You are currently viewing Λευκάδιος Χερν: Η Νύχτα των Αγίων Πάντων. Μετάφραση: Βασίλης Πανδής

Λευκάδιος Χερν: Η Νύχτα των Αγίων Πάντων. Μετάφραση: Βασίλης Πανδής

Η Νύχτα των Αγίων Πάντων – μία νύχτα λαγαρή και βαθιά και πλήρης από την δόξα του λευκού σεληνόφωτος.

Κι ένας ελαφρύς γλυκός Άνεμος σηκώθηκε από τα δυτικά, και περιπλανήθηκε ανάμεσα στους τάφους, ψιθυρίζοντας στις Σκιές.

Και ήταν άνθη ανάμεσα στους τάφους.

Κοίταξαν το πρόσωπο της σελήνης, κι από μέσα τους χίλιες αθέατες ευωδιές αναδύθηκαν στη νύχτα.

Και ο Άνεμος φύσηξε πάνω στ’ άνθη, ώσπου τα τρυφερά τους βλέφαρα πήραν να κλείνουν και η ευωδιά τους ολοένα θάμπωνε στο σεληνόφως. Και ματαίως ο Άνεμος εγύρεψε να τα ξεσηκώσει από τον δίχως όνειρα ύπνο στον οποίο βυθίζονταν, καθώς η ευωδιά του άνθους δεν είναι παρά η παρουσία της αθέατης ψυχής του. Και τ’ άνθη βάρυναν στο σεληνόφως, και την δωδεκάτη ώρα έκλεισαν τα μάτια τους παντοτινά και τα εγκατέλειψε το θυμίαμα των ζωών τους.

Θρήνησε τότε ο Άνεμος ανάμεσα στους παλαιούς λευκούς τάφους· και ψιθύρισε στα κυπαρίσσια και τις Σκιές, «Δεν ήταν προσφορές αυτές;»

Και οι Σκιές και τα κυπαρίσσια υποκλίθηκαν αλλόκοτα, αποκρινόμενα μυστηριωδώς. Όμως ο Άνεμος ρώτησε, «Σε Ποιον;», και οι Σκιές και τα κυπαρίσσια σωπαίναν.

Τότε σαν πνεύμα εισήλθε ο Άνεμος στις ρωγμές των λευκών μνημάτων, ψιθυρίζοντας μες στο σκοτάδι, και προχωρώντας ριγούσε και θρηνούσε.

Και ρίγησαν οι Σκιές επίσης· και τα κυπαρίσσια στέναξαν μέσα στη νύχτα.

«Μυστήριο», σπάραξε ο Άνεμος, «και ξεπερνάει την αντίληψή μου. Προς τι αυτές οι προσφορές σ’ εκείνους που κατοικούν τη σκοτεινιά, εκεί όπου ακόμη και τα όνειρα έχουν πεθάνει;»

Αλλά τα δέντρα και οι σκιές δεν αποκρίθηκαν και οι κούφιοι τάφοι δεν έβγαλαν φωνή.

Ήρθε τότε από τα νότια ένας Άνεμος, ψιθυρίζοντας στους πορτοκαλεώνες, και ανυψώνοντας τους μακριούς βοστρύχους των φοινίκων με την πνοή των φτερών του, κι επιστρέφοντας στον αρχαίο τόπο των τάφων τις ψυχές χιλίων ανθών. Και ο Νοτιάς ψιθύρισε στις ψυχές των ανθών, «Αποκριθείτε, πνευματάκια, αποκριθείτε στον περίλυπο αδερφό μου».

Και οι ψυχές των ανθών αποκρίθηκαν, αρωματίζοντας όλους τους λευκούς δρόμους της λευκής πολιτείας των νεκρών:

«Είμαστε της στερημένης αγάπης οι προσφορές προς τον Πανάγαθο – οι θυσίες των ορφανών στον Πατέρα των πάντων. Δεν γνωρίζουμε τα των νεκρών – το άπειρο μυστικό δεν μας έχει αποκαλυφθεί· γνωρίζουμε μονάχα ότι κοιμούνται υπό το βλέμμα του Ακοίμητου. Είδες τα άνθη να πεθαίνουν· όμως οι ευωδιές τους επιζούν στα φτερά των ανέμων και γλυκαίνουν όλον τον κόσμο του Θεού. Έτσι δεν συμβαίνει μ’ εκείνην την ευωδιά των καλών πράξεων, που επιζεί αφότου οι πράξεις έχουν συντελεστεί – ή με τις αναμνήσεις των νεκρών ερώτων, που ελαφραίνουν τις καρδιές των ζωντανών;»

Και τα κυπαρίσσια και οι Σκιές υποκλίθηκαν. Και παύοντας να θρηνεί, ο Ζέφυρος άνοιξε τα λεπτά του φτερά, πετώντας προς την ανατολή του ηλίου.

Η σελήνη βυθιζόταν κι έκανε μακρύτερες ακόμα τις μακριές σκιές· ο Νοτιάς χάιδεψε τα κυπαρίσσια, και, κουβαλώντας τα πνεύματα των ανθών, υψώθηκε πετώντας προς τις πυρές των αστεριών που σβήναν.

 

 

 

 

 

Ο Ελληνοβρετανός συγγραφέας Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε το 1850 στην Λευκάδα. Έζησε στην Ιρλανδία, τις ΗΠΑ και την Μαρτινίκα, ώσπου το 1890 βρέθηκε υπό την δημοσιογραφική του ιδιότητα στην Ιαπωνία, όπου έμελλε να παραμείνει, γράφοντας βιβλία τα οποία σύστησαν για πρώτη φορά με τέτοιο βάθος και τέτοιαν ευγλωττία τον ιαπωνικό πολιτισμό στην Δύση. Πέθανε στο Τόκιο, το 1904.
«Η Νύχτα των Αγίων Πάντων» πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Item» της Νέας Ορλεάνης (1 Νοεμβρίου 1879) και συμπεριλήφθηκε στον τόμο «Fantastics and Other Fancies» (επιμέλεια Charles Woodward Hutson, Houghton Mifflin Company, Βοστώνη και Νέα Υόρκη 1919), με τα υπόλοιπα πεζογραφήματα της αμερικανικής περιόδου του Χερν.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.