Μια ποιητική ματιά της ωριμότητας
Ο έρωτας και ο πόθος, σε αμοιβαία έκφραση. Ή ως όνειρο και νοσταλγία. Και επιπλέον, η εχθρική συμπεριφορά στο ποιητικό υποκείμενο από άτομα του ίδιου φύλου ή από ερωτικούς συντρόφους. Στη νέα συλλογή της Αλεξάνδρας Μπακονίκα Η τελετουργία του χορού.
Κοινός τόπος στην ποίηση της Μπακονίκα ο έρωτας. Στη συλλογή αυτή η γυναικεία ματιά γίνεται πιο τολμηρή. Στέκεται σε λεπτομέρειες των σωμάτων, των προσεγγίσεων και της ερωτικής πράξης. Μια ποιητική ματιά της ωριμότητας. Που αποδίδει το ερωτικό παιχνίδι και πλησίασμα σαν χορευτική κίνηση σαν μια τελετουργία χορού, με τις λέξεις, με την περιγραφή των συναισθημάτων. Κάποτε, και με τον εσωτερικό ρυθμό των ποιημάτων.
Στο ημίφως/ παρορμητικός θηρευτής η αφή μου./ Σαν το πιο θαυμάσιο γλυπτό η αγκαλιά σου./ […] Με την αφή ανιχνεύω/ και σε χαίρομαι.(«Δοξασμένο», σ. 12)
Λιτή η έκφραση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, χωρίς στολίδια, χωρίς λεκτικές εκρήξεις, κρατά ωστόσο μια εσωτερική δύναμη. Και παρόλο που σε όλο της το έργο υπάρχει ένα ύφος πεζολογικό, ένας χαρακτήρας περπατήματος, στη συλλογή αυτή το ύφος γίνεται πιο κοφτό, αφήνοντας πιο έντονη την αίσθηση του ρυθμού.
Τα περισσότερα ποιήματα περιγράφουν σκηνές σε εσωτερικούς χώρους. Οι εξωτερικοί χώροι στου οποίους αναφέρονται τα ποιήματα περιγράφονται από το ποιητικό υποκείμενο με λυρισμό ή /και όμορφες εικόνες, καθώς εμπεριέχουν τις πιο πολλές φορές σημαντικές μνήμες του υποκειμένου.
Οι παγωνιές του Γενάρη/ με την κρυστάλλινη, όμορφη πάχνη του/ και τον αψύ αέρα./ Πάντα μια δριμύτητα ακόνιζε τις αισθήσεις. («Δριμύτητα», σ. 26)
Γραμμένα σε πρώτο ενικό πρόσωπο, με το ποιητικό υποκείμενο να αφηγείται μνήμες και εμπειρίες. Κάποιες φορές το ποιητικό υποκείμενο μιλά σε τρίτο ενικό πρόσωπο ή σε πρώτο πληθυντικό. Είναι ενδιαφέρουσες οι περιπτώσεις που το ποιητικό υποκείμενο εκφράζεται σε δεύτερο ενικό, σαν απεύθυνση σε κάποιον συνομιλητή από τον οποίον έχει πλέον απομακρυνθεί.
Καταρρακώθηκε όταν τον εγκατέλειψε/ η αγαπημένη του./ Μέσα στη λαίλαπα του πόνου/ χρειαζόταν ένα φάρμακο. («Το πιο πρόσφορο», σ. 22)
Και
Κοιμόσουν δίπλα μου./ Με άγγιζε το πλευρό της πλάτης σου,/ το στήθος σου,/ στέρεο, ευρύστερνο («Έπαιρνα δύναμη», σ. 19)
Ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να επισημανθεί: μετά την κυρίως περιγραφή ή αφήγηση, στο τέλος του ποιήματος έρχεται ένα στίχος ή ένα δίστιχο να δώσουν μια ανατροπή. Ή να λειτουργήσουν ως συνόψιση των όσων προηγήθηκαν. Ή ακόμη ως συμπέρασμα, ως αποφθεγματική φράση.
Χαίρομαι όταν άνδρες,/ που είναι φίλοι ή γνωστοί,/με χειραψία σκύβουν και με φιλούν/
στο μάγουλο./ Υποφώσκει ένας ελάχιστος,/ στοιχειώδης ερωτισμός./Δείχνει ότι ακόμη κρατάει η μπογιά μου.//
Ο χρόνος όλα τα ρημάζει κάποτε.
(«Υποφώσκει», σ. 23)
Και ακόμη ένα χαρακτηριστικό, ίσως το σημαντικότερο στην ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα: Το σώμα στην ποίησή της σπανίως φέρει σημάδια φθοράς. Είναι θέμα οπτικής. Μια ματιά θετική μέσα στον χρόνο. Ο έρωτας εμφανίζεται λαμπρός, διεκδικητικός. Τα σώματα τον βιώνουν ηδονικά. Σαν νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο.