Αύγουστος, απομεσήμερο, τζιτζίκια…
Πού να σε πιάσει ύπνος όταν είσαι 12 χρονών και θες να τρέξεις στη θάλασσα που σκάει στο παράθυρό σου;
Έρχεται η ώρα και βγαίνουμε όλοι μαζί, αδέρφια, ξαδέρφια, φίλοι να κάνουμε βουτιές μέχρι να βραδιάσει, να μάθουμε μακροβούτια, «πατητές», να κρατήσουμε τις ανάσες μας. Τα ίδια κάναμε και το πρωί, αλλά ποιος το λογαριάζει και ποιος βαριέται τη θάλασσα;
Οι γονείς; Διακριτική παρακολούθηση, άλλωστε είναι δίπλα μας αφού είτε κάνουν μπάνιο είτε συζητάνε στις αυλές σχεδόν μπροστά στη θάλασσα.
Όταν δεν ήμασταν στο χωριό για μπάνια; Ήμασταν διακοπές στο κτήμα του παππού. Και τρέχαμε παντού με τα ποδήλατα! Πότε βουνό πότε θάλασσα σίγουρα ήμασταν ανέμελοι! Ελεύθεροι και ωραίοι! Λιγάκι αλητάμπουρες όταν γυρνάγαμε παντού, όμως ήμασταν παρέες και κάπως έτσι εξασφαλιζόταν η εμπιστοσύνη των γονιών που έμοιαζαν κι αυτοί λιγότερο προβληματισμένοι, τουλάχιστον στα μάτια μας, πιο ανέμελοι και πιο ελεύθεροι.
Δεν είναι όνειρα αυτά και παραμύθια.
Είναι τα παιδικά χρόνια μας πριν σαράντα χρόνια και οι μεγαλύτεροι θα πουν ακόμα περισσότερα. Τότε που δεν φοβόμασταν να παίξουμε και να τρέξουμε, που έμοιαζε ο κόσμος πιο γελαστός και πιο όμορφος. Τότε που δεν μας έβαζαν φράγματα στη γλώσσα και δεν μας έβαζαν ποινές αν κάτι δεν λέγαμε «ορθά», σύμφωνα με κανόνες και νόρμες που ξεφύτρωναν χωρίς να το καταλαβαίνεις.
Ήταν μια εποχή, κάποτε, με μάγισσες, νεράιδες, νάνους, δράκους, λύκους, που έτρωγες γι’ απογευματινό καρπούζι με φέτα και τρέχαν τα ζουμιά μέχρι τα πόδια, σκούπιζες το στόμα σου με την αναστροφή της παλάμης, μπορεί να ξεπλενόσουν στα γρήγορα κι ύστερα έτρεχες, κορίτσι εσύ, με τ’ αγόρια στο ποδόσφαιρο.
Στις γειτονιές, τα βράδια με τη ζέστη, οι άνθρωποι κάθονταν στις αυλές ή στα σκαλιά των εισόδων και μιλούσαν μέχρι αργά. Τα παιδιά τους έπαιρναν το κεφάλι παίζοντας κρυφτό και κυνηγητό χωρίς να τα κυνηγάνε τ’ αυτοκίνητα!
Οι ειδήσεις δεν σε τρομοκρατούσαν! Έλεγαν τα νέα – ακόμη και σουρωμένα σαν πορτοκαλάδα – χωρίς να προσπαθούν να πάρουν συνέντευξη από μελλοθάνατους ή δέντρα που γίνονται στάχτη…
Φωτιές υπήρχαν και τότε και μάλιστα μεγάλες. Όχι όμως τόοσο μεγάλες! Ήταν λιγότερο κακοί οι άνθρωποι και δεν ήθελαν να γεμίσουν τον τόπο ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά! Οικόπεδα ήθελαν ή …
Κι εμείς παίζαμε! Παίζαμε ώρες ατελείωτες. Ξαπλώναμε στη θάλασσα παίρνοντας την πετσέτα μας, για να δείξουμε ότι μεγαλώνουμε πια – κι ας ήταν το δικό μας σπίτι μέσα στη θάλασσα – και δεν είχαμε ιδέα από ξαπλώστρες! Ούτε από ιδιοκτήτες των παραλιών, των βοτσάλων, της άμμου και των ομπρελών. Δεν διεκδικούσαν οι άνθρωποι και κυρίως εμείς το χώρο μας στην παραλία! Ήταν αυτονόητα κοινός!
Υπήρχαν πράγματα που μας σημάδεψαν κι εμάς και τους μεγαλύτερους και τους γονείς και τους παππούδες μας. Όλοι όμως για κάποιο πολύ σοβαρό λόγο πάλευαν να είναι χαρούμενοι. Να γελάνε και να γελάμε. Ήταν δεδομένο το γέλιο μας, μαζί με το μάλωμα και καμιά ανάποδη όταν γινόμασταν τσιμπούρια και βάσανα. Μεγαλώσαμε όμως κι ας μας χρεώνουν τις αμαρτίες του Σύμπαντος οι νεότερες γενιές. Μεγαλώσαμε με αρκετή ελευθερία, με σκισμένα πόδια, με παραμύθια – σπουδαίο αυτό – χωρίς λογοκρισία, με όρια, με σεβασμό για τους μεγαλύτερους, ίσως παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε κάποιες φορές αλλά καθένας βρίσκει το δρόμο του!
Στην πορεία, στην εξέλιξη των γενεών, σ’ αυτό που βλέπουμε γύρω μας να υπάρχει, κάτι συμβαίνει που κανέναν δεν αφήνει να αισθανθεί καλά. Από ένα σημείο και μετά τον πρώτο λόγο στην ανατροφή των παιδιών έλαβαν οι ειδικοί γιατί ξαφνικά οι υποψήφιοι γονείς και οι γονείς κατέθεσαν τα όπλα και δήλωσαν ή τους δήλωσαν ότι δεν ξέρουν ή δεν μπορούν να μεγαλώσουν σωστά τα παιδιά τους. Προς Θεού, δεν λέω ότι οι ειδικοί δεν ήταν και δεν είναι απαραίτητοι γιατί ειδικά στην εποχή μας φτάσαμε στο σημείο να επαναπροσδιοριζόμαστε απέναντι και στον εαυτό μας ακόμα. Το να φτάσουμε στο σημείο όμως να έχουμε «λογοκρισία» στα παιδικά παραμύθια ανακαλύπτοντας λέξεις που πρέπει να αντικατασταθούν γιατί προσβάλουν πιθανότατα κάποιους από τους συνανθρώπους μας και το σκέφτονται εν έτει 2023 ενώ γενιές και γενιές μεγάλωσαν με το παραμύθι της Χιονάτης – άντε να το πω – κάτι κάπου πάει εντελώς λάθος. Η πολιτική ορθότητα που καλλιεργείται εδώ και καιρό στον λόγο και στη σκέψη εγκλωβίζει την ανεμελιά και την παιδικότητα σε ενοχές και συμπλέγματα στο όνομα τάχα μιας ισότητας μεταξύ όλων των ανθρώπων, του σεβασμού στη διαφορετικότητα κλπ, κλπ, κλπ. «Άνθρωποι μεσαίου μεγέθους» θα λέγονται οι 7 νάνοι στη νέα ταινία Χιονάτη της Disney προκειμένου να μην θίγεται η κοινότητα των συνανθρώπων μας που είναι νάνοι εκ γενετής. Περισσότερο με προσβάλει η διατύπωση “άνθρωποι μεσαίου μεγέθους” γιατί προσωπικά ως “άνθρωπος κάτω του μεσαίου μεγέθους” νιώθω σαν παπούτσι, σαν εσώρουχο, σαν κάλτσα, σαν να ψάχνουν κουτί να με βάλουν μέσα!
Κάποιοι μας έκλεψαν την ομορφιά και τη δυνατότητα να ξεχωρίζουμε την κακοήθεια από την απλότητα. Μας άρπαξαν το καλοκαίρι μας, όχι τον μουσακά και το σουβλάκι, αλλά τα δέντρα μας που τα έκαψαν και τις ακρογιαλιές μας που τις έκαναν οικόπεδα που μάλλον απέκτησαν πριν αιώνες με… μουσουλμανικά φιρμάνια!!! Αλλιώς δεν εξηγείται αυτή η αίσθηση απόλυτης κατοχής που τους διακρίνει.
Κάτι πρέπει ν’ αλλάξει και γρήγορα. Να ξαναδώσουμε νόημα στα πράγματα, στις στιγμές, στην ομορφιά. Γιατί τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα μας γυρέψουν το λόγο. Αυτά που μας παίρνουν, δεν το καταλαβαίνουμε, είναι πολύτιμα.
Ο Άνθρωπος είναι εκτεθειμένος σε δυνάμεις ύπουλες που στο όνομα της όποιας προόδου του ροκανίζουν την ελευθερία. Είμαστε εκτεθειμένοι στην τεχνητή νοημοσύνη κι αυτή δεν γνωρίζει από μνήμες και συναισθήματα ούτε από ομορφιά κι ασχήμια. Δεν ξέρει τον ανθρώπινο πόνο και τη χαρά. Δεν έχει φάει παγωτό ξυλάκι βανίλια ή σοκολάτα, καρπούζι να τρέχουν τα σάλια σου, δεν έχει κάνει βουτιές στη θάλασσα ούτε έχει νιώσει τα γόνατα να γδέρνονται καθώς γλιστράς να πιάσεις τη μπάλα να μη μπει γκολ. Δεν θα κλάψει ποτέ για το καμένο μας δεντρόσπιτο ή για το σπίτι, ούτε για τις παιδικές φωτογραφίες.
Τώρα που οι άνθρωποι γυρεύουν πίσω τις παραλίες τους να ενωθούμε όλοι και να γυρέψουμε πίσω τα όνειρα και τις στιγμές που δεν κοβόταν η ανάσα μικρών και μεγάλων στο άκουσμα της λέξης «Αύριο».