You are currently viewing Κριτική του Ιστορικού-Αρχαιολόγου Κώστα Αναγνωστόπουλου για το βιβλίο της Γαβριέλλας Κασουλίδου, Σίβυλλα Ηροφίλλη, Η χιλιόχρονη προφήτισσα.

Κριτική του Ιστορικού-Αρχαιολόγου Κώστα Αναγνωστόπουλου για το βιβλίο της Γαβριέλλας Κασουλίδου, Σίβυλλα Ηροφίλλη, Η χιλιόχρονη προφήτισσα.

Το αχανές σύμπαν συνθέτουν δύο στοιχεία, η απόλυτη σιγή σιωπή και το βαθύ έρεβος/σκοτάδι, τα οποία είναι τα μυστικά του απώτατου μακρόκοσμου. Ο άνθρωπος από την άλλη πλευρά, το γνώριμό μας και ταπεινό – αλλά πεπερασμένο – ον, συντίθεται από δύο δυνάμεις μοναδικές και αξεπέραστες, το φως και τον λόγο, που με το θάλπος τους στο πνευματικό μάς οδηγούν πολύ ψηλά και λειτουργούν ως εξαγγέλματα της αιώνιας αθανασίας του μικρόκοσμού μας.

Ήρθαμε στον κόσμο με μόνη αποσκευή/βασικό εφόδιο το τρίπτυχο του ενδιάθετου, προφορικού και γραπτού λόγου. Η διανοητική έξαρση του ατόμου εξανασταίνει την επαγγελία των θεόληπτων μάντεων ή μαντισσών για αιωνιότητα και κατεπέκταση κυριαρχία της αλήθειας. Οι προχριστιανικοί πρόγονοί μας ενδιαφέρθηκαν όχι για την εκπαίδευση, αλλά για την παιδεία, ύψιστος σκοπός της οποίας είναι κατά τον Πλάτωνα (427-345 π.Χ.) η θέαση της υψηλής ιδέας του αγαθού.

Αν, λοιπόν, στην πλατωνική παιδεία υπάρχει μία και μόνο θεότητα, παράλληλα δεσπόζει και το εφτασφράγιστο μυστικό της Σφίγγας. Έτσι παρέμενε το αίνιγμα άλυτο έως την εμφάνιση του Οιδίποδα. Ως τότε, όμως πολλοί, κατά μυριάδες προσέτρεχαν στα βιβλία της Σίβυλλας, η οποία ως μάντισσα/προφήτισσα ερμήνευε τους ακατάλυτους χρησμούς και τη θέληση της μοίρας.

Η αρχαία Ελλάδα διαθέτει τον μεγαλύτερο μυθολογικό πλούτο του πλανήτη μας σε σχέση με άλλες χώρες και αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες πνευματικές καταβολές στον παγκόσμιο πολιτισμό.

Αυτά που παραθέτουμε πιο κάτω, είναι ένα πάρα πολύ σύντομο δείγμα από τη συγκομιδή της (652 σελίδες) που μας χαρίζει πλουσιοπάροχα. Αρχίζουμε από την ετυμολογία.

Σίβυλλα <πρώτο συνθετικό σι-, από τη λέξη σιός = Θεός στα λατινικά/δωρικά και δεύτερο βυλ-, αιολικά αντί βουλή = απόφαση [και βόλλα = βουλή στα αιολικά] όπως και ρήμα βόλλομε = βούλομαι = θέλω [βώλομαι στα δωρικά, βόλομαι στα κυπριακά]. Άρα Σίβυλλα αντί Θεοβούλη = αυτή που αναγγέλλει τη θεϊκή σκέψη. Τα δύο λάμδα (= λλ) δικαιολογούνται από τη συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων να γράφουν με 2 λ όσα γυναικεία ονόματα τέλειωναν σε -λλα (π.χ. Πράξιλλα, ποιήτρια από το Κιάτο, αρχαία Σικυώνα, 5ος π.Χ. αιώνας, Τελέσιλλα, ποιήτρια από το Άργος, 6ος π.Χ. αιώνας, Σκύλλα, μυθικό τέρας).

Πρώτος και παλαιότερος που αναφέρει το όνομα Σίβυλλα στην αρχαιότητα είναι ο φιλόσοφος Ηράκλειτος περίπου (540-480 π.Χ.) από την Έφεσο της Ιωνίας. Στο 75ο απόσπασμα από το έργο του Περί φύσεως μας λέει: «Σίβυλλα μαινομένῳ στόματι ἀγέλαστα καί ἀκαλλώπιστα καί ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξιωνεῖται τᾐ φωνᾐ διά τον θεόν». Δηλαδή: «Η Σίβυλλα, που με στόμα μαινόμενο εκστομίζει λόγια αγέλαστα, αφτιασίδωτα και χωρίς αρώματα, διασχίζει με τη φωνή της χιλιάδες χρόνια χάρη στον Θεό (Απόλλωνα)». Με το όνομά της την προχριστιανική περίοδο εννοούσαν ορισμένες γυναίκες με μεγάλη προφητική δύναμη. Ιδιαίτερο γνώρισμά τους ήταν η πρόγνωση γεγονότων ή πράξεων, γι’ αυτό και μοιάζουν περισσότερο με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης στο Ισραήλ. Προφήτευαν χωρίς να ερωτηθούν. Στα Μαντεία της ειδωλολατρικής Ελλάδος την ίδια εποχή οι ιέρειες είχαν γραμμένο πάντα το ερώτημα του προσκυνητή. Μνείες της Σίβυλλας έχομε, επίσης, από τον τραγικό ποιητή Ευριπίδη (480-406 π.Χ.), τον κωμικό ποιητή Αριστοφάνη (445-385 π.Χ.), από τον Πλάτωνα, τον φιλόσοφο Αριστοτέλη (384-323 π.Χ.), τον Ιερώνυμο τον Ρόδιο φιλόσοφο (περίπου 300 π.Χ.) και από επιγραφές της Αττικής (περίπου 320 π.Χ.) και Σίβιλλα (με γιώτα στην παραλήγουσα αντί ύψιλον). Επίσης μνείες της Σίβυλλας μας διέσωσαν και οι: Παυσανίας ο περιηγητής (2ος μ.Χ. αιώνας), Πλούταρχος, ιστορικός και φιλόσοφος από τη Χαιρώνεια (2ος μ.Χ. αιώνας), Αρριανός, ιστορικός (95-175 μ.Χ.), Ευσέβιος, επίσκοπος Καισαρείας Παλαιστίνης (280-340 μ.Χ.), Κλήμης από την Αλεξάνδρεια, θεολόγος (τέλος 2ου μ.Χ. αιώνας – αρχή 3ου), Ωριγένης, πολυγραφότατος πατέρας της εκκλησίας (185-254 μ.Χ.), Λακτάντιος χριστιανός απολογητής (250-325 μ.Χ.), και το βυζαντινό Λεξικό Σούδα (γύρω στο 1000).

Η Σίβυλλα γεννήθηκε στη Μάρπησσο της Τρωάδας (Β.Δ. της Μικράς Ασίας) στους πρόποδες της Ίδης (άλλος Ψηλορείτης της Κρήτης, στο κέντρο της μεγαλονήσου) από πατέρα γιδοβοσκό και μάνα νύμφη των δασών, η οποία, όμως την εγκατέλειψε στο εκεί ιερό του Απόλλωνα. Οι άνθρωποι του ναού που τη βρήκαν την περιέθαλψαν και την ονόμασαν Ηροφίλη: Ήρα + φίλη, από το όνομα της συζύγου του Δία – η οποία αντίθετα από τον ερωτύλο άντρα της – ήταν πιστή και προστάτευε την οικογένεια. Γρήγορα έγινε ιέρεια του Θεού του φωτός. Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την πρώτη γνωριμία του Φοίβου με τη Σίβυλλα. Αποτελεί δείγμα της ποιητικής περιγραφής και της ολοζώντανης αφήγησης του με σαφήνεια και ακρίβεια διατυπωμένου έρρυθμου νεοελληνικού λόγου (ο οποίος είναι και προϊόν του νομικού οπλισμού) της συγγραφέως.

«Μπροστά μου ξαφνικά στάθηκε μεγαλόπρεπα ο ίδιος ο Φοίβος. Ωραίος, ξανθός, τη λύρα του κρατώντας, με λάμψη απόκοσμη του ήλιου, του φωτός… να τον καλύπτει ολόγυρα, φαινότανε πως ήτανε Θεός. Με στόμα έμεινα ανοιχτό θαυμάζοντας συνάμα κι απορώντας πώς βρέθηκε εκεί απέναντι μου.

Ποτέ προηγουμένως δεν είδα τον θεό και ας ήμουν στο ναό του ιέρεια πίστη τούτα όλα τα χρόνια. Μου μίλησε και η λαλιά του έμοιαζε να ακουγότανε, λες και χίλια μαζί αηδόνια μελωδικά τραγούδια κελαηδούσαν, λες κι όλο των λουλουδιών το άρωμα και γλυκά να είχαν τη φωνή ποτίσει. Ένιωσα μαγεμένη να είμαι και ο νους μου παραδόθηκε στην όψη του Θεού. Και η καρδιά μου χτύπησε η πλανεύτρα σε σκοπούς τέτοιους που δεν είχε πριν ξαναχτυπήσει. «Πες μου, τι θα ‘θελες να έχεις πιότερο σε τούτη τη ζωή; Ποια είναι η πιο μεγάλη σου και μύχια επιθυμία; Πες μου!» Είπε σε με χαμογελώντας, το θαυμασμό μου νιώθοντας γιατί ήτανε Θεός. Δεν σκέφτηκα και δεν κατάλαβα γιατί να με ρωτούσε. Απρόσμενο μου φάνηκε, σαν κάτι μαγικό που γίνεται στα όνειρα μα και στα παραμύθια. Και σαν παιδί που ήμουνα ακόμα, πίστεψα σαν όλα τα παιδιά στην όμορφη μαγεία του παραμυθιού, και μιας και ρώταγε, έσκυψα εκεί στην όχθη που βρισκόμουνα και με άμμο γέμισα τις δυο μου χούφτες, ψηλά τα χέρια σήκωσα κι απάντησα: «Να ζήσω θέλω τόσα χρόνια, όσα οι κόκκοι τούτης της άμμου που στα χέρια μου κρατώ». Όσα διαμείφθηκαν ανάμεσα στα δύο πρόσωπα (θεός-θνητή), δηλαδή τα λόγια που αντάλλαξαν οι συζητητές, αναλύονται εν συνεχεία ανθρωπολογικά και ερμηνεύονται ψυχογραφικά. Κρίνεται από τη συγγραφέα η θεϊκή συμπεριφορά και η ανθρώπινη απερισκεψία από την άλλη. Αναδεικνύεται η μεγαλοσύνη του μύθου που διαπαιδαγωγεί/διδάσκει απέναντι στο παραμύθι που απλώς τέρπει. Και συνεχίζει πάλι σε πρώτο πρόσωπο η Σίβυλλα την αφήγηση. Τι πιο μεγάλο δώρο να ζητήσω από τη ζωή και χρόνια αμέτρητα να έχω να τη ζήσω! Γιατί εκείνη τη στιγμή έβλεπα τη ζωή μέσα από της νιότης μου τα μάτια, μονάχα ομορφιά! Ήμουν μικρή και πίστευα… ως έτσι θα είναι πάντα. Τον ήλιο βλέπουν να χαμογελάει και η δική τους η ματιά θαμπώνει! Ψέματα στους θνητούς ο ήλιος λέει. Κι η ομορφιά…… ψευδαίσθηση είναι μόνο… Έπειτα έρχεται η αλήθεια, πώς τίποτε παντοτινό δεν είναι! Ούτε η χαρά που μακριά πετά, μηδέ η δόξα που εφήμερη μια ύπαρξη έχει… Ανόητη που ήμουνα τότε και που δε γνώριζα πως τίποτα μέσα στη ζωή ποτέ χωρίς αντάλλαγμα δεν δίνεται…

Καθετί που κάποιος δίνει και σύ παίρνεις με κάποιο τίμημα κάποια στιγμή θα το πληρώσεις. – «Αυτό που ζήτησες σ’ το δίνω και όσα χρόνια θέλησες να ζεις θα τα έχεις!», είπε ο Θεός και πιο κοντά πλησίασε τα χέρια απλώνοντας σε με… και προσκαλώντας με στην αγκαλιά του θέλησε να βρεθώ. «- Δεν γίνεται αυτό!» φώναξα. –«θεέ, μη με αγγίζεις! Όρκο έχω δώσει ιερό… παρθένα πάντα να ‘μαι κι εσένα να υπηρετώ…» τι είπα η δόλια! Τον είδα που σκοτείνιασε… έκανε πίσω… και λες και ένα κακό μεγάλο είχα κάνει είπε… «-Τότε γιατί μου ζήτησες τη χάρη να σου κάνω; Τι πίστεψες και τι φανταστικές; Γιατί δε μου πες πως ιέρεια είσαι ευθύς; Πως όρκο πήρες παρθενίας;»… «-Ό,τι σου έδωσα πίσω δεν παίρνω. Μα άμυαλη και επιπόλαιη όπως φάνηκες, ζήτησες μόνο τη ζωή και τα πολλά τα χρόνια και ξέχασες πως μαζί με αυτά, τα νιάτα και η τύχη η καλή είναι εκείνα, που στα χρόνια τα νεανικά αξία δίνουν… Τα χρόνια τα πολλά που ζήτησες, στο μέλος βάρος ασήκωτο θα γίνουν. Γιατί παίρνουν και πάνε γρήγορα τα νιάτα… και σαν γυρνάς… τον θάνατο θα αποζητάς… και εσύ δε θα τον βρίσκεις πουθενά. Ο Άδης δεν θα σε δέχεται…» Προσέχετε τα λόγια σας! Τι από τους θεούς εύχεστε και τι ζητάτε. Μπορεί η ευχή σας κάποτε να εισακουστεί και τραγωδία μονάχα σε σας να φέρει! Στο σημείο αυτό τελειώνει η σύντομη ζωή της Ηροφίλης ως απρόσεκτης, άπειρης, ανήλικης κόρης. Αρχίζει τις προφητείες της – οι οποίες διασώζονται σε πρώτη έντυπη έκδοση του 1546 – γνωστές ως σιβύλλειοι χρησμοί στην αρχαιότητα, σιβυλλιακοί στα πρώτα χριστιανικά κείμενα και σιβυλλικοί από το 1882. Ώριμη πια ιέρεια προφητεύσει τον θάνατο της Εκάβης γυναίκας του Πρίαμου και βασίλισσας της Τροίας, το οδυνηρό τέλος του γιου της Έκτορα από τον Αχιλλέα, ο οποίος θα σύρει το δεμένο από το άρμα πτώμα του αρχοντογεννημένου τρωαδίτη ήρωα, γύρω από τα τείχη της πόλης του, που θα πέσει σε λίγο με το δούρειο ίππο. Εδώ η συγγραφέας καταλήγει σοφά στο ότι ο πόλεμος εξαγριώνει τον άνθρωπο, αφού εξαιτίας του διαπράττονται φρικαλεότητες και επισημαίνει πως ποτέ κανείς δε βγαίνει εκεί νικητής στο τέλος. Έπειτα περιγράφει η Γαβριέλλα Κασουλίδου τη φυγή του Αινεία από την πυρπολημένη πατρίδα του και την άδεια, που του έδωσαν οι Αχαιοί νικητές, φεύγοντας να πάρει μόνο ένα αντικείμενο κι αυτός έβαλε στον ώμο του τον ανήμπορο γέροντα πατέρα του Αγχίση. Τότε τον θαύμασαν για την ευσέβειά του και του χάρισαν μία ευκαιρία ακόμα, δηλαδή να διασώσει άλλο ένα πράγμα. Εκείνος θεοσεβής καθώς ήταν πήγε και σήκωσε από τους εφέστιους θεούς το άγαλμα του προστάτη της οικογένειάς του. Συγκινημένοι οι Δαναοί, για τη θεοσέβειά του αυτή, του επέτρεψαν να μεταφέρει όλα όσα ήθελε. Όλο το βιβλίο γέμει από τέτοιες, ψυχωφελείς παιδαγωγικού χαρακτήρα σύντομες αναφορές. Ύστερα ο πρωταγωνιστής της Αινειάδας του Βιργιλίου ήλθε στο Λάτιο και ίδρυσε τη Ρώμη.

Συνεχίζεται η αφήγηση με τις σχέσεις Τρώων και Χετταίων που ήσαν σύμμαχοι γύρω στο 1.200 π.Χ., όταν σημειώθηκε ο Τρωικός πόλεμος.

Είναι βαθύτατη γνώστης η κυρία Κασουλίδου της αγγλόγλωσσης πλουσιότατης σχετικής βιβλιογραφίας και μας δίνει πρωτόγνωρες πληροφορίες για τον ανταγωνισμό μεταξύ Μυκηναίων και λαών της Μικράς Ασίας/Ανατολίας κυρίως όσων κατοικούσαν στα παράλιά της (π.χ. οι παφλαγόνες στα Β., οι Βιθυνοί στην Προποντίδα, οι Τρώες με τους Φρύγες στα ΒΔ, οι Λυδοί στα Δ., οι Κάρες και οι Λύκιοι στα Ν.Δ.).

Η αντιπαλότητα ανάμεσά τους ήταν για τον εμπορικό έλεγχο της αλιείας των μεγάλων ψαριών του Ευξείνου Πόντου, της Προποντίδας και όσων μέσω του Ελλησπόντου κατέφευγαν στη θερμή θάλασσα του Αιγαίου Πελάγους. Και σήμερα ακόμα, ύστερα από 3.500 χρόνια, ένα μεγάλο μέρος των αλιευμάτων των ψαράδων της Λέσβου, Λήμνου και Σαμοθράκης προέρχεται από τη Μαύρη Θάλασσα. Θλιβερή είναι εν συνεχεία η περιήγηση της Σίβυλλας στον Άδη, γριάς πλέον. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που η γυναίκα πήγε ζωντανή και περιήλθε στον Κάτω Κόσμο. Ήταν υπερήλικη – αφού έζησε χίλια χρόνια – και ζητούσε με εμμονή να απαλλαγεί από τα υπερβολικά παρατεταμένα γηρατειά της. Όλοι εκεί οι παράγοντες αρνούνται να υλοποιήσουν το αίτημά της, την έδιωχναν και την έστειλαν στον Πάνω Κόσμο. Γιατί; Όταν Θεός δώσει σε θνητό δώρο ή κατάρα, δεν μπορούσε θεότητα άλλη να το αναιρέσει/ακυρώσει. Η Εκάτη, η Χίμαιρα, οι Κήρες, οι Μοίρες (Κλωθώ, Λάχεση και Άτροπος) οι Ερινύες (Τισιφόνη, Αληκτώ, Μέγαιρα), το τριμελές των Δικαστών (Μίνωας, Ραδάμανθης, Αιακός) της έλεγαν: «Φύγε και αναζήτησε τον Απόλλωνα. Αυτός μόνο μπορεί να σε απαλλάξει από το πάθημά σου, διότι συ είσαι υπαίτια, λόγω της απερισκεψίας σου. Τους άκουσε και άρχισε το ψάξιμο, να βρει δηλαδή τον Φοίβο. Ξεκίνησε από τους Δελφούς, συνέχισε στη Δήλο, όπου συνάντησε τη Λητώ, μητέρα του Θεού της. Διεκδικώντας τον θάνατο, όπως επισήμανε ο ΘΟΚ στους προηγούμενους επισκέφτηκε πόλεις της ιωνικής δωδεκάπολης, στη Δυτική Μικρά Ασία, όπως: η Κλάρος (κοντά στην Κολοφώνα), οι Ερυθρές, η Έφεσος, η Κολοφώνα, η Πριήνη, οι Κλαζομενές και το νησί της Σάμου. Πήγε στη Βαβυλώνα της Μεσοποταμίας στις Σάρδεις είδε τον Κροίσο, στην Κέρκυρα νότια της Νάξου, στη Θεσσαλία όπου είδε τη Μήδεια, στο Πήλιο, στην Ήπειρο και από κει στη Δύση, Ιταλία. Φτάνει στη Νάπολη, την Κύμη τους Ποτιόλους. Μιλά για την ίδρυση της Ρώμης. Διανύει τα τελευταία της χρόνια τώρα η Σίβυλλα.  Ιερείς την έχουν βάλει, άμορφη μάζα πια, μέσα σε μία πέτρινη φιάλη/υδρία. Η φωνή της όμως έβγαινε από εκεί ακόμα βροντερή. Στην Κύμη της Ιταλίας, την παλαιότερη αποικία των Ελλήνων στην Εσπέρια η Ηροφίλη πέθανε.

Ανοίγω μια σύντομη παρένθεση. Ο χριστιανός απολογητής Λακτάντιος, που προαναφέραμε, μιλά για 10 Σίβυλλες, οι οποίες διαφοροποιούνται μόνο από τον τόπο προέλευσής τους: 1η Περσίδα (από την Περσία), 2η Λίβυα (από τη Λιβύη), 3η Δελφική, 4η Κιμμέρια (από την Ιταλία), 5η Ερυθραία (από τις Ερυθρές της Ιωνίας), 6η Σάμια, 7η Κυμαία (από την Κύμη της Ιταλίας), 8η Ελλησπόντια, 9η Φρύγια και 10η Τιμπουρτίν (από το Τίβολι της Ιταλίας). Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αλλά και χριστιανοί μας διασώζουν διαφορετικά μικρά ονόματα δίπλα στο σταθερό επαναλαμβανόμενο Σίβυλλα (π.χ. Ηροφίλη και Δημοφίλη, Διηφόβη, Αμάλθεια, Δημώ, Φοιτώ και Αλμπουνέα). Τι συμβαίνει εδώ με αυτήν την πολυμορφία; Πιστεύω ότι το όνομα Σίβυλλα δεν είναι κύριο άλλα προσηγορικό, δηλαδή δηλώνει σύνολο ομοειδών προσώπων. Άρα κατ’ εμέ σημαίνει μάντισσα, ιέρεια, προφήτισσα και δηλώνει ιδιότητα, είναι δηλαδή τίτλος (σαν τις λέξεις τσάρος, ισάχης, βασιλιάς μικάδο, Μίνωας και Φαραώ). Λέξη άγνωστης προέλευσης, πολλή παλιά, ίσως μικρασιατική (φρυγική; Λυδική;) που δεν ετυμολογείται. (Άρα όσα είπα πιο πάνω ετυμολογώντας τη λέξη Σίβυλλα είναι αρχαιοελληνική παρετυμολογία). Άλλωστε δυσετυμολόγητα είναι έως σήμερα και τα ονόματα των τριών θεών: Αθήνας, Απόλλωνα και Αρτέμιδας.

Η συγγραφέας πήρε το μύθο και τον μετέτρεψε με τη βοήθεια και της λογοτεχνικής της χάρης σε γλαφυρότατη αφήγηση. Ένα επιπλέον προτέρημα του κειμένου της είναι και ο ηθικοπαιδαγωγικός χαρακτήρας του. Η σοφία της εδώ ξεχειλίζει.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.