………………………………………………………………………………………………
Και ήταν την ώρα του ηλιοβασιλέματος, όπου έφτασαν στους πρόποδες του βουνού. Δεν υπήρχε σε εκείνον τον τόπο καμία ένδειξη ζωής –μήτε δείγμα νερού, μήτε ίχνος φυτού ή σκιά πουλιού πετούμενου– τίποτε παρεκτός η απόλυτη ερημιά. Και η κορυφή χανόταν στον ουρανό.
Τότε ο Μποντισάτβα είπε στον νεαρό του σύντροφο: «Αυτό που ζήτησες να δεις, θα σου φανερωθεί. Όμως ο τόπος της Θέας βρίσκεται μακριά· και ο δρόμος είναι τραχύς. Ακολούθα με και μην φοβάσαι: η δύναμη θα σου δοθεί».
Το λυκόφως βάραινε τριγύρω τους ενόσω σκαρφαλώναν. Πατημένο μονοπάτι δεν υπήρχε, μήτε και οποιοδήποτε σημάδι προηγούμενης ανθρώπινης επίσκεψης· και ο δρόμος βρισκόταν πάνω από έναν ατελείωτο σωρό πεσμένων θραυσμάτων που κυλούσαν ή στριφογύριζαν κάτω από το πέλμα. Πότε μια ξεκολλημένη μάζα κροτούσε αντηχώντας κούφια – πότε η πατημένη ουσία έσκαζε σαν όστρακο αδειανό… Τ’ αστέρια αιχμηρά, συνεπαρμένα – και η σκοτεινιά βάθαινε.
«Μην φοβάσαι, παιδί μου», είπε ο Μποντισάτβα, οδηγώντας τον: «Κίνδυνος δεν υπάρχει, κι ας είναι απαίσιος ο δρόμος».
Σκαρφαλώναν κάτω από τ’ αστέρια –γοργά, γοργά– ανηφορίζοντας με την βοήθεια μίας δύναμης υπεράνθρωπης. Περνούσαν ψηλές ζώνες ομίχλης· κι έβλεπαν από κάτω τους, ολοένα μεγαλύτερη, ενόσω σκαρφαλώναν, μιαν άηχη πλημμυρίδα νεφών, όμοια με την παλίρροια μιας θάλασσας γαλακτερής.
Ώρα με την ώρα σκαρφαλώναν – και μορφές αόρατες παραδίνονταν στο πάτημά τους με πνιχτούς και ήσυχους κρότους – και αχνές ψυχρές φωτιές άναβαν κι έσβηναν στο κάθε τσάκισμα.
Και κάποτε ο νεαρός προσκυνητής έπιασε κάτι λείο που δεν ήταν πέτρα – και το σήκωσε – και αντίκρισε την άσαρκη χλεύη του θανάτου.
«Μην κάθεσαι έτσι, παιδί μου», τον παρότρυνε η φωνή του δασκάλου, «Η κορυφή όπου πρέπει φτάσουμε, είναι πολύ μακριά!»
Συνέχιζαν να σκαρφαλώνουν μέσα στην σκοτεινιά – και αισθάνονταν διαρκώς από κάτω τους τα ήσυχα, παράξενα τσακίσματα – και έβλεπαν τις παγερές φωτιές να ανάβουν και να σβήνουν – ώσπου το χείλος της νύχτας έγινε γκρίζο, και τ’ αστέρια άρχισαν να χάνονται, και η ανατολή άρχισε να ροδίζει.
Ωστόσο ακόμη σκαρφαλώναν –γοργά, γοργά– ανηφορίζοντας με την βοήθεια μιας δύναμης υπεράνθρωπης. Τριγύρω τους υπήρχε τώρα η παγωνιά του θανάτου – και σιωπή τρομερή… Μία χρυσή φλόγα άναβε στα ανατολικά.
Τότε για πρώτη φορά οι γκρεμοί αποκάλυψαν στο βλέμμα του προσκυνητή την γύμνια τους – και ένα ρίγος τον κατέλαβε – κι ένας φριχτός φόβος. Διότι εκεί έδαφος δεν υπήρχε – μήτε από κάτω του, μήτε τριγύρω του ή από πάνω του – παρά μονάχα ένας σωρός, τερατώδης και άμετρος, από κρανία και θραύσματα κρανίων και οστών σποδό – με το λαμπύρισμα δοντιών πεσμένων και σκορπισμένων στον σωρό, σαν το λαμπύρισμα οστράκων τσακισμένων στον όλεθρο της παλίρροιας.
«Μην φοβάσαι, παιδί μου!», φώναξε ο Μποντισάτβα – «Μονάχα οι γενναιόκαρδοι μπορούν να κερδίσουν τον τόπο της Θέας!»
Πίσω τους ο κόσμος είχε εξαφανιστεί. Τίποτε δεν απέμενε παρεκτός τα σύννεφα χαμηλά, κι ο ουρανός επάνω, κι ανάμεσα ο σωρός των κρανίων – ανυψούμενος πέρα από το βλέμμα.
Τότε ο ήλιος σκαρφάλωσε μαζί με τους αναρριχητές· και δεν υπήρχε ζεστασιά στο φως του, παρά μία ψυχρότητα κοφτερή σαν του ξίφους. Και ο τρόμος του απίστευτου ύψους και ο εφιάλτης του απίστευτου βάθους και ο τρόμος της σιωπής μεγαλώνοντας, μεγαλώνοντας ολοένα, βάρυναν τον προσκυνητή και του πήραν τα πόδια – ώστε ξάφνου όλη του η δύναμη τον εγκατέλειψε και στέναξε κείνος όπως ένας κοιμώμενος μέσα στα όνειρα.
«Βιάσου, βιάσου, παιδί μου!», φώναξε ο Μποντισάτβα: «Η μέρα είναι μικρή και η κορυφή βρίσκεται πολύ μακριά».
Όμως ο προσκυνητής έσκουξε – «Φοβάμαι! Φοβάμαι απερίγραπτα! Και η δύναμη με έχει εγκαταλείψει!»
«Η δύναμη θα επιστρέψει, παιδί μου», απάντησε ο Μποντισάτβα… «Κοίταξε τώρα κάτω και πάνω και γύρω σου, και πες μου τι βλέπεις».
«Δεν μπορώ», φώναξε ο προσκυνητής, τρέμοντας, κολλημένος εκεί – «Δεν τολμάω να κοιτάξω κάτω! Μπροστά μου και γύρω μου τίποτε δεν υπάρχει εκτός από ανθρώπινα κρανία».
«Και όμως, παιδί μου», είπε ο Μποντισάτβα, γελώντας τρυφερά – «Και όμως δεν γνωρίζεις από τι είναι φτιαγμένο αυτό το βουνό».
Ο άλλος, ολότρεμος, επανέλαβε: «Φοβάμαι! Ανείπωτα φοβάμαι!… Τίποτε δεν υπάρχει εκτός από ανθρώπινα κρανία!»
«Είναι στ’ αλήθεια ένα βουνό από κρανία», απάντησε ο Μποντισάτβα. «Μάθε όμως, παιδί μου, πως όλα τους ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑ ΣΟΥ! Το κάθε ένα κάποτε υπήρξε η κούρνια των ονείρων και των ψευδαισθήσεων και των πόθων σου. Ούτε ένα δεν ανήκει σε κάποιο άλλο ον. Όλα –ανεξαιρέτως όλα– υπήρξαν δικά σου, στις αναρίθμητες προηγούμενες ζωές σου».
………………………………………………………………………………………………
Ο Ελληνοβρετανός συγγραφέας Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε το 1850 στην Λευκάδα. Έζησε στην Ιρλανδία, τις ΗΠΑ και την Μαρτινίκα, ώσπου το 1890 βρέθηκε υπό την δημοσιογραφική του ιδιότητα στην Ιαπωνία, όπου έμελλε να παραμείνει, γράφοντας βιβλία τα οποία σύστησαν για πρώτη φορά με τέτοιο βάθος και τέτοιαν ευγλωττία τον ιαπωνικό πολιτισμό στην Δύση. Πέθανε στο Τόκιο, το 1904.
Το «Θραύσμα» προέρχεται από το βιβλίο «Στην στοιχειωμένη Ιαπωνία» (In Ghostly Japan, 1899).