Πάντα πίστευα πως τα βιβλία είναι ένα υλικό δύσκολα διαχειρίσιμο. Δεν μπορείς εύκολα να τα κουμαντάρεις. Δε μπορείς να τα κάνεις καλά. Έπειτα τα βιβλία έχουν κλειδί αθέατο, άφαντο πολλές φορές. Και δεν υπάρχει πασπαρτού που ξεκλειδώνει όλα τα κείμενα-κι ας λένε οι θεωρητικοί. Με λίγα λόγια ο αναγνώστης δεν είναι διαχειριστής κοινοχρήστων. Δεν εμπίπτουν στη συλλογιστική της λογιστικής. Δεν προσλαμβάνονται εύκολα, χωρίς κόπο και μόχθο. Πάντα πίστευα πως ο αναγνώστης είναι συνήθως ή ενίοτε εντελέστερος του συγγραφέα. Καλείται να τα βγάλει πέρα μ’ ένα σωρό βιβλία που κρύβουν τα κλειδιά τους στον πάτο των σελίδων τους.
Όταν μάλιστα τα βιβλία μιλάνε για πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα τότε η μετάλλαξή τους σε αξιανάγνωστο λογοτεχνικό ανάγνωσμα απαιτεί μεγαλύτερη μαεστρία.
Ο Γατόπαρδος [1958] του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα διαδραματίζεται σε ένα υπαρκτό ιστορικό πλαίσιο που έφερε και την πτώση μιας τάξης αυτής των αριστοκρατών και συνακόλουθα την άνοδο της αστικής τάξης, όπως διαφαίνεται άλλωστε μέσα απ’ το ειδύλλιο του αγαπημένου ανιψιού του Σικελού Πρίγκιπα ντι Σαλίνα, του γοητευτικού όσο και άφραγκου Ταγκρέντι, με την κόρη του άξεστου όμως βαθύπλουτου ντον Καλότζερο, την όμορφη Αντζέλικα. Η πλοκή είναι μάλλον υποτυπώδης, η αφήγηση είναι περισσότερο εσωτερική, ένας στοχασμός βουτηγμένος στην ειρωνεία αλλά και με τους αδιόρατους τόνους ρεμβασμού ανάμεικτου με μελαγχολία.
«Μέσα στη σκιά που μεγάλωνε, δοκίμασε να υπολογίσει πόσο χρόνο είχε ζήσει πραγματικά. Το μυαλό του μπερδευόταν ακόμη και με αυτούς τους απλούς υπολογισμούς: τρεις μήνες, είκοσι μέρες, σύνολο έξι μήνες, έξι επί οχτώ ογδόντα τέσσερα… σαράντα οχτώ χιλιάδες… 840.000… Συνήλθε. ‘’Είμαι εβδομήντα τριών χρόνων, χοντρικά έχω ζήσει, στην πραγματικότητα έχω ζήσει, δύο… τρία χρόνια, το πολύ’’. Και οι στενοχώριες, η ανία, πόσο διήρκεσαν; Ήταν περιττό να προσπαθήσει να το υπολογίσει: το υπόλοιπο, εβδομήντα χρόνια. Ένιωσε τα χέρια του να αφήνουν τους αγαπημένους του. Ο Τανκρέντι σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε… Δεν ήταν πια ένας ποταμός αυτό που ανάβρυζε από μέσα του, αλλά ένας ωκεανός, θυελλώδης, γεμάτος αφρούς και μανιασμένα κύματα… Μάλλον είχε πάθει μιαν ακόμη ανακοπή, γιατί ξαφνικά αντιλήφθηκε πως τον είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι – κάποιος του κρατούσε τον καρπό. Το αμείλικτο αντιφέγγισμα της θάλασσας έμπαινε από το παράθυρο και τον τύφλωνε – μέσα στο δωμάτιο ακουγόταν ένα σφύριγμα: ήταν το δικό του ψυχορράγημα αλλά δεν το ήξερε, μια μικρή ομάδα ξένων ανθρώπων έστεκαν γύρω του με προσηλωμένο το βλέμμα πάνω του και με φοβισμένη έκφραση. Άρχισε σιγά-σιγά να τους αναγνωρίζει: ο Τανκρέντι, η Κοντσέτα, η Αντζέλικα, ο Φραντσέσκο Πάολο, η Καρολίνα, ο Φαμπριτσιέτο. Αυτός που του κρατούσε τον καρπό ήταν ο γιατρός Καταλιότι. Δοκίμασε να του χαμογελάσει για να τον καλωσορίσει, αλλά κανείς δεν το κατάλαβε. Όλοι, εκτός από την Κοντσέτα, έκλαιγαν. Ακόμη και ο Τανκρέντι, ο οποίος έλεγε: «Θείε μου, αγαπημένε μου θείε!»
Οικόσημο των Λαμπεντούζα είναι η λεοπάρδαλη ένα ευγενές αιλουροειδές που τον 19ο αιώνα ήταν υπό εξαφάνιση στη Σικελία, όπως ακριβώς το είδος του άντρα που σκιαγραφείται στο πρόσωπο του Πρίγκιπα ντι Σαλίνα, ενός ανθρώπου που βλέπει τις ιστορικές εξελίξεις να τον ξεπερνούνε, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα για να τις ανατρέψει – αφού πρόκειται για την ίδια την Ιστορία – και μια νέα τάξη χυδαίων νεόπλουτων αναδύεται και παίρνει τα ηνία.
«Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα ν’ αλλάξουν». Αυτή η πιο διάσημη αλλά και η πιο μεταχειρισμένη φράση από το βιβλίο – αφού δημοσιολόγοι και αρθρογράφοι την έχουν χρησιμοποιήσει ακόμα και στην δεκαετή οικονομική κρίση ή στην πανδημία – είναι η ευφυής σκέψη του πρίγκιπα προκειμένου, αν όχι να ανατρέψει, τουλάχιστον να καθυστερήσει, τον εκφυλισμό και συνακόλουθα την πτώση της τάξης του. Αλλά αυτή η αποστροφή δε στάθηκε αρκετή για ν’ ανακόψει κάτι που νομοτελειακά θα συνέβαινε.
Στο ιστορικό φόντο κυριαρχεί η εποχή του Risorgimento, η επανένωση δηλαδή της Ιταλίας από τον Γαριβάλδη και τα στρατεύματά του ανάμεσα στα 1860 και 1871, οπότε και οι Βουρβόνοι απέσπασαν τη Σικελία.
Πηγή έμπνευσής για το μυθιστόρημα αποτέλεσε ο προπάππος του συγγραφέα – αν και στην πραγματικότητα ο Γατόπαρδος είναι η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του Λαμπεντούζα.
Ο Πρίγκηπας αποκαρδιωμένος σκεφτόταν: «Όλα αυτά δεν θα έπρεπε να διαρκέσουν για πολύ ακόμη. Και όμως θα διαρκέσουν για πάντα∙ πάντα, σύμφωνα με τους ανθρώπινους νόμους, σημαίνει ένα δύο αιώνες… έπειτα θα αλλάξουν όλα, αλλά προς το χειρότερο. Εμείς ήμασταν οι Γατόπαρδοι, οι Λέοντες∙ εκείνοι που θα μας αντικαταστήσουν θα είναι τα τσακάλια, οι ύαινες∙ κι όλοι μαζί, Γατόπαρδοι, τσακάλια και πρόβατα, θα εξακολουθήσουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε το άλας της γης».
Ο απαισιόδοξος αυτός στοχασμός βασίζεται στη χρονική απόσταση που χωρίζει τον συγγραφέα από τα αναπότρεπτα ιστορικά γεγονότα που σηματοδότησαν την πτώση των ομοίων του. Ο Λαμπεντούζα φαίνεται να πιστεύει πως εκ των πραγμάτων η ιστορία σημαδεύεται από μια διαδοχή, ένα δίπολο ακμής και παρακμής κι όχι προόδου και οπισθοδρόμησης.
«Η έπαυλη της οικογένειας Σαλίνα πριν ογδόντα χρόνια είχε αποτελέσει τόπο συνάντησης εκείνων των σκοτεινών απολαύσεων που είχαν διασκεδάσει τον ετοιμοθάνατο δέκατο όγδοο αιώνα∙ η αυστηρή βασιλεία όμως της Πριγκίπισσας Καρολίνας, η νεοθρησκευτικότητα της Παλινόρθωσης, ακόμη και η μειλίχια σαρκική φύση του ίδιου του Ντον Φαμπρίτσιο, είχαν σβήσει τα αλλόκοτα παραπτώματά του∙ τα πουδραρισμένα μικρά δαιμόνια είχαν τραπεί σε φυγή. Ήταν ακόμη παρόντα, βέβαια, αλλά σε λήθαργο. Είχαν πέσει σε χειμερία νάρκη, κάτω από σωρούς σκόνης, σε κάποια από τις σοφίτες του κολοσσιαίου κτιρίου. Ο ερχομός της όμορφης Αντζέλικα στην έπαυλη τα είχε κάπως ξυπνήσει, όπως ίσως θυμάται κανείς∙ αυτό όμως που ξαναζωντάνεψε στ’ αλήθεια τα θαμμένα ερωτικά ένστικτα του σπιτιού ήταν κυρίως ο ερχομός των δύο ερωτευμένων νέων. Τους έβρισκες παντού, αγνούς ίσως αλλά ιδιαίτερα ζωηρούς, σαν μυρμήγκια που έχουν ξυπνήσει από τον ήλιο. Η αρχιτεκτονική, η ροκοκό διακόσμηση με τις απρόβλεπτες καμπύλες έφερναν στο νου εκτάσεις γης και στητά στήθη. Κάθε εσωτερική πόρτα που άνοιγε θρόιζε σαν κουρτίνα ερωτικής κλίνης».
Και σε άλλο σημείο:
«Ο Πρίγκιπας δεν είχε εντελώς άδικο. Εκείνη την εποχή, οι συχνοί γάμοι μεταξύ εξαδέλφων, υπαγορευμένοι από τη σεξουαλική νωθρότητα και από κτηματικούς υπολογισμούς, η έλλειψη πρωτεϊνών σε μια διατροφή ήδη επιβαρημένη από την πληθώρα αμύλων, η παντελής απουσία καθαρού αέρα και άθλησης, είχαν γεμίσει τα σαλόνια μ’ ένα τσούρμο κορίτσια απίστευτα κοντά, αλλόκοτα μελαχρινά, ανυπόφορα τραυλά. Οι κοπέλες αυτές περνούσαν τον καιρό τους κολλημένες η μία πάνω στην άλλη, εκτοξεύοντας εν χορώ καλέσματα προς τους φοβισμένους νεαρούς∙ βρίσκονταν εκεί μόνο για να χρησιμεύσουν ως χρωματική αντίθεση στις τρεις τέσσερις υπέροχες υπάρξεις, όπως η ξανθή Μαρία – Πάλμα και η πανέμορφη Ελεονόρα Τζαρντινέλι, οι οποίες περνούσαν, γλιστρώντας σαν κύκνοι, πάνω σ’ ένα έλος γεμάτο βατράχια. Όσο περισσότερο τις κοίταζε τόσο περισσότερο εκνευριζόταν. Το μυαλό του, επηρεασμένο από τις πολλές ώρες μοναξιάς και από τις αφηρημένες σκέψεις, σε μια δεδομένη στιγμή τού προκάλεσε ένα είδος παραίσθησης: καθώς περνούσε μέσα από ένα μακρύ διάδρομο είδε μια πολυάριθμη αποικία εκείνων των πλασμάτων, μαζεμένων γύρω από ένα πουφ και νόμισε πως ήταν φύλακας ζωολογικού κήπου με καθήκον τη φύλαξη εκατό μαϊμούδων∙ περίμενε από λεπτό σε λεπτό να τις δει να αναρριχώνται στα πολύφωτα κι από κει να κρεμιούνται από τις ουρές τους και να λικνίζονται, δείχνοντας τα οπίσθια, πετώντας τσόφλια από φουντούκια στους ειρηνικούς καλεσμένους, τσιρίζοντας και τρίζοντας τα δόντια τους».
Η ειρωνεία σ’ αυτό το απόσπασμα σ’ όλο της το μεγαλείο μοιάζει να χρησιμοποιείται σαν λογοτεχνικό [αλίμονο!] αντιστάθμισμα – αφού δεν μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα – στην αναπότρεπτη καταστροφή.
Το 1860 – χρονικό σημείο έναρξης του Γατόπαρδου – αποτελούσε μια περίοδο μεταβατική για την αριστοκρατία της Σικελίας, που ήταν συνδεδεμένη με το καθεστώς των Βουρβώνων, που ηγεμόνευαν στο Βασίλειο των Δύο Σικελιών (1816-1860).
Γι’ αυτό και αρχικά ο Λαμπεντούζα σχεδίαζε όλο το έργο να διαδραματίζεται την ημέρα της άφιξης του Γκαριμπάλντι στη Σικελία, σε αντιστοιχία με τη χρονική διάρκεια μιας μέρας που διαδραματίζεται του ο Οδυσσέας του Τζόυς.
Ο Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα (Giuseppe Tomasi di Lampedusa, Παλέρμο, 23 Δεκεμβρίου 1896 − Ρώμη, 23 Ιουλίου 1957) ήταν Ιταλός συγγραφέας. Καταγόταν από μεγάλη αριστοκρατική σικελική οικογένεια, που η παράδοση θέλει να έχει βυζαντινές ρίζες. Το 1934, με τον θάνατο του πατέρα του, κληρονόμησε τους τίτλους του 12ου Δούκα της Πάλμα, του 11ου Πρίγκιπα της Λαμπεντούζα, του Βαρώνου του Μοντεκιάρο και της Τορέτα, και του Μεγιστάνα (Grande) Πρώτης Τάξης της Ισπανίας. Ήταν γιος του Τζούλιο Μαρία Τομάζι (1868-1934) και της Βεατρίκης Μαστροτζιοβάννι Τάσκα ντι Κουτό (1870-1946). Έμεινε μοναχοπαίδι, μετά τον θάνατο από διφθερίτιδα της μεγαλύτερης αδελφής του το 1897. Άρχισε το 1915 να σπουδάζει νομικά στη Ρώμη, αλλά δεν πήρε ποτέ πτυχίο αφού την ίδια χρονιά επιστρατεύθηκε και πήρε μέρος ως υπολοχαγός στην καταστροφική για τους Ιταλούς μάχη του Καπορέττο. Αιχμαλωτίσθηκε από τους Αυστριακούς και φυλακίσθηκε στην Ουγγαρία, δραπέτευσε όμως και γύρισε με τα πόδια στην Ιταλία.
Μετά τον πόλεμο ταξίδεψε πολύ με τη μητέρα του, με την οποία ήταν στενά συνδεδεμένος, μελέτησε ξένη λογοτεχνία και ήταν τότε που συνέλαβε την ιδέα του μελλοντικού του μυθιστορήματος, του Γατόπαρδου. Το 1932 νυμφεύθηκε στη Ρίγα μια Γερμανίδα της Λεττονίας, την Αλεξάνδρα Βολφ φον Στόμερζεε, φοιτήτρια της ψυχανάλυσης. Για χρόνια αντάλλασσαν επιστολές αφού ζούσαν χώρια, έτσι ο γάμος αποκλήθηκε ‘επιστολικός’.
Ο Λαμπεντούζα ήταν ένας σχολαστικός αριστοκράτης. Στα σκυλιά του μιλούσε σε διαφορετική γλώσσα στο καθένα. Έμοιαζε, λένε, με «τεράστιο αφηρημένο αιλουροειδές».
Για τον Εουτζένιο Μοντάλε ήταν ένας σνομπ με την πλήρη έννοια του όρου.
Είναι γνωστό πως απεχθανόταν το μελόδραμα και την ιταλική όπερα «την οποία θεωρούσε βάρβαρη τέχνη», ισχυρίζεται ο Χαβιέρ Μαρίας και υπογραμμίζει πως στην ουσία απεχθανόταν οτιδήποτε μη υπαινικτικό. Ενώ το πιο αγαπημένο του έργο ήταν το Με το ίδιο μέτρο τουΣαίξπηρ. Από τα σονέτα του ξεχώριζε το υπ’ αριθμόν 129:
«Μόνο σπατάλη της σποράς σ’ ένα π-αιδοίο ντροπής
Είν’ η λαγνεία η έμπρακτη. Πριν διαπραχθεί, η λαγνεία
Είν’ άπιστη και φονική, ένοχη, αιμοσταγής,
Αναξιόπιστη, άγρια, σκληρή, μια ασυδοσία.
Αμέσως την περιφρονείς μόλις την απολαύσεις·
Παράλογα την κυνηγάς κι αφού την αποκτήσεις,
Παράλογα τηνε μισείς, σα δόλωμα να χάφτεις
Βαλμένο εκεί επίτηδες για να παραφρονήσεις.
Παράφρων η επιδίωξη κι ή κατοχή της ίδια·
Το να την είχες, να την έχεις, να την θέλεις, βία·
Χάρμα είν’ όταν τη γεύεσαι, αφού γευθείς, σκουπίδια·
Πριν, προσδοκώμενη χαρά· μετά, μια φαντασία.
Τα ξέρουν όλοι αυτά καλά· κανείς καλά δεν ξέρει
Πώς να σωθεί πριν ο ουρανός στην κόλαση τον φέρει».
[Η μεταφράστρια Λένια Ζαφειροπούλου προσθέτει το εξής διαφωτιστικό σχόλιο:
(Για τον πρώτο στίχο)
Ο στίχος μπορεί να έχει εντελώς πνευματικό ή και ακραία σαρκικό νόημα, επειδή η λέξη waste ταυτίζεται ηχητικά με τη λέξη waist και επειδή spirit μπορεί να σημαίνει και «σπέρμα». […] Έτσι ο στίχος 1 μπορεί να σημαίνει: α΄. Η λαγνεία, όταν τη διαπράττεις, σου σπαταλά τις ζωτικές σου δυνάμεις και σ’ αφήνει έρημο και γεμάτο ντροπή. β΄. Η έμπρακτη λαγνεία δεν είναι παρά η εκσπερμάτιση μέσα σ’ ένα αισχρό αιδοίο.
(Για τον τελευταίο στίχο)
hell: Το αιδοίο στην αργκό της εποχής. Με την ίδια έννοια συναντά κανείς τη λέξη κόλαση στη δέκατη ιστορία της τρίτης μέρας από το Δεκαήμερο του Βοκάκιου].
Ο Γατόπαρδος ήταν το μοναδικό μυθιστόρημα του Λαμπεντούζα, και για το οποίο δεν ήταν σίγουρος αν ήταν καλό ή ένα σκουπίδι. Ο Λαμπεντούζα δεν έζησε σαν συγγραφέας, αφού σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής δεν έκανε τίποτα, καμιά εργασία – ήταν πλούσιος ακόμα και μετά την οικονομική του καταστροφή επειδή ήταν ολιγαρκής – εκτός από το ότι υπήρξε μανιώδης αναγνώστης και τρόφιμος βιβλιοθηκών. Άρχισε να γράφει ελάχιστα χρόνια πριν τον πρόωρο θάνατό του. Και εκτός από τον Γατόπαρδο το μείζον έργο του κατάφερε να γράψει ένα κείμενο για τον Μπάιρον και κάποια διηγήματα, από τα οποία ξεχωρίζει η Λίγεια. Ένα αινιγματικό διήγημα στο οποίο ο ήρωας ένα αυγουστιάτικο πρωινό ενώ απαγγέλει στίχους αναδύεται εμπρός του μια γοργόνα, η Σειρήνα Λίγεια, – και την ερωτεύεται. Για τρεις εβδομάδες κάνει έρωτα απολαμβάνοντας «… στοιχειώδη ηδονή, που είναι απαλλαγμένη και από την παραμικρότερη κοινωνική εμπλοκή». «Εκείνο το λάγνο κοριτσάκι, εκείνο το ανήμερο θηριάκι, υπήρξε, ακόμη, για μένα μια πάνσοφη Μητέρα, που και μόνο με την παρουσία της μου είχε ξεριζώσει πεποιθήσεις και ανατρέψει μεταφυσικές».
Ο Τομάζι ντι Λαμπεντούζα όχι μόνο δεν άσκησε το επάγγελμα του συγγραφέα – όπως και κανένα άλλο – αλλά και το αριστουργηματικό του μυθιστόρημα είχε τη θλιβερή τύχη να εκδοθεί ένα χρόνο μετά το θάνατό του, εξαιτίας της άρνησης – μεταξύ άλλων – του ‘γουρουνιού’ του μεγαλοεκδότη Μονταντόρι να το εκδώσει.
Ο Βισκόντι , ένας άλλος αριστοκράτης, εστέτ, αλλά αριστερός το γύρισε ταινία ‘αλλάζοντάς του τα φώτα’, όπως έκανε με όλες τις λογοτεχνικές μεταφορές στον κινηματογράφο, φτιάχνοντας το δικό του αριστούργημα.
Εντέλει ο Λαμπεντούζα ήταν κάποιος που υπέφερε από μοναξιά, δεν είχε καμιά φιλοδοξία, καμιά επιδίωξη και συμβούλευσε τον ανιψιό του «φυλάξου από τη σκληρότητα της καρδιάς».
Βοηθήματα:
-Χαβιέρ Μαρίας, Γράφοντας τις ζωές των άλλων, αποκαλυπτικά πορτρέτα συγγραφέων – μύθων, μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου, Πατάκης, 2014
– Giuseppe Tomasi di Lampedusa: Ο Γατόπαρδος, νέα αναθεωρημένη έκδοση, μετάφραση Μαρία Σπυριδοπούλου, Εκδόσεις Bell, 1999 & 2016-[εξαντλημένο]
[κυκλοφόρησε και σε εξαιρετική μετάφραση Κοσμά Πολίτη, που συγγραφικά του ταίριαζε πολύ, το 1971 από τις εκδόσεις Διογένης του Κώστα Κουλουφάκου] και
Λίγεια των Έδγαρ Άλαν Πόου, Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα & με πρόλογο του Φραντς Κάφκα [«η σιωπή των Σειρήνων»] μτφρ. Τζένη Μαστοράκη, Νάσος Βαγενάς, Στιγμή, 1996-