Δεν έχω πια Έκτακτα να γράψω.
Οι συμφορές στον τόπο μου έγιναν συνήθεια.
Παιδιά που σκοτώνονται, καίγονται ζωντανά σε τρένα, φωτιές που καίνε για εβδομάδες ανεξέλεγκτα και ρημάζουν σπίτια, χωριά ολόκληρα, αφήνοντας στο πέρασμά τους ανθρώπους χωρίς αύριο· στη συνέχεια πλημμύρες – αφού τα νερά δεν έχουν πού να κρατηθούν και γίνονται λάσπη, μαζεύονται και πνίγουν χωριά και πόλεις, φουσκώνουν ποτάμια, πνίγουν ανθρώπους. Το αποκορύφωμα όλων αυτών είναι η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής είτε των καμένων μεταναστών είτε αυτών που έκλεισαν σε κλούβες οι… “σερίφηδες” που δήθεν βρήκαν τους ενόχους των πυρκαγιών, για να φτάσουμε στο έγκλημα που συντελέσθηκε στο λιμάνι του Πειραιά από ναυτικούς οι οποίοι παραβίασαν κάθε γραπτό και Άγραφο νόμο πετώντας από τον καταπέλτη του πλοίου ένα νέο άνδρα γιατί… έτσι ήθελαν!
Γυρίζουν όλα στο κεφάλι μου, οι εικόνες των ανθρώπων, ο Αντώνης που τον ρίχνουν στη θάλασσα σαν βάρος περιττό, οι νεκροί που ακούγεται σχεδόν με μισόλογα ότι επιπλέουν στα νερά που έχουν πνίξει τη Θεσσαλία. Δεν μπορώ να ξεχάσω τις φωτιές που δεν άφησαν natura που να μην έχει καεί…οικισμό,χωριό, έφτασαν μέχρι και σε νοσοκομείο! Οι βροχές έχουν διαλύσει τα πάντα στη Θεσσαλία κι απόψε στη Λάρισα ξενυχτάνε μη τους πνίξει ο Πηνειός που δέχεται νερά και φουσκώνει…
Θέλω να ουρλιάξω. Βλέπω την απόγνωση και τη δυστυχία στα μάτια των συνανθρώπων μου. Τον φόβο για την επόμενη ώρα, όχι για την επόμενη μέρα…
Οι ευθύνες; Όταν κάνει μια Κυβέρνηση απευθείας αναθέσεις για αντιπλημμυρικά έργα μετά από σοβαρά φαινόμενα και συμβαίνει αυτό, τότε θα πρέπει να μιλήσουν όλοι οι υπεύθυνοι, να ζητήσουν συγγνώμη, να αποζημιώσουν, να παραιτηθούν… Μα τι λέω! Χρειάζεται να υπάρχει συναίσθηση, σεβασμός, επίγνωση…
Η αλαζονεία οδηγεί στην ύβρι, η ύβρις με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή…
Πείτε μου, εσείς ποιητές μου, που γρατζουνάτε τις λέξεις – κι εγώ μαζί – για να μιλήσετε για τον άνθρωπο και τον κόσμο, για το Τώρα και το Αύριο, τι βλέπετε να έρχεται; Ποιος Αρμαγεδδώνας μας περιμένει στο τέλος όλων αυτών; Πόσο μερίδιο ακόμα έχει το σκοτάδι στη ζωή;
Οι άνθρωποι – τους βλέπεις – είναι πια λυγισμένοι απ’ τον πόνο και την απόγνωση, την απελπισία. Δεν υπάρχει λευκό περιστέρι να φέρει ένα κλαδί ελιάς για ν’ ανθίσει η ελπίδα και το χαμόγελο στα μάτια και στα χείλια τους.
Τα παιδιά; Αχ, τα παιδιά… Πόσες πίκρες τους προσφέρει ο κόσμος στον οποίο ήρθαν για να ζήσουν. Οφείλουμε, λέμε, να προσφέρουμε ασφάλεια στα παιδιά μας! Τραγική ειρωνεία όλα όσα συμβαίνουν. Συνθήκες κατάλληλες για να ζουν και να αναπτύσσονται… Μέλλον για αυτά και για τα παιδιά τους… Αυτό κι αν είναι πλέον ουτοπία! Ο πλανήτης γενικά, ο τόπος μας ειδικά, είναι μια δυστοπία χωρίς μέλλον, χωρίς φως.
Τους μιλάμε για κλιματική κρίση και για κλιματική αλλαγή… Μα τι ψέματα λέμε και δεν ντρεπόμαστε! Σαφώς έχουμε μολύνει το περιβάλλον, σαφέστατα έχουμε συμβάλλει με τον τρόπο μας στην εκδήλωση σοβαρών φαινομένων – που δεν είναι ακριβώς καινούργια για τον πλανήτη – αλλά μη μας ταΐζουν κουτόχορτο ότι τα δικά τους εγκληματικά λάθη είναι αποτέλεσμα κλιματικής αλλαγής!
Νιώθω πως έχω χαθεί σε μια σκοτεινή και δύσβατη περιοχή. Παντού επικρατεί καταστροφή και δεν γυρίζει κανείς ν’ απλώσει το χέρι να βγάλει το παιδάκι που είμαι σ’ ένα ξέφωτο… Αυτό που ξέρει η καρδιά μου να κάνει, για να μην φοβάται, είναι να προσεύχεται. Αυτό θέλω να κάνω κι εγώ ως μεγάλο “παιδί”. Να γονατίσω να προσευχηθώ. Για τις ψυχές που έφυγαν, για τα σπίτια που πνίγηκαν ή κάηκαν, για τα ζώα που δολοφονήθηκαν από την ανθρώπινη αδιαφορία ή κακία. Να ζητήσω να μην επιτρέψει ο Θεός άλλη συμφορά στον τόπο μου κι ας ξέρω πως δεν παρεμβαίνει στην ανθρώπινη ελευθερία. Είμαστε υπεύθυνοι για όσα φτιάξαμε ή δεν φτιάξαμε ή επιτρέψαμε να φτιαχτούν ή να μη φτιαχτούν. Δεν απαιτήσαμε να πάνε τα χρήματα που πληρώνουμε εκεί που πρέπει.
Αν απλώσω τα χέρια μου θα βραχούν είτε από βρόχινο είτε από θαλασσινό νερό και θα αγγίξουν νεκρούς. Σκέφτομαι την Αντιγόνη, τον Άγραφο νόμο. Ναι, γι’ αυτούς τους Άγραφους νόμους αξίζει να τα δώσουμε όλα.
Οι άνθρωποί μου, οι δικοί μου άνθρωποι, οι καθημερινοί, βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στις ταράτσες των σπιτιών τους, μεταφέρθηκαν σε άλλα χωριά ψηλότερα από τα δικά τους ή παραμένουν στους πάνω ορόφους των κατοικιών τους περιτριγυρισμένοι από λασπόνερα, και σύμφωνα με τα κανάλια – που μοιάζουν να τρέφονται από τις συμφορές – από παππούδες και γιαγιάδες που ίσως δεν μπόρεσαν να φύγουν.
Πόση μοναξιά και κρύο, πόσο σκοτάδι έχει η απόγνωση…
Το δικό μου παιδί φοβισμένο κοιτάζει αυτό το τοπίο κι αναρωτιέται για το Αύριο…
Δεν έρχεται κανενας Αρμαγεδώνας από τη φυση. Ο θεός δεν πέθανε, απλα μπαζώθηκε θύμωσε και αντέδρασε. Ποσά φράγματα εχει πχ η Θεσσαλία και γιατί; Είναι ολα απαραίτητα; Γιατί τα φτιαχνουν αυτα τα γιγαντιαία δηθεν ωφέλιμα εργα τελικά; Για να βοηθήσουν τον κοσμο κ τον τόπο ή για να τσεπωσουνε δημοσιο χρήμα χωρις να ξερουνε ή να τους νοιάζει τι κάνουνε; Γιατι ονομάστηκε Δανιηλ η κακοκαιρία; Ρωταω, γιατί πχ εγώ σκέφτομαι πριν μιλήσω και μπορω να αιτιολογήσω το γιατί λεω κάτι. Μερικές φορες μου φαίνεται ότι η επιστήμη εχει πιάσει πάτο πλέον μαζί με την ανθρωποτητα βέβαια και ότι ζούμε οντως σε καιρούς «αποκαλυπτικούς» οπου μερικοί άπληστοι εξουσιομανείς παράφρονες κάνουν ότι τους κατέβει. Παρολα αυτα δεν το βαζω κάτω και δεν φοβαμαι. Στο μέλλον βλέπω να επικρατεί το θάρρος και η ειλικρίνεια. Θα την βρουνε τα παιδιά την άκρη.