Σχεδόν κάθε χρόνο γράφω για το Αρχαίο Δράμα. Φέτος λέω να σιωπήσω. Η κατάσταση, από τα πρώτα μηνύματα, μάλλον πάει πάλι εδώ κι εκεί.
Ας μην επαναλάβω λοιπόν τα στοιχειώδη της θεατρικής γεωμετρίας, ήχου και όψης, που απαιτεί ο μαθηματικός Χώρος και η αξιοσέβαστη Ιστορία του Αργολικού θεάτρου.
Σε μια καλοκαιρινή περιοδεία του Θεάτρου Τέχνης, το 1990 – με την Ιφιγένεια εν Αυλίδι – βρήκα στα Γιάννενα ένα βιβλίο μιας Σειράς Αστυνομικής Λογοτεχνίας [αρ. 15] με τίτλο: «Ένας συγγραφέας αποκαλύπτει», του Ραίημοντ Τσάντλερ, (εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1988).
Από το πρώτο διάβασμα άρχισα να επισημαίνω και να υπογραμμίζω φράσεις ή μικρά αποσπάσματα. Από τότε επιστρέφω συχνά σ’ αυτό το βιβλίο και ανακαλύπτω κι άλλα νέα σημαντικά. Όπως όταν επιστρέφω, ξανά και ξανά, στον Σολωμό, στον Σεφέρη ή στον Καβάφη…
Αυτό πάει να πει, ότι ο Ραίημοντ Τσάντλερ είναι Ποιητής…
Παραφράζω, από τα κείμενά του βιβλίου, με προσαρμογή αυτών που λέει για τη λογοτεχνία, στην Τέχνη γενικότερα.
1) Πρόχειρες σημειώσεις για το μυθιστόρημα Μυστηρίου
2) Επιστολές του προς ποικίλους παραλήπτες
1) ΠΡΟΧΕΙΡΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ (Γραμμένο το 1949):
Η αληθοφάνεια είναι κυρίως ζήτημα ύφους.
Ο αληθινός καλλιτέχνης θα επιτύχει ακόμη και με ένα μοντέλο, το οποίο στα χέρια ενός υποδεέστερου θα φαινόταν ανόητο.
Οι ημιμαθείς δεν διαβάζουν Φλωμπέρ κι οι διανοούμενοι, κατά κανόνα, δεν διαβάζουν τις σημερινές χοντρομαλακίες της δήθεν Ιστορίας μασκαρεμένης σαν ιστορικό μυθιστόρημα.
Δεν υπάρχει δυνατότητα τελειότητας.
Αν η μορφή δεν τελειοποιηθεί ποτέ, δεν παγιωθεί, οι ακαδημαϊκοί δεν θα βάλουν τα άψυχα χέρια τους πάνω της. Θα παραμείνει ρευστή, με μια μεγάλη ποικιλία και δε θα μπορεί να ταξινομηθεί εύκολα, θα βγάζει συνεχώς παρακλάδια προς όλες τις κατευθύνσεις.
2) ΕπιλογΗ από ΤΙΣ επιστολΕς*:
Νομίζω πως οι κριτικές είναι απλώς σαλιαρίσματα. Οι μισές απ’ αυτές είναι ειλικρινείς… Δεν υπάρχει λόγος να προσθέτω κι εγώ τις δικές μου. Έτσι κι αλλιώς, η κριτική δεν είναι παρά ο συντομότερος δρόμος για την λησμονιά.
Το να σκέφτεσαι με βάση τις ιδέες καταστρέφεις την ικανότητα να σκέφτεσαι βάσει αισθήσεων και συναισθημάτων. (16 Δεκ. 1944, προς: James Sandow )
Το αναγνωστικό κοινό είναι, στην καλύτερη περίπτωση, διανοητικά εφηβικό, κι είναι ολοφάνερο πως αυτό που ονομάζεται «σοβαρή τέχνη» θα πουληθεί σ’ αυτό το κοινό μόνο με τις ίδιες ακριβώς μεθόδους οι οποίες χρησιμοποιούνται και στην πώληση οδοντόκρεμας, καθαριστικών και αυτοκινήτων… Όπως κάθε ημιμαθές κοινό όλων των εποχών, στρέφεται με ανακούφιση σε έναν άνθρωπο, που απλώς διηγείται μια ιστορία και τίποτε παραπάνω. (29 Ιαν. 1946, προς: Erle Stanley Gardner )
Απ’ τη στιγμή που παραδέχεσαι ότι και οι δυο πλευρές μιας αντιδικίας μπορεί να έχουν δίκιο, έχεις πετάξει στα σκουπίδια όλα σου τα επιχειρήματα… (9 Δεκ. 1946, προς: Χάουαρντ Χέικραφτ)
Όλοι μιμούνται στην αρχή. Αυτό ο Στίβενσον το ονόμασε: «παιχνίδια του επιμελούς πιθήκου». (4 Σεπ. 1948, προς: Cleve F. Adams )
Κάπου κάπου παθαίνω σοκ όταν βλέπω τον εαυτό μου μέσα απ’ τα μάτια των άλλων.
Τα μέσα που χρησιμοποιεί [το Θέατρο] είναι ρεαλιστικά, με την έννοια ότι τέτοια πράγματα συμβαίνουν σε τέτοιους ανθρώπους και σε τέτοια μέρη· αλλά αυτός ο ρεαλισμός είναι επιφανειακός· η δυναμική του συναισθήματος είναι καθ΄υπερβολή, η σύμπτυξη του χρόνου και των γεγονότων αποτελούν παραβίαση των πιθανοτήτων, πράγματα που συμβαίνουν, δεν συμβαίνουν τόσο γρήγορα και σ’ ένα τόσο συμπαγές πλαίσιο λογικής σ’ ένα τόσο σφιχτοδεμένο σύνολο ανθρώπων. (11 Μαρ. 1949, προς: Sylvia Bernice Baumgarten )
Ορισμένοι συγγραφείς είναι αναγκασμένοι να γράφουν με εξεζητημένες φράσεις για να αντισταθμίσουν την έλλειψη ενός κάποιου φυσικού ζωικού συναισθήματος. (14 Απρ. 1949, προς: James Sandow )
Δεν μπορείς να έχεις Τέχνη χωρίς ένα κάποιο δημόσιο γούστο και δεν μπορείς να έχεις δημόσιο γούστο χωρίς μια κάποια αίσθηση ύφους και ποιότητα στο όλο οικοδόμημα. (16 Ιουν. 1949, προς: James Sandow )
Ας ξαναγυρίσουμε στα στοιχειώδη ή εντελώς καινούργια πράγματα. Η όλη μορφή έχει χάσει τον προσανατολισμό της, η έμφαση δίνεται σε δευτερεύοντα ζητήματα. (14 Οκτ. 1949, προς: James Sandow )
[Το θεατρικό πρόσωπο] είναι ομολογουμένως μια υπερβολή – μια φαντασία. Αλλά τουλάχιστον είναι μια υπερβολή του δυνατού. (7 Δεκ. 1950, προς: James Sandow )
Δεν είναι εύκολη δουλειά να κρατήσεις τη δράση των χαρακτήρων και της ιστορίας σου σ’ ένα επίπεδο, που να είναι κατανοητό από ημιμαθές κοινό και την ίδια στιγμή να της δίνεις κάποια διανοητική και καλλιτεχνική χροιά, την οποία αυτό το κοινό, ούτε ψάχνει ούτε απαιτεί, ούτε ουσιαστικά αναγνωρίζει, αλλά την οποία κατά κάποιον τρόπο, ασυνείδητα, δέχεται και γουστάρει. Η δικιά μου θεωρία είναι, κι ήταν πάντα, ότι το κοινό θα δεχτεί το ύφος, με την προϋπόθεση ότι δεν θα το ονομάσεις ύφος είτε με λόγια είτε, όπως γίνεται, κορδωμένος και θαυμάζοντάς το.
Είμαι της γνώμης πως υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να γράφεις όπως θέλει το κοινό (κάτι που πάντα αποτυγχάνει στο τέλος) και στο να κάνεις αυτό που θες μ’ έναν τρόπο που το κοινό έχει μάθει ν’ αποδέχεται. (16 Απρ. 1951, Προς: Sylvia Bernice Baumgarten )
Οι χειρότεροι απο μας χύνουμε το αίμα μας σε κάθε κεφάλαιο. Οι καλύτεροι από μας αρχίζουμε απ’ την αρχή σε κάθε καινούργιο βιβλίο. (Οκτ. 1955. Προς Hillary Vaugh )
Για να κάνεις μια αυτοσχέδια σκηνή να φανεί ως αναπόφευκτη είναι μεγάλη δουλειά… Από τη στιγμή που κάποιος αρχίζει να μιλάει για τεχνική, δείχνει πως έχει στερέψει από ιδέες. (5 Μάη 1939. Προς Erle Stanley Gardner )
Δεν γράφω για σένα, για λεφτά ή για γόητρο, αλλά για αγάπη· την παράξενη υπάρχουσα ακόμη αγάπη ενός κόσμου, όπου οι άνθρωποι μπορούν να σκέφτονται με δροσερή οξύνοια και να μιλούν με τη γλώσσα ξεχασμένων σχεδόν πολιτισμών. Μ’ αρέσει αυτός ο κόσμος και πού και πού θυσιάζω τον ύπνο μου κι αρκετά λεφτά για να εισέλθω μέσα του με ευγένεια. Νομίζεις ότι χρειάζομαι λεφτά; Ε, λοιπόν Όχι. Κι όσο για το γόητρο, τι είναι αυτό; Τι μεγαλύτερο γόητρο μπορεί ν’ αποκτήσει ένας τύπος σαν και μένα (όχι πολύ ταλαντούχος, αλλά με μεγάλη κατανόηση) απ’ το να έχει πάρει ένα φτηνό, ασήμαντο και εντελώς χαμένο είδος γραψίματος και να το έχει αναγάγει σε κάτι για το οποίο οι διανοούμενοι παίζουν μπουνιές μεταξύ τους; (15 Ιαν. 1945, Προς: Charles Walton Morton, Jr. )
Οι άνθρωποι τους οποίους ο Θεός ή η φύση τους προόρισε για καλλιτέχνες βρίσκουν μόνοι τους τις απαντήσεις, κι εκείνοι που νιώθουν την ανάγκη να ρωτήσουν είναι αδύνατο να βοηθηθούν. (27 Δεκ. 1946, προς: Mrs Robert Hogan )
Μια εποχή που είναι ανίκανη για Ποίηση είναι ανίκανη και για οποιοδήποτε είδος Τέχνης, εκτός απ’ την καπατσοσύνη του εκφυλισμού. (5 Ιαν. 1947, προς: Charles Walton Morton, Jr. )
Οι ιδέες είναι δηλητήριο. Όσο περισσότερο διαλογίζεσαι τόσο λιγότερο δημιουργείς. (28 Οκτ. 1947, προς: Charles Walton Morton, Jr. )
(Η συνέχεια στο επόμενο…)
*ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ:
Cleve F. Adams (1884–1949) – Συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών
Hillary Vaugh – Συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών
Erle Stanley Gardner (1889–1970) – Συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων
Charles Walton Morton, Jr. (1899–1967) – Διευθυντής σύνταξης του THE ATLANTIC MONTHLY)
Sylvia Bernice Baumgarten (1902–1978) – Λογοτεχνικός ατζέντης του Τσάντλερ
James Sandow – Κριτικός μυθιστορημάτων μυστηρίου για την NEW YORK HERALD-TRIBUNE
Mrs Robert Hogan – Αρχισυντάκτις ενός περιοδικού για συγγραφείς
Howard Haycraft (1905–1991) – Κριτικός και ανθολόγος αστυνομικών ιστοριών
(Φωτογραφίες μου από αναλογικά φιλμς. Θέατρο Τέχνης: «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη.
Μετάφραση Λ. Ζενάκος, σκηνοθεσία Γ. Λαζάνης, σκηνογραφία Κ. Κατζουράκης, μουσική Χρ. Λεοντής, χορογραφία S. Abigador.
Παράσταση στην Επίδαυρο, Αύγουστος 1990
Παράσταση στην Ίλιδα, Ιούλιος 1991
Στο Ηρώδειο, Ιούλιος 1991, πρόβα και παράσταση)