Κρατάω στα χέρια μου ένα ματωμένο πουκάμισο εδώ και πενήντα χρόνια και περιφέρομαι στους δρόμους και τα στενά που χάραξε η ιστορία με τον πιο βάρβαρο και τραγικό τρόπο. Είμαι νεογέννητο, είμαι γυναίκα ετών πενήντα, είμαι πολίτης μιας χώρας που γέννησε κάποτε – αιώνες πριν – την Δημοκρατία κι από τότε την έχει κουρελιάσει τόσες και τόσες φορές.
Κοιτάζω τα κάγκελα της Πανεπιστημίου, την πλαϊνή πόρτα της Στουρνάρη κι αναλογίζομαι τις ώρες και την αγωνία, τον φόβο του θανάτου που κάνει τα πρόσωπα πελιδνά και την ελπίδα πως δεν θα χτυπήσουν Έλληνες τους Έλληνες… Μα τρεις μέρες αυτό συμβαίνει. Έλληνες αστυνομικοί χτυπάνε άοπλα Ελληνόπουλα. Αυτό συμβαίνει και στα χρόνια που περνάνε. Ματαιοπονία λοιπόν και τραγωδία.
Το κτίριο που έμελλε να γίνει σύμβολο ελευθερίας και αγώνα για τις επόμενες γενιές, σύμβολο αυθορμητισμού, ελπίδας, δημοκρατίας και ονείρων, σήμερα εκτελεί απλώς την αποστολή του – είναι Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα και μάλιστα για την αφρόκρεμα των μαθητών, πάντα ήταν και πώς αλλιώς; – και σταδιακά η μνήμη και η ιστορία περνάει όχι απλώς στα αζήτητα αλλά τείνουν να γίνουν και… κωμικοτραγικές! Κι αυτό πονάει τόσο πολύ…
Κανείς δεν αμφιβάλλει πως η Χούντα του ’67 ήταν Αμερικανοκίνητη όπως και οι τραγωδίες που βρήκαν τον ελληνισμό στη συνέχεια. Κανείς δεν αμφιβάλλει πως η Αριστερά έδωσε τον μεγάλο αγώνα, χωρίς να αναιρείται ο αγώνας των ανθρώπων που κινήθηκαν από τα δημοκρατικά και μόνο αισθήματά τους δίχως να έχουν ενταχθεί σε κάποια οργάνωση ή κόμμα. Κι αναρωτιέμαι, τα “φυτευτά” american boys θα πάνε στην πορεία και θα φτάσουν έξω από την Αμερικάνικη πρεσβεία να διαμαρτυρηθούν ως τι;
Από το “Έξω οι Βάσεις και το ΝΑΤΟ” φτάσαμε στο να είμαστε ένα παρακλάδι της αμερικανικής πολιτικής. Ένα στρατόπεδο των Αμερικανών στην Ανατολική Μεσόγειο με τις ευλογίες όλων αυτών που δεν θα έπρεπε…
Όμως το Πολυτεχνείο κι η έντεχνη και ύπουλη μείωση της σημασίας της Επετείου δεν μ’ αφήνουν να ησυχάσω και θέλω να το καταγράψω. Να το μοιραστώ.
Από την πρώτη χρονιά ο κόσμος βγήκε αυθόρμητα στους δρόμους κι αυτό ενόχλησε την καθεστηκυία τάξη γιατί δεν ήξερε τι να κάνει με μια τέτοια αντίδραση. Έκανε αυτό που ήξερε… “ξύλο”. Το ίδιο και τις επόμενες. Μέχρι που έκαναν το Πολυτεχνείο “Γιορτή” και ξεκίνησε το ξήλωμα. Αυτό δεν αφορά σε κυβερνήσεις της Δεξιάς ή του Κέντρου κλπ. Στον τόπο μας, σε κάποια ζητήματα “ενοχλητικά” υπάρχει πάντα συνεργασία. Βέβαια κάποιοι δρουν πιο έντονα από κάποιους άλλους. Έτσι, είδαμε τα λεγόμενα “μπάχαλα” να εισχωρούν ως τάχα φοιτητές στο Πολυτεχνείο, να το καταλαμβάνουν, να το βανδαλίζουν και να το καίνε, καίγοντας τελικά τις ελπίδες και τα όνειρα μόνο που τότε δεν ήταν ευδιάκριτος ο σκοπός. Άλλωστε πού να σκεφτείς τι μπορεί να σήμαινε αυτό που έκαναν τα “παιδιά”… Κι έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό όταν είδαν να καίνε την ελληνική σημαία, αυτή που οι φοιτητές του Πολυτεχνείου κι όσοι ήταν μαζί τους τις μέρες εκείνες κρατούσαν με καμάρι και περηφάνια. Σκιάχτηκαν οι πολλοί. Τρόμαξαν.
Αυτό ήθελαν και οι Εξουσίες. Να τρομάξουν, να φοβηθούν, να αποστραφούν, να εγκαταλείψουν. Να μείνει, λίγο λίγο, η μέρα αυτή μια τυπική προσέλευση των Κομμάτων στον χώρο του Ιδρύματος, να ακούγονται ανταλλαγές ύβρεων, να γίνονται επεισόδια στην ουρά της ολοένα σμικρυνώμενης πορείας, μέχρι να σβήσει από τον χάρτη. Είναι κι αυτή η «Γενιά του Πολυτεχνείου» που φταίει για όλα τα κακά της χώρας μας, για την απάθεια, το βόλεμα, την αδιαφορία, τον “παρτακισμό”, τις αρπαχτές… Αναρωτιέμαι αν η Γενιά του Πολυτεχνείου ξέρει ότι φταίει για όλα αυτά… Γιατί Γενιά του Πολυτεχνείου δεν είναι μόνο αυτοί που εξαργύρωσαν τη συμμετοχή τους στους φοιτητικούς αγώνες εναντίον της Χούντας, είναι κι αυτοί που δεν τους ξέρει κανείς άλλος παρά μόνο οι φίλοι κι η οικογένειά τους. Ζούμε όμως στη χώρα της υπερβολής που ζητάει ενόχους και τσουβαλιάζει εύκολα για να μπορούν οι ένοχοι να κοιμούνται ήσυχοι αφού «όλα τα ζώα είναι ίσα μεταξύ τους», ακόμα κι αν κάποια είναι πιο ίσα από τα άλλα, όπως λέει κι ο Όργουελ.
Ύστερα, όλοι γενιές του Πολυτεχνείου είμαστε, τουλάχιστον εμείς που γεννηθήκαμε εκείνα τα χρόνια…
Είχαμε, μάλιστα, την ψευδαίσθηση να πιστεύουμε σ’ έναν καλύτερο κόσμο. Τώρα ζούμε τον απόλυτο τραγέλαφο. Κάποτε το “κακό” είχε πρόσωπο και πολιτική. Τώρα όλα έχουν γίνει ένα πράγμα. Τα συνθήματα για δικαιοσύνη, δημοκρατία, ισότητα, ελευθερία ακούγονται… τετριμμένα και, ναι, κενές λέξεις. Τι άλλο; Όταν για παράδειγμα ο προοδευτικός χώρος αντί να είναι μπροστάρης στους αγώνες του λαού σύσσωμος κατά το ήμισυ ξεκατινιάζεται και διαλύεται;
Θ’ ακουστεί σκληρό, αλλά αυτά που κάποτε ήταν τραγικά τώρα μοιάζουν φαρσοκωμωδία… Γιατί; Γιατί όταν δεν διδάσκεσαι τίποτα από την ιστορία, αυτή θα σε χτυπήσει στα μούτρα σαν φάρσα και δεν θα ξέρεις από πού σου ήρθε. Δικτατορία παγκόσμια και με τις ευλογίες μας… και θα δώσουμε όλο το νερό κι όλο το χώμα μας με το πρόσχημα της ηρεμίας και της ασφάλειας! Όσο για το σύνθημα; Το σύνθημα το χαραγμένο στις καρδιές; Αναρωτηθείτε ο καθένας από μόνος του τι έχετε, τι έχουμε και τι μας έχουν πάρει. Τι μας ζητάνε ακόμα σε όλα τα επίπεδα…
Για τούτη την ημέρα ας αφήσουμε να μιλήσουν τα τραγούδια. Μόνο η Τέχνη έχει την ελευθερία και τον τσαμπουκά να μας ταξιδεύει εκεί που ονειρευόμαστε χωρίς οδοφράγματα, χωρίς κλούβες, χωρίς διπροσωπίες. Μόνο οι στίχοι κι η μουσική μπορούν να ξεσηκώσουν μέσα μας το ελεύθερο πνεύμα και τη λαχτάρα, να φουσκώσουν το όνειρο, να φέρουν εικόνες, διηγήσεις και δάκρυα στα μάτια. Είμαστε ρομαντικοί; Ναι! Είμαστε σαν εκείνους… Και σαν τους παλιότερους… Είμαστε οι Νέοι με το σταυρουδάκι του ήλιου στο μέτωπο. Οι Νέοι που τους έλεγαν αλήτες… Που θα μας λένε αλήτες… Και δεν είμαστε λίγοι. Είμαστε δυο. είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς…