«Η κοινωνία, ξεσκισμένη (σαν τα φύλλα τετραδίου) από τον πόλεμο και με το άγχος ν’ ανοίξει δρόμο με οποιοδήποτε μέσο και να ζήσει την υπεσχημένη και τόσο πολλά υποσχόμενη ανασυγκρότηση, πάσχιζε να πάρει τα πάνω της, να σταθεί στα πόδια της. Η ζωή, δόξα τω Θεώ, ξανάρχιζε. Κι όταν η ζωή ξαναρχίζει -το ξέρουμε δα-, δεν κοιτάζει τίποτα και κανέναν καταπρόσωπο». Από τον κήπο των Φίντζι Κοντίνι
«Σε αυτό το βιβλίο [τον κήπο των Φίντζι- Κοντίνι…] υπάρχει το μήνυμά μου στην Ευρώπη, το βαθύ νόημα της ηθικής και πολιτικής δέσμευσής μου».
Αν θελήσει κάποιος να μιλήσει για τον Τζόρτζιο Μπασάνι [1916-2000] δεν έχει παρά να τονίσει αρχικά την αντιφασιστική του ιδεολογία και δράση, που εξαιτίας της συνελήφθη το 1943, αλλά απελευθερώθηκε με την πτώση του Μουσολίνι στις 26 Ιουλίου. Ταυτόχρονα πρέπει να επισημάνει την εβραϊκή του καταγωγή. Και το πλαίσιο μέσα στο οποίο στο οποίο έζησε τα παιδικά του χρόνια και ολόκληρη τη νεότητά του- τη ζοφερή εποχή του φασισμού. Όταν ο Μουσολίνι πραγματοποιεί την Πορεία στη Ρώμη και απαιτεί και τα καταφέρνει εξαιτίας της ανοχής που αντιμετωπίζει να πάρει την εξουσία, ο Τζόρτζιο είναι μόλις έξι χρόνων. Το 1938, έτος ψήφισης των φυλετικών νόμων είναι 22 χρόνων και το επόμενο έτος έναρξης του πολέμου παίρνει το πτυχίο του από τη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου της Μπολόνια. Το 1945 μετά τη συμμετοχή του ως παρτιζάνος στην Αντίσταση φεύγει από την γενέτειρά του τη Φεράρα, όπου έζησε ως τότε όλα αυτά τα γεγονότα που αναφέραμε και εγκαθίσταται στη Ρώμη. Το 1943 παντρεύεται την ομόδοξή του Βαλέρια Σινιγκάλα. Η Φεράρα θα είναι ο τόπος που θα τον σημαδέψει. Είναι εκτός των άλλων και ο τόπος και ο χρόνος του παράδεισου της παιδικής ηλικίας, αν και στιγματισμένος από την κόλαση που πλησιάζει και που ο έφηβος Τζόρτζιο προσπαθεί να ξεδιαλύνει. Η Φεράρα, αυτή η πανέμορφη αναγεννησιακή πόλη που γειτονεύει με την μεγαλύτερή της Μπολόνια θα γίνει το μόνιμο θέατρο του έργου του. Απόδειξη το Μυθιστόρημα της Φεράρας [1974], όπου πρωταγωνιστούν η πόλη και οι άνθρωποί της με τα πάθη και τους καημούς τους, αλλά και τις κακίες, την ποταπότητα και τις μικρότητές τους. Τα κείμενα που το συνθέτουν είναι τα εξής:
Εντός των τειχών
Λίντα Μαντοβάνι
Ο περίπατος πριν από το δείπνο
Αναμνηστική πλάκα στη βία Ματσίνι
Τα τελευταία χρόνια της Κλέλιας Τρότι
Μια νύχτα του ’43
Τα χρυσά γυαλιά
Πίσω από την πόρτα
Ο ερωδιός
Η μυρωδιά του κομμένου χόρτου
Δύο παραμύθια
Συμπληρωματικές ειδήσεις για τον Μπρούνο Λάτες
Ραβένα
Les Neiges d’ Antan
Τρεις απόλογοι
Εκεί πέρα, στο τέρμα του διαδρόμου
Και φυσικά το αριστουργηματικό Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι [1962] που εξέδωσε ο Εϊνάουντι και κέρδισε το βραβείο Βιαρέτζιο. Ο αφηγητής αυτού του έργου αντιπαραθέτει δύο εβραϊκές οικογένειες φεραρέζων, τη δική του που ανήκει στη μεσαία τάξη και την περίκλειστη κι απομονωμένη και παρηκμασμένη αριστοκρατική οικογένεια του τίτλου που εξοντώνεται από τους Ναζί. Τα πραγματικά στοιχεία λένε πως εξοντώθηκαν 90 από τις συνολικά από τις 300 οικογένειες που ευημερούσαν παλιότερα στη Φεράρα. Κατά τα λοιπά το μυθιστορηματικό στοιχείο που συνέχει τους ήρωες είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας του νεαρού αφηγητή προς την κόρη της οικογένειας. Υπάρχει ακόμη ο αδελφός της ομοφυλόφιλος και άρρωστος. Το θέμα της ομοφυλοφιλίας είναι το δεύτερο μετά τον αντισημιτισμό που απασχολεί τον Μπασάνι και οδηγεί τον ομοφυλόφιλο γιατρό του μυθιστορήματος Τα Χρυσά γυαλιά στην ταπείνωση και τον αφανισμό εξαιτίας του κοινωνικού αποκλεισμού που επιβάλλει η κοινωνία απέναντί του όταν ο πριν δημοφιλής ωτορινολαρυγγολόγος Φαντιγκάτι τολμά να εκδηλώσει τα αισθήματά του προς κάποιον κυνικό νεαρό που τον εκμεταλλεύεται.
Η λήθη που οι Φεραρέζοι εβραίοι και μη επιθυμούν μετά τον Αρμαγεδδώνα, αφού και οι εβραίοι συντάχθηκαν με τον φασισμό δίνοντας του λευκή επιταγή ή την ανοχή τους και σε αρκετές περιπτώσεις των μη εβραίων αναπτύχθηκαν καιροσκοπικές και κομφορμιστικές συμπεριφορές, δεν επιτεύχθηκε πράγμα που επέτρεψε στον Μπασάνι να κινηθεί μεταξύ μικροϊστορίας και μεγαλοϊστορίας επιτρέποντας του να παίξει ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό μ’ έναν πολύ επιτυχημένο τρόπο και χωρίς να καταφύγει σε εξάρσεις και μεγαλοστομίες ή ξεπερασμένα μυθιστορηματικά στερεότυπα. Χαμηλόφωνος και συνομιλητικός ο τρόπος της αφήγησης – όπως υπογραμμίζει ο μεταφραστής του Μυθιστορήματος της Φεράρας Γιώργος Κεντρωτής – χωρίς γραμμική έκθεση των γεγονότων που «βρίθει ασυνεχειών, ασύνδετων και ανακόλουθων». Η ποιητικότητα του κειμένου κερδισμένη από την εποχή που ο συγγραφέας έγραφε ποιήματα, ο λόγος του συνθετικός, μακροπερίοδος, ο τόνος ελεγειακός έτσι που να μην αποφεύγει κανείς να φέρει στο νου του τα επιβεβαιωμένα πρότυπά του τον Χένρυ Τζαίημς και τον Μαρσέλ Προυστ.
Είναι εμφανής επίσης η κινηματογραφική ματιά για να μην πούμε δομή των Φίντζι- Κοντίνι που απομονώνει πράγματα και στιγμές αναδεικνύοντάς τις και φέρνοντάς τις στο προσκήνιο. Κάπου παραμονεύει διακριτικά μια κάμερα που στα χέρια του Ντε Σίκα έγινε το κινηματογραφικό αντίστοιχο του Κήπου… [1970] και στα χέρια του Μοντάλντο τα Χρυσά γυαλιά.
Ο Μπασάνι συμμετείχε αρχικά στο σενάριο του Κήπου, έχοντας τεράστια κινηματογραφική παιδεία και φυσικά το ίδιο το μυθιστόρημά του, αλλά διαφώνησε και απέσυρε τη συμμετοχή του. Ίσως μάλιστα να είχε δίκιο, αφού ο Ντε Σίκα κράτησε το βασικό μύθο, τη μικροϊστορία δηλαδή, και φώτισε ποιητικά τις εικόνες του, αλλά δεν έδωσε την πολυεπίπεδη συνθετικότητά του, κάτι που ήταν ίσως εγγενώς αδύνατο.
Ένα άλλο σύντομο μυθιστόρημα του ίδιου κύκλου το Πίσω από την πόρτα μιλά πάλι σε πρώτο πρόσωπο ο αφηγητής χρησιμοποιώντας το ιδίωμα των γυμνασιόπαιδων για την οδυνηρή του ενηλικίωση. Ένας συμμαθητής του στον οποίο φέρθηκε πολύ φιλικά αποδεικνύεται πως τον συκοφαντεί και τον υπονομεύει με τον χειρότερο τρόπο και επιπλέον όταν το πληροφορείται δεν αντιδρά, αλλά δέχεται το γεγονός παθητικά.
Η μελαγχολία διατρέχει όλες τις διηγήσεις του αφηγητή. Το υλικό του έργου πραγματικά οδυνηρό αντί να τον κάνει να εκτροχιαστεί καταφέρνει να το χειριστεί με μεγάλη μαεστρία καθιστώντας το πραγματικό αριστούργημα.
Σ’ ένα τελευταίο κείμενο με τον ποιητικό τίτλο Εκεί πέρα, στο τέρμα του διαδρόμου αποκαλύπτει πως το πρώτο πεζό τη Λίντα Μαντοβάνι τo δούλεψε επί είκοσι ολόκληρα χρόνια γράφοντας και σκίζοντας μέχρι να καταφέρει να βρει το ρυθμό του. Το ύφος του έργου του απατηλά απλό χρειάστηκε πολύ μόχθο. Και φυσικά σ’ αυτό το αυτοβιογραφικό πεζό λέει πόσο ζήλευε τον Σολντάτι, τον Μοράβια ή τον Πρατολίνι που «ήταν ικανοί να γράφουν εκατό εκατό τις σελίδες».
Οι προαναφερθέντες υπήρξαν φίλοι του όπως και ο Παζολίνι ή ο Καλβίνο. Υπήρξε σύμβουλος των εκδόσεων Φελτρινέλι, ενώ εκδόθηκε από τον Εϊνάουντι και τον Μονταντόρι και οι φεραρέζικες ιστορίες εκδόθηκαν το 1964 από τον Γκαλιμάρ, όταν άρχισε να γίνεται γνωστός και εκτός Ιταλίας. Κέρδισε βραβεία και διακρίσεις και συμμετείχε ενεργά στην πολιτική και πολιτιστική ζωή.
Τελικά ο Μπασάνι αναδείχθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ιταλούς συγγραφείς του μοντερνισμού, παρόλο που αρχικά αντιμετωπίστηκε από τους ομότεχνους ως μικρού βεληνεκούς συγγραφέας.
Πέθανε το 2000 σε ηλικία 84 ετών και ενταφιάστηκε στο Εβραϊκό Κοιμητήριο της Φεράρας της πόλης που ανέδειξε και τον ανέδειξε.
Βοήθημα: