Κάθε πρωτομηνιά
γύρω στις έξι το απόγευμα,
η γηραιά κυρία ερχόταν
με την ποδιά της, τσόχινες παντόφλες,
μαντίλα και ζακέτα,
μέσα στην παμπ,
στεκόταν στο μπαρ,
ρωτώντας με αν είχα δει τον γιο της,
και οι συζητήσεις έπαυαν,
γινόταν ησυχία.
Απαντούσα αρνητικά.
Μου ζητούσε αν ερχόταν,
να του πω να βιαστεί,
σύντομα θα έστρωνε τραπέζι,
κι αυτός σίγουρα θα πεινούσε.
Έπειτα έφευγε.
Επικρατούσε σιωπή για ώρα,
κανένας δεν μιλούσε.
Εκείνος που περίμενε ήταν νεκρός
είκοσι χρόνια τώρα.
Κάθε πρωτομηνιά
γύρω στις έξι το απόγευμα,
η γηραιά κυρία ερχόταν,
με την ποδιά της, τσόχινες παντόφλες.