Να κάνουμε Τέχνη με τα όνειρα μας κι όχι εκ των ενόντων·
με το περίσσευμα της ψυχής μας κι όχι με τα ελλείματά της·
με το κορμί μας και το μυαλό μας κι όχι με τους κανόνες ή τη μόδα·
με τη λιτότητα μιας πλούσιας πνευματικότητας κι όχι με τη μιζέρια μιας πνευματικής φτώχειας·
με το ολίγο το δικό μας κι όχι με το πολύ των άλλων.
Γι’ αυτούς που το ’χουν ανάγκη κι όχι γι’ αυτούς που θα χειροκροτήσουν·
γι’ αυτούς που θα λένε ευχαριστώ κι όχι μπράβο·
γι’ αυτούς που αναζητούν ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο.
Γι’ αυτούς που μας αγάπησαν·
γι’ αυτούς που αγαπάμε·
γι’ αυτούς που θα μας αγαπήσουν.
Για να ’χουμε δυο στιγμές και τρεις ανθρώπους να θυμόμαστε στις κρύες νύχτες του απογεύματος.
Για να γίνει ο ενεστώτας χρόνος της ελπίδας.
Γιατί το παρελθόν άθαφτο σαπίζει·
γιατί το μέλλον είναι ήδη παρόν και ουρλιάζει·
και κανείς δεν ακούει.
Το παραπάνω κείμενο ήταν η ιδρυτική διακήρυξη του θεατρικού σχήματος, που φτιάξαμε με τον Νίκο Αλεξίου, πριν από 21 χρόνια.
Η πρώτη μας παράσταση ήταν το Παραμύθι από Χαρτί.
Η ιδέα ξεκίνησε από μια συζήτηση με τον Νίκο, για το αν θα μπορούσαμε να φτιάξουμε κάτι μαζί, που θα ήταν κάτι σαν θέατρο, ενταγμένο μέσα σε μια εικαστική εγκατάσταση. Δηλαδή, να φτιάξει ο Αλεξίου έναν εικαστικό χώρο, μέσα στον οποίο εγώ θα έβαζα ηθοποιούς, να παίξουν μια παράσταση. Δεν είχαμε έργο, δεν είχαμε ιδέα, τι θέλαμε να κάνουμε.
Αυτή η μη ιδέα συγκέντρωσε άλλους επτά, (τέσσερις ηθοποιούς, έναν μουσικό, μια δικηγόρο, έναν διαφημιστή). Ονομάσαμε το σχήμα Θ όπως Θέατρο. Κατά σύμπτωση οι εταίροι είμασταν εννιά.
Αρχίσαμε να ψάχνουμε έργο. Η πρώτη ιδέα ήταν να θεατροποιήσουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο.
Ψάχναμε όλοι και προτείναμε απίθανα πράγματα, ώσπου ο Νίκος έφερε ένα παραμύθι, που του άρεσε πολύ.
Ήταν ένα μεταγραμμένο σε σύγχρονα ελληνικά, παραμύθι του 1900 σε δωδεκανησιακή διάλεκτο, που -κατά μια άλλη παράξενη σύμπτωση- έμοιαζε λιγάκι με το θέμα του βασιλιά Ληρ, δηλαδή πώς φροντίζει την κληρονομιά του ένας γέρος.
Έψαξα το πρωτότυπο, το βρήκα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.
Ένα παραδοσιακό παραμύθι από την Κω, Οι Γονιοί ή Οι γέροι και τα καλά τος, καταγραμμένο από έναν παράξενο τύπο, αρχαιοδίφη, αρχαιοκάπηλο, τυχοδιώκτη και λογοτέχνη, τον Ιάκωβο Ε. Ζαρράφτη, κατά παραγγελία ενός Άγγλου καθηγητή, του W.H.D. Rouse, που ταξίδευε, γύρω στα 1900, στα ελληνικά νησιά και τα παράλια της Μικρασίας, και το 1950, ένας άλλος Άγγλος καθηγητής, σπουδαίος ελληνιστής, γλωσσολόγος και λαογράφος, ο R.M. Dawkiηs, έκανε, μια περισπούδαστη έκδοση από το χειρόγραφο, που φιλοξενούσε το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ κι έτσι έφτασε σε μας, για την πρόβα μας και έδωσε ψυχή και λόγια στο χάρτινο παραμύθι μας.
Είχαμε λοιπόν δεδομένο ένα κείμενο παραμυθιού, που δεν θέλαμε να διασκευάσουμε σε θεατρικό έργο, αλλά απλώς να το αφηγηθούμε, με κάποιον «άλλο» θεατρικό τρόπο, «άλλο» ως προς τι, δεν ξέραμε και παράλληλα είχαμε μια πρώτη ύλη σκηνικού από χρωματιστά χαρτιά, που τότε ο Αλεξίου τα χρησιμοποιούσε για να φτιάχνει τις περίφημες κουρτίνες του.
Δηλαδή είχαμε ένα παραμύθι και μερικά χρωματιστά χαρτιά.
Αγνοήσαμε ακόμη και τον τίτλο του παραμυθιού και ονομάσαμε την παράσταση μας Παραμύθι από Χαρτί.
Το Χαρτί συνδέθηκε με το θεατρικό κείμενο, γι’ αυτό και η επιτροπή των κριτικών, που έδινε τα βραβεία Κάρολος Κουν, μας έδωσε το βραβείο Δραματουργίας του 2002.
Όλες οι αρχικές ιδέες μια-μια εγκαταλείπονταν, γιατί τα χαρτιά απαιτούσαν άλλη εκφορά του λόγου, οι πρώτες μουσικές ιδέες ανατρέπονταν από τη συμπεριφορά των ηθοποιών, ώσπου ο μουσικός, που παρακολουθούσε τις πρόβες, -για να εμπνευστεί τη μουσική επένδυση-, μια μέρα ξαφνικά εγκατέλειψε, γιατί δεν καταλάβαινε τίποτα από αυτά, που οι ηθοποιοί δοκίμαζαν και πρότειναν.
Η αρχική λοιπόν ιδέα, μιας μουσικής συνοδείας από ένα βιολοντσέλο, ανατράπηκε, ή μάλλον την ανέτρεψε το κείμενο, που ερχόταν από την Ανατολή, ενώ εμείς θέλαμε να του φορέσουμε μια δυτική μουσική.
Την κατάσταση έσωσε ένας εκ των ηθοποιών, που ήταν και δημοτικό-βυζαντινός τραγουδιστής, που επένδυσε με παραδοσιακούς ήχους, χωρίς κανένα μουσικό όργανο.
Το κείμενο δέχτηκε αυτούς τους ήχους μετά χαράς.
Από την άλλη μεριά τα χαρτιά υπαγόρευαν μια αναζήτηση, για να μπορούν να υπάρξουν, σαν ηθοποιοί, ώσπου βρήκαν έναν τρόπο, να μετατραπούν σε πρωτότυπες κούκλες σε ανθρώπινο μέγεθος και να αρχίσουν, να λένε το παραμύθι. Στη μέση της παράστασης άλλαξαν κι έγιναν φορέματα για τους ηθοποιούς και παράλληλα μετατράπηκαν σε σκηνικό περιβάλλον.
Έτσι προέκυψε ένα υβρίδιο θεάτρου, που δεν καταφέραμε πότε να συνεχίσουμε.
Η αρχική εικαστική ιδέα του Αλεξίου, που ήθελε τα χαρτιά-σκηνικό σε αλλεπάλληλες κουρτίνες, άλλαξε, δυο βδομάδες πριν την παράσταση.
Τα δέκα χαρτιά έγιναν χρωματιστά ποτάμια, που έρχονταν από τον ουρανό και με έναν χειροποίητο μηχανισμό μπορούσαν να αλλάζουν ύψος και σχήματα.
Μια βδομάδα πριν την παράσταση ο Αλεξίου μας έδωσε την ευχή του και έφυγε για το Όρος, για προσευχή, αφήνοντάς μας σε απόλυτη ελευθερία, να κάνουμε, ότι θέλουμε τη σκηνική του εγκατάσταση.
Την κάναμε τα πάντα.
Όμως το χαρτί ήταν πολύ ευαίσθητο, σκιζόταν πολύ εύκολα στην παραμικρή απροσεξία κι έτσι μας επέβαλε μια αυστηρή δική του υποκριτική συμπεριφορά, που εξασφάλισε τους μαγικούς μετασχηματισμούς του. Η ευαισθησία του και ο ήχος του υπαγόρευαν τον τρόπο χρήσης των ήχων, των ηθοποιών, της κίνησης, της μουσικής, της εκφοράς του λόγου.
Η επόμενη παράσταση του Θ όπως Θέατρο, τηρούσε τον καταστατικό χάρτη του σχήματος, αλλά -παρά την επιτυχία της- δεν κατάφερε, να πάει πέρα από το Παραμύθι από Χαρτί. Γιατί απλούστατα της έλειπε ο Αλεξίου.
[Για την Ιστορία: Τα 9 μέλη της Αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας, που έφτιαξαν το Θ όπως Θέατρο, ήσαν (με αλφαβητική σειρά): Νίκος Αλεξίου, Αλέκος Βασιλάτος, Έλενα Βόγλη, Κωστής Καπελώνης, Βαγγέλης Λιοδάκης, Ζωή Μήλιου, Στέλιος Πέρρος, Γιώργης Σηφακάκης, Σταύρος Σιόλας.]
ΚΖΚ, 31.3.2023