You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Τζων Σίνγκερ Σάρτζεντ – Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο – Δύο παράφοροι καλλιτέχνες Δύο έργα τους: Η «Ηδονή» και το «Πορτραίτο της Χ»

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Τζων Σίνγκερ Σάρτζεντ – Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο – Δύο παράφοροι καλλιτέχνες Δύο έργα τους: Η «Ηδονή» και το «Πορτραίτο της Χ»

 

Απαράλλαχτη είναι ολάκερη η ζωή

                                        Έχει μόνο ένα πρόσωπο, τη μελαγχολία,

                                     Η σκέψη με την τρέλα φτάνει στην κορφή

                                               κι έρωτας χέρι χέρι με την προδοσία

 

                                                                 Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο

Η Ηδονή  του Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο

 

«Ο Αντρέα μπήκε.

Στην αρχή, η ατμόσφαιρα του φάνηκε πολύ ζεστή, σχεδόν αποπνικτική· ένιωσε στον αέρα την ιδιαίτερη οσμή του χλωροφορμίου· διέκρινε κάτι κόκκινο στη σκιά, το κόκκινο δαμάσκο στους τοίχους, τις κουρτίνες του κρεβατιού· άκουσε την κουρασμένη φωνή της Έλενας που ψιθύριζε: “Σας ευχαριστώ που ήρθατε, Αντρέα. Είμαι καλύτερα”.

Διστάζοντας λίγο, καθώς δεν έβλεπε καθαρά τα αντικείμενα μ’ εκείνο το αδύναμο φως, προχώρησε προς το κρεβάτι.

Εκείνη χαμογελούσε, με το κεφάλι βυθισμένο στα μαξιλάρια, ανάσκελα, στο μισοσκόταδο. Είχε δέσει το μέτωπο και τα μάγουλά της με μια λωρίδα από λευκό μαλλί που περνούσε κάτω από το πιγούνι της σαν μαγουλίκα μοναχής· το δέρμα του προσώπου της δεν ήταν λιγότερο λευκό από εκείνη τη λωρίδα. Οι εξωτερικές γωνίες των βλεφάρων της ζάρωναν από τις επώδυνες συσπάσεις των ερεθισμένων νεύρων· κάθε τόσο τα κάτω βλέφαρα τρεμόπαιζαν ακούσια· και τα μάτια της, υγρά, εξαιρετικά γλυκά, θαρρείς και τα σκέπαζε ένα δάκρυ που δεν μπορούσε να κυλήσει, κοίταζαν σχεδόν ικετευτικά ανάμεσα στις βλεφαρίδες που πάλλονταν.

Μια απέραντη τρυφερότητα κατέκλυσε την καρδιά του νέου μόλις την αντίκρισε από κοντά. Η Έλενα τράβηξε από τα σκεπάσματα το χέρι της και του το έτεινε με μια αργή κίνηση. Εκείνος έσκυψε, σχεδόν γονάτισε στην άκρη του κρεβατιού, και βάλθηκε να καλύπτει με γρήγορα και ανάλαφρα φιλιά εκείνο το χέρι που έκαιγε, εκείνο τον καρπό που παλλόταν δυνατά.

“Έλενα! Έλενα! Αγάπη μου!”

Η Έλενα είχε κλείσει τα μάτια της σαν να ήθελε να απολαύσει ακόμα πιο βαθιά εκείνο το ρυάκι της ηδονής που σκαρφάλωνε στο χέρι της, απλωνόταν στον κόρφο της και εισχωρούσε στις πιο κρυφές της ίνες. Έστρεφε το χέρι της κάτω από τα χείλη του για να νιώσει τα φιλιά του στην παλάμη της, στη ράχη του χεριού της, ανάμεσα στα δάχτυλά της, γύρω από τον καρπό της, σε όλες της τις φλέβες, σε όλους της τους πόρους.

“Φτάνει!” ψέλλισε, ανοίγοντας και πάλι τα μάτια· και με το χέρι της, που το ένιωθε κάπως μουδιασμένο, άγγιξε τα μαλλιά του Αντρέα».

Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το πρώτο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο [1863-1938] Η Ηδονή [1889] που αποτελεί στην κυριολεξία μια ωδή στον ερωτισμό. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας εστέτ λάτρης της τέχνης, του ωραίου, των απολαύσεων, της ηδονής, του έρωτα. Ο κόμης Αντρέα Σπερέλι είναι ποιητής, χαράκτης και μέγας γυναικοκατακτητής. Εκφράζει στην ουσία του τον αισθησιακό εγωισμό του συγγραφέα του, διακεκριμένου εκπρόσωπου της decadence, και έλκει την καταγωγή από τον Don Juan και του μυθιστορηματικού ήρωα του εμβληματικού Αντίστροφα του J.K. Huysmans [1884], αν και ο des Esseintes ήρωας του Αντίστροφα είναι περισσότερο εκλεπτυσμένος και αγωνιώδης από τον Αντρέα Σπερέλι που βρίσκεται στον αντίποδα του ουαλδικού Πορτραίτου του Ντόριαν Γκρέυ [1890-91].

Ο σπουδαίος θεωρητικός Mario Praz στο κλασικό έργο του Η Αγωνία του Ρομαντισμού [1933] υποστηρίζει πως το σύνολο του έργου του Ντ’ Ανούντσιο είναι «μια μνημειώδης εγκυκλοπαίδεια της ευρωπαϊκής decadence». Όσο για τον  Αντρέα Σπερέλι αυτός θεωρεί πως υπερέχει απόλυτα από τους άλλους και ιδίως απέναντι στις γυναίκες σαν γνήσιος  νιτσεϊκός, προτού ακόμα ο δημιουργός του διαβάσει Νίτσε. Ο Σπερέλι ερωτεύεται παθιασμένα δύο γυναίκες την Έλενα και τη Μαρία, αλλά μέσα σε λίγες εβδομάδες γίνεται εραστής τριάντα ακόμη κοσμικών γυναικών της υψηλής κοινωνίας της Ρώμης.

«Καθένας απ’ αυτούς τους έρωτες», λέει ο ντ’ Ανούντσιο, «τον οδηγούσε σε μια νέα πτώση,  ο καθένας τον μεθούσε με μια κακή έκσταση, χωρίς να τον ικανοποιεί, ο καθένας του μάθαινε μια ιδιαίτερη και λεπτή ανηθικότητα, που του ήταν ως τότε άγνωστη. Είχε μέσα του τους σπόρους όλων των μολύνσεων. Διέφθειρε και ήταν διεφθαρμένος». Η πτώση, η ανικανοποίηση και η διαφθορά είναι βασικά χαρακτηριστικά της decadence.

O ντ’ Ανούντσιο εκτός των άλλων ήταν ενθουσιώδης εραστής της τέχνης της ζωγραφικής. Αγαπούσε μάλιστα τον Τζορτζιόνε, τον Κορέτζιο, τον Μποτιτσέλι, ενώ επισκεπτόταν συχνά την Γκαλερία Μποργκέζε όπου βρισκόταν ένας πίνακας του τελευταίου που θαύμαζε με θέρμη: «Κανένα άλλο ανθοδοχείο δεν έχει τόσο κομψό σχήμα: τα λουλούδια μέσα σ’ αυτή τη διάφανη φυλακή έμοιαζαν να εξαϋλώνονται κι έδιναν την εντύπωση θρησκευτικής ή ερωτικής προσφοράς».

 

Τζων Σίνγκερ Σάρτζεντ

 

Αν και ήταν σύγχρονοι με τον ζωγράφο Τζων Σίνγκερ Σάρτζεντ [1856-1925] ενδέχεται να μην είχε συναντήσει ο ένας την τέχνη του άλλου. Ένας λόγος παραπάνω που ο ζωγράφος αν και Αμερικανός είχε γεννηθεί στη Φλωρεντία και ζήσει και δημιουργήσει αρκετά χρόνια στην Ιταλία. Περιγράφεται ως «Αμερικανός ο οποίος γεννήθηκε στην Ιταλία, σπούδασε στη Γαλλία [αγαπημένη χώρα του Ντ’ Ανούντσιο], μοιάζει με Γερμανό, μιλάει σαν Άγγλος και ζωγραφίζει σαν Ισπανός [έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον Βελάσκεθ]».

Ο Σάρτζεντ ήταν δεινός προσωπογράφος, ένας από τους κορυφαίους της εποχής του στο δύσκολο αυτό είδος. Δημιούργησε περίπου 900 ελαιογραφίες και περισσότερες από 2.000 ακουαρέλες, καθώς και πολλά σκίτσα και σχέδια με κάρβουνο.

Ο Σάρτζεντ εκτός από  σπουδαίος ζωγράφος ήταν και ένας διανοούμενος, γνώστης της μουσικής και θαυμαστής της λογοτεχνίας. Μιλούσε με ευκολία γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά. Στα δεκαεπτά του χρόνια περιγράφεται ως “πεισματάρης, περίεργος, αποφασιστικός και δυνατός” (από τη μητέρα του), αλλά ντροπαλός, γενναιόδωρος και σεμνός (από τον πατέρα του).

Ο ζωγράφος Ζακ-Εμίλ Μπλανς, που ήταν ένα από τα πρώτα του μοντέλα, δήλωσε μετά το θάνατό του ότι η σεξουαλική ζωή του Σάρτζεντ «ήταν διαβόητα σκανδαλώδης στο Παρίσι και τη Βενετία. Ήταν σεξουαλικά εμμονικός». Η αλήθεια δεν εξακριβώθηκε ποτέ. Ορισμένοι μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι ο Sargent ήταν ομοφυλόφιλος. Είχε προσωπικές σχέσεις με τον πρίγκιπα Edmond de Polignac και τον κόμη Robert de Montesquiou, γνωστό από τον Προυστ και τον Υσμάν. Τα ανδρικά γυμνά του φανερώνουν πάντως μια καλλιτεχνική ευαισθησία στον ανδρικό ψυχισμό και αισθησιασμό.

Ωστόσο, είχε επίσης πολλές γυναικείες φιλίες, ενώ έτρεφε εξίσου έναν αισθησιακό ερωτισμό που μπορεί να διακρίνει κανείς στα πορτραίτα και τις σπουδές του. Ο αισθησιασμός του για τις γυναίκες εκδηλωνόταν και εκτός της ζωγραφικής και μάλιστα για όσες θεωρούσε εξωτικές.

Το πορτραίτο της Χ

 

Το πιο αμφιλεγόμενο έργο του, το Πορτρέτο της Μαντάμ Χ (ο ίδιος ο Σάρτζεντ σχολίασε το 1915 «Υποθέτω ότι είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει»), ωστόσο, όταν παρουσιάστηκε στο Σαλόνι του Παρισιού το 1884 προκάλεσε τόσο αρνητικές αντιδράσεις που ο Σάρτζεντ μετακόμισε στο Λονδίνο. Δεν επρόκειτο για παραγγελία. Ο Σάρτζεντ έγραψε σε κάποιον γνωστό του: «Έχω μεγάλη επιθυμία να ζωγραφίσω το πορτρέτο της και έχω λόγους να πιστεύω ότι θα το επέτρεπε και περιμένει κάποιον να το προτείνει ως φόρο τιμής στην ομορφιά της… πρέπει να της πείτε ότι είμαι ένας άνθρωπος με τεράστιο ταλέντο».

Του πήρε περίπου ένα χρόνο για να ολοκληρώσει τον πίνακα. Η πρώτη εκδοχή του πορτραίτου της Madame Gautreau, με το περίφημο ντεκολτέ, το λευκό δέρμα και την αλαζονική, αγέρωχη στάση του κεφαλιού, περιλάμβανε μια πεσμένη τιράντα που ενίσχυε το συνολικό αποτέλεσμα, κάνοντάς το πιο τολμηρό. Ο Sargent, προσπαθώντας να κατευνάσει τις αντιδράσεις, έβαλε στη θέση της την τιράντα, αλλά η ζημιά είχε γίνει. Οι παραγγελίες στη Γαλλία υποχώρησαν και το 1885 είπε σε φίλο του ότι σκεφτόταν να εγκαταλείψει τη ζωγραφική για να ασχοληθεί με τη μουσική ή τις επιχειρήσεις.

Γράφοντας για τις αντιδράσεις των επισκεπτών, η Judith Gautier έγραψε: «Είναι μια γυναίκα, μια χίμαιρα, η μορφή ενός μονόκερου που σηκώνει το κεφάλι του σε ένα οικόσημο, ή μήπως το έργο ενός ανατολίτη διακοσμητή για τον οποίο η ανθρώπινη μορφή είναι απαγορευμένη και ο οποίος, προσπαθώντας να ανακαλέσει μια γυναίκα, ζωγράφισε ένα απολαυστικό αραμπέσκ; Όχι, δεν είναι τίποτε από αυτά, αλλά η ακριβής εικόνα μιας σύγχρονης γυναίκας που σχεδιάστηκε από έναν ζωγράφο που είναι δάσκαλος της τέχνης του».

Η κυρία Χ που στην πραγματικότητα ήταν μια παντρεμένη γυναίκα, ελεύθερη όμως από τις προκαταλήψεις και τις συμβατικότητες της εποχής, και που ο Σάρτζεντ είχε ζωγραφίσει εμπνευσμένα την αύρα της με μπόλικο υπαινικτικό αισθησιασμό θα μπορούσε να είναι μια από τις δύο ερωμένες του ντ’ Ανούντσιο στο μυθιστόρημά του.

 

Η Ηδονή [συνέχεια]

 

«Σ’ εκείνο το ανάλαφρο χάδι υπήρχε τόση λατρεία, που για την ψυχή του ήταν σαν ροδοπέταλο όταν πέφτει μέσα σε ξέχειλο ποτήρι. Κι έτσι ξεχείλισε το πάθος του. Τα χείλη του έτρεμαν κάτω από το συγκεχυμένο κύμα λέξεων που δε γνώριζε, που δεν μπορούσε να προφέρει. Ένιωσε ένα βίαιο και συνάμα θεϊκό αίσθημα, σαν να ξεπηδούσε μια νέα ζωή μέσα από το κορμί του.[…]

Κι ένα ρίγος τη διαπέρασε κάτω από τα βαριά σκεπάσματα.

Μόλις ο Αντρέα έκανε να της ξαναπιάσει το χέρι, εκείνη τον παρακάλεσε…

“Όχι… Έτσι, μείνε έτσι! Μου αρέσεις!”

Τον έσπρωξε από τον κρόταφο, αναγκάζοντάς τον να ακουμπήσει το κεφάλι στην άκρη του κρεβατιού έτσι ώστε να νιώσει στο μάγουλό του το γόνατό της. Τον κοίταξε για λίγο, συνεχίζοντας να του χαϊδεύει το κεφάλι· και με μια φωνή που λίγωνε από τέρψη, ενώ ανάμεσα στα βλέφαρά της περνούσε κάτι σαν λευκή λάμψη, πρόσθεσε, τραβώντας τα λόγια της: “Πόσο μου αρέσεις!”.[…]

“Ξανά!” ψιθύρισε ο εραστής που έλιωνε από το πάθος, από τα χάδια της, από τη σαγήνη της φωνής της. “Ξανά! Πες μου το ξανά! Μίλα μου!”

“Μου αρέσεις!” επαναλάμβανε η Έλενα, βλέποντάς τον να την κοιτάζει στα χείλη και ίσως γνωρίζοντας τη λαγνεία που απέπνεε με εκείνη τη λέξη. Κι ύστερα σώπασαν και οι δύο. Ο ένας ένιωθε την παρουσία του άλλου να κυλά μέσα στο ίδιο του το αίμα ώσπου να γίνει η ίδια του η ζωή. Μια βαθιά σιωπή απλωνόταν στο δωμάτιο· η Σταύρωση του Γκουίντο Ρένι προσέδιδε ευλάβεια στη σκιά που σκόρπιζαν οι κουρτίνες· ο αχός της Ρώμης ακουγόταν σαν το μουρμουρητό κάποιου μακρινού κύματος.

Και τότε, με μια απρόσμενη κίνηση, η Έλενα ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, έσφιξε στα χέρια της το κεφάλι του νέου και τον τράβηξε κοντά της, αναστέναξε από πόθο, τον φίλησε, ξάπλωσε πίσω και του παραδόθηκε.

Μα έπειτα μια απέραντη θλίψη την κυρίευσε· την κατέβαλε αυτή η σκοτεινή μελαγχολία που κρύβεται πίσω από κάθε ανθρώπινη ευτυχία, σαν το γλυφό νερό που κυλά στις εκβολές κάθε ποταμού. Έμεινε ξαπλωμένη με τα χέρια της έξω από την κουβέρτα, που κρέμονταν στα πλάγια, σαν άψυχα, και το μόνο που τα έκανε να σαλεύουν κάθε τόσο ήταν ένα ανάλαφρο σκίρτημα· κοιτούσε τον Αντρέα, με μάτια ορθάνοιχτα, με βλέμμα σταθερό, ασάλευτο, αβάσταχτο. Ένα ένα τα δάκρυά της άρχισαν να αναβλύζουν και να κυλούν σιωπηλά στα μάγουλά της.[…]

Εκείνη έσφιγγε δυνατά τα δόντια και τα χείλη για να πνίξει τους λυγμούς της.

“Τίποτα. Αντίο. Άφησέ με, σε παρακαλώ! Θα με δεις αύριο. Πήγαινε τώρα”.

Η φωνή της και η κίνησή της ήταν τόσο ικετευτικές, που ο Αντρέα υπάκουσε».

 

 

Ο ήρωας της Ηδονής Αντρέα Σπερέλι…

 

Από το έργο του ντ’ Ανούντσιο απουσιάζει παντελώς η ασχήμια. Ενώ η ηδυπάθεια, η λαγνεία, ο κυνισμός, ο εγωτισμός χαρακτηρίζουν τους ήρωές του.

Η Ηδονή είναι ένα σκοτεινό μυθιστόρημα που δεν ενδιαφέρεται για την ηθική όπως τα έργα του Σαντ και οι Επικίνδυνες Σχέσεις του Λακλό.

Στο τέλος μετά από τόσους και τέτοιους έρωτες, τόσο πάθος ο ναρκισσιστής ήρωας Αντρέα καταλήγει μόνος σ’ έναν κόσμο χωρίς αξίες, κενό και ρημαγμένο από τον ηδονισμό.

 

Ο παραληρηματικός εθνικισμός του ντ’ Ανούντσιο

 

 

Ο συγγραφέας του εξίσου ναρκισσιστική προσωπικότητα με τον ήρωά του εθνικιστής ως το κόκαλο, ενθουσιώδης μέχρι υστερίας, αρρωστημένα εγωτιστής, εισέβαλε στις 12 Σεπτεμβρίου 1919, επικεφαλής μιας παραστρατιωτικής ομάδας δύο χιλιάδων φανατικών ομοϊδεατών του, στην πόλη του Φιούμε (σημερινή Ριέκα της Κροατίας) μήλο της έριδος τότε ανάμεσα στην Ιταλία και τη Γιουγκοσλαβία. Αυτοαναγορεύτηκε “Αρχηγός” (Duce) της Αντιβασιλείας του Καρνάρο  η επέβαλε μέτρα φασιστικής εμπνεύσεως στην περιοχή, αλλά ανατράπηκε από την ιταλική κυβέρνηση, τον Δεκέμβριο του 1920.

Λίγο μετά από το κωμικοτραγικό εγχείρημά του, ένας άλλος αρρωστημένος εθνικιστής θα καταλάμβανε την εξουσία, ο Μπενίτο Μουσσολίνι, που τίμησε τον Ντ’ Αννούντσιο με τίτλους και αξιώματα για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα του, αλλά τον ήθελε πολιτικά αφοπλισμένο.

Μετά από αυτή την περιπέτεια  ντ’ Ανούντσιο γέρασε πρόωρα κι έζησε τα υπόλοιπα δεκαοκτώ χρόνια που του απέμεναν παροπλισμένος πολιτικά, και κοινωνικά αποσυρμένος σε χρυσό κλουβί, στη βίλα του στο Καρνιάκο κοντά στη Ριβιέρα.

Ο Τζόυς, ο Μπρεχτ κι ο Μούζιλ θαύμαζαν το λογοτεχνικό του έργο.

Σε ένα άρθρο του περιοδικού Time, ο κριτικός Robert Hughes εξήρε τον Σάρτζεντ  ως «τον ασυναγώνιστο χρονικογράφο της ανδρικής δύναμης και της γυναικείας ομορφιάς σε μια εποχή που, όπως και η δική μας, και οι δύο είχαν υπερτιμηθεί».

Ο Καμίλ Πισαρό έγραψε ότι «δεν είναι ενθουσιώδης αλλά μάλλον καλός ερμηνευτής».

Μέχρι το θάνατό του, είχε απορριφθεί ως αναχρονιστής, ένα απομεινάρι της αμερικανικής χρυσής εποχής που δεν συμβάδιζε με τις επικρατούσες τάσεις στην Ευρώπη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Elizabeth Prettejohn υποστηρίζει ότι η πτώση της φήμης του Σάρτζεντ οφειλόταν εν μέρει στην άνοδο του αντισημιτισμού και τη συνακόλουθη δυσανεξία απέναντι στους “εορτασμούς της εβραϊκής ευημερίας”. Έχει υποστηριχθεί ότι τα εξωτικά χαρακτηριστικά που υπήρχαν στο έργο του από το 1890 προσέλκυαν τη συμπάθεια των Εβραίων πελατών. Ο ίδιος άλλωστε ήταν μισός Εβραίος.

Πάντως το έργο του Σάρτζεντ που περιλαμβάνει πολλές ακουαρέλες, τοιχογραφίες που βρίσκονται στη Βοστώνη, σχέδια και σπουδές είναι σήμερα δημοφιλές και βρίσκεται στα μεγάλα μουσεία του κόσμου, ενώ τα λεξικά και οι ιστορίες τέχνης έχουν πλούσιες αναφορές σε αυτό.

Ο ντ’ Ανούντσιο έχει καταλάβει πλέον μια αξιοζήλευτη θέση στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, αντίθετα με την φασιστική εποχή οπότε η στρατευμένη στην Αριστερά  κριτική [Μοντάλε, Βιτορίνι, Παβέζε, αλλά και ο Μπενεντέτο Κρότσε που τον κατηγόρησε για «ψυχικό ερασιτεχνισμό», ηθική κενότητα και ακραία επιτήδευση] είχε σιγήσει.

 

Βοηθήματα:

-Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο, η Ηδονή, μτφρ, Δήμητρα Δότση, Ψυχογιός, 2019 & σε μετάφραση Ηλιοφώτιστης Παπαστεφάνου και επιμέλεια Μαρίας Σπυριδοπούλου και επίμετρο Κατερίνας Καρακάση από τις εκδόσεις Printa, 2011
-Απόστολου Σαχίνη, ο Gabriele d’ Annunzio στο Η πεζογραφία του Αισθητισμού, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1981
-Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Λεξικό τέχνης και καλλιτεχνών, β’ τόμος, μτφρ. Κατερινα Φρουζάκη, Νεφέλη, 1998

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.