Με ένα άνοιγμα φωτός στο κλείσιμο
Το κύριο χαρακτηριστικό στη γραφή της Ελένης Καραγιάννη είναι η διερευνητική ματιά. Μια ματιά που συλλαμβάνει πολλές, αδιόρατες στους άλλους λεπτομέρειες, πολύ σημαντικές όμως, σε συναισθήματα, γεγονότα, αντικείμενα. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται η αφήγηση, που τραβάει τον δικό της ιδιαίτερο δρόμο, μαζί με τις εικόνες των περιγραφών.
Χωρίς να υπάρχουν στεγανά, θα μπορούσαμε να δώσουμε κάποιους άξονες στην αφήγηση της Καραγιάννη, με υποκατηγορίες και θεματικές διαφοροποιήσεις. Οι άξονες αυτοί πολύ συχνά τέμνονται, όπως είναι φυσικό, και διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα, αλλά κάποτε το βάρος γέρνει σε ορισμένους από αυτούς και δίνει τον τόνο στην αφήγηση.
-Ο χρόνος: η συγγραφέας βουτά μέσα στον χρόνο, γράφει ιστορίες που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν, μπορεί να ξεκινούν από το τότε και να φτάνουν στο τώρα, ή αντίστροφα.
-Γνώση του αστικού χώρου και της υπαίθρου
Αρκετά διηγήματα αναφέρονται σε παρελθόντα χρόνο, συχνά με συνέπειες που φθάνουν στο παρόν. Πολλά από αυτά διαδραματίζονται στην ύπαιθρο, σε κάποιο χωριό. Με γνώση και κατάλληλες περιγραφές, η αφήγηση αποδίδει τα ταμπού, τις συμβάσεις τον τρόπο ζωής μια άλλης εποχής. Και βέβαια με φράσεις που οι αφηγητές χρησιμοποιούν στην ιδιόλεκτό τους.
Χαλασμένη την πήρε.
[…] Με πόσα σκουτιά, πόσα υφάσματα ξεχασμένα στα σεντούκια της μάνας φάσκιωνε την κοιλιά που όλο στρογγύλευε. («Η κόρη του Γιάννη», σ. 17, 18)
Με νηφαλιότητα και κατανόηση για τις συμπεριφορές των προσώπων, η αφηγήτρια συνδέει το παρελθόν με το παρόν, καθώς η υπερήλικη Μαριώ κάνει τις αναδρομές στο παρελθόν έχοντας αποδεχτεί τη δύναμη της αγάπης, απέναντι στον επιπόλαιο έρωτα.
-Γνώση των «πτώσεων», οικονομικών, σωματικών, συναισθηματικών, με όλες τις συνέπειες που οι πτώσεις αυτές προκαλούν. Γιατί οι πτώσεις τις πιο πολλές φορές είναι ανατροπές.
Όπως στη θεία Ουρανία, για παράδειγμα, που η οικονομική κρίση την εξαναγκάζει να αφήσει το σπιτικό της και να περιοριστεί σε ένα άλλο, παλιό σπίτι. Χωρίς να χάνει το κέφι της, ανοίγει πόρτα και καρδιά στους νέους γείτονες, φτιάχνει καλούδια και τα περίφημα γλυκά της. Η άνοια όμως σκοτεινιάζει το μυαλό της, συσσωρευμένος ίσως κρυφός πόνος. Σε μια αναλαμπή, η ανιψιά καταγράφει κάποιες από τις συνταγές.
Η Καραγιάννη καταφέρνει να δώσει έναν πολύ ενδιαφέροντα γυναικείο χαρακτήρα, προσεγγίζοντάς τον συγγραφικά με τρυφερότητα και διακριτικότητα.
«Την υγειά μας να’ χουμε» με σταύρωνε η θεία στην πλάτη μονολογώντας καθώς έκλεινα την πόρτα πίσω μου. […] Δεν θα θυμάται, λέει το όνομά της αύριο. Ε και; Θα της το θυμίσω εγώ. Έτσι κι αλλιώς, θα το γράψω φαρδιά πλατιά με κεφαλαία γράμματα στο εξώφυλλο του βιβλίου της: «ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΟΥΡΑΝΙΑΣ». (σ. 14)
Συνδυάζοντας όλες τις παραμέτρους που προαναφέρθηκαν, στο διήγημα «Η κυρία μηχανικού» δένεται ο χώρος-ύπαιθρος με τον χρόνο αλλά και την πτώση, την ανατροπή. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι αφηγήτρια είναι η κόρη του ζευγαριού. Η αστή κοπέλα ακολουθεί τον μηχανικό σύζυγο στο χωριό, για το δημόσιο έργο που αναλαμβάνει στην επαρχία. Αφήνοντας την καριέρα της ως μουσικού. Για να εγκαταλειφθεί από αυτόν. Ύστερα από μια περίοδο πτώσης και κατάθλιψης, η γυναίκα βρίσκει τον εαυτό της μέσα από τη μουσική. Η αταίριαστη γίνεται η ψυχή του χωριού, με τα μαθήματα πιάνου και με δραστηριότητες.
Από τους νεότερους στο χωριό κανείς πλέον δεν τη θυμάται ως την «κυρία μηχανικού», αλλά ως τη χαμογελαστή «κυρία της μουσικής» με τα μελαγχολικά μελένια μάτια. (σ. 24)
Συχνά στα διηγήματα εμφανίζεται το γήρας και η ασθένεια, με τις λογής πτώσεις που μπορεί να προκαλέσουν. «Πουτάνα …ζωή (!)» θα ψιθυρίσει ο κύριος Γιώργος στη Λενιώ, την αφηγήτρια, καθώς η τύχη τούς άλλαξε ρόλους, αφού από συνοδοί ασθενών γίνονται ασθενείς οι ίδιοι. Η στωικότητα και ο σαρκασμός του επιδρούν θετικά στη Λενιώ, που παίρνει δύναμη να αντιμετωπίσει την αρρώστια της.
«Πουτάνα ζωή (που θα έλεγε και ο κύριος Γιώργος)… πόσο ωραία είσαι!» συλλογίστηκα (σ. 115)
Προς το τέλος της συλλογής μια ομάδα διηγημάτων αναφέρεται στον πατέρα, νεκρό σε όλες τις περιπτώσεις. Στέκομαι ιδιαίτερα στο «Θα χορτάσει μπαλίτσα η ψυχούλα μας!». Ο αναγνώστης δεν το καταλαβαίνει από την αρχή, αλλά το συνειδητοποιεί γρήγορα ότι ο πατέρας της ιστορίας που βιάζεται να βρει δύο ζευγάρια αθλητικά παπούτσια είναι ήδη νεκρός. Τη μέρα εκείνη τού έφεραν δίπλα ου ένα παλικάρι, τον πιτσιρικά, όπως τον αποκαλεί. Και οι δυο αγαπούν την μπάλα. Ο πατέρας σκοπεύει να περάσουν τη νύχτα παίζοντας μπάλα, να μη σκιαχτεί ο μικρός στο νέο του «περιβάλλον».
Άρπαξε τα παπούτσια από τα χέρια μου και εξαφανίστηκε, χωρίς ένα φιλί, χωρίς μία αγκαλιά. Αργούσε ακόμη να ξημερώσει και βιαζόταν. Δεν ήθελε να σκιαχτεί μοναχός του ο μικρός. (σ. 83)
Η μείξη του πραγματικού με το φανταστικό, του ονείρου με την πραγματικότητα, του εδώ με το επέκεινα γίνεται με πολλή μαεστρία από τη συγγραφέα. Από τις αναγνώσεις που εντυπώνονται στη μνήμη.
Πρωταγωνίστρια στο ομότιτλο διήγημα «Το κόκκινο τάπερ» είναι η μητέρα. Με την αφηγήτρια να μιλά σε τρίτο ενικό, παρεμβάλλονται τμήματα σε πρώτο ενικό, με τη μητέρα σε διάλογο με τη γιατρό –η οποία βέβαια ακούγεται ελάχιστα. Σαν ένας εμβόλιμος μονόλογος της μητέρας, που δίνει το ιστορικό όχι της ασθένειάς της, αλλά της ζωής της. Η αγάπη, η φροντίδα της, που τείνουν να ματαιωθούν από τα εγκεφαλικά που έχει πάθει. Η απειλή από την επέμβαση που θα κάνει το επόμενο πρωί.
Θεωρώ ότι το διήγημα αυτό είναι κομβικό για τη συλλογή. Γιατί η δύσκολη κατάσταση που περιγράφεται αλλάζει προς το τέλος, αφήνοντας την ελπίδα για θετική έκβαση.
Και το παστίτσιο, να τους πείτε, στο ψυγείο το ’χω φυλαγμένο, μέσα στο κόκκινο τάπερ… […]
Μέσα στο τάπερ κούρνιασε. Μαξιλάρι μαλακό η αφράτη μπεσαμέλ και στρώμα μυρωδάτο κι αναπαυτικό το χοντρό μακαρόνι κι ο τσιγαριστός κιμάς έσβησαν τη φαρμακίλα του θαλάμου απ’ τα ρουθούνια της και τον φόβο απ’ την ψυχή της κι έφεραν μια νύστα γλυκιά στα κουρασμένα της βλέφαρα. (σ. 76)
Όλη η συλλογή χαρακτηρίζεται από αυτό το ιδιαίτερο γνώρισμα. Στα περισσότερα διηγήματα υπάρχει άνοιγμα φωτός στο κλείσιμο. Είναι, πιστεύω, και στάση ζωής της συγγραφέως να θέλει να βλέπει και να βρίσκει το φως μέσα στο σκοτάδι, ακόμη κι αν είναι μια χαραμάδα, ένας υπαινιγμός. Ένα αισιόδοξο κοίταγμα στα ανθρώπινα που έρχεται λογικά και χωρίς χάσματα με το τέλος της ιστορίας. Μαζί με τη διεισδυτική ματιά και τη ρέουσα αφήγηση, οι ιδιαίτερες ποιότητες στη γραφή της Ελένης Καραγιάννη.