανταστικό συγχέονται. Κι ό,τι γράφουν έχει μια αναφορά, μια ρίζα στον πραγματικό βίο τους.
Η ΓΟΥΛΦ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
«Ο καθένας μας έχει το δικό του όραμα για τον κόσμο. Είναι φτιαγμένο από προσωπικές εμπειρίες, αποκαλύψεις, ματαιοδοξίες κι αγάπες. Κ ι έτσι είναι αδύνατο να μη νιώσουμε πληγωμένοι και θιγμένοι, όταν μας παίζουν διάφορα παιχνίδια και καταστρέφουν την αρμονία του ιδιωτικού μας κόσμου», διαπιστώνει η Βιρτζίνια Γουλφ, «Ο μεγάλος συγγραφέας φέρνει τάξη στο χάος, φυτεύει ένα δέντρο του εδώ τον άνθρωπο εκεί παίρνει μακριά το θεό του ή τον φέρνει κοντά. Όπως τ’ αρέσει».
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ
Ο Άρης Μπερλής τοποθετεί τρεις συγγραφείς πλάι πλάι από άποψη της μεγάλης αξίας τους: τον Μαρσέλ Προυστ, τον Τζαίημς Τζόυς και την Βιρτζίνια Γουλφ.
Ένας ομοφυλόφιλος κοσμικός στην πρώτη του νεότητα λυσσασμένος για αποδοχή από την αριστοκρατία που απομονώθηκε στη συνέχεια για να γράψει Aναζητώντας τον χαμένο χρόνο ένας αγγλόφωνος Ιρλανδός ταπεινής καταγωγής που φιλοδόξησε να ανατρέψει μια ρεαλιστική βικτοριανή παράδοση και η κυρία Βιρτζίνια Γουλφ μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και φεμινίστρια που έζησε προστατευμένη στον κύκλο του Μπλούσμπερυ για προνομιούχους που αποτελούνταν από μια ελίτ: Λύτον Στράτσεϋ, Μέυναρντ Κέηνς, Τ.Σ. Έλιοτ, Μόργκαν Φόρστερ, Ρότζερ Φράυ, Λέοναρντ Γουλφ, Κλάιβ Μπελ, αλλά δεν μπορούσε να ζήσει ομαλά λόγω της ασθένειάς της που δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τιθασεύσει.
Και οι τρεις άνοιξαν δρόμους καινοφανείς για το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα σε μια εποχή που ο 19ος αιώνας έσβηνε στο fin de siècle και ανέτειλε ένας καινούργιος αιώνας που σηματοδοτούσε την άνθιση μιας λογοτεχνίας τελείως διαφορετικής από ό,τι προηγήθηκε πριν κι αυτός βουλιάξει στο πολεμικό αιματηρό τοπίο του 1914 και του 1939 και στο φασισμό.
Τίποτα και κανείς δεν θα έβγαινε ανέγγιχτος από το Μακελειό [όπως το ονόμασε ο αντισημίτης Φερδινάνδος Σελίν] του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο ο Προυστ πρόλαβε να πεθάνει [18 Νοεμβρίου 1922] και οι άλλοι δύο από μια παράδοξη σύμπτωση γεννήθηκαν την ίδια χρονιά το 1882 [2 Φεβρουαρίου ο Τζόυς, 25 Ιανουαρίου η Γουλφ] και πέθαναν και δύο το 1941, ο Τζόυς στις 13 Ιανουαρίου, η Γουλφ στις 28 Μαρτίου.
Η ΝΕΑΡΗ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΚΑΙ Η ΝΤΑΛΟΓΟΥΕΪ
Η χαριτωμένη εικοσιδιάχρονη δεσποινίδα Βιρτζίνια Στήβεν δε θέλει παρά να ζήσει σε μια ατμόσφαιρα ελευθερίας που δεν απέχει πολύ από την ευτυχία. «Έλα να ζήσουμε μαζί ελεύθεροι», λέει. Μιας αγάπης που δεν ιδιοποιείται το αντικείμενό της αλλά γεννιόταν και υπήρχε για «να γίνει μέρος του ανθρώπινου κέρδους».
Το 1924, χρονιά ευοίωνη η Γουλφ ανακάμπτει ύστερα από μια οδυνηρή περίοδο. Είναι σαράντα δύο χρονών κι έχει ένα σωρό σχέδια στο μυαλό της. «Έχω την εντύπωση», λέει, «ότι ακολουθώ μια ιστορία που άρχισε το 1904, ύστερα λίγη παράνοια και μετά επιστροφή».
Συλλαμβάνει και γράφει την Κυρία Νταλογουέι, από το 1922 ως το 1924, το αριστουργηματικό μυθιστόρημά της, έχοντας πρώτα διαβάσει τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις που διαδραματίζεται σε μία μέρα, αλλά ισοδυναμεί με βύθισμα στην καρδιά των πραγμάτων. Χιλιάδων πραγμάτων. Η κυρία Νταλογουέι κυριολεκτικά κατακλύζεται από συνειδήσεις, αναμνήσεις, ονόματα, φαντάσματα, ανθρώπους όλων των τάξεων, γεύματα και γάμους, ζωντανούς και νεκρούς, στρατιώτες, γιατρούς, εντυπώσεις λογικές και άλογες· κι όλα αυτά μέσα στη φασαρία, στα καταστήματα, στους δρόμους, στα πάρκα και στα χιλιάδες πράγματα του Λονδίνου – ανάμεσα σε φορέματα, γάντια, καπέλα, αδιάβροχα, ομπρέλες, σουγιάδες, ανθρώπινα σώματα, αεροπλάνα, αυτοκίνητα, φορτηγά. Ένα κείμενο πυκνό, διεισδυτικό, εμπνευσμένο, μια σκιαγράφηση της ανθρώπινης συνείδησης, ένα μυθιστόρημα που απευθύνεται στον ποιητή που κρύβει μέσα του ο κάθε αναγνώστης.
Ωστόσο η ευκατάστατη Κλαρίσα, κυρία του κόσμου, σύζυγος βουλευτή ανακαλύπτει μοιραία τη μονοτονία της παρ’ όλα αυτά πλούσιας καθημερινότητας: «Όλα τα ίδια, η μια μέρα ακολουθούσε την άλλη. Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο που καθένας έπρεπε να ξυπνάει το πρωί, να βλέπει τον ουρανό, να περπατάει στο πάρκο […] Μετά απ’ αυτά πόσο απίστευτος είναι ο θάνατος […] και κανένας σ’ όλο τον κόσμο δε θα ‘ξερε πόσο τα ‘χε αγαπήσει όλ’ αυτά, πόσο κάθε λεπτό…».
ΚΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ
Τα Κύματα ως πνευματική και γλωσσική σύλληψη «δεν είναι ποιητικό μυθιστόρημα, αλλά ποίημα, ένα είδος συμφωνικού ποιήματος με θεματική δομή σε πεζό λόγο»:
«Tα μάτια μου είναι άγρια· τα χείλη μου σφιχτά. Το πουλί πετάει· το λουλούδι χορεύει· αλλά εγώ ακούω πάντα τον υπόκωφο ήχο των κυμάτων· και το αλυσοδεμένο τέρας ποδοπατάει στην παραλία. Ποδοπατάει, πάλι και πάλι. […]
[…] Είμαστε καταδικασμένοι, όλοι μας. Γυναίκες περνούν με σακούλες με ψώνια. Άνθρωποι συνεχίζουν να περνάνε. Όμως δε θα με καταστρέψεις. Γι’ αυτήν τη στιγμή, αυτήν τη στιγμή μόνο, είμαστε μαζί. Σε πιέζω πάνω μου. Έλα πόνε, φάε με. Βύθισε τους κυνόδοντές σου στη σάρκα μου. Κάνε με κομμάτια. Σπαράζω, σπαράζω.
[…] Τα δέντρα κυματίζουν, τα σύννεφα περνούν. Πλησιάζει η ώρα που όλοι αυτοί οι μονόλογοι θα μοιραστούν. Δε θα βγάζουμε πάντα ήχους σαν τον απόηχο μιας καμπάνας, καθώς η μια αίσθηση διαδέχεται την άλλη. Παιδιά, οι ζωές μας υπήρξαν καμπάνες που χτυπάνε· διαμαρτυρίες και κομπασμό· κραυγές απόγνωσης· χτυπήματα στον σβέρκο στους κήπους».
ΣΤΟ ΦΑΡΟ
Στο Μέχρι το Φάρο, ίσως το πιο δημοφιλές έργο της Γουλφ η γοητευτική, δεσποτική και γενναιόδωρη κυρία Ράμσεϊ, τα παιδιά και ο εκκεντρικός σύζυγός της, μια ζωγράφος, που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη μίζερη ζωή της και στο μεγάλο όραμα της τέχνης, ένας νεαρός φιλόδοξος επιστήμονας και ένας γέρος ποιητής σχεδιάζουν μια εκδρομή στο γειτονικό φάρο. Ο ένας μετά τον άλλο φωτίζονται για μια στιγμή αποκαλύπτοντας τις βαθύτερες σκέψεις τους και η αντίθεση με την πραγματικότητα γίνεται τρομακτική. Η εκδρομή θα πραγματοποιηθεί μετά από πολύ καιρό. Ο πόλεμος και ο χρόνος έχουν αλλάξει τη ζωή. Πόσοι από τους ήρωες θα φτάσουν τελικά μέχρι το φάρο;
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΔΙΑΡΚΕΙ ΠΟΛΥ
Η ίδια η συγγραφέας είχε προλάβει να φτάσει το φάρο να εξομολογηθεί και να φωτιστεί εκ μέρους όλων των ηρώων και των ηρωίδων της ώσπου έγινε σχεδόν διαφανής και το σκοτάδι ξανακυρίευσε το μυαλό της. η υγεία της χειροτερεύει. Ο φαροφύλακας Λέοναρντ ανησυχεί. Δεν ξέρει πια πώς να τη βοηθήσει. Τα τελευταία χρόνια έχει αυτονομηθεί. Περιόρισε ακόμα την κοσμική της ζωή. Δεν έδινε δεκάρα για τη γνώμη του κόσμου. Αλλά αυτό το κέρδος είχε γι αυτήν που διαρκώς έχανε και ξανάβρισκε τον εαυτό της κι ένα χάσιμο. Το μεγάλο και αντιληπτό γι αυτήν κενό που την περισφίγγει.
Ωστόσο επιμένει να δίνει στους απέξω την ψευδαίσθηση πως είναι ευτυχισμένη. Αυτή η προσπάθεια έρχονται στιγμές που την καταβάλει. Η ίδια λέει πως μεγάλος συγγραφέας είναι αυτός που σπάει τα καλούπια κι αυτή το έχει καταφέρει μ’ αυτόν τον ιδιότυπο ποιητικό ρεαλισμό που χρησιμοποιεί, τον λυρισμό τους, τη γλώσσα, την υιοθέτηση του εσωτερικού μονολόγου που άλλωστε χρησιμοποίησε με το δικό του τρόπο και ο Τζόυς. Ωστόσο οι μεγάλοι συγγραφείς είναι πάντα ανικανοποίητοι από το αποτέλεσμα της θηριώδους προσπάθεια που καταβάλουν. Αλλά γι αυτήν το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το ταραγμένο της μυαλό, οι συγχύσεις και οι ταλαντεύσεις, οι διακυμάνσεις των διαθέσεών της, οι τραγικές αντιφάσεις της, το βάθος των λογισμών της που της προκαλεί τρόμο και αποστροφή.
Έπειτα είναι η εποχή. Πολυτάραχη. Η Βιρτζίνια παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή και συναίσθηση ευθύνης απέναντι στην ιστορία τα μεγάλα γεγονότα. Διαβάζει εφημερίδες, ακούει ραδιόφωνο, χάνεται ανάμεσα στα ενδεχόμενα, σκέφτεται πως η Ευρώπη δε γλιτώνει τον πόλεμο. Διαπιστώνει τη δικιά της αδυναμία να αντισταθεί στο ζοφερό επερχόμενο. Βρίσκει καταφύγιο στη δουλειά: «Το να σκέφτομαι είναι η δική μου μάχη», γράφει στο ημερολόγιό της. αλλά πάλι σε τι ωφελεί τους άλλους το γράψιμο όταν ό Χίτλερ είναι προ των πυλών, όταν η δημοκρατία υποχωρεί δίνοντας τη θέση της στον φασισμό. «Τι θα σήμαινε ένας πόλεμος; Σκοτάδι, αγωνία και, υποθέτωμ πιθανότητα να πεθάνεις…». Το Γενάρη του 1938, ο Φράνκο θριαμβεύει στη Βαρκελώνη και το Μάρτη ο Χίτλερ εισβάλει στην Πράγα. Ο θάνατος βρίσκει παντού τις πόρτες ανοιχτές. Τώρα η Βιρτζίνια νιώθει πολιορκημένη, αλλά μάχεται με τον μοναδικό τρόπο που ξέρει. Δεν έχει σκοπό να παραδοθεί. Αισθάνεται εν τω μεταξύ τα γηρατειά να την πλησιάζουν και προσπαθεί να τα κρατήσει σε κάποια απόσταση ασφαλείας. Ωστόσο όσο πιο αβέβαιη, πιο επισφαλής γίνεται η ζωή τόσο εκείνη δείχνει χαρούμενη. Αποτυπώνεται τη διάθεσή της αυτή στο Ημερολόγιό της.
Τον Σεπτέμβρη του 1939 η Μεγάλη Βρετανία μπαίνει στο πόλεμο. «Αυτή είναι η χειρότερη στιγμή που έζησα ποτέ», γράφει. Προσπαθεί ν’ αντιδράσει. Αν αφεθεί θα καταρρεύσει. Ένα αίσθημα ματαίωσης την καταλαμβάνει. Και ο φόβος μόνιμος και διαρκής. Οι Γουλφ είναι στη μαύρη λίστα της Γκεστάπο. Κινδυνεύουν σε περίπτωση νίκης των Γερμανών. Γι αυτό έχουν προετοιμαστεί. Έχουν προμηθευτεί μορφίνη. Θα δώσουν τέλος στη ζωή τους προκειμένου να πέσουν στα χέρια τους. Εκείνη αντιδρά. Θέλει λέει άλλα δέκα χρόνια να γράψει τα βιβλία που σχεδιάζει.
«Πόσο βαρέθηκα τις φράσεις που στέκονται με χάρη […] Χρειάζομαι μια γλώσσα αφελή σαν τη γλώσσα των εραστών […] Χρειάζομαι ένα ουρλιαχτό μια κραυγή…». Αλλά δεν έχει πια άλλο στήθος. Έπειτα ακόμα κι ο κόσμος τελειώνει μ’ ένα λυγμό όχι μ’ένα βρόντο». Δεν έχει πια κουράγιο. Δεν μπορεί να γράψει. Το τελευταίο της βιβλίο μια βιογραφία του φίλου της, που είχε στο μεταξύ πεθάνει, Ρότζερ Φράυ βουλιάζει στη σιωπή των κριτικών. Ούτε ο Λέοναρντ που είναι τόσο αυστηρός στις κρίσεις του δεν είναι πολύ ικανοποιημένος απ’ αυτό. Άλλη μια απογοήτευση. Δε θα ‘ναι η τελευταία. «Ξαναβλέπω μπροστά μου το γνώριμο δρόμο. Τα αχνά φώτα της μεγάλης πόλης δε φωτίζουν πια το στερέωμα. Ο ουρανός είναι μαύρος σα γυαλιστερό κόκκαλο φάλαινας. Αλλά εκεί πάνω κάτι φέγγει, να ‘ναι το αμυδρό φως της λάμπας ή το ξημέρωμα;».
Η θέλησή της δεν την υπακούει. Έχει εξασθενήσει. Είναι φανερό κάτι έχει σπάσει μέσα της. Οριστικά.
«Αισθάνομαι σίγουρα πως τρελαίνομαι πάλι. Αισθάνομαι ότι δε μπορούμε να ξαναπεράσουμε άλλον ένα σαν εκείνους τους φοβερούς χρόνους. Και δεν θα συνέλθω ξανά τούτη τη φορά. Αρχίζω ν’ ακούω φωνές και δε μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι κάνω κείνο που μου φαίνεται καλύτερο για όλους μας. Μου έχεις δώσει τη μέγιστη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλα αυτά που κανείς δε θα μπορούσε να ‘ναι. Δε γνωρίζω δυο ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ευτυχέστεροι, μέχρι που με χτύπησε τούτη η φοβερή αρρώστια. Δεν μπορώ να την παλέψω άλλο. Ξέρω ότι χαλώ τη ζωή σου, που χωρίς εμένα θα μπορούσες να κάνεις. Και το ξέρεις πως το ξέρω. Βλέπεις δεν μπορώ μήτε να γράψω… ακόμη κι αυτό. Δε μπορώ να διαβάσω. Θέλω να πω πως οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου σε σένα. Ήσουν ολότελα υπομονετικός μαζί μου και καλός σ’ απίστευτο βαθμό. Θέλω να σ’ το πω αυτό – ο καθένας το ξέρει. Αν κάποιος θα μπορούσε να μ’ είχε σώσει, αυτός θα ήσουν εσύ. Όλα έχουνε χαθεί για μένα μα βεβαιώνω για την καλοσύνη σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να χαλώ τη ζωή σου άλλο. Δεν σκέφτομαι ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να ‘ναι ευτυχέστεροι απ’ όσο ήμασταν εμείς».
Ο Λέοναρντ αργεί να έρθει εκεί που βρίσκεται εκείνη. Αλλά τώρα κανείς πια δεν μπορεί να τη σώσει. Την καλεί το ξόδι του νερού.
«Όχι αντίο, όχι υποταγή, αλλά κάποιος που αποχωρεί για να εισχωρήσει στα σκοτάδια». Όρθια ως το τέλος. Μαχητική πάντα αλλά αποφασισμένη. Γεμίζει τις τσέπες της πέτρες και βουλιάζει. Χάνεται στον ποταμό Ους το πρωί της 28ης Μαρτίου 1941. Βρίσκουν το σώμα της στις 18 Απριλίου. Ο σύζυγός της την έθαψε κάτω από ένα δέντρο, στον κήπο του σπιτιού τους στο Ρόντμελ του Σάσσεξ. Είναι πενηνταεννέα ετών ακριβώς όσο ο Τζόυς που φοβόταν τους κεραυνούς γιατί όταν ήταν παιδί του έλεγαν πως είναι προάγγελοι της οργής του Θεού κι ας μην πίστευε σ’ αυτόν. Εκείνη ήταν ατρόμητη με τα στοιχεία της φύσης. Ήταν γενναία γυναίκα η μίσες Γουλφ, αλλά έτρεμε τα σκοτάδια. Ο Τζόυς πέθανε από διάτρηση στομάχου στις 13 Ιανουαρίου, δυο μήνες περίπου πριν από κείνη.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
-Διαβάζω, αφιέρωμα στον Τζέημς Τζόυς, τχ. 62, 9/2/1983
-Διαβάζω, αφιερωμένο στη Βιρτζίνια Γουλφ, τχ. 153, 22/10/1986
=Διαβάζω, άρθρα των Γιώργου Ν. Γιαννουλόπουλου, Τζόυς – Άρη Μπερλή. Βιρτζίνια Γουλφ στο τχ. 56, 9/10-1982 αφιέρωμα στην Αγγλική λογοτεχνία από το Μεσαίωνα ως τις μέρες μας.
-Alexandra Lemasson, Βιρτζίνια Γουλφ, μτφρ. ΕΙΡΗΝΗ ΛΕΚΚΟΥ-ΔΑΝΤΟΥ, Κασταλία, 2006
-Μονίκ Νατάν, ΓΟΥΛΦ, μτφρ. Κατερίνα Μαρινάκη, Συγγραφείς για πάντα/Θεμέλιο, 1986
-Virginia Woolf, Η κυρία Νταλογουέϊ, Κων/να Τριανταφυλλοπούλου, Μεταίχμιο, 10/2023
ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ:
-Τζόυς, η Αγρύπνια των Φίνεγκαν, μτφρ, Ελευθέριος Ανευλαβής, ΚΑΚΤΟΣ
-Τζόυς, Τζάκομο Τζόυς, μτφρ. Άρης Μαραγκόπουλος, Σμίλη
-Τζόυς, Οδυσσέας μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης-Ελευθέριος Ανευλαβής, ΚΕΔΡΟΣ/ΚΑΚΤΟΣ
-Γουλφ, Κα Ντάλογουέϊ, μτφρ, Κων/να Τριανταφυλλοπούλου/Κύματα, μτφρ. Άννα Βασιάδη