Οι βαθιές αυλακιές των ρυτίδων της όλο και βάθαιναν στη σπουδή του χρόνου.
Κι εκείνη… Αχ, εκείνη είχε μια σχέση μίσους στα όρια της εμμονής με τους ‘παραμορφωτικούς’ όπως ισχυρίζονταν καθρέφτες του σπιτιού της, σπάνια άφηνε το βλέμμα της να εστιαστεί εντός τους, απέφευγε όλους τους φωτογράφους επαγγελματίες και μη και αμφισβητούσε την αλήθεια των φωτογραφιών τους, που δεν συμφωνούσε ποτέ με την προκατασκευασμένη δική της αλήθεια.
Κι όσο πλησίαζε στην αυγή μιας καινούργιας δεκαετίας, ίσως της τελευταίας της, προσπαθούσε ασθμαίνοντας να βρει τρόπο ν’ ακινητοποιήσει τον χρόνο, με συχνές επισκέψεις σε κέντρα αισθητικής ακριβοπληρώνοντας αδιαμαρτύρητα κρέμες ημέρας, νυκτός και αντιηλιακές, μάσκες ανόρθωσης ρυτίδων, μασάζ απέλπιδης ελπίδας σύσφιξης στο χαλαρωμένο ανεπιστρεπτί σώμα, με την ψευδαίσθηση πάντα πως θα κατάφερνε να γυρίσει τον χρόνο πίσω ή έστω πως θα μείωνε την ανεξήγητη γι αυτήν βιάση του. Επέμενε πεισματικά σ’ όλα αυτά κι ας βάθαιναν κι άλλο οι ρυτίδες και οι γκρίζοι κύκλοι κάτω από τα μάτια σκούραιναν ακόμη περισσότερο.
Όταν θα γεράσω μονολογούσε συχνά θα… Μα ήταν με το ένα πόδι ήδη εκεί κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί. Απέφευγε τις παρέες με συνομήλικες της, τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτές γελούσε ειρωνικά κι επέλεγε πάντα παρέες νεότερων γυναικών κι ας ήταν σαν την μύγα μες στο γάλα ανάμεσα τους.
Συχνά κατέφευγε στην ταξινόμηση παλιών φωτογραφιών της, τότε που η φρεσκάδα της αυθάδικης νιότης δεν εύρισκε ποτέ τον λόγο να σκεφτεί το μετά.
Οι άσπρες τρίχες είχαν κάνει την απρόσκλητη εισβολή τους στα πυρόξανθα μαλλιά της, μα λίγο την ένοιαζε, είχε τα δικά της όπλα άμυνας, οι βαφείς στα κομμωτήρια έκαναν πια θαύματα στα μεσήλικα κεφάλια, με ειδικότητα στις παντός είδους αποχρώσεις του ξανθού, και τα γυαλιά πρεσβυωπίας σπάνια έβγαιναν από τη θήκη τους παρουσία άλλων γυναικών.
Εκείνη έπαιρνε τα μέτρα της και εθελοτυφλούσε κατά πόσον ήταν τόσο αποτελεσματικά όσο πίστευε όλα αυτά στα οποία κατέφευγε. Μέχρι…
Μέχρι εκείνο το βράδυ σε μια από τις συχνές μοναχικές της αναδρομές στο παρελθόν μέσα από φωτογραφίες που σηματοδοτούσαν το τότε, βρέθηκε μπλεγμένη ανάμεσα σ’ ένα σωρό πολυχρησιμοποιημένους φακέλους και άχρηστα πια φιλμ, με έγχρωμες και ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Κόντευε να τελειώσει πια με τις θύμησες της ηλικιακής της άνοιξης, όταν έπιασε στα χέρια της ένα φάκελο που εξωτερικά δεν της θύμιζε κάτι. Τα δάχτυλα της βυθίσθηκαν βιαστικά εντός του και σαν δαγκάνες άρπαξαν έναν πάκο φωτογραφίες και τις έβγαλαν ανυπόμονα στο φως του σήμερα.
Ήταν μεγάλες έγχρωμες φωτογραφίες από την καλλιτεχνική ωριμότητα της. Τραβηγμένες και πάλι από επαγγελματία φωτογράφο για να διαφημιστεί η συμμετοχή της ως πρώτο βιολί σε μια σημαντική συναυλία. Έπιασε τον εαυτό της να σιγομουρμουρίζει νότες καθώς αποκάλυπτε την μια μετά την άλλη φωτογραφία. Όταν…
Όταν ξαφνικά σταμάτησε στην τελευταία. Σαν να είχε ανακαλύψει, αίφνης, το φίλτρο της αιώνιας νεότητας στο πρόσωπο που την κοίταζε μέσα από την φωτογραφία. Με βλέμμα που μαγνήτιζε άθελα του, ανεπαίσθητο χαμόγελο, και έντονα βαμμένα κόκκινα χείλη. Έμεινε να κοιτάζει την αποτύπωση μιας τυχαίας στιγμής σε μια φωτογραφία του εαυτού της απρόσμενα μαγεμένη από εκείνον.
Αύριο θα της αγοράσω κορνίζα, μονολόγησε αποφασιστικά.
Αύριο θα την βάλω δίπλα μου στο γραφείο.
Αύριο θα σκεπάσω όλους τους καθρέφτες στο σπίτι, και θα γίνει εκείνη ο καθρέφτης μου. Σ’ αυτόν θα βλέπω εμένα χωρίς ρυτίδες, χωρίς μαύρους κύκλους στα μάτια, χωρίς θαμπά ξεθωριασμένα από τις βαφές μαλλιά.
Συνέχισε να ζει κοιτάζοντας ώρες το είδωλο της ερωτευμένη με τον ίδιο της τον εαυτό. Περιμένοντας μάταια να συμβεί το ανείπωτο που λαχταρούσε, να γίνει ένα με τη φωτογραφία της ανεπίστρεπτης άνοιξης του ειδώλου της. Ένα είδωλο κι αυτή πριν το φθινόπωρο αποχωρήσει, αφήνοντας ελεύθερη την εισβολή του χειμώνα έξω από άψυχες φωτογραφίες και υποκατάστατα είδωλα.
Οι άυπνες νύχτες των προσπαθειών της νομοτελειακά θα τέλειωναν χωρίς ποτέ να το πετύχει, κι ο χειμώνας ήδη καραδοκούσε. Έπρεπε να τον προλάβει, να μην τον αφήσει να θαμπώσει την δισυπόστατη εικόνα της. Έπρεπε να βιαστεί.
Σηκώθηκε, πήγε προς το μπάνιο βγήκε κρατώντας ένα μικροσκοπικό μπουκαλάκι, ύστερα άνοιξε τη θήκη του βιολιού της, και γύρισε πάλι εκεί που δεν αξιώθηκε την ανίερη ένωση του έμψυχου με το άψυχο. Έπαιξε κρατώντας με τρεμάμενο χέρι το δοξάρι μια μελωδία αποχαιρετισμού, το μικροσκοπικό μπουκαλάκι κύλισε άδειο πια στο πάτωμα.
Την βρήκαν την άλλη μέρα να κρατάει αγκαλιά στο άψυχο κορμί της την κορνίζα.
Σε μια τελευταία προσπάθεια να ενωθεί μαζί της νικώντας τον χρόνο σε μια μόνιμη άνοιξη.