Μεγάλο εμπορικό κέντρο της μόδας καλωσόριζε ολόφωτο τους επισκέπτες του. Πλήθος κόσμου ανεβοκατέβαινε τις κυλιόμενες σκάλες ανάμεσα τους κι εκείνη σε μια περιπλάνηση χωρίς πρόγραμμα ανώνυμη και άγνωστη μεταξύ αγνώστων.
Χάζευε αφηρημένα τις φωτεινές πολύχρωμες ταμπέλες των καταστημάτων που προσπαθούσαν να μαγνητίσουν το βλέμμα των εν δυνάμει αγοραστών. Δεν ήταν βιτρίνα αυτό που είχε μαγνητίσει το δικό της βλέμμα. Ήταν ο άγνωστος άντρας απέναντι της που έσπρωχνε αναπηρικό αμαξίδιο. Έστρεψε αμέσως αλλού το βλέμμα της, ποτέ δεν το άφηνε να εστιαστεί σε κάποιον με ελαφρά ή βαριά αναπηρία. Μα τούτη τη φορά κάτι την έκανε να στραφεί και πάλι στον άγνωστο άντρα. Έμεινε ακίνητη, δυο μάτια την κάρφωναν -και δεν ήταν του άντρα- μάτια νεαρού κοριτσιού που έστελναν απεγνωσμένα μηνύματα. Δεν είναι δυνατόν ψέλλισε, είχε αναγνωρίσει το πρόσωπο, είχαν αναλάβει άπασες οι εφημερίδες και οι κάθε λογής εκπομπές της τηλεόρασης να κάνουν τις συστάσεις -τότε- συνοδεία ευφάνταστων επιθέτων συγκεκριμένου τοπικού προσδιορισμού.
Εκείνη… της Πάρου
Τα μάτια συνέχιζαν να την καρφώνουν.
Γιατί εκείνη;
Γιατί εδώ;
Μετά από τόσο καιρό;
Βλέμμα φορτωμένο άηχες λέξεις, ανείπωτες κραυγές, αναπάντητα ερωτήματα, πικρία, θυμό.
Ήθελε να φύγει, να βρεθεί μακριά από τα μάτια που την κάρφωναν ανελέητα. Μακριά από τα χείλη της άφωνης κατηγόριας που άκουγε μόνο εκείνη. Ζαλίστηκε κάθισε σε μια καρέκλα κι έκλεισε τα βλέφαρα, όταν τα ξανάνοιξε ο χρόνος είχε γυρίσει πίσω… Στο τότε.
Ήταν καλοκαίρι και ο ήλιος στραφτάλιζε στην θάλασσα, κάποια εσωτερική φωνή οδηγούσε τα βήματα της μακριά σ’ απόμερα βράχια σ’ εκείνη την κοπέλα που αγνάντευε τη θάλασσα ακούγοντας μουσική από το κινητό της.
Ήθελε να πάει κοντά της μα δεν πρόλαβε. Η μουσική έγινε γόος, η ‘ανθρώπινη’ φύση τιμωρός χωρίς αιτία, ο λύκος με προβιά προβάτου είχε ήδη ακονίσει τα σαρκοβόρα σαγόνια του, όρμησε ξαφνικά και μάτωσε το πρόβατο, τι κι αν αυτό προσπάθησε να ξεφύγει, ο λύκος πάντα θηρευτής αθώων προβάτων το άφησε εκεί μισοπεθαμένο κι έφυγε προς αναζήτηση άλλων προβάτων και άλλων λύκων θηρευτών.
Το πρόβατο μάτωσε.
Το πρόβατο έζησε.
Λαβωμένο πρόβατο.
«Να τα πούμε;»
Ο χρόνος είχε τρέξει πάλι…
Ήταν χειμώνας.
Ήταν Χριστούγεννα!
Κοίταξε γύρω της, Εκείνη…της Πάρου είχε φύγει, όχι και οι λύκοι, μασκαρεμένοι σε καλοκάγαθα πλάσματα καραδοκούσαν στις γωνιές. Κάτω από τη στολή του Άι Βασίλη πόσοι λύκοι άραγε να κρύβονταν διαλέγοντας το δικό τους αρνάκι;
Σηκώθηκε.
Χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος.
Ανάμεσα στους λύκους και τις ύαινες του κόσμου τούτου…
Τα βήματα τους ανάλαφρα μόλις που ακούγονταν να μην τρομάξουν πλησιάζοντας τα αθώα αρνάκια και το χαμόγελο τους να κρύβει απειλητικούς χαυλιόδοντες.
Καμώνονταν τους έντιμους οικογενειάρχες στη χώρα των λύκων, είχαν και τα λυκάκια τους μαζί, φιλόστοργοι γονείς.
***********
Ύστερα από καιρό, μήνες, χρόνια, στα γυρίσματα των εποχών εκείνα τα λυκάκια, μεγάλοι λύκοι πια θα συνέχιζαν την θύρα αθώων προβάτων και οι τηλεοράσεις θα πρόσθεταν καινούργιους προσδιορισμούς- Εκείνη της…Πάρου, θα ακολουθούσαν Αυτές της…Κω, της…Ίου, της…Ρόδου, της…Αθήνας, αυτές της…