You are currently viewing Λένη Ζάχαρη: «Κύπρος θαλασσοφίλητη και μαυροφορεμένη… Δεν ξεχνώ!»

Λένη Ζάχαρη: «Κύπρος θαλασσοφίλητη και μαυροφορεμένη… Δεν ξεχνώ!»

ΤΕΥΚΡΟΣ: …ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν

οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν

Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.

…………………………………………………

ΕΛΕΝΗ: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν.

…………………………………………………

ΑΓΓΕΛΟΣ: Τί φῄς;

Νεφέλης ἄρ’ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ

 

Κύπρος 1974 – 2024… 50 χρόνια θρήνου, πόνου, διαίρεσης.
Το μοναδικό κράτος της Ε. Ε. που είναι διαιρεμένο, και μάλιστα παράνομα, μετά από εισβολή είναι η Κύπρος που στις 20 Ιουλίου του 1974 δέχτηκε στο έδαφός της δήθεν για την ειρήνη, τις τουρκικές δυνάμεις. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για επίλυση του λεγόμενου Κυπριακού ζητήματος, αλλά η Τουρκία επιμένει να αγνοεί τις Διεθνείς Συνθήκες και τους Διεθνείς κανόνες Δικαίου.

Στο άρθρο που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τα γεγονότα της Εισβολής, αυτά που προηγήθηκαν, όπως το Πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, το τι συνέβαινε στην Ελλάδα, θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε μια ματιά στους ενόχους και βέβαια να μιλήσουμε για το ζήτημα των Αγνοουμένων.

 

Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει στις 18 Ιουλίου 1984 περιλαμβανόταν ένα άρθρο σχετικό με τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου το 1974 – ήταν το τρίτο σειράς σχετικών δημοσιευμάτων της εφημερίδας τον Ιούλιο του 1984, με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από το χουντικό πραξικόπημα στη μεγαλόνησο και την επακολουθήσασα τουρκική εισβολή.

Το εν λόγω κείμενο ήταν αφιερωμένο ειδικότερα στα όσα είχαν διαδραματιστεί στην Κύπρο την 20ή Ιουλίου 1974, ημέρα όπου η γειτονική χώρα έθεσε σε εφαρμογή το διαβόητο σχέδιο εισβολής της με την κωδική ονομασία «Αττίλας Ι» (20-22 Ιουλίου 1974). Σε αυτό διαβάζουμε τα εξής:

 

«Τα ξημερώματα της 20ής Ιουλίου 1974 άρχισε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Χρησιμοποιώντας μεγάλες ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις και όλες τις επίλεκτες μονάδες καταδρομών που διέθεταν, οι Τούρκοι επετέθησαν στην Κύπρο.

Η Εθνική Φρουρά της Κύπρου φάνηκε να αιφνιδιάζεται σε ασύλληπτη έκταση. Αλλά ο αιφνιδιασμός αυτός δεν δικαιολογείται από τα πράγματα. Διότι δεν υπήρξε αποτέλεσμα τουρκικών παραπλανητικών ενεργειών.»

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.7.1984, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

 

Οι αρμόδιες ελληνοκυπριακές και ελληνικές υπηρεσίες γνώριζαν ότι, από την ημέρα που έγινε στην Κύπρο το πραξικόπημα, είχε αρχίσει η συγκέντρωση μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων στα νότια της Μικράς Ασίας, απέναντι από την Κύπρο. Στις 19 Ιουλίου υπήρχαν ήδη πληροφορίες ότι η Τουρκία ήταν πια έτοιμη στρατιωτικά για να επιτεθεί στην Κύπρο. Και τη νύκτα της 19ης προς την 20ή Ιουλίου είχαν επισημανθεί οι τουρκικές ναυτικές δυνάμεις να πλέουν κοντά στη βόρεια ακτή του νησιού. Λίγο πριν από τα ξημερώματα ο τουρκικός στόλος είχε ποντίσει σε μικρή απόσταση από την Κυρήνεια.

Για οποιονδήποτε λογικό άνθρωπο ήταν φανερό ότι η απόβαση στην Κύπρο ήταν πια ζήτημα ωρών. Και οποιοσδήποτε άνθρωπος με κοινή λογική θα φρόντιζε αμέσως να λάβει τα μέτρα του. Αυτό δεν συνέβη στην Κύπρο. Λίγη μόλις ώρα πριν εκδηλωθεί η τουρκική επίθεση, οι ελληνοκυπριακές μονάδες παρέμεναν μακριά από τη βόρεια Κύπρο, στα στρατόπεδά τους.

Και όταν εκδηλώθηκε η επίθεση; Δεν αντέταξαν άμυνα, περιμένοντας διαταγές του Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς, το οποίο ζητούσε οδηγίες από την Αθήνα.

 

Το ακόμη φοβερότερο, όμως, είναι άλλο: ότι οι τουρκικές δυνάμεις αμέσως μετά την εκδήλωση της επιθέσεως έδρασαν έτσι, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση, τώρα πια, ότι γνώριζαν πως δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν ουσιαστική και συστηματική άμυνα.

Έτσι μόνο εξηγείται, σύμφωνα με υπεύθυνες εκτιμήσεις παραγόντων που έχουν γνώση όλων όσων συνέβησαν, το γεγονός ότι οι Τούρκοι κατάφεραν αμέσως να αποβιβάσουν σημαντικές δυνάμεις στον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας. Οι παράγοντες αυτοί υπογραμμίζουν ότι:

«Προξενεί κατάπληξη (αλλά και οργή) το γεγονός πως το πρωί της πρώτης ημέρας της τουρκικής επιθέσεως τα τουρκικά μεταγωγικά αεροσκάφη πετούσαν σε εξαιρετικά χαμηλό ύψος πάνω από την Κύπρο, ρίχνοντας συνεχώς αλεξιπτωτιστές, ενώ παράλληλα τουρκικά ελικόπτερα πετούσαν σε πυκνούς σχηματισμούς (περίπου όπως συμβαίνει στις παρελάσεις) μεταφέροντας συνεχώς δυνάμεις καταδρομών, τις οποίες και με εκπληκτική ευκολία αποβίβαζαν στις τουρκοκυπριακές περιοχές.

Και τα δρομολόγια αυτά της Τουρκικής Αεροπορίας γίνονταν με διέλευση πάνω από το κυπριακό έδαφος, το οποίο βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της Κυπριακής Εθνοφρουράς. Οι σχηματισμοί των τουρκικών ελικοπτέρων ήταν απόλυτα τρωτοί από τα αντιαεροπορικά της Εθνοφρουράς, ενώ και τα τουρκικά μεταγωγικά αεροπλάνα δρούσαν μέσα στο βεληνεκές των ελληνικών αντιαεροπορικών – ανενόχλητα. Τα αντιαεροπορικά, όμως, δεν διατάχθηκαν να χτυπήσουν.»

Μπορεί, ασφαλώς, να παρατηρηθεί ότι το γεγονός πως δεν χρησιμοποιήθηκαν τα αντιαεροπορικά της Εθνικής Φρουράς ίσως να οφείλεται απλώς σε ανικανότητα ή πρωτοφανή άγνοια των υπευθύνων. Το επιχείρημα αυτό, όμως, δεν στέκει, διότι υπάρχει το αναμφισβήτητο γεγονός πως οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε μια ενέργεια αερομεταφοράς επίλεκτων μονάδων που θα μπορούσε να έχει σαν αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή τους – αν τα αντιαεροπορικά λειτουργούσαν…

Πώς το αποτόλμησαν αυτό οι Τούρκοι; Δυο εξηγήσεις μπορούν να δοθούν. Η πρώτη είναι πως γνώριζαν ότι δεν θα λειτουργήσει η κυπριακή αντιαεροπορική άμυνα. Η δεύτερη εξήγηση που θα μπορούσε να δοθεί είναι ότι μια τέτοια επιχείρηση ήταν δυνατόν να σχεδιασθεί από το Τουρκικό Επιτελείο, αν προηγουμένως είχαν εξουδετερωθεί τα αντιαεροπορικά όπλα της Κύπρου. Αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη μέχρι και το τέλος της τουρκικής εισβολής.

Τα αντιαεροπορικά της Κύπρου δεν λειτούργησαν ακριβώς τότε που έπρεπε. Και από τις συγκεκριμένες τουρκικές «παράτολμες» ενέργειες προκύπτει ότι το Τουρκικό Επιτελείο γνώριζε από πριν κατά ποιον τρόπο θα «αντιδράσει» η Εθνική Φρουρά.

Όλα όσα συνέβησαν εκείνη την πρώτη ημέρα, αλλά και μετά, δείχνουν, σύμφωνα με υπεύθυνες πάντοτε εκτιμήσεις, ότι οι Τούρκοι έδρασαν γνωρίζοντας τι πρόκειται να συμβεί ύστερα από κάθε ενέργειά τους, αλλά και κατά τη διάρκειά της. Είναι απόλυτα βέβαιο ότι, αν η Εθνοφρουρά χρησιμοποιούσε τα αντιαεροπορικά της όπλα, οι απώλειες των Τούρκων θα ήταν τρομακτικές.

Σύμφωνα επίσης με εκτιμήσεις παραγόντων που γνωρίζουν τα πράγματα: «η τότε ηγεσία της Εθνικής Φρουράς δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στο έργο της διοικήσεως και να διευθύνει τις επιχειρήσεις για πολλούς λόγους.» Αλλά πέρα από αυτό το γεγονός υπάρχει η βεβαία διαπίστωση ότι η ηγεσία της Εθνοφρουράς:

Πρώτο: παρουσίασε το απίστευτο θέαμα να ζητά συνεχώς οδηγίες από το Ελληνικό Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων – ακόμη κι αν έπρεπε να ανταποδώσει τα πυρά στις τουρκικές δυνάμεις που πυρπολούσαν το νησί.

Δεύτερο: δεν εφάρμοσε τα επιτελικά σχέδια αμύνης της Κύπρου.

Εκτός από το ότι δεν υπήρξε αντιαεροπορική άμυνα, χρησιμοποιήθηκε και η ΕΛΔΥΚ κατά τρόπο που δημιουργεί πολλές υποψίες.

Πρώτα-πρώτα: το σύνολο των μονάδων ελιγμού της Κυπριακής Εθνοφρουράς, αντί να τηρηθεί περίπου σε εφεδρεία, για να χρησιμοποιηθεί εναντίον πιθανού τουρκικού προγεφυρώματος στα βόρεια του νησιού, χρησιμοποιήθηκε για περίσφιξη των τουρκικών θυλάκων. Και ακόμη: η ΕΛΔΥΚ, ενώ έπρεπε να μείνει στην εφεδρεία για να εξοντώσει τυχόν τουρκικό προγεφύρωμα, διατάχθηκε να περισφίξει τον βασικό τουρκοκυπριακό θύλακο (Λευκωσίας – Αγύρτας), με αποτέλεσμα να σπαταλήσει εκεί τις δυνάμεις της, και μάλιστα χωρίς αποτέλεσμα.

Και όμως: τα επιτελικά σχέδια αμύνης της Κύπρου προέβλεπαν ότι σε περίπτωση τουρκικής εισβολής η ΕΛΔΥΚ έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την εξόντωση του πιθανού τουρκικού προγεφυρώματος στα βόρεια του νησιού – και σύμφωνα με εκτιμήσεις υπευθύνων παραγόντων η ΕΛΔΥΚ μπορούσε να το επιτύχει. Αλλά τα σχέδια δεν εφαρμόσθηκαν…

 

Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, η στάση του Ιωαννίδη και των Αμερικανών.

 

Η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας» ξεκίνησε την αυγή της 20ης Ιουλίου1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστρατήγου Νουρετίν Ερσίν. Η ελληνική πλευρά πιάστηκε στον ύπνο και η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν επρόκειτο για εισβολή, αλλά για «ειρηνική επέμβαση», με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, που είχε καταλυθεί από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974)

Τα τουρκικά αποβατικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις ανενόχλητα στην περιοχή Πέντε Μίλι, οκτώ χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, λίγο μετά τις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου. Σχεδόν ταυτόχρονα, σμήνη τουρκικών αεροπλάνων άρχισαν τις επιθέσεις, συνεχώς και κατά κύματα κατά της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε επίκαιρα σημεία. Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.

Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς ήταν ανεξήγητα αργοπορημένη. Παρ’ ότι το ελληνικό Πεντάγωνο γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, θεωρούσε ότι μπλοφάρουν. Μόλις στις 8:40 το πρωί δόθηκε επισήμως από την Αθήνα η εντολή εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων, ενώ το ελληνικό ραδιόφωνο (το ΕΙΡΤ εν προκειμένω), μετέδωσε την είδηση γύρω στις 11 το πρωί. Η καθυστερημένη κινητοποίηση έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους εισβολείς να παγιώσουν τις θέσεις τους και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα από το Πέντε Μίλια της Κερύνειας προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη σύνδεσή του με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.

Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, όταν κινητοποιήθηκαν άρχισαν να πολεμούν με ηρωική αυτοθυσία, χωρίς μάλιστα να διαθέτουν αεροπορική κάλυψη και σύγχρονο οπλισμό. Αριθμούσαν γύρω στους 12.000 άνδρες (ελληνοκύπριους και ελλαδίτες), υπό τη διοίκηση του ταξιάρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, που είχε το γενικό πρόσταγμα στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Στο μεταξύ, άρχισε να κινητοποιείται και ο ελληνοκυπριακός ανδρικός πληθυσμός και να μετέχει στον άνισο αγώνα με ό,τι διέθετε ο καθένας, πυροβολώντας από τις στέγες των σπιτιών του κατά των εισβολέων αλεξιπτωτιστών.

Στην Αθήνα, η κυβέρνηση αιφνιδιασμένη από την εξέλιξη των γεγονότων αρχίζει να παρουσιάζει εικόνα διάλυσης. Κηρύσσει γενική επιστράτευση, η οποία εξελίσσεται σε φιάσκο, δείχνοντας την τραγική κατάσταση που βρισκόταν ο Ελληνικός Στρατός. Και να σκεφθεί κανείς ότι την Ελλάδα κυβερνούσαν οι στρατιωτικοί και ο Στρατός αν μη τι άλλο θα έπρεπε να βρισκόταν σε υψηλό επιχειρησιακό επίπεδο.

Ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο, που βρίσκεται και πάλι στην Αθήνα ως εντολοδόχος του Κίσινγκερ, συναντάται στο Πεντάγωνο με το αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Μπονάνο. Ο παριστάμενος Δημήτριος Ιωαννίδης σε οργίλος ύφος απευθύνεται προς τον Σίσκο «Μας εξαπατήσατε… Ημείς θα κηρύξωμεν πόλεμον!» και αποχωρεί από τη σύσκεψη. Έκτοτε, τα ίχνη του αόρατου δικτάτορα χάνονται. Ο Σίσκο στη διάρκεια της ημέρας μάταια αναζητεί αρμόδιο για συνομιλίες.

Αργά το βράδυ, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εκδίδει το υπ’ αριθμόν 353 ψήφισμα, με το οποίο καλεί σε κατάπαυση του πυρός και σε αποχώρηση από την Κύπρο του «ξένου στρατιωτικού δυναμικού». Παρά την ομόφωνη έγκρισή του, αγνοείται από την Τουρκία, η οποία έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων επείγεται να εφαρμόσει πλήρως τα σχέδια της. Γενικά, η διεθνής αντίδραση κατά του «Αττίλα» είναι χλιαρή.

Την επομένη, 21 Ιουλίου, οι μάχες στην Κύπρο συνεχίζονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Στόχος των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο είναι να αποκόψουν τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας από το προγεφύρωμα της Κερύνειας. Οι Έλληνες στρατηγοί απορρίπτουν εισήγηση για επέμβαση στην Κύπρο, προβλέποντας αποτυχία του σχετικού εγχειρήματος. Δύο ελληνικά υποβρύχια που πλέουν προς την Κερύνεια διατάσσονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Οι Τούρκοι εισβολείς, παρά την αριθμητική τους υπεροχή και την ποιοτική υπεροχή του οπλισμούς τους, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Μάλιστα, από ασυνεννοησία η τουρκική αεροπορία βυθίζει το αντιτορπιλικό Κοτσατεπέ (D-354), το οποίο εξέλαβε για ελληνικό πλοίο και προκαλεί ζημιές σε άλλα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.

Την ίδια μέρα, σημειώνεται δραστηριοποίηση του αμερικανικού παράγοντα για την επίτευξη ανακωχής. Ο Σίσκο, που πηγαινοέρχεται μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, δεν βρίσκει κάποιον αρμόδιο στην Αθήνα να διαπραγματευτεί, καθώς όλοι οι αρμόδιοι έχουν εξαφανιστεί. Την ευθύνη αναλαμβάνει τελικά ο αρχηγός του Ναυτικού, ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, ο οποίος σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κίσινγκερ συμφωνεί η ανακωχή να ισχύσει από τις 4 το απόγευμα της 22 Ιουλίου. Στις 2 το πρωί της 22ας Ιουλίου, 12 ελληνικά μεταγωγικά τύπου Νοράτλας, που μετέφεραν καταδρομείς στο νησί, βάλλονται, κατά λάθος, από φίλια πυρά πλησίον του αεροδρομίου της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να καταρριφθεί (4 μέλη του πληρώματος και 27 καταδρομείς έχασαν τη ζωή τους), ενώ άλλα δύο να πάθουν σοβαρές ζημιές. Την ίδια ημέρα, οι Τούρκοι εισβολείς εντείνουν τις επιχειρήσεις τους. Αποβιβάζουν άρματα μάχης και το μεσημέρι καταλαμβάνουν την πόλη της Κερύνειας.

Στις 4 το απόγευμα αρχίζει να τηρείται η ανακωχή κατά τα συμφωνηθέντα, η οποία όμως θα παραβιασθεί αρκετές φορές από τους εισβολείς. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο, οι Τούρκοι ελέγχουν το 3% του Κυπριακού εδάφους, έχοντας δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα, που συνδέει την Κερύνεια με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.

 

ΠΟΙΟΙ ΠΡΟΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Ήταν 5:30 ακριβώς το πρωί της 20ής Ιουλίου του 1974, όταν ο ουρανός της Λευκωσίας γέμισε από αλεξιπτωτιστές. Έπεφταν κυρίως γύρω από τον Πενταδάκτυλο, στους τουρκοκυπριακούς θύλακες, οπλισμένοι και αποφασισμένοι. Ήταν η ώρα όπου άρχισε η απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων στη δημοφιλή παραλία «Πέντε Μίλι» της Κερύνειας σε μια συνδυασμένη επιχείρηση από θάλασσα και αέρα. Η Τουρκία είχε δώσει στην εισβολή την κωδική ονομασία «Αττίλας». Το σύνθημα όμως για την έναρξη της εισβολής ήταν: «Η Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές”. Ή Αϊσέ ήλθε και δυστυχώς παραμένει για 50 χρόνια στην Κύπρο.

Εκείνο το πρωί, το κυπριακό ραδιόφωνο (ΡΙΚ), υπό τον πλήρη έλεγχο των πραξικοπηματιών της χούντας των Αθηνών, έπαιζε ελληνικά τραγούδια σε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα, ώστε να «σπάσει» τα 40ρια του καύσωνα της Λευκωσίας. Τίποτα στους ραδιοθαλάμους του ΡΙΚ δεν προμήνυε τι θα ακολουθούσε. Την ίδια ώρα στον τουρκοκυπριακό θύλακα της Λευκωσίας, ο παράνομος ραδιοσταθμός Μπαϊράκ, άρχισε να μεταδίδει τουρκικά εμβατήρια.

Μόλις είχε αρχίσει να χαράζει σε μια Λευκωσία τραυματισμένη από το προδοτικό πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, από τον εμφύλιο σπαραγμό που προκάλεσε η χούντα των Αθηνών. Όποιος άνοιγε το παράθυρό του και κοίταζε προς τον Πενταδάκτυλο και τον Άγιο Ιλαρίωνα θα έβλεπε τους πρώτους τούρκους αλεξιπτωτιστές να προσγειώνονταν ο ένας πίσω από τον άλλον. Δεν άκουγες πυροβολισμούς, κάτι που σήμαινε πως δεν αντιμετώπισαν αντίσταση. Στην πραγματικότητα δεν άκουγες τίποτα, παρά μόνον τον θόρυβο των μηχανών των τουρκικών μεταγωγικών «Νοράτλας» που τους μετέφεραν από την Τουρκία. Ήταν ζήτημα χρόνου να έλθουν τα τουρκικά μαχητικά και να βομβαρδίσουν.

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο ξεκίνησε με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 38.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Νουρετίν Ερσίν. Η ελληνική πλευρά πιάστηκε στον ύπνο και η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Με 38.000 στρατιώτες ο Αττίλας εισέβαλε στην Κύπρο, 50 χρόνια μετά, 38.000 παραμένουν ως κατοχική δύναμη. Η Τουρκία δεν απέσυρε ούτε έναν στρατιώτη της από την Κύπρο κι ας ονόμαζε την εισβολή… ειρηνευτική επιχείρηση.

Ο πραξικοπηματίας «πρόεδρος των 8 ημερών» (όπως αποκαλούσαν τον Σαμψών), κήρυξε επιστράτευση. Με την εισβολή εγκλωβίστηκαν στην Κύπρο, όλοι οι Κύπριοι φοιτητές που ήρθαν από Αθήνα και Λονδίνο να περάσουν ανέμελα το καλοκαίρι τους στην πατρίδα τους. Κάποια παλιά φορτηγά Bedford, υπολείμματα της βρετανικής αποικιοκρατίας, φόρτωσαν τους επιστρατευμένους. Οι περισσότεροι χωρίς όπλο.

Ορισμένους τους μετέφεραν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, όπου διεξάγονταν σκληρές μάχες. Ένας νεαρός, σχεδόν αμούστακος, φοιτητής της Νομικής Αθηνών, φώναξε με κυπριακή προφορά σε έναν Ελλαδίτη συνταγματάρχη από την Μακρινίτσα: «Κύριε συνταγματάρχα, γιατί μας φέρατε εδώ;». Ο Ελλαδίτης συνταγματάρχης τα είχε χαμένα, κανείς δεν γνώριζε εκείνη την ώρα στον Λόφο του αεροδρομίου εάν είχε πάρει μέρος και
στο πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου: «Άκου να δεις νεαρέ», είπε με εκνευρισμένη φωνή «μόλις σκοτωθεί κάποιος, τρέξε και πάρε το όπλο του». Σκοτώθηκε όμως ένας πυροβολητής του αντιαεροπορικού και ο φοιτητής της Νομικής κάθισε στο αντιαεροπορικό. Ήταν η πρώτη φορά που θα χειριζόταν ένα τέτοιο όπλο και ποιος αλήθεια εκείνη την ώρα να τον διδάξει;

Ήταν η στιγμή που έφθασε σώο και αβλαβές το δεύτερο μεταγωγικό από την Ελλάδα, ένα Νοράτλας, μεταφέροντας στη μάχη του αεροδρομίου λοκατζήδες από Μοίρα Αλεξιπτωτιστών. Το πρώτο έπεσε από φίλια πυρά, κοντά στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, στον λόφο της Μακεδονίτισσας. Τα τουρκικά αεροσκάφη «έσκιζαν» τον ουρανό, βομβαρδίζοντας τον διάδρομο προσγειώσεων, καταστρέφοντας τα επιβατηγά Trident (τα καμάρι των Κυπριακών Αερογραμμών) τα κουφάρια των οποίων παραμένουν έως σήμερα στο καταστραμμένο από τις βόμβες ναπάλμ διάδρομο του αεροδρομίου.

Νύχτωσε και οι μάχες στο αεροδρόμιο κάπως κόπασαν, όταν οι λοκατζήδες ανασυντάχθηκαν. Εισέβαλαν κατά κύματα μέσα στις τουρκοκρατούμενες περιοχές και έδρασαν εκεί. Είτε απελευθερώνοντας αγνοούμενους και εγκλωβισμένους, είτε δίνοντας μάχη σώμα με σώμα με τους κατακτητές. Έδωσαν ηρωικές μάχες, χωρίς απώλειες, αλλά πέρασαν πολλά χρόνια για να το αναγνωρίσει η πολιτεία.

Σχεδόν ταυτόχρονα, με το πρώτο φως της 21ης Ιουλίου σμήνη τουρκικών αεροπλάνων άρχισαν τις επιθέσεις, συνεχώς και κατά κύματα κατά της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε επίκαιρα σημεία. Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.

Ο Σαμψών από το ΡΙΚ ούρλιαζε: «Ρίξτε τους Τούρκους στη θάλασσα». Από την άλλη μεριά της Λευκωσίας ο τουρκοκυπριακός ραδιοσταθμός Μπαϊράκ ειρωνευόταν: «Εδώ Μπαϊράκ, εδώ Μπαϊράκ, η φωνή των τουρκοκυπρίων αγωνιστών, σας μιλάμε από τον βυθό της θάλασσας, γλου- γλου- γλου». Η προδοσία ήταν εμφανής. Έως την τελευταία στιγμή οι πραξικοπηματίες της ΕΟΚΑ Β’ και της χούντας των Αθηνών νόμιζαν ότι επρόκειτο για τουρκική άσκηση και η χουνταίοι στην Αθήνα τους διαβεβαίωναν πως η Αμερική θα αποτρέψει οποιαδήποτε εισβολή.

Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν επρόκειτο για εισβολή, αλλά για «ειρηνική επέμβαση», με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, που είχε καταλυθεί από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974). Τι είδους όμως «ειρηνική επέμβαση»; Τη στιγμή που δολοφόνησαν, βομβάρδισαν αόπλους με βόμβες ναπάλμ, σκότωσαν εν ψυχρώ άμαχους, δολοφόνησαν παιδιά και αιχμαλώτους, βίασαν κορίτσια, προκάλεσαν χιλιάδες αγνοούμενους, λεηλάτησαν σπίτια (και έκλεβαν τα υπάρχοντα των κυπρίων λέγοντας πως ήταν… πολεμικά λάφυρα), λεηλάτησαν εκκλησίες και μοναστήρια και έκαναν 200.000 Κυπρίους να είναι πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.

Και το σημαντικότερο; Το 38% της Κύπρου είναι εδώ και 50 χρόνια υπό τουρκική κατοχή. Αυτή την βαρβαρότητα δεν μπόρεσαν να αντέξουν ούτε οι ξένοι ανταποκριτές. Μερικοί μίλησαν για εγκλήματα πολέμου, άλλοι για βαρβαρότητα. Η βρετανική εφημερίδα «The Sun» χαρακτήρισε τους «ειρηνοποιούς» του Αττίλα «Βαρβάρους» (The Barbarians) προκαλώντας την οργή του πρωθυπουργού της εισβολής Ετζεβίτ που ζήτησε από τους αρχισυντάκτες της εφημερίδας να ανασκευάσουν. Οι αρχισυντάκτες δεν το έκανα ποτέ.

Εκείνο που θα πρέπει να θυμούνται όλοι ήταν η γενναία αντίσταση της ΕΛΔΥΚ στο αεροδρόμιο Λευκωσίας. Έδωσαν σκληρή μάχη, κατάφεραν όμως να μην πάρουν οι Τούρκοι το αεροδρόμιο. Ήταν πρώτη ήττα του Αττίλα επί κυπριακού εδάφους.

 

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ την ΚΥΠΡΟ

Μισός αιώνας από τα δραματικά γεγονότα που έγιναν στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 και οι «πληγές» από την Κυπριακή τραγωδία, παραμένουν ακόμη ανοιχτές και δυστυχώς «κακοφορμίζουν», αφού οι τουρκικές κατοχικές στρατιωτικές δυνάμεις παραμένουν στο Νησί της Αφροδίτης. Το Κυπριακό παραμένει διεθνές πρόβλημα, στρατιωτικής εισβολής και παράνομης κατοχής.

Θα ανατρέξουμε σε επίσημες πηγές και θα παραθέσουμε ενδεικτικά κάποια στοιχεία, για τα γεγονότα του 1974.

Α. Πέρασαν 43 χρόνια από το δραματικά γεγονότα του 1974,  όταν η   Βουλή των Ελλήνων σε συνεδρίασή της, στις 11 Ιουλίου 2017, αποφάσισε ομόφωνα,  όπως το υλικό του Φακέλου της Κύπρου παραδοθεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στον πρόλογο διαβάζουμε:  «Τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, αποδίδουν με τρόπο απολύτως ουσιαστικό τις ολέθριες συνέπειες που είχαν οι παρεμβάσεις και επεμβάσεις του καθεστώτος της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας της Ελλάδας στα εσωτερικά της Κυπριακής Δημοκρατίας, που υπονόμευσαν πολλαπλά τις σχέσεις των δύο κρατών και αποσάθρωσαν εκ των έσω την αμυντική ικανότητα της Κύπρου. Καταδεικνύουν επίσης την καταστροφή που επιφέρει η κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και η αντιποίηση πολιτικής αρχής από φορείς όπως ο στρατός, που έχει ως αποκλειστική αποστολή την εθνική άμυνα και όχι την άσκηση πολιτικού ρόλου.»

Β. Στο Πόρισμα της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το Φάκελο της Κύπρου, που εγκρίθηκε από την ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 17 Μαρτίου 2011, διαβάζουμε:  «Το δίδυμο έγκλημα του 1974, το προδοτικό πραξικόπημα και η βάρβαρη τουρκική εισβολή, έχει προκαλέσει ανεπούλωτες πληγές και έχει στιγματίσει την παραπέρα πορεία της Κύπρου και του λαού της. Είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη σύγχρονη τραγωδία για τον κυπριακό ελληνισμό, για ολόκληρο τον ελληνισμό. Το πόρισμα για το Φάκελο της Κύπρου ουσιαστικά επιβεβαιώνει τη μεγάλη προδοσία σε βάρος της Κύπρου και του λαού της.»

Γ.  Έχει καταγραφεί σε μία σειρά ιστορικών ντοκουμέντων, ο ολέθριος και φιλοτουρκικός ρόλος του τότε υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χ. Κίσινγκερ στην κυπριακή τραγωδία.

Θα επικεντρώσουμε στα καταγεγραμμένα αδιαμφισβήτητα ιστορικά γεγονότα.

Στις 15 Ιουλίου του 1974, η χούντα των Αθηνών ανατρέπει τον εκλεγμένο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Με τον γνωστό ισχυρισμό του Δικτάτορα Δ.Ιωαννίδη, «Βγάλτε από τη μέση τον Παπά, που δεν θέλει την Ένωση», ξεκίνησε το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Είχε προηγηθεί , επιστολή του Μακάριου στον «χουντοΠρόεδρο» Γκιζίκη στις 2 Ιουλίου 1974 , με την οποίαν του ζητούσε, να αποχωρήσουν από την Κύπρο  όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί.

Το καθεστώς του Δικτάτορα Ιωαννίδη είχε συμφωνήσει από τις αρχές του 1974, με ανθρώπους της αμερικανικής Πρεσβείας, για το πραξικόπημα και την ανατροπή του Μακαρίου. Οι Αμερικανοί , που είχαν αντιληφθεί με ποιους συνομιλούσαν στην Αθήνα, παρείχαν  τη διαβεβαίωση ότι, « σε περίπτωση ανατροπής του Μακαρίου, οι Τούρκοι δεν επρόκειτο να εκμεταλλευτούν την κατάσταση, για να εισβάλουν στην Κύπρο». Κατά το πραξικόπημα και στο διάστημα από 15 έως και 18 Ιουλίου, στην αντιπαράθεση χουντικών-μακαριακών, επισήμως έχασαν τη ζωή τους 91 και 250 τραυματίστηκαν, έλληνες και ελληνοκύπριοι στρατιωτικοί και στρατιώτες!! Σε συνέντευξη που είχε δώσει ο κατοχικός ηγέτης Ραούφ Ντεκτάς, όταν ρωτήθηκε για την τύχη των ελλήνων και ελληνοκυπρίων αγνοούμενων είχε πει κυνικότατα, ότι «δεν υπάρχουν αγνοούμενοι. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και οι άλλοι στις μάχες,  όταν υποχρεώθηκε να επέμβει ο στρατός της Τουρκίας, για να προστατέψει τα δικαιώματα των τουρκοκυπρίων.»

Έχει εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον, η ομιλία του ανατραπέντος Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παραθέτουμε μικρό απόσπασμα από την ομιλία του Αρχιεπισκόπου Μακάριου στην Έδρα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 19 Ιουλίου 1974.   «Θα ήθελα πρώτα να εκφράσω τις θερμότερες ευχαριστίες μου προς τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, για το έντονο ενδιαφέρον τους ως προς την κρίσιμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Κύπρο μετά το πραξικόπημα, που οργάνωσε το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας και που υλοποίησαν οι Έλληνες αξιωματικοί, που υπηρετούν και διοικούν την κυπριακή εθνοφρουρά. Τα όσα συμβαίνουν στην Κύπρο, από την περασμένη Δευτέρα το πρωί, είναι μία πραγματική τραγωδία. Το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας παραβίασε κατάφωρα την ανεξαρτησία της Κύπρου. Χωρίς ίχνος σεβασμού για τα δημοκρατικά δικαιώματα του κυπριακού λαού, χωρίς ίχνος σεβασμού για την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Δημοκρατίας της Κύπρου, η ελληνική χούντα επεξέτεινε τη δικτατορία στο κυπριακό έδαφος. Ανέκαθεν θεωρούσα τον τουρκικό κίνδυνο πιο ασήμαντο από τον ελληνικό. Και, όπως αποδείχθηκε, οι φόβοι μου ήσαν δικαιολογημένοι.»

Τι έγινε ακριβώς στην Κύπρο, την πρώτη μέρα της εισβολής, περιγράφεται σε εκθέσεις των Βρετανών που έχουν δοθεί στην δημοσιότητα. Αντιγράφουμε: « Οι Τούρκοι εισέβαλαν την αυγή του Σαββάτου 20 Ιουλίου 1974 στην Κύπρο. Επικέντρωσαν την επίθεσή τους στο βόρειο μέρος της Κύπρου, τουρκικές αμφίβιες δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο Πέντε μίλι της Κερύνειας και αλεξιπτωτιστές στη Λευκωσία, βομβαρδισμοί της τουρκικής αεροπορίας έσπερναν το θάνατο και παρόλο που είχε συμφωνηθεί εκεχειρία για τις 22 Ιουλίου, οι μάχες και οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν με πέραν των 110 αεροπορικών επιθέσεων των τουρκικών αεροπλάνων μεταφέροντας και περισσότερα πολεμοφόδια χρησιμοποιώντας τις απαγορευμένες βόμβες ναπάλμ από την πρώτη μέρα της πρώτης εισβολής…»

Ειδικότερα, από επίσημες καταγεγραμμένες στρατιωτικές πηγές γεγονότα, συνοπτικά αναφέρουμε.

Το Γενικό Επιτελείο της Κυπριακής Εθνοφρουράς ζητάει από τις 06.00 της 20ης  Ιουλίου, από το Ελληνικό Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων να χτυπήσει τους Τούρκους αλεξιπτωτιστές και να αρχίσουν οι βολές των αντιαεροπορικών όπλων εναντίον των εφορμούντων τουρκικών αεροσκαφών. Η απάντηση από την Αθήνα και το Ελληνικό Πεντάγωνο είναι, «αυτοσυγκράτηση, διότι οι Τούρκοι κάνουν άσκηση». Μάλιστα, ο επιτελάρχης της Κυπριακής Εθνοφρουράς, επειδή η διαταγή για αντίσταση καθυστερούσε, έβγαλε το ακουστικό του τηλεφώνου του έξω από το παράθυρο, ώστε να ακούσουν στην Αθήνα τις εκρήξεις από τους βομβαρδισμούς των τουρκικών αεροσκαφών και να πειστούν επιτέλους, ότι πρόκειται για πόλεμο και όχι για άσκηση!

Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε στο Ελληνικό Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων είναι το εξής περιστατικό: Όταν αγανακτισμένος επιτελής, ανώτερος αξιωματικός του Στρατού, απευθύνεται στον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου και του ζητάει με έντονο ύφος, να διατάξει να αρχίσει αμέσως η άμυνα των ελληνικών δυνάμεων στην τουρκική επίθεση, ο στρατηγός Μπονάνος του απάντησε: «Οι Τούρκοι χτυπούν την Κύπρο και εμείς είμαστε Ελλάς»!

Τελικά στις 08.50 το πρωί της 20ης Ιουλίου του 1974, και αφού έχει ολοκληρωθεί το πρώτο κύμα της τουρκικής απόβασης, το Αρχηγείο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων εκδίδει την εξής διαταγή: «χτυπάτε τον επιτιθέμενο εχθρό με όλα τα μέσα».

Για να αντιληφθούμε πόσο βαθιά νυχτωμένοι, ήταν οι Ελληνοκύπριοι, ηγεσία και πολίτες, αρκεί να αναφέρουμε μια “λεπτομέρεια”. Μιάμιση ώρα περίπου, μετά την έναρξη των σφοδρών βομβαρδισμών της τουρκικής αεροπορίας εναντίον ελληνοκυπριακών στόχων, εκεί γύρω στις 6.30, το ΡΙΚ (ραδιοφωνικό ίδρυμα Κύπρου) μετέδιδε χαρούμενη πρωινή γυμναστική! Αντίστοιχα, ο τουρκοκυπριακός ραδιοσταθμός Μπαϊράκ, είχε διακόψει την κανονική ροή του προγράμματός του και μετέδιδε στρατιωτικά εμβατήρια από τις 3 τα χαράματα.

Στις 20 Ιουλίου 1974 όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, διακήρυξε ότι στόχος της ήταν «η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η προστασία της τουρκοκυπριακής (μειονοτικής) κοινότητας».  Στις 23-24 Ιουλίου 1974 με την πτώση της Χούντας του Ιωαννίδη και του πραξικοπηματικού καθεστώτος στη Λευκωσία,  ανέλαβε καθήκοντα Προεδρεύοντος της Δημοκρατίας ο τότε Πρόεδρος της Βουλής Γλαύκος Κληρίδης ο οποίος εισηγήθηκε στον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς την επαναφορά του Συντάγματος του 1960.  Ο Ντενκτάς και η Άγκυρα, είχαν προ-αποφασίσει – ότι είναι πολύ αργά, για να σταματήσουν την προέλαση του τουρκικού στρατού στα κυπριακά εδάφη.

Οι παραβιάσεις της κατάπαυσης του πυρός και η προέλαση των τουρκικών δυνάμεων εισβολής συνεχίσθηκαν μέχρι της 16ης Αυγούστου, ενώ στην Ελλάδα είχαμε κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό την Πρωθυπουργία του Κωνσταντίνου Καραμανλή , αλλά Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέμενε  ο Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης.  Οι εξελίξεις ήταν δραματικές.  Εξελίχτηκε  η εφαρμογή ενός συγκεκριμένου τουρκικού σχεδίου κατάληψης εδαφών και εθνοκάθαρσης. Μέχρι 16 Αυγούστου κατελήφθη το 36% του Κυπριακού εδάφους.

Ο Κ. Καραμανλής, ο τότε πρωθυπουργός, είχε αρνηθεί την στρατιωτική βοήθεια στην δοκιμαζόμενη, από την τουρκική εισβολή Κύπρο, με την χαρακτηριστική φράση «Η Κύπρος κείται μακράν». Ανεξάρτητα αν ελέχθη ή όχι κατά κυριολεξία η φράση,  όμως συνοψίζει ακριβώς την πολιτική απόφαση της μεταχουντικής Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Μάλιστα ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ, προσπάθησε να δικαιολογήσει τον Πρωθυπουργό του, σε μια ιστορική ομιλία του στη Βουλή, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν λάθος, αν στέλναμε τα Φάντομ  ή τα καινούργια υποβρύχια στην Κύπρο, διότι αυτό θα σήμαινε αυτομάτως ελληνοτουρκικό πόλεμο και οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν ήταν τότε, σε θέση να διεξάγουν επιτυχώς.

Ωστόσο, εάν ο πραγματικός λόγος της εισβολής ήταν «η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η προστασία της τουρκοκυπριακής (μειονοτικής) κοινότητας», η Τουρκία θα μπορούσε να είχε αποδεχθεί την εισήγηση Κληρίδη και θα είχε αποτραπεί η στρατιωτική κατοχή.

Ασφαλώς, το πραξικόπημα Ιωαννίδη κατά του  Μακαρίου,  αποτέλεσε  ευκαιρία για την τουρκική κυβέρνηση του Μπουλέντ Ετζεβίτ  να επικαλεστεί  την παραβίαση των Συνθηκών και του Συντάγματος του 1960 και η Τουρκία,  να εισβάλει στρατιωτικά στην Κύπρο  και να καταλάβει τελικά το 36% του εδάφους της Μεγαλονήσου. «Το Κυπριακό λύθηκε το 1974» συνήθιζε να λέει ο Μπουλέντ Ετζεβίτ ….

Η τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, είναι το συνδυαστικό αποτέλεσμα  προδοσίας, παράφρονων εκμεταλλευτών της ιδέας του έθνους,  πατριδοκάπηλων και επίορκων αξιωματικών, αλλά και του τουρκικού  αναθεωρητισμού και επεκτατισμού.

Το Καλοκαίρι του 1974, Έλληνες και Ελληνοκύπριοι, στρατιώτες και αξιωματικοί (με θλιβερή εξαίρεση μια ομάδα προδοτών χουντικών), πολέμησαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση τους Τούρκους εισβολείς, κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες.

Πολλοί έπεσαν στα πεδία των μαχών, προσφέροντας τη ζωή τους σπονδή στον βωμό της Ελευθερίας.

Αρκετοί αγνοούνται, η θρυλική μορφή τους όμως αποτυπώνει την πιο δραματική διάσταση της Κυπριακής τραγωδίας.

Οι υπόλοιποι αγωνιστές,  φέρουν δια βίου το βαρύ φορτίο των αναμνήσεων, από την απώλεια εδαφών , αλλά και των συμπολεμιστών τους.  Σε όλους εμάς όμως, ανήκει η ευθύνη και η τιμή της μελέτης των ιστορικών γεγονότων, ώστε ποτέ πια ο Ελληνισμός, να μην γνωρίσει άλλη εθνική καταστροφή, άλλη εθνική ταπείνωση.

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ

Από το καλοκαίρι του 1974, όταν η Τουρκία εισέβαλε στρατιωτικά στην Κύπρο κι έθεσε υπό τον έλεγχό της το 1/3  του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, εξακολουθεί ν’ αγνοείται η τύχη εκατοντάδων ανθρώπων.

Ο αρχικός αριθμός των αγνοουμένων προσώπων ήταν 1619 και σ’ αυτούς περιλαμβάνονται άμαχοι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Με βάση αποδεικτικά στοιχεία, όλα αυτά τα άτομα εξαφανίζονται κατά ή και μετά την τουρκική εισβολή στις περιοχές, που κατέλαβαν τα τουρκικά στρατεύματα. Για πολλά απ’ αυτά τα άτομα υπάρχουν μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες και διεθνείς Οργανισμούς, που βεβαιώνουν τη σύλληψή τους από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής ή ένοπλες ομάδες τουρκοκυπρίων και την κράτησή τους για ένα χρονικό διάστημα σε τουρκικές φυλακές.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά έθεσε στις διακοινοτικές συνομιλίες, αμέσως μετά την τουρκική εισβολή, θέμα αγνοουμένων διαχωρίζοντάς το ως ένα καθαρά ανθρωπιστικό θέμα, που έπρεπε να συζητηθεί και να επιλυθεί κατά προτεραιότητα. Δυστυχώς η στάση της τουρκικής πλευράς δεν ήταν η αναμενόμενη. Απέφευγε συστηματικά με διάφορες προφάσεις  να  συζητήσει σοβαρά το θέμα και κώφευε στις εκκλήσεις να δώσει στοιχεία για την τύχη των Αγνοουμένων, αγνοώντας τις διεθνείς παραδεκτές  αρχές και διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και τα ειδικά ψηφίσματα που υιοθέτησαν τα Ηνωμένα Έθνη, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλοι διεθνείς Οργανισμοί.

Η επίσημη θέση της Τουρκίας  για να αποφύγει συζήτηση του θέματος ήταν πως δεν κρατεί κανένα και δεν γνωρίζει τίποτα για τα άτομα αυτά, τα οποία έπρεπε να αναζητηθούν από το πραξικόπημα εναντίον του Προέδρου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974, ένας ισχυρισμός παντελώς ανυπόστατος, που καταρρίπτεται από τα ίδια τα γεγονότα και σωρεία αποδείξεων και στοιχείων.

Παρά τους ισχυρισμούς ότι δεν κρατούν αιχμαλώτους, κάποιες ευτυχείς συγκυρίες επέτρεψαν με τη βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και των Ηνωμένων Εθνών να εντοπισθούν οκτώ συνολικά αγνοούμενοι σε φυλακές στην κατεχόμενη Κύπρο, όπου οι Τούρκοι τους έκρυβαν.  Οι περιπτώσεις αυτές είναι:

  • Στις 20 Νοεμβρίου 1974 εντοπίζονται στις τουρκικές φυλακές Σεραΐου και ελευθερώνονται οι Γεώργιος   Κάϊζερ από την Κερύνεια, Μιχαήλ Φραγκόπουλος από το Μπέλλαπαϊς, Μιχαήλ Ποντικού από τη Μόρφου, Κλεάνθης Χαραλάμπους από τη Λακατάμεια και Ανδρέας  Κατσούρης από τους Στύλλους Αμμοχώστου.
  • Στις 7 Αυγούστου 1975 εντοπίζεται κι ελευθερώνεται ο Χαράλαμπος Μοσχοβίας από την ΄Αχνα, ο οποίος κρατείτο στις τουρκικές φυλακές Σεραΐου και αργότερα στην Κερύνεια.
  • Την ίδια μέρα ανευρίσκεται κι ελευθερώνεται  ο Στέλιος Γρηγοράκης από την Κρήτη, που κατάφερε να δραπετεύσει και κρυβόταν σε σπηλιά σε περιοχή της Καρπασίας.
  • Στις 25 Οκτωβρίου 1976 εντοπίζεται στις τουρκικές φυλακές Ομορφίτας κι ελευθερώνεται ο Λάμπρος Πλίτσης από τη Λάρισα-Ελλάδα.

Το αδιέξοδο στο οποίο η τουρκική στάση οδήγησε το θέμα υποχρέωσε τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών να ζητήσει με ειδικό ψήφισμά του τη δημιουργία ανεξάρτητης Διερευνητικής Επιτροπής. Το 1977 ο τότε Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Κουρτ Βάλντχαϊμ εισηγήθηκε στις δύο πλευρές τη σύσταση Διερευνητικής Επιτροπής, εισήγηση την οποία η τουρκική πλευρά για τέσσερα χρόνια δεν αποδεχόταν.

Το 1981 η Τουρκία, κάτω από την πίεση του διεθνούς παράγοντα, υποχρεώνεται να συμφωνήσει στη δημιουργία της Επιτροπής. Η συμφωνία επιτεύχθηκε ύστερα από μακρές διαβουλεύσεις και με τη διαμεσολάβηση του αμερικανικού παράγοντα. Έτσι δημιουργείται υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους της Κύπρου, γνωστή ως ΔΕΑ, η οποία απαρτίζεται από τρία μέλη. Τον εκπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και από ένα εκπρόσωπο από κάθε κοινότητα. Οι όροι εντολής της Επιτροπής βασίζονται πάνω σε καθαρά ανθρωπιστική βάση και διαλαμβάνουν σαφώς πως στόχος της είναι να διερευνήσει και να ενημερώσει τις ενδιαφερόμενες οικογένειες για όλες τις περιπτώσεις αγνοουμένων στην Κύπρο, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, από τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-64 και την τουρκική εισβολή του 1974.

Παρά τη συμφωνία, η Τουρκία με διάφορες προφάσεις δεν επέτρεψε στη ΔΕΑ να αρχίσει έρευνες για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Αντίθετα την χρησιμοποίησε ως άλλοθι και την υποχρέωσε σε ατέρμονες συζητήσεις πάνω σε διαδικαστικής φύσεως θέματα, που κατέληγαν σ’ επανειλημμένα αδιέξοδα. Έτσι ακολούθησε μια νέα μακρά περίοδος στασιμότητας στο θέμα.

Στο διάστημα αυτό υπήρξαν διάφορες ενέργειες για να υπάρξει παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα ώστε να καμφθεί η τουρκική αδιαλλαξία και να προωθηθεί η λύση του προβλήματος. Αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών ήταν να επιδειχθεί ειδικό ενδιαφέρον για τους αγνοουμένους της Κύπρου από το Αμερικανικό Κογκρέσσο, το οποίο τον  Οκτώβριο 1994 θέσπισε ειδική νομοθεσία, για τη διεξαγωγή έρευνας για την τύχη των Αμερικανών υπηκόων, των οποίων η τύχη αγνοείτο από την τουρκική εισβολή (σημ: μεταξύ των Αγνοουμένων υπάρχουν πέντε αμερικανοί υπήκοοι ελληνοκυπριακής καταγωγής). Για εφαρμογή του αμερικανικού νόμου η  Κυβέρνηση των Η.Π.Α. απέστειλε στην Κύπρο και την Τουρκία διερευνητική ομάδα, υπό τον πρώην αμερικανό πρεσβευτή Ντίλλον. Οι προσπάθειες της ομάδας Ντίλλον πέτυχαν ν’ ανακαλύψουν τα λείψανα του 17χρονου αμερικανού πολίτη Ανδρέα Κασάπη κοντά στο κατεχόμενο χωριό ΄Ασσια, τα οποία μετά την  ταυτοποίηση τους με τη μέθοδο DNA, παραδόθηκαν στους οικείους του στο Ντιτρόιτ. Αυτή ήταν η πρώτη εντόπιση αγνοουμένου και η πρώτη αναγνώριση με τη μέθοδο DNA. Για τους υπόλοιπους αγνοούμενους αμερικανούς πολίτες, η έκθεση Ντίλλον απλά αναφέρει πως από τις πληροφορίες που συγκέντρωσε πρέπει να θεωρούνται νεκροί.

Η ταυτοποίηση των λειψάνων του Ανδρέα Κασσάπη υπέδειξε την ανάγκη να αρχίσουν εκταφές σε περιοχές όπου υπήρχαν πληροφορίες πως τάφηκαν αγνοούμενοι. Έτσι στις 30 Ιουλίου 1997 σε συνάντηση που είχαν οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων κύριοι Κληρίδης και Ντενκτάς συμφώνησαν οι δύο πλευρές ν’ ανταλλάξουν πληροφορίες για τόπους ταφής και να προχωρήσουν σ’ εκταφές.

Την επίτευξη της συμφωνίας ανακοίνωσε η τότε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ματλίν Ωλμπράϊτ. Δυστυχώς και πάλι η τουρκική πλευρά υπαναχώρησε και η συμφωνία ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Η Κυπριακή Κυβέρνηση προχώρησε μονομερώς στην εφαρμογή  της συμφωνίας στα εδάφη, που είναι υπό τον έλεγχό της. Με βάση πληροφορίες που συνέλεξε, εντοπίστηκε ο χώρος ταφής 20 περίπου τουρκοκυπρίων που σκοτώθηκαν στις μάχες στο χωριό Αλαμινός το 1974 και κάλεσε τους τουρκοκυπρίους και τα Ηνωμένα Έθνη να προχωρήσουν από κοινού σ’ εκταφή. Η τουρκοκυπριακή πλευρά απάντησε πως δεν ενδιαφερόταν να γίνει εκταφή κι έτσι το μέρος περιφράχτηκε και τέθηκε υπό αστυνομική φρούρηση.

Η Κυπριακή Κυβέρνηση προχώρησε επίσης στην εκταφή και αναγνώριση με τη μέθοδο DNA  200 περίπου ατόμων, που φονεύθηκαν στην τουρκική εισβολή και τάφηκαν στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμειας και στο κοιμητήριο Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία,  αφού μεταξύ αυτών υπήρχαν 74 άτομα που δεν μπόρεσαν ν’ αναγνωρισθούν και τάφηκαν με την ένδειξη «άγνωστος». Συγκεκριμένα τάφηκαν  44 με την ένδειξη «άγνωστος – Εθνική Φρουρά», 26  με την ένδειξη «άγνωστος – ΕΛΔΥΚ» και  4 με την ένδειξη «άγνωστος πολίτης».

Παράλληλα συνεχίστηκαν οι ενέργειες για προώθηση του θέματος  προς διάφορες κατευθύνσεις. Προσπάθειες έγιναν προς τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού, την Επιτροπή για την Ειρήνη και Ασφάλεια στην Ευρώπη, τη Διεθνή Αμνηστεία, την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ.ά.

Άξια αναφοράς είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ημερ.10 Μαΐου 2001 στην προσφυγή της  Κύπρου εναντίον της Τουρκίας αρ.25781/94, που βρήκε την Τουρκία ένοχη για σειρά παραβιάσεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην απόφαση του Δικαστηρίου τονίζεται η παράλειψη της Τουρκίας να διεξάγει αποτελεσματική έρευνα για την τύχη των αγνοουμένων  ατόμων και να ενημερώσει τις οικογένειές τους, πράγμα που συνιστά απάνθρωπη και ταπεινωτική  συμπεριφορά έναντι των συγγενών τους.

Το θέμα της  συμμόρφωσης της Τουρκίας στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εξετάζεται από την Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει ικανοποιηθεί από την ανταπόκριση της Τουρκίας κι έχει υιοθετήσει σειρά ενδιάμεσων ψηφισμάτων που καλούν την Τουρκία να συνεργασθεί.

Η αρνητική στάση της Τουρκίας στο θέμα διαφοροποιείται το 2004, όταν αρχίζουν οι  διαπραγματεύσεις  για ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Τούρκος Μόνιμος Αντιπρόσωπος στο Συμβούλιο της Ευρώπης δηλώνει πως η τουρκική πλευρά είναι έτοιμη να συμμετάσχει στη ΔΕΑ, η οποία μπορεί να αρχίσει τις εργασίες της αμέσως.

Η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους της Κύπρου αρχίζει το ερευνητικό της έργο το 2006, οποίες περιορίζονται στον τομέα της εντόπισης χώρων ταφής κι εκταφών, όχι όμως και στον ουσιώδη τομέα της διερεύνησης, που συνεπάγεται μεταξύ άλλων την ελεύθερη πρόσβαση σε αρχεία και άλλα στοιχεία και πληροφορίες που θα υποβοηθήσουν την έρευνα για την τύχη αγνοουμένων. Έκτοτε εκταφές διενεργούνται και στις δύο πλευρές και μέχρι σήμερα έχει ανευρεθεί και ταυτοποιηθεί αριθμός ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων αγνοουμένων.

Πρόκειται για ένα θετικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως θα πρέπει παράλληλα να αρχίσει και η ουσιαστική διερεύνηση για κάθε περίπτωση αγνοουμένου. Σ’ αυτό  θα υποβοηθούσε τα μέγιστα αν εκείνοι που κατέχουν πληροφορίες και στοιχεία, όπως ο τουρκικός στρατός που είναι γνωστό πως κατέχει εκθέσεις για τις μάχες και τα συμβάντα στην Κύπρο το 1974 κ.ά. τα δώσουν στα αρμόδια σώματα του ΟΗΕ και του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, έτσι που επιτέλους να διακριβωθεί η τύχη του κάθε αγνοουμένου κι όλων των αγνοουμένων της Κύπρου, ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων.

Κύπρος: Tαυτοποιήθηκε Ελλαδίτης ήρωας του 1974 – Ομως δεν ζει κανείς να τον «περιμένει» πίσω

Κανείς δεν βρίσκεται στη ζωή να παραλάβει τα οστά του ήρωα Ελλαδίτη, που ταυτοποιήθηκε μέσα από εξέταση DNA

Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται εφέτος από τη βάρβαρη Τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπροκαι εκατοντάδες παραμένουν μέχρι σήμερα οι αγνοούμενοι Ελλαδίτες και Κύπριοι μαχητές.

Όπως, όμως, έγινε γνωστό από το γραφείο της Επικεφαλής Ανθρωπιστικών Θεμάτων Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων, Άννας Αριστοτέλους, τα οστά ενός ακόμη ήρωα ταυτοποιήθηκαν πριν λίγες ημέρες, μέσα από εξέταση DNA.

Το τραγικό, ωστόσο, της υπόθεσης είναι πως  κατά το μεγάλο διάστημα που έχει παρέλθει από την καταστροφή στην Κύπρο όλοι οι συγγενείς του ταυτοποιημένου Ελλαδίτη έφυγαν από τη ζωή. Έτσι, κανείς δεν μπορεί να παραλάβει τα οστά του και να ενημερώσει τις Κυπριακές Αρχές, για το εάν επιθυμεί επαναπατρισμό ή ταφή στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας.

Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο στην πολύχρονη διαδικασία αναζήτησης των αγνοουμένων.

Συνολικά 142 στελέχη της ΕΛΔΥΚ όλων των βαθμίδων σκοτώθηκαν ή αγνοούνται ακόμη από το 1974. Σε αυτά περιλαμβάνονται κληρωτοί στρατιώτες ακόμη και συνταγματάρχες.

Η Κυπριακή κυβέρνηση έχει εντείνει τις προσπάθειες ανεύρεσης λειψάνων από αγνοούμενους της εισβολής. Τον τελευταίο σχεδόν χρόνο έγιναν 16 ταυτοποιήσεις λειψάνων. Οι 6 από αυτές τις περιπτώσεις αφορούν στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ.

Μάλιστα, η προγραμματισμένη πτήση προς τη χώρα μας,  που θα μεταφέρει λείψανα 6 πατριωτών, είναι προγραμματισμένη για αυτές τις ημέρες

(από τον ηλεκτρονικό τύπο…)
Πηγές
  1. https://www.in.gr/2023/07/20/istoriko-arxeio/kypros-20-iouliou-1974-o-aifnidiasmos-oi-ypopsies-ta-sxedia-pou-emeinan-sto-syrtari/
  2. https://www.sansimera.gr/articles/649

Λένη Ζάχαρη

Η Λένη Ζάχαρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Θεολογία και Ιστορία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Να με λες Ελένη", από τις εκδόσεις Λέμβος. Αρθρογραφεί στο Περί ου.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.