Από παλιά είχε μανία με τα χρυσόψαρα ο Αγάπιος.
Τα χάζευε και τα μελετούσε με τις ώρες. Στις φωτογραφίες από τις εγκυκλοπαίδιες. Στις λιμνούλες με τα συντριβάνια των πάρκων. Στους ζωολογικούς κήπους. Δεν άντεχε όμως να τα βλέπει να βολοδέρνουν μέσα στις στενάχωρες γυάλες των μαγαζιών που πουλούσαν ζωάκια.
Κάποια στιγμή σκέφτηκε να στήσει στη βιτρίνα του δικού του μαγαζιού ένα μεγάλο ενυδρείο, ευρύχωρο, όμοιό του δε θα συναντούσες πουθενά στην αγορά, με βυθό από ποταμίσια άμμο που θα την έφερνε ο ίδιος από τον Αξιό, βότσαλα και αληθινά φύκια της λίμνης. Έπιαναν τα χέρια του. Επιδέξιος λόγω δουλειάς, «Επιδιορθώσεις ραδιοφώνων, τηλεοράσεων και άλλων μικροσυσκευών», παιδεύτηκε είναι η αλήθεια αλλά τα κατάφερε.
Το καθάριζε, το φρόντιζε σχολαστικά και με ένα αυτόματο σύστημα ανανέωνε το νερό του καθημερινά για να είναι σίγουρος ότι τα ψαράκια του θα καλοπερνούν.
Με τον καιρό βάλθηκε να εγκαταστήσει ένα σύστημα αδιάβροχων μεγαφώνων και ξενυχτούσε στο εργαστήρι προσπαθώντας να τα συνδέσει απ’ ευθείας με το ενυδρείο και με το κασετόφωνό του. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι τα ψαράκια του θα περνούσαν ζωή χαρισάμενη μέσα στο νερό ακούγοντας κλασική, κατά προτίμηση, μουσική, όπως έκανε και ο ίδιος συντονισμένος όλη μέρα με το τρίτο πρόγραμμα στο ραδιόφωνο.
Έφαγε αμέτρητες ώρες με πειραματισμούς ασφαλείας γιατί φοβόταν ότι τα «χρυσούλια» του θα κινδύνευαν από ηλεκτροπληξία. Αφού βεβαιώθηκε πως τα είχε καταφέρει, έκανε την πρώτη του δοκιμή με μία τρυφερή σονάτα του Σούμαν, της οποίας η σύνθεση προκαλούσε πάντα στον Αγάπιο, και γιατί, λοιπόν, όχι και στα ψαράκια του, την ήρεμη συγκίνηση από τη ροή του νερού. Σ’ όλη τη διάρκεια της σονάτας ο Αγάπιος παρατηρούσε με κομμένη ανάσα τις αντιδράσεις των ψαριών στα ηχητικά κύματα που έστελναν μέσα στο νερό τα μικρά μεγαφωνάκια. Τα ψάρια αδιαφόρησαν στην αρχή, συνέχισαν τους νωθρούς κύκλους τους. Με το που μπήκαν τα πνευστά εκείνα έτρεξαν και κρύφτηκαν κάτω από τα φύκια. Ο Αγάπιος κατέβασε λίγο τα μπάσα, διόρθωσε τα πρίμα και δοκίμασε με μερικά βαλσάκια του Στράους. Τα ψάρια φάνηκαν να αντιδρούν θετικά, έφαγαν με βουλιμία την τροφή τους. Ενθουσιάστηκε!
Τακτικά με ενημέρωνε για τις μουσικές τους προτιμήσεις, τις οποίες μάλιστα ισχυριζόταν ότι μπορούσε να κατευθύνει με τη συνεχή εκπαίδευση. Πολλές φορές με καλούσε στο μαγαζί του να το διαπιστώσω ιδίοις όμμασι.
«Κοίτα το, κοίτα το!»
Ένα παχουλό είχε πλησιάσει το τζάμι του ενυδρείου ακουμπώντας τη μουσούδα του πάνω στο γυαλί. Μας κοίταζε αφηρημένα, με γλαρωμένο μάτι.
«Προσπαθεί ν’ ακούσει πιο καθαρά τις νότες!»
Ήταν ένα μουσικό θέμα γραμμένο για εκκλησιαστικό όργανο.
Γελούσαμε με τα τσαλίμια των ψαριών και ακόμα περισσότερο με τον τρόπο που τα ερμήνευε ο Αγάπιος.
«Τα βλέπετε! Πώς χαλαρώνουν με τη Λίμνη των Κύκνων…»
Γιατί, λέει, με τον Τσαϊκόφσκι νιώθουν στην κυριολεξία «μέσα στα νερά τους». Αντίθετα ερωτοτροπούν ξεδιάντροπα με τα Νυχτερινά του Σοπέν και τρομοκρατούνται από τη μουσική του Βάγκνερ και τα εμβατήρια γενικώς.
«Ρε σεις, αυτά τρελαίνονται για τα Μπητλάκια!»,
μας ανακοίνωσε μια μέρα και όλη η παρέα κάναμε χαράς ευαγγέλια. Τρέξαμε αμέσως στο μαγαζί του να παρακολουθήσουμε από κοντά μια επίδειξη των ψαριών υπό τους ήχους του “Yellow submarine”. Τρελές πλάκες.
* * *
Ανήμερα του Αγίου Νικολάου ο καιρός το γύρισε σε μελαγχολικό χιονιά.
Ο Αγάπιος εμφανίστηκε στο μαγαζί μας κατάχλωμος, ράκος σωστό, για να ανακοινώσει το μοιραίο. Βρήκε και τα τέσσερα ψαράκια του να επιπλέουν τουμπανιασμένα και ανάποδα στην επιφάνεια του ενυδρείου. Δυστυχώς τα κακόμοιρα φαίνεται πως δεν άντεξαν το δυναμικό κρεσέντο στο φινάλε από το Μπολερό του Ραβέλ.
«Εγώ φταίω, εγώ φταίω», παραδέχτηκε συντριμμένος. «Το έπαιζα στο τέρμα το ρημάδι!…»