«Το τρομερότερο όταν δεν αντέχεις πια τη Νέα Υόρκη είναι ότι δεν έχεις να πας πουθενά αλλού. Είναι η κορυφή του κόσμου».
Η Νέα Υόρκη η τερατώδης μητρόπολη του χρήματος των ευκαιριών, η ατμομηχανή των νεωτερισμών κάθε είδους. Καθόλου τυχαία λοιπόν η επιλογή του Τζων Ντος Πάσος να είναι αυτή η πόλη που θα πρωταγωνιστήσει στο τέταρτο μυθιστόρημά του [τα προηγούμενα έχουν θέμα τον πόλεμο στον οποίο έλαβε μέρος ως τραυματιοφορέας] με τίτλο Manhattan Transfer [1925]. Πρόκειται για κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό που μαζί με το λιμάνι με το εμβληματικό Άγαλμα της Ελευθερίας είναι τα σημεία όπου συρρέει ένα διψασμένο πλήθος που αναζητά μια καλύτερη τύχη. Ένα απίστευτο σε μέγεθος πλήθος. Ένας πολύχρωμος ανθρώπινος σωρός. Ανάμεσά του οι λίγοι να «σκορπούν το χρήμα σαν χαρτοπόλεμο», ενώ οι πολλοί να ρωτούν φτάνοντας από την ενδοχώρα ή από τη θάλασσα πού είναι το κέντρο για να βρουν δουλειά. Άλλος θέλοντας να δραπετεύσει από την Ευρώπη, τη γηραιά ήπειρο και να ψάξει την τύχη του στη καινούργια ήπειρο. Άλλη να θέλει να χωρίσει τον άντρα της το κτήνος, ενώ ένα κοριτσάκι γεννιέται. Πλάι στην εξαθλίωση και τη φτώχεια ο σαστισμένος ηλικιωμένος σερβιτόρος σερβίρει κρασί του Ρήνου, σαμπάνιες και χαβιάρι. Ποτά, επιθυμίες, όνειρα. Όλα προσανατολισμένα στην αναζήτηση του Γκρααλ που στα αμερικάνικα πάει να πει: αναζητώντας το αμερικάνικο όνειρο! Ο Τζίμυ Χερφ ένας από τους ήρωες του έργου [γιατί είναι πολλοί οι ήρωες που εμφανίζονται], ημιαυτοβιογραφικός, σκεπτικιστής που υποδύεται τον δημοσιογράφο προσπαθεί να απογυμνώσει τους άλλους και τον εαυτό του από τις αυταπάτες τους είναι μυθιστορηματικά σύγχρονος του Γκάτσμπυ, αν και πολύ διαφορετικός.
Ωστόσο ό,τι και να φαντάζονται ή να πιστεύουν οι ήρωες λίγη σημασία έχει. Ο συγγραφέας είναι εκείνος που εξηγείται για λογαριασμό τους: το σύστημα φταίει, ο καπιταλισμός, η διαφθορά, η παντοδυναμία του χρήματος και όχι η τύχη, λέει.
«Κάθε μέρα γίνομαι πιο κόκκινος. Η μοναδική μου επιθυμία είναι να μπορέσω να τραγουδήσω τη Διεθνή». Αυτά ως προς το πολιτικό πιστεύω του εκείνη την εποχή – αν και συμπαθών συνοδοιπόρος δεν εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ως προς το λογοτεχνικό του στιλ τώρα που ξεκίνησε να διαμορφώνει με το Manhattan Transfer. Ανακαλύπτοντας τα οφέλη της σύζευξης του υποκειμενικού με το πραγματικό, του ιστορικού με το προσωπικό υφαίνει ένα είδος μυθιστορηματικού ρεπορτάζ. Μεταχειρίζεται την τεχνική του μοντάζ παρμένη από τον κινηματογράφο, την τεχνική του κολάζ από τις εικαστικές τέχνες, ενώ διατρέχει, γραμμικά μάλιστα, την αμερικάνικη ιστορία πού περισσότερο από τους ομότεχνούς του Σίνκλαιρ Λιούις, Έρνεστ Χεμινγουαίη, Σκότ Φιτζέραλντ.
Μια τεράστια, τρομακτικής δύναμης φουτουριστική μηχανή πάλλεται στους ταχείς καθημερινούς ρυθμούς άλλους αλέθοντάς τους στη δίνη της κι άλλους βγάζοντάς τους στον αφρό.
Έχοντας βρει τη μανιέρα του ριζοσπαστική επιχειρεί να αφηγηθεί στην συνέχεια στην τριλογία της ιστορικής μνήμης με τίτλο USA [1930-1936] τα πρώτα τριάντα χρόνια του αιώνα. Τα τρία μέρη είναι: 42ος Παράλληλος, 1919, τα Πολλά λεφτά.
Ο 42ος Παράλληλος είναι ένα ολοζώντανο λογοτεχνικό χρονικό, όπου εικονογραφείται η ταραγμένη πορεία των ΗΠΑ από τις αρχές του αιώνα μέχρι και την έκρηξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων, που τέμνονται σε καίρια σημεία από δημοσιογραφικές ειδήσεις και την εξομολογητική φωνή του ίδιου του συγγραφέα, βλέπουμε ένα ολόκληρο έθνος να χάνει σταδιακά την αθωότητά του.
Ενώ στο τελευταίο μέρος παρακολουθούμε την πολύκροτη υπόθεση Σάκο και Βαντσέτι.
Ο Τζον Ντος Πάσος χάρη στην τριλογία του -που αποτελεί το κορυφαίο λογοτεχνικό του επίτευγμα- θεωρείται σήμερα, μαζί με τον Φιτζέραλντ και τον Χεμινγουέι, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της «Χαμένης Γενιάς» των Αμερικανών πεζογράφων που κατέγραψαν την τραγική διάψευση του αμερικανικού ονείρου.
Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ είχε αναφέρει πως είναι αδιαμφισβήτητα ο καλύτερος συγγραφέας της εποχής μας.
Άνθρωπος με πολλαπλές δημιουργικές χάρες έζησε από κοντά την παρισινή καλλιτεχνική αύρα των αρχών του 20ου αιώνα μέσα σε μια πραγματική πανδαισία εικαστικής δράσης και γνωρίστηκε με προσωπικότητες όπως ο Fernand Léger, ο Ernest Hemingway και ο Blaise Cendrars. Το 1998 η Modern Library συμπεριέλαβε στην 23η θέση την τριλογία του «USA» ως ένα από τα καλύτερα αγγλόφωνα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα.
Ο Ντος Πάσος ήταν γιος πλούσιου δικηγόρου αμερικανο-πορτογαλικής καταγωγής κι μιας γόνου της αριστοκρατικής τάξης της Βιρτζίνια. Ο Τζων και η μητέρα του μετακινούνταν διαρκώς στην Ευρώπη διαμένοντας σε ξενοδοχεία τα πρώτα δεκαέξι χρόνια της ζωής του ώσπου οι γονείς να νομιμοποιήσουν τη σχέση τους. Ο ίδιος αυτοαποκαλείτο ‘παιδί των ξεχοδοχείων’ με κλειστό και ντροπαλό χαρακτήρα, ‘πλάσμα εξαρτημένο περισσότερο από τη λογοτεχνία παρά από τη ζωή’ και πολύ δεμένο με τη μητέρα του ως το θάνατό της.
Ο Τζων Ροντρίγκο Ντος Πάσος γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1896 στο Σικάγο. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ το 1916 και ταξίδεψε στην Ισπανία για σπουδές στην αρχιτεκτονική.
Ο Passos ταξιδεύει στο Harland County για να συναντήσει και να καταγράψει τις ζωές των απεργών ανθρακωρύχων. Στο Kentucky, θα συλληφθεί για «εγκληματικό συνδικαλισμό», ενώ το 1932, στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, στήριξε ανοιχτά τον William Z. Foster, υποψήφιο του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Συμμετέχει ενεργά και στην εκστρατεία κατά του φασισμού στην Ευρώπη. Ταξιδεύει και πάλι στην Ισπανία, όπου, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, μαζί με άλλους καλλιτέχνες όπως τους Dashiell Hammett, Clifford Odets, Lillian Hellman και Ernest Hemingway εκφράζουν την υποστήριξή τους στους Ρεπουμπλικανούς. Το δεύτερο ταξίδι του στην Ισπανία έμελλε να σημαδέψει και να αλλάξει τις πολιτικές θέσεις του.
Την τριλογία USA ακολούθησε μία λιγότερο φιλόδοξη τριλογία με τίτλο District of Columbia, που την αποτελούσαν τα μυθιστορήματα Adventures of a Young Man (1939), Number One (1943) και The Grand Design (1949). Στα έργα του αυτά καταγράφει την απογοήτευσή του από το εργατικό κίνημα, τις ριζοσπαστικές πολιτικές και τον φιλελευθερισμό του «New Deal» του αμερικανού προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ. Η παρακμή της δημιουργικότητάς του και ο αυξανόμενος πολιτικός συντηρητισμός που διαφαίνονται σ’ αυτή την τριλογία του εκδηλώθηκαν εντονότερα στα μεταγενέστερα έργα του.
Η μεταστροφή αυτή συντελέστηκε αμέσως μετά το τέλος της συγγραφής της πρώτης τριλογίας. Τότε που ψήφισε Ρούσβελτ.
Τα έργα του επηρέασαν τον Νόρμαν Μέιλερ, τον Τζόζεφ Χέλερ αν και στον καιρό τους κατηγορήθηκαν ως αντιαμερικανικά. Φανατικός ταξιδευτής, έγραφε την ώρα που έβλεπε κι αισθανόταν, κι όχι την ανάμνηση όσων είχε δει και νιώσει.
Ταξίδεψε, διαμένοντας κατά διαστήματα, σε τόπους, σαν το Νησί του Πάσχα, τη Βραζιλία, την Κούβα, το Μεξικό, τη Μέση Ανατολή και στα Νησιά του Ειρηνικού. Από αυτά τα ταξιδιωτικά κείμενα, το πιο ενδιαφέρον είναι, σήμερα τουλάχιστον, το Οριάν Εξπρές (1927), που είναι η αφήγηση του ταξιδιού του (1921-1922) στη Ρωσία και τη Μέση Ανατολή.
Υπήρξε μάρτυς της δημιουργίας του Ιράκ από τους Βρετανούς και έγραψε για τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, τη Βαβυλώνα και τη ζωή στην έρημο. Άφησε γενειάδα και φορούσε μουσουλμανική κελεμπία, σαν τον Λόρενς της Αραβίας, και έπεισε την Γκέρντρουντ Μπελ, επικεφαλής της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών στο Ιράκ, να ταξιδέψει με καραβάνι, από τη Βαγδάτη στη Δαμασκό, μέσα από την έρημο της Συρίας. Όχι ακριβώς δραματικός συγγραφέας σαν τον Λόρενς στους «Επτά στύλους της σοφίας», αλλά πιο επιδέξιος τεχνίτης του λόγου.
Αυτή είναι μια λιγότερο γνωστή πλευρά του έργου του.
«Ο Ντεμπς ήταν σιδηροδρομικός, γεννημένος σε μια ξύλινη παράγκα στο Τερ Ωτ. Δέκα παιδιά είχαν οι γονείς του.
Ο πατέρας του πρωτόρθε στην Αμερική το ’49 μ’ ένα ιστιοφόρο, Αλσατός απ’ το Κολμάρ· δεν ήξερε να βγάζει χρήμα, αγάπαγε τη μουσική, το διάβασμα, πρόσφερε στα παιδιά τη δυνατότητα να βγάλουν το δημοτικό, γιατί ως εκεί έφτανε μονάχα η μπόρεσή του.
Στα δεκαπέντε του ο Τζην Ντεμπς δούλευε κιόλας μηχανοδηγός στης Ινδιανάπολης και του Τερ Ωτ τους σιδηροδρόμους.
Δούλεψε θερμαστής στις ατμομηχανές, υπαλληλάκος σ’ ένα μαγαζί, μπήκε στην τοπική οργάνωση της αδελφότητας των θερμαστών σιδηροδρόμων, τον βγάλαν γραμματέα κι ύστερα γύρισε ολάκερη τη χώρα σαν οργανωτής.
Ήταν ψηλός με άγαρμπο περπάτημα κι είχε το χάρισμα μιας τέτοιας ευγλωττίας που πυρπολούσε τις καρδιές των εργατών του σιδηρόδρομου σα μαζευόντουσαν στις σανιδένιες αίθουσες.
Τους έκανε να λαχταράνε τον κόσμο που εκείνος λαχταρούσε, έναν κόσμο όπου όλοι ήσαν αδέρφια και μοιραζόντουσαν ίσες ευκαιρίες:
Δεν είμαι εργατοπατέρας. Δε θέλω ν’ ακολουθήσετε εμένα ούτε κανέναν άλλο. Αν γυρεύετε κάποιον Μωϋσή για να σας βγάλει από την έρημο του καπιταλισμού θα μείνετε στον ίδιο παρανομαστή. Δε θα σας πήγαινα σ’ αυτή τη γη της επαγγελίας, έστω κι αν ήτανε στα χέρια μου, γιατί αν μπορούσα εγώ να σας οδηγήσω εκεί κάποιος άλλος θα σας ξανάπαιρνε από κει».
Απόσπασμα από το πρώτο μέρος της τριλογίας USA σε μετάφραση Νίκου Λαμπρόπουλου.
Ο Ντος Πάσος πέθανε στη Βαλτιμόρη στα 1970 σε ηλικία 74 ετών.
Σημείωση: