You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ζωρζ Σιμενόν,  ο πληθωρικός συγγραφέας

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ζωρζ Σιμενόν, ο πληθωρικός συγγραφέας

 

Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι

Σεφέρης

 

 

Ο Σιμενόν, θα λέγαμε, πως είναι το είδος εκείνο του συγγραφέα που κατάφερε να διατηρήσει μια σχετική ισορροπία ανάμεσα στο βίο και το έργο, αν και υπήρξε παθιασμένος άνθρωπος με πολλές αδυναμίες που ωστόσο κατάφερνε να έχει τον έλεγχο του εαυτού του και των επιδιώξεών του.

Έτσι κατάφερε να γευτεί και το αίμα και το μελάνι, κατά το σεφερικό στίχο.

Έζησε με το παραπάνω έρωτες παθιασμένους και υπερηφανευόταν πως όχι μόνο ήξερε να κατακτά μια γυναίκα, αλλά ήταν και ικανός εραστής.

Ο ίδιος ισχυριζόταν πως είχε κοιμηθεί με 10.000 γυναίκες, ενώ σύμφωνα με  μαρτυρίες απαιτούσε ερωτική συνεύρεση τουλάχιστον μια φορά τη μέρα όχι μόνο από την σύζυγο του, αλλά και από την γραμματέα και τις διάφορες ερωμένες του. Έμοιαζε σ’ αυτό με την ακατάβλητη ερωτική δραστηριότητα του δικού μας του Καραγάτση, όπως άλλωστε είχε γράψει η κόρη του.

Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι παρότι υπήρξε υπέρ το δέον πολύγραφος, σπανίως οι ιστορίες του φανερώνουν βιασύνη ή κόπωση, ειδικά αν υπολογίσει  κανείς ότι, όπως είχε παραδεχτεί ο ίδιος, πολλές από αυτές τις είχε γράψει  μεθυσμένος.

Αρχή του δεν ήταν να κρίνει και να κατακρίνει τον κόσμο αλλά να τον κατανοεί.

Ο Μαιγκρέ, ο πρώτος επαγγελματίας ντεντέκτιβ που επινόησε και που στηριζόταν στο ένστικτό του και στο τυχαίο δεν πίστευε και πολύ στη δικαιοσύνη, ούτε στην ενοχή με τον τρόπο που πιστεύει η τάχα τυφλή και άτεγκτη δικαιοσύνη και στην τιμωρία που επιβάλλει χωρίς να εξετάζει παρά μόνο την πράξη και όχι την προέλευση του ενόχου.

Λέει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή του: «Αν είχα γεννηθεί σε μια εργατική πολυκατοικία στα περίχωρα του Παρισιού θα γινόμουν βέβαια, όχι ο ‘εγκεφαλικός’ αναρχικός που είμαι, αλλά ένας αναρχικός βομβιστής και ίσως δολοφόνος». Υποστήριζε ακόμα πως αν ήταν 18 χρονών το Μάη του ’68 θα ήταν αριστεριστής γιατί οι ευρωπαίοι κομμουνιστές είναι πια αστοί. Και συνιστούσε πως προκειμένου να αποφύγουμε μια αιματηρή επανάσταση πρέπει να δώσουμε σε κάθε οικογένεια το σπίτι της και να εκχωρήσουμε σ’ αυτήν τους συνεταιρισμούς και τις τράπεζές μας.

Ήταν πάντα ενάντια στον εθνικισμό: «Η μητέρα μου ήταν μισή Ολλανδέζα μισή Γερμανίδα ο πατέρας μου μισός Γάλλος μισός Βαλλώνος. Παντρεύτηκα μια Καναδέζα. Κάποια από τα παιδιά μου γεννήθηκαν στην Αμερική. Λοιπόν ποιας εθνικότητας είμαι;»

Από την ώρα που αποφάσισε να απομακρυνθεί από την οικογένειά του, στην οποία μετά το θάνατο του πατέρα του κυριαρχούσε η αυταρχική παρουσία της μητέρας του μιας ξεπεσμένης αστής, ζυμώθηκε με όλες τις τάξεις της κοινωνίας του καιρού του. Έζησε σε πύργους αριστοκρατών που ήταν πελάτες του λογιστή πατέρα του και όταν εγκατέλειψε τις σπουδές του για να δουλέψει σαν δημοσιογράφος γνώρισε τον κόσμο των παράνομων στα καπηλειά και τα χαμαιτυπεία και συγχρωτίστηκε με αυτούς που θα χρησιμοποιούσε αργότερα σαν ήρωες στις ιστορίες του.

 

Ο Σιμενόν γεννήθηκε στον αριθμό 26 (σήμερα 24) της οδού Léopold της Λιέγης στις 13 Φεβρουαρίου 1903. Πατέρας του ήταν ο λογιστής ασφαλιστικής εταιρείας Ντεζιρέ Ζοζέφ Υμπέρ Σιμενόν και μητέρα του η Ανριέτ Μαρί Ελίζ Μπρυλλ. Την ιστορία γέννησής του ο Σιμενόν την κατέγραψε στη νουβέλα του Pedigree.

Το 1905 η οικογένεια μετακόμισε στον αριθμό 3 της οδού Παστέρ (σήμερα ο δρόμος ονομάζεται  Ζωρζ Σιμενόν) στη συνοικία Ουτρμέζ της πόλης και τον Σεπτέμβριο του 1906 απέκτησε το δεύτερο παιδί της, τον Κριστιάν, τον οποίο, προς μεγάλη απογοήτευση του Ζωρζ, υπεραγαπούσε. Το 1911 η οικογένεια μετακομίζει σε πολύ μεγαλύτερο σπίτι στο οποίο δέχονται οικότροφους, κυρίως φοιτητές διαφόρων εθνικοτήτων. Οι εικόνες από την εποχή αυτή μεταφέρονται στις νουβέλες Pedigree και Le Locataire.

 

Σε ηλικία τριών ετών ο Ζωρζ εγγράφηκε στο νηπιαγωγείο Σαιν Ζυλιέν, όπου έμαθε να διαβάζει, ενώ το 1908 φοίτησε στο Σαιν-Αντρέ ντε Φρερ, απ’ όπου αποφοίτησε το 1914. Τον Σεπτέμβριο του 1914, λίγο μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου γράφτηκε στο Κολλέγιο Ιησουϊτών Σαιν-Λουί. Με πρόσχημα την κακή κατάσταση της υγείας του πατέρα του, ο Ζωρζ διέκοψε τη φοίτησή του στο Κολλέγιο πριν ολοκληρώσει ούτε καν την πρώτη του τάξη. Άρχισε να εργάζεται περιστασιακά πότε σαν  αρτοποιός, πότε σαν πωλητής βιβλίων, αλλά το 1919 προσλήφθηκε στην τοπική εφημερίδα Gazette de Liège. Εξασκώντας αυτό το επάγγελμα, άρχισε να εξοικειώνεται με τη ζωή της πόλης του, την πολιτική, την εγκληματικότητα, τις αστυνομικές έρευνες και τις τεχνικές εξιχνιάσεως εγκλημάτων που χρησιμοποιούσε η αστυνομία.

Στην εφημερίδα έγραψε περίπου 150 άρθρα με το ψευδώνυμο “G. Sim”, ενώ παράλληλα έγραψε και κάπου 800 χιουμοριστικά κομμάτια με το ψευδώνυμο “Monsieur Le Coq” (ο κύριος πετεινός).

Τρία χρόνια αργότερα, όταν πέθανε ο πατέρας του (1922), αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Παρίσι, είχε ήδη ανακαλύψει ότι αυτό που του ταίριαζε περισσότερο ήταν το γράψιμο. Όταν γνωρίστηκε με την  Tigy έφυγαν μαζί για το Παρίσι. Εκεί εγκαταστάθηκαν στο 17ο Διαμέρισμα. Επέστρεψαν το 1923 στη Λιέγη για να παντρευτούν σε εκκλησία, ύστερα από επιμονή της μητέρας του, αν και ούτε αυτός ούτε η σύζυγός του ήταν θρήσκοι. Είχε εκδώσει ήδη την πρώτη του νουβέλα Au Pont des Arches, την οποία έγραψε το 1919 αλλά εκδόθηκε το 1921, πάλι με το ψευδώνυμο “G. Sim”.

Στο Παρίσι η νυκτερινή ζωή και οι ύποπτες συναναστροφές όπως και το κυνήγι του ποδόγυρου (διασημότερη κατάκτησή του λένε ήταν η Ζοζεφίν Μπέικερ) οδήγησαν το γάμο του με την Tigy σε διαζύγιο.

Archivbild des Schriftstellers Georges Simenon aus dem Jahre 1981. Simenon, Schoepfer des “Kommissar Maigret”, wird am Sonntag (13.2.) achtzig Jahre alt. (AP-Photo) 1981

 

Η παραγωγικότητά του ήταν πληθωρική: Έγραφε περίπου 80 σελίδες την ημέρα και, στο χρονικό διάστημα 1921 – 1933 είχε εκδώσει περίπου 200 βιβλία χρησιμοποιώντας 16 διαφορετικά ψευδώνυμα.

 

Το συνολικό συγγραφικό έργο του ανέρχεται σε περίπου 425 βιβλία, από τα οποία 136 είναι ψυχολογικές νουβέλες. Ο διάσημος Μαιγκρέ πρωταγωνιστεί σε 84 αστυνομικές ιστορίες.

Πολλά από τα βιβλία του μεταφράστηκαν σε  περίπου 50 γλώσσες και πούλησαν περί τα 600 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Αρκετά απ’ αυτά μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο σε τουλάχιστον 171 κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.

Μερικά από τα έργα του που μεταφράστηκαν στη γλώσσα μας είναι:

Ο ενοικιαστής, Ο τρελός της Μπερζεράκ, Οι δεσποινίδες, Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν, Ένοχη σιωπή, Γράμμα στο δικαστή μου, Ο Μαιγκρέ στη Νέα Υόρκη, Το μπλε δωμάτιο, 45ο υπό σκιάν, Ο κίτρινος σκύλος, Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν, Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ, Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ, Ο γάτος, Λίμπερτυ μπαρ, Το χιόνι ήταν βρώμικο, Οι διακοπές του Μαιγκρέ, Ο άνθρωπος από το Λονδίνο, Στριπτήζ, Ο ένοικος, Οι δαίμονες του πιλοποιού.

«Μεγάλωσα μέσα σ’ ένα οικοτροφείο όπου υπήρχαν Ρώσοι σπουδαστές» λέει στην ίδια συνέντευξη: «Άρχισα από τη ρωσική λογοτεχνία πριν γνωρίσω την ίδια τη γαλλική λογοτεχνία. Διάβασα Γκόγκολ, Τσέχοφ, Πούσκιν, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι πριν διαβάσω Μπαλζάκ και Φλομπέρ. Στη συνέχεια, παθιάστηκα με τον Ντίκενς και τον Κόνραντ. Στο τέλος, διάβασα τους Γάλλους συγγραφείς του τελευταίου αιώνα. Όμως πριν, είχα μελετήσει σαν καλός μαθητής τους κλασικούς».

Από την πρώιμη συγγραφική του δουλειά έβγαλε τόσο πολλά χρήματα, που το 1927 αγόρασε ένα πλοίο 5,5 μέτρα, το Ζινέτ, κάτι σαν γιοτ, και άρχισε τον γύρο της Γαλλίας από τα ποτάμια και τα κανάλια. Μέσα στο πλοίο ήταν η πρώτη του γυναίκα, η Τίγκι, η μαγείρισσά του, κι ένα δανέζικο σκυλί. Λίγο μετά πήρε άλλο πλοίο, πιο δυνατό, τον Οστρογότθο, για ταξίδια εκτός Γαλλίας. Όταν αυτό το πλοίο χρειάστηκε να σταματήσει σ’ ένα λιμάνι, το Ντελφτσίχ, στα σύνορα Ολλανδίας και Γερμανίας, για να καλαφατιστεί, βρήκε μια μαούνα, όπου εγκαταστάθηκε με τη γραφομηχανή του κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί.

Η μελαγχολία ήταν ό,τι πιο πολύ φοβόταν, όχι για τον εαυτό του, αλλά για τον κύριό του, τον Δον Κιχώτη ο πιστός Σάντσο: «η μεγαλύτερη τρέλα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος σ’ αυτή τη ζωή είναι ν’ αφήσει να πεθάνει τα καλά καθούμενα, χωρίς να τον σκοτώσει κανείς, ούτε άλλα χέρια να τον αποτελειώσουν παρά εκείνα της μελαγχολίας».

Τέτοια ήταν τα χέρια που έκαναν τον Σιμενόν να σταματήσει να γράφει – το 1972, 17 ολόκληρα χρόνια πριν το θάνατό του. Στην ουσία σταμάτησε και να χαίρεται τη ζωή. Η μοναδική κόρη του είχε αυτοκτονήσει. Η γυναίκα του τον θεωρούσε υπεύθυνο γι αυτό κι η ίδια μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία. Κι ο δεύτερος γάμος του απέτυχε. Κανένα παιδί του δεν έκανε οικογένεια.

Βαθιά απογοητευμένος πολύ καιρό πριν το σώμα του υποκύψει στο μοιραίο απομονώθηκε σ’ ένα πύργο που είχε αγοράσει στη Λωζάνη και πέθανε στις 4 Σεπτεμβρίου 1989 σε ηλικία 86 ετών.

 

-περιοδικό Διαβάζω, τχ. 202, 9/11/ 1988

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.