Έργα του νου μας είμαστε, αλλά μπορεί και όχι. Πάνω σε ένα κληρονομικό υπόστρωμα, χτίζουμε με το νου μας, αυτό που γίναμε ως τώρα. Επί ενός δεδομένου οικοπέδου οικοδομούμε. Η ευρηματικότητα παίζει κι αυτή ένα ρόλο, αλλά χρειάζεται απαραιτήτως την εμπειρία και λίγο διάβασμα στα διαλείμματα. Ενίοτε βοηθούν οι συλλογικότητες, η βοήθεια και η ώθηση από την ομάδα, με την προϋπόθεση ότι το σύνολο σημαδεύει στον ίδιο στόχο. Κάποια διακοσμητικά στοιχεία προσθέτουν οι κοινωνικές γνωριμίες. Όμως, καμιά φορά, όταν δεν υπάρχουν ισχυρά αντισώματα, το όλο οικοδόμημα το χτίζουν άλλοι πάνω στο δικό μας πνευματικό οικόπεδο. Τότε έχουμε την ψευδή εντύπωση ότι καταφέραμε να εισέλθουμε στο κλαμπ των ισχυρών, αλλά αντιθέτως οι ισχυροί μάς χρησιμοποιούν για να πατήσουν επί πτωμάτων. Προχωράμε συνήθως ενστερνιζόμενοι ιδέες, τις οποίες υποστηρίζουμε με πάθος ως νεοφώτιστοι, αλλά οι λοξές ιδέες που χτίζουν τη σαθρή πραγματικότητα, μας παρασύρουν στη χλεύη ή την ανυπαρξία και -για να μην το πάρουμε χαμπάρι- μας απονέμουν βραβεία, άριστα δέκα και εύγε, μόνο και μόνο για να συνεχίσουμε υπό τον ζυγόν της επίπλαστης οικονομικής αντοχής και κοινωνικής «αναγνώρισης».
Νομίζουμε ότι έχουμε απόψεις, αλλά τελικά οι απόψεις μας είναι προσόψεις, που φτιάχτηκαν ερήμην μας ή ακόμα χειρότερα τις φτιάξαμε οι ίδιοι, έτσι ώστε να αρέσουμε στο «περιβάλλον».
Σε όλους τους χώρους, που διαφημίζονται στη δημόσια ζωή, τα ίδια φαινόμενα. Στα κόμματα, στην τηλεόραση, στην τέχνη που υπερπροβάλλεται στα πρωινάδικα. Μετά όλοι απορούν και αναρωτιούνται «Γιατί όλη αυτή η βαρβαρότητα;» «Πού πάει ο κόσμος;»
Βέβαια η ερώτηση αφορά στον δικό μας κόσμο, τον ευρωπαϊκό, γιατί ο άλλος κανέναν δυτικό δεν ενδιαφέρει ουσιαστικά, αυτόν τον άλλο κόσμο τον καταδίκασε η μοίρα του να γεννηθεί αλλού. Μέσα στην πείνα, την εξαθλίωση, τις απειλές πολέμου, τον πόλεμο τον ίδιο.
Εμείς, μέσα σε αυτή την παγκόσμια στρεβλότητα, έχουμε, ή νομίζουμε ότι έχουμε, την ελευθερία του Διαδικτύου, την ασυδοσία να υποστηρίζουμε δημοσίως τις απόψεις μας και μάλιστα να φαίνεται ότι γίνεται δημόσιος διάλογος, αφού οποιοσδήποτε μπορεί να μας απαντήσει και να υποστηρίξει τις δικές του απόψεις. Τότε λοιπόν εκεί, αποκαλύπτεται η κενότητα της διαδικασίας· γιατί, τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Ελάχιστα μετατοπίζονται οι “απόψεις”, με τη συμβολή αυτού του «διαλόγου». Οι περισσότεροι συνεχίζουν να υποστηρίζουν με πάθος την ήδη διαμορφωμένη άποψή τους και πολλές φορές ανάβουν τα αίματα και εμφανίζονται χυδαίες αντιπαραθέσεις, χωρίς καμία συναίσθηση ότι όλο αυτό το μάταιο δημόσιο άθλημα τίποτα δεν προσθέτει στην εξέλιξη της ευμάρειας του πνεύματος.
Δεν έχουν καταλάβει ότι ανεπαισθήτως στρατεύτηκαν σε μια πλευρά μιας αντιπαράθεσης και ζωστήκανε τα φυσεκλίκια της υποστήριξης των ιδεών της και κάνουν έναν δημόσιο πόλεμο χαρακωμάτων, που τους προετοιμάζει να ανέχονται και να αναπαράγουν όλες αυτές τις πνευματικές ακροβασίες στο κενό.
Όσα βλέπουν, αν συμφωνούν με τις ήδη καθορισμένες αντιλήψεις τους είναι όλα καλά κι ωραία. Αν όχι, κακό δικό τους, των αντιλήψεων: «Εις το πυρ το εξώτερον».
«Δημοσιογράφοι» διυλίζουν τις ειδήσεις, για να συμφωνούν με τις ιδέες αυτών που τους πληρώνουν. «Κριτικοί» παρακολουθούν θέατρο, φορώντας τα μυωπικά γυαλιά των δικών τους αναζητήσεων ή απωθημένων, αναπαράγοντας την ήδη διαμορφωμένη άποψή τους, που προείπαμε. «Εκπρόσωποι» διατείνονται χυδαία ψέματα, για να κολακέψουν φίλους ή να καταβαραθρώσουν εχθρούς. «Διαφημιστές» παραπλανούν σκοπίμως και ανερυθρίαστα. Η νέα καλπάζουσα τεχνητή νοημοσύνη απειλεί να αχρηστεύσει τις αισθήσεις μας, να διαγράψει τα συναισθήματα, για να μας εντάξει στο στρατό των ανθρωποειδών, που θα κυριαρχήσουν.
Παράλληλα υπάρχουν, ευτυχώς, κάποιες νησίδες σκέψης, ή συλλογικότητες, στο περιθώριο όμως, όχι στα φώτα της δημοσιότητας, που δεν το βάζουν κάτω και συνεχίζουν να αγωνίζονται με τα μέσα που διαθέτουν, για να κρατήσουν ζωντανή την ιδέα του σκεπτόμενου ανθρώπου, του ανθρώπου που παλεύει την καθημερινότητα σαν τον Διγενή στα μαρμαρένια αλώνια -και υπάρχουν περιπτώσεις που τον νικάει τον Χάροντα-, παραδίδοντας τη σκυτάλη που ταξιδεύει αιώνες τώρα, σαν τη φωτιά του Προμηθέα, από τους αρχαίους ποιητές και φιλοσόφους, ελπίζοντας ότι τελικά ο κόσμος μας θα γίνει καλύτερος.
Όμως αυτός ο κόσμος, που αγωνίζεται στην αφάνεια, πρέπει να παλέψει και τις στρεβλά διαμορφωμένες απόψεις-προσόψεις, σε μια εποχή που μια παράσταση στο Ηρώδειο είναι sold out, σε συναυλία που το φτηνότερο εισιτήριο είναι 70€, όταν δίπλα μας ένα μεγάλο μέρος τού πληθυσμού δε μπορεί να βγάλει το μήνα.
Η οικονομική κρίση, τα μνημόνια και η πανδημία δεν είχαν μόνο οικονομικές επιπτώσεις. Οι διαστάσεις της καταστροφής είναι κυρίως ηθικές και κοινωνικές, με την απαλειφή της συλλογικότητας και της ποιητικής διάστασης της πραγματικότητας, την επιβολή της ασύδοτης ατομικότητας, των αντιλήψεων: «Να τη βγάλω εγώ καθαρή κι ας βουλιάζει ο κόσμος», «Ο πόλεμος είναι μακρυά», «Δε με ενδιαφέρει η πολιτική και τα κόμματα», «Να πάω να δω στο θέατρο -από κοντά- τα εξώφυλλα των ΜΜΕ».
Ποιά Τέχνη και ποιά Ποίηση θα μπορέσουν να επαναστατήσουν; Με ποιές προϋποθέσεις και ποιά όπλα; Με ποιους στρατιώτες, όταν η διαφθορά και η παρακμή έχουν ήδη αλώσει τα μεγάλα ταλέντα και τα έχουν στην υπηρεσία τους, με αντάλλαγμα ένα μισθό και μια πρόσκαιρη συμπερίληψη στη μιντιακή πραγματικότητα των διάσημων προσόψεων;
(Φωτογραφίες αναλογικές από το αρχείο μου, τραβηγμένες στο θέατρο πριν από τριάντα χρόνια. Μικρά σχόλια στην σύγχρονη θολή πραγματικότητα.)
KZK /24.10.2024