Στην περίπτωση του Συνγκ έχει άμεση εφαρμογή, κυριολεκτικά, το ρητό: «ο βίος βραχύς, η τέχνη μακρά», δεδομένου ότι ο Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας Τζον Μίλινγκτον Συνγκ γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1871 στο Δουβλίνο και πέθανε στις 24 Μαρτίου του 1909. Δεν είχε δηλαδή συμπληρώσει καν τα 38 του χρόνια. Πρόλαβε ωστόσο να γράψει έξι θεατρικά έργα με τα μισά από αυτά πολύ επιτυχημένα: Το Λεβεντόπαιδο του Δυτικού Κόσμου [1907], Καβαλάρηδες στη θάλασσα [1904], η Ντίαντρη των θλίψεων [1910]. Σήμερα 114 χρόνια μετά το θάνατό του τα έργα του ανεβάζονται στις σκηνές του κόσμου. Στην Ελλάδα δεν έχουν πάψει να παίζονται και σε καλές μάλιστα παραστάσεις.
Η μαρτυρία του μεγάλου ιστορικού του παγκόσμιου θεάτρου Αλαρντάις Νίκολς επιβεβαιώνει την επιβίωση του έργου του Συνγκ: «όπως τα χρόνια θα περνούν, θα προβάλλει όλο και πιο πολύ σαν ένας από τους κυριότερους δραματικούς συγγραφείς του αιώνα».
Ο κόσμος των γυρολόγων επηρέασε, όπως βεβαιώνει ο Τζαίημς Νόλσον βιογράφος του, τον συμπατριώτη του Σάμιουελ Μπέκετ στα δικά του έργα κυρίως μάλιστα στα δίδυμα του Περιμένοντας τον Γκοντό τον Εστραγόν και το Βλαδίμηρο, τον Πότζο και τον Λάκυ. Οι ήρωες του Συνγκ αλήτες, θυμόσοφοι, ‘αθώοι του αίματος. της ανθρώπινης βαναυσότητας κοιμούνται στην άκρη του δρόμου σε χαντάκια, τρώνε αποφάγια, υπομένουν την ύπαρξή τους, όπως και πολλοί από τους ήρωες του Μπέκετ ιδίως τα δίδυμα: Μαρσιέ και Καμιέ, Εστραγκόν και Βλαδίμηρος, αλλά και ο Μαλόν, ο Μπελάκουα, ο Μέρφυ.
Η επαφή με το ποιητικό έργο του Συνγκ του Ευγένιου Ο’ Νηλ υπήρξε αποκαλυπτική και διακρίνεται πολύ εμφατικά στο ο Παγοπώλης έρχεται όπου ένα σωρό περιθωριακοί επιβιώνουν με το υπαρξιακό τους άγχος στο κόκκινο.
Οι Καβαλάρηδες επηρέασαν τον Μπρεχτ στα Τουφέκια της Κυρίας Καράρ. Το ίδιο έργο επηρέασε τον Ματωμένο Γάμο του Λόρκα. Όσο για τον Αρτώ και τον εθνογράφο Φλάχερτυ ταξίδεψαν στα άγριας ομορφιάς νησιά Άραν, όπου έζησε κι έγραψε και γι αυτά ο Συνγκ.
«Αυτό που αναζητούσαν κάποτε οι άνθρωποι στην τέχνη ήταν να κάνουν το φυσικό όμορφο. Τώρα επιδιώκουμε να κάνουμε τα όμορφα πράγματα φυσικά», έγραψε για τα νησιά ο Συνγκ που μπορεί να μην είχε παλέψει όπως οι ήρωές του μονόπρακτου Καβαλάρηδες με τη θάλασσα αλλά είχε νιώσει τους κλυδωνισμούς και την φονική της μεγαλοπρέπεια, την αρχέγονη καταγωγή της, την τραχιά ομορφιά της. Ζούσε πλάι στη μάνα των Καβαλάρηδων τη Μόιρα και άκουγαν μαζί τον ακατάπαυστο βρυχηθμό του Ατλαντικού περιμένοντας να γυρίσει ο γιος της και ήρωάς του αγναντεύοντας από τις «απόκρημνες θρηνώδεις ακτές» τον θανατερό ήχο του χαμού του τελευταίου γιού της Μόιρας. Αυτός ο αγριεμένος ωκεανός που μουγκρίζει θαρρείς από πόνο έκαναν τον Συνγκ να γνωρίσει το σκοτάδι και την άγρια ομορφιά της φύσης που χαρακτηρίζει τους κέλτικους μύθους. Οι Καβαλάρηδες είναι ένα σπαρακτικό έργο, μια αληθινή τραγωδία αντίθετα από το Λεβεντόπαιδο που είναι μια κωμωδία που ενόχλησε τους Ιρλανδούς για την κριτική που τους άσκησε.
Η Ντίαντρη που αντλεί από τους κέλτικους μύθους είναι μια ζοφερή ρομαντική τραγωδία ποτισμένη με μουσικότητα. Ο Συνγκ είχε σπουδάσει μουσική.
Η γλώσσα των έργων του είναι πλούσια σε εικόνες, ζωντανή και βαθιά και ουσιαστικά ποιητική. Σε μια εποχή της ιψενικής κυριαρχίας και της επίπεδης γλώσσας του η ποιητικότητα της γλώσσας του Συνγκ ήταν μια τολμηρή απάντηση στον μεγάλο Νορβηγό συγγραφέα.
Το 1897 ήταν σημαδιακό για τον Συνγκ και το έργο του που δεν είχε γράψει ακόμα.
Τότε όντας είκοσι έξι χρόνων σπαταλούσε το χρόνο του περιπλανώμενος στο Παρίσι σπουδάζοντας μουσική και βλέποντας θέατρο χωρίς να έχει βρει αυτό που ήθελε να κάνει. Τότε λοιπόν τον συναντά ο Γέητς, αυτή η ηγετική μορφή του ιρλανδικού θεάτρου και της λογοτεχνίας και τον προέτρεψε να γυρίσει στην Ιρλανδία να γευθεί την πρωτογενή, αρχέγονη ζωή του τόπου του και να ζυμωθεί με τη νοοτροπία και τα ήθη της πατρίδας του και των ανθρώπων της.
Στο Θάνατο του Συνγκ που έγραψε προς τιμήν του ο Γέητς όταν πια ο Συνγκ εγκατέλειψε το Παρίσι και ακολούθησε την προτροπή του μέντορά του: «ο Συνγκ που ήτανε περήφανος και μοναχικός, σχεδόν τόσο περήφανος για το παλιό του γένος, όσο και για την ιδιοφυία του, και είχε λίγους φίλους». «Ήτανε μια από κείνες τις ασάλευτες ψυχές, ήτανε σιωπηλός […] Γνώριζε πως πλησίαζε ο θάνατός του και ήταν ως το τέλος ευδιάθετος, χωράτευε ακόμα και πριν ξεψυχήσει. Δεν είχε ανάγκη τη λύπησή μας. Ήταν σάμπως εμείς και τα πράματα γύρω μας να απομακρύνονταν από αυτόν κι όχι αυτός από εμάς».
«Μια μέρα είπε: ‘’Στην κηδεία μου θάρθεις’’ κι εγώ είπα ‘’Όχι, γιατί δεν θ’ άντεχα να σε βλέπω νεκρό κι όλους τους άλλους ζωντανούς’’». «Έμελλε κανείς να πει όλα αυτά που ο κόσμος δεν ήθελε να ξεστομίσει». «..ένιωσα, όπως τόσο συχνά στο Σαίξπηρ, πως βρίσκομαι μπροστά σε μια ψυχή που χασομεράει στο ανεμόδαρτο κατώφλι της αγιοσύνης».
«Ήταν ένας ονειροπόλος, σιωπηλός άνθρωπος γεμάτος από κρυφά πάθη – κι αγάπησε τα άγρια νησιά γιατί εκεί – στο φως της μέρας – είδε τι φώλιαζε κρυμμένο μέσα του».
Ο Συνγκ είναι η σπάνια περίπτωση ενός συγγραφέα που είδε σε βάθος την ιρλανδική ψυχή και την καταγωγή της έχοντας συγγράψει ελάχιστο σε έκταση αλλά πυκνό σε ένταση έργο.
Βοηθήματα:
-Γ. Μπ. Γέητς, ο θάνατος του Συνγκ, μτφρ. Δημήτρης Χουλιαράκης, το Ροδακιό, 1993
Καβαλάρηδες στη θάλασσα, θέτρο Σφενδόνη, Φεβρουάριος 2010
-Τζ, Μ. Συνγκ, Η Ντίαντρη των θλίψεων, μτφρ. Κανέλλος Αποστόλου, Δωδώνη, 2007