Ένα κορίτσι τρέχει. Αφήνει πίσω της ξανθά μαλλιά να ανεμίζουν και μια λουλουδένια φούστα να φουσκώνει σαν αερόστατο.
Τα τελευταία της βήματα πνίγονται στον ήχο των τζιτζικιών.
Τα κουζινικά χτυπιούνται με κουτουλίτσες μέσα στο νεροχύτη και τα μαχαιροπήρουνα παίζουν ντραμς πάνω στα πιάτα.
Η Ψιψίνα ξαπλώνει στα πλακάκια να χωνέψει το μπιφτέκι μαγειρεμένο στη γάστρα.
Το ξεφτισμένο πατάκι έγινε ονυχοδρόμιο πολυτελείας.
Ξύνω τα νύχια μου πάνω στις σάρκες σου. Κάνω αυλάκια με αίμα. Δεν αντιδράς. Σκάβω πιο βαθιά να σε πονέσω. Να φτάσω στα κόκκαλα.
Ξαπλώνω πάνω σε βρώμικα σεντόνια. Κρατούν τη μυρωδιά σου. Ίχνη της τώρα πια.
Τρώω μπιφτέκι με πατάτες στη γάστρα. Τρώω και φτύνω δόντια, ξεράσματα, απειλές, κατάρες.
Κτυπώ με μανία τα πιάτα στο νεροχύτη. Αντιστέκονται. Ο νεροχύτης γέμισε αμυχές, πληγές στο σώμα σου.
Παίζω ντραμς με τα μαχαιροπήρουνα πάνω στα άθραυστα πιάτα. Άναρχα ηχητικά κύματα εκπέμπονται. Σε φτάνουν. Κλείνεις με απόγνωση τ’ αυτιά.
Η γάτα κοιμάται στο πατάκι. Τα μάτια της δύο σχισμές λοξές. Ανίσχυρη μάγισσα. Κλείνω τα μάτια σου με κόλπα μαγικά να χάσεις τη δύναμή σου.
Βγάζω ένα αγκάθι από τη γούνα της. Το φυλάω να το καρφώσω. Δεν έχω αποφασίσει ακόμη πού.
Ο καύσωνας ανεβαίνει από τη γη, σκορπίζεται στον αέρα, κάνει βαριά την ανάσα.
Κρατάω την αναπνοή μου. Έτσι κι αλλιώς δεν τη χρειάζομαι.
Βγαίνω στον καυτό ήλιο. Εξατμίζομαι. Γίνομαι πυρακτωμένο σύννεφο και σε διαλύω.
Τώρα κοιμάμαι ήσυχα τα βράδια. Η Ψιψίνα με ζηλεύει.