Η Οπερέττα του Κουν, στο Υπόγειο 1972).
Η Μαχαμπαράτα του Πήτερ Μπρουκ, στην Πετρούπολη (1985).
Μια παράσταση αυτοσχεδιασμού χωρίς λόγια σε μια τέντα τσίρκου από έναν γαλλικό θίασο σε ένα φεστιβάλ των Εθνών, με θέμα τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Αμβούργο (1979).
Μια εξάωρη παράσταση του θεάτρου Μάλι της Μόσχας, με θέμα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Θεσσαλονίκη (2001).
Μετά, στιγμές ηθοποιών επί σκηνής.
Ο Χορν στον Ερρίκο τον Δ´ του Πιραντέλλο, σε μια αδιάφορη παράσταση, κάνει μια έξοδο από τη σκηνή, αλλά ξαφνικά κάτι θυμάται και επιστρέφει, πάει στον θρόνο του στο κέντρο της σκηνής, κάνει μια στάση δισταγμού και μετά ξαφνικά, αρπάζει το στέμμα και το κλείνει στην αγκαλιά του.
Ο Καρακατσάνης στο Φάντασμα του Ραμόν Ναβάρο κάνει έναν αυτοσχεδιασμό, ότι βρίσκεται στο κατάστρωμα σε ένα πλοίο που ταξιδεύει, ακουμπάει στην κουπαστή και έχεις την αίσθηση ότι κινείται όλο το θέατρο πάνω στη θάλασσα.
Μια ηθοποιός στη Μαχαμπαράτα, παίρνει ένα νούφαρο, μέσα από μια μικρή λιμνούλα με νερό στην άκρη της σκηνής.
Δυο Ούγγροι ηθοποιοί παίζουν ένα ζευγάρι μαύρα άλογα και αφηγούνται την ιστορία του Μίκαελ Κόλχαας, σε μια χωμάτινη σκηνή.
Ο πρωταγωνιστής εξάωρης παράστασης του Θεάτρου Μάλι της Μόσχας, βγαίνει στον χαιρετισμό, (μετά από έξι ώρες, που έπαιζε έναν ρόλο από δεκαέξι χρονών μέχρι πενήντα, σχεδόν συνεχώς επί σκηνής) και μπαινοβγαίνει στην υπόκλιση χορεύοντας, με απίστευτη ενέργεια, ενώ στην άκρη της σκηνής υποκλίνεται με μεγάλη σεμνότητα ο σκηνοθέτης του.
Η Βέρα Ζαβιτσιάνου, στον Μισάνθρωπο, φοράει ένα φυστικί ταγιέρ ξαπλωμένη στο πάτωμα και παίζει με τα πόδια της στον αέρα και, 30 χρόνια μετά, παίζει έναν μονόλογο στο Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα, κατεβαίνει από μια σκαλίτσα στην άκρη της σκηνής, μένει εκεί στην άκρη ακίνητη, λέει τα λόγια της και φεύγει σαν φάντασμα.
Η Κονιόρδου στον Θείο Βάνια, προσπαθεί να στριμώξει τον δυναμισμό της και να τον εξαφανίσει μέσα στη Σόνια.
Ο Χίρα-Μήδεια στη γιαπωνέζικη παράσταση, στο θέατρο του Λυκαβηττού, (στην παράσταση στο Ηρώδειο, την επόμενη χρονιά, δεν του βγήκε), σταματάει μετέωρος (εκτός ισορροπίας) πριν πιάσει ένα σπαθί στο προσκήνιο, για να πάει να σκοτώσει τα παιδιά της.
Ο Λαζάνης στον πρώτο μονόλογο του Δικαιόπολη, στους Αχαρνής, απευθυνόμενος προς το κοινό, συνδυάζει όλους τους γνωστούς τότε τρόπους παιξίματος. Ταυτισμένος με τον ρόλο κατά Στανισλάφσκι, σωματική ακρίβεια και έκφραση σαν στον Γκροτόφσκι, συγχρόνως δε με μπρεχτική αποστασιοποίηση, με μια αμεσότητα επιθεώρησης, απαγγέλλοντας ένα ποιητικό κείμενο και λέει: «Τι κράαααααατος!!! Τι κράτος!!!»
Τέλος, τότε που ο Κουν δημιούργησε μια ατμόσφαιρα παγωνιάς, σε μια σκηνή ενός αδιάφορου γερμανικού έργου, όταν μια οικογένεια ξενυχτάει ένα λείψανο, και έχεις την αίσθηση ότι έρχεται κρύο από τη σκηνή, όπως όταν ανοίγεις καλοκαίρι την πόρτα του ψυγείου.
Να, κάτι τέτοια μου λείπουν από το θέατρο…
Όμως, μπορεί και να μη λείπουν. Ίσως να είναι εδώ, αλλά δεν τα αντιλαμβανόμαστε, γιατί οι αισθήσεις μας έχουν ατονήσει από τον βομβαρδισμό της εκσυγχρονισμένης αισθητικής, της αποκαθήλωσης της ποιητικής διάστασης του θεάτρου, της αποσύνδεσης, της αδιαφορίας, της χαμέρπειας, της προχειρότητας, της επιφανειακής προσέγγισης του μεγάλου ακατανόητου νοήματος, της αυθάδους κριτικής από τα πληκτρολόγια, της ανάμειξης πνεύματος και χρήματος, με λάθος επιλογές ρεπερτορίου, παράταιρες διανομές, αδιάβαστες σκηνοθεσίες, κλεμμένες σκηνογραφίες, μαϊμουδιές στις ατμόσφαιρες, παντελή έλλειψη ατμόσφαιρας γιατί φωτίζουμε στο θέατρο όπως σε τηλεοπτικό στούντιο, με τηλεοπτικές υποκριτικές φυτεμένες στις αρχαίες τραγωδίες, διασκευές του στόχου των έργων για να εξυπηρετηθεί η προκάτ σκηνοθεσία και γενικώς ένα σωρό σκουπίδια, που κρύβουν μικρά μικρά κοσμήματα που δημιουργούν κάποιοι νέοι που ελπίζουν και κάποιοι γέροι που αντιστέκονται.
Υ. Γ.1 Ψάχνοντας στο ψηφιακό αρχείο του Εθνικού Θεάτρου, για την παράσταση Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα, είδα στην κριτική του Βαρβέρη, που γράφει για την Ζαβιτσιάνου: «Τη μορφινομανή μητέρα και το συνεχές στερητικό της σύνδρομο έπλασε συνδυάζοντας συγκλονιστικά την γνώση των δεινών με την εθελοτυφλούσα αυταπάτη η σπουδαία Β. Ζαβιτσιάνου. Ο μονόλογος όπου αναπολεί το νυφικό της βιδώνεται στην δακρυσμένη μνήμη. Κάθε κίνηση, κάθε δισταγμός, υποψία, ακινησία της υπήρξε ένα από εκείνα τα μουσικά μαθήματα υποκριτικής που δεν μεταλαμπαδεύονται γιατί βγαίνουν από την κατάθεση αιμάσσουσας ψυχής βαπτισμένη στην ίδια τη φύση της θεατρικής τέχνης». Και συμπληρώνει ο Γιάννης Βαρβέρης στο υστερόγραφο της κριτικής του: «…επ´ αφορμή της Κας Ζαβιτσιάνου: οι μεγάλοι ηθοποιοί σηκώνουν “ανεπαισθήτως” τη σκηνή αλλά και την πλατεία λίγους πόντους πάνω από το έδαφος. Η μεγάλη άνωση του θεάτρου».
Βεβαίως μας λείπει και η θεατρική κριτική της ποιητικής ευαισθησίας ενός Βαρβέρη.
Υ. Γ.2 Το κείμενο αυτό είναι μια νεώτερη επεξεργασία μιας απάντησής μου στο ερώτημα: “Ποια παράσταση σας σημάδεψε;”, από τους φοιτητές του Τομέα Θεατρικών, Κινηματογραφικών και Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης.