Η θεά Εκάτη, θεότητα του Κάτω Κόσμου, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εφεύρεση της μαγικής τέχνης. Μεταγενέστερες παραδόσεις της αποδίδουν ως κόρη την Κίρκη, άλλοτε θεωρείται μητέρα της. Και επειδή η Κίρκη είναι θεία της Μήδειας, οι γυναίκες αυτές συγκροτούν την οικογένεια των μαγισσών.
Στο πέρασμα των χρόνων οι μάγισσες έγιναν μέρος της λαϊκής παράδοσης και του παραμυθιού. Ως παραμύθι «νοείται κάθε σύντομη, λαϊκή ιστορία που ενσωματώνει το ήθος και τις παραδόσεις ενός έθνους, τις οποίες μπορεί να εκφράσει ρητά στο τέλος του ως αξιωματικές αρχές του».
Εκεί υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος από ανθρωπόμορφα και μη πλάσματα κι ένα από αυτά είναι και η μάγισσα. Πρόκειται για μια φιγούρα αμφίσημη, καθώς ο ρόλος της μπορεί να εμφανίζεται κάθε φορά διαφορετικός. Άλλες φορές μυητικός, άλλες εκδικητικός και άλλες βοηθητικός, μα πάντα τρομαχτικός όπως και να έχει.
Με τον τρόπο τους παρεμβαίνουν σε καταστάσεις της ανθρώπινης κοινωνίας και οι άνθρωποι, φοβούμενοι την αντίδρασή τους φαίνεται να δρουν έναντι αυτών εξευμενιστικά.
Τα παραμύθια του τόπου μας έχουν πλήθος τέτοιων μορφών που είτε για καλό είτε για κακό παρεμβαίνουν στην ανθρώπινη ζωή. Τα περισσότερα παραμύθια μας έρχονται από τη Θεσσαλία, ακολουθεί η Ήπειρος και η Μακεδονία και βέβαια οι υπόλοιπες περιοχές της χώρας. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι τα περισσότερα παραμύθια προέρχονται από την περιοχή της Θεσσαλίας αν σκεφτούμε ότι οι πιο γνωστές μάγισσες της αρχαιότητας κατάγονταν από τη Θεσσαλία, τη μαγική γη όπου, σύμφωνα με το μύθο, σκορπίστηκαν οι μαγικοί και θεραπευτικοί σπόροι της Μήδειας.
Για να δούμε τον ρόλο της «μάγισσας» μέσα στο παραμύθι και τον αντίκτυπο στην φαντασία των ανθρώπων, αλλά και στην αντίληψή τους για την μάχη του Καλού με το Κακό και την απόδοση Δικαιοσύνης, θα δούμε μερικά παραμύθια από την περιοχή της Θεσσαλίας.
Η Μαρούλα Κλιάφα στη συλλογή λαϊκών παραμυθιών που εξέδωσε με τον τίτλο «Τρομακτικά παραμύθια για ατρόμητα παιδιά», καταγράφει ένα παραμύθι,[1]-τ’ Ατδιάμο το κλαδί- όπου η ηρωίδα μπαίνει υπηρέτρια στην κουζίνα του Βασιλιά: «Η βασίλισσα όμως [του παλατιού] είναι μια φοβερή μάγισσα που πήγαινε μαζί με τον αδελφό της κάθε νύχτα στα μνήματα κι έτρωγαν από έναν πεθαμένο. […] η βασίλισσα έριχνε υπνωτικό στο κρασί του βασιλιά κι ο βασιλιάς κοιμόταν. Γινόταν κόκκαλο. Τότε η βασίλισσα έμπηγε τις βελόνες στα βλέφαρά του και του ρουφούσε το αίμα. Έπειτα τραβούσε για τα μνήματα με τον αδελφό της». Η ηρωίδα αποκαλύπτει το συμβάν στο βασιλιά, ο οποίος σκοτώνει τη σύζυγό του και επιβραβεύει την κοπέλα που τον γλύτωσε. Αυτή πηγαίνει σε ένα άλλο βασίλειο, όπου ο εκεί βασιλιάς είχε στο υπόγειο κλεισμένη μια κόρη τρελή, την οποία τάιζαν με έναν άνθρωπο την ημέρα. Η κοπέλα είχε τρελαθεί, επειδή μια γριά μάγισσα της είχε πάρει τα μυαλά και τα έβραζε σε ένα καζάνι. Όταν η ηρωίδα συναντά τη γριά μάγισσα και τη ρωτάει τι μαγειρεύει, αυτή της λέει: «να βράζω τα μυαλά της τρελής. Πήγα μια μέρα στο παλάτι και ο βασιλιάς δεν μ’ έδωσε ζητιανιά, κι εγώ θύμωσα και χάζεψα τη θυγατέρα του». Η κοπέλα τότε έχωσε το κεφάλι της μάγισσας στο τσουκάλι και μόλις η γριά έπαψε να ανακατώνει τα μυαλά, αυτά γύρισαν πίσω στο κεφάλι της βασιλοπούλας και η βασιλοπούλα ελευθερώθηκε. Στο παραμύθι αυτό εξαιρετικά επικίνδυνη μάγισσα είναι η κακή και αιμοδιψής βασίλισσα, αλλά και η γριά ζητιάνα.
Σε ένα άλλο ιδιαίτερα αγαπητό παραμύθι στη Θεσσαλία, στο «Χρυσοφεγγαράκι»[2], η ομορφιά της ηρωίδας εκκινεί αντιπαθητικά συναισθήματα εκ μέρους των αδελφών της, οι οποίες τις κάνουν μάγια για να τη σκοτώσουν: Το Χρυσοφεγγαράκι είναι τόσο όμορφη και προκομμένη κοπέλα που το βασιλόπουλο την παντρεύεται και την κάνει βασίλισσα: «σαν το ’μαθαν [όμως] οι αδερφές της πήραν μαγικά: δαχτυλίδια, βελόνια και μήλα, για να την κάνουν να πεθάνει. Και πέρασαν έξω από το παλάτι και φώναζαν να βγει έξω η βασίλισσα να πάρει από αυτά και να τη μαγέψουν. Τότε η βασίλισσα βγήκε έξω και αγόρασε χτένια, βελόνια και μήλα. Έτσι τη μάγεψαν. Μόλις έφαγε το μήλο, στάθηκε στο λαιμό της και λιποθύμησε. Ο βασιλιάς όμως την έσωσε. Όταν πήρε το βελόνι να μπαλώσει, αυτό καρφώθηκε στο πόδι της και πέθανε. Όταν πήγαν στην εκκλησία να τη θάψουν, ο παππάς της βγάζει το βελόνι και η κοπέλα αναστήθηκε. Την επόμενη μέρα πήρε το χτένι για να χτενιστεί και φαρμακώθηκε. Όταν πήγε ο βασιλιάς στο σπίτι της έβγαλε το χτένι από απ’ το κεφάλι και η βασίλισσα ξανασηκώθηκε. Τότε ο βασιλιάς τη ρώτησε: τι παθαίνεις συνέχεια και πεθαίνεις; Λέει: οι αδερφές μου μού έδωσαν αυτά, το χτένι και το βελόνι και με μάγεψαν. Διέταξε τότε ο βασιλιάς να σφάξουν τις γυναίκες τις μάγισσες.» Μάγισσες λοιπόν στο συγκεκριμένο παραμύθι είναι οι αδελφές της ηρωίδας, ενώ σε μια άλλη παραλλαγή του παραμυθιού οι δύο κοπέλες θα ζητήσουν τη βοήθεια μιας γριάς και πεπειραμένης μάγισσας, στην οποία τελικά θα παραδώσουν το Χρυσοφεγγαράκι, για να το σκοτώσει. Εκείνη όμως τη σπλαχνίστηκε και αφού την μεταμόρφωσε σε πορτοκάλι, την κράτησε κοντά της, για να τις κάνει τις δουλειές. Το Χρυσοφεγγαράκι αποδεικνύεται τόσο καλή και άξια νοικοκυρά που τελικά το βασιλόπουλο τη ζητάει σε γάμο.
Στον γνωστό πάλι παραμυθικό τύπο της Ξανθομαλλούσας,[3] η όμορφη κοπέλα είναι κλειδωμένη από τη μάνα της στο σπίτι, η οποία χρησιμοποιεί τα μαλλιά της κόρης της ως σκάλα, για να ανέβει στην κάμαρά της. Το παλικάρι βλέπει τη σκηνή, ερωτεύεται την κόρη και ανεβαίνει με τον ίδιο τρόπο στο σπίτι. Η κοπέλα κρύβει τον νέο στο δωμάτιό της, μετατρέποντας τον σε σκούπα και έπειτα σε ντουλάπα. Η μάνα της όμως αντιλαμβάνεται την παρουσία του νέου και η ξανθομαλλούσα το σκάει μαζί του έχοντας ως μαγικά όπλα ένα δασύ χτένι και ένα μπουκάλι λάδι. Με το πρώτο κάνει το δάσος πυκνό και με το λάδι δημιουργεί θάλασσα για να καθυστερήσει τη μάνα της. Η μάνα της την καταριέται να γίνει πολύ άσχημη, όπως και συμβαίνει, αλλά, έπειτα από παρακλήσεις της κοπέλας, η μάνα παίρνει πίσω την κατάρα και τελικά οι σχέσεις των δύο γυναικών αποκαθίστανται. Μάγισσα λοιπόν στο συγκεκριμένο παραμύθι είναι η μάνα της ηρωίδας. Αλλά και η ίδια η κοπέλα γνωρίζει εξίσου καλά να κάνει μάγια, αφού και το βασιλόπουλο μεταμορφώνει και την καταδίωξη της μάνας της δυσχεραίνει.
Τέλος στο παραμύθι της «μαγικής κούκλας»,[4] μια όμορφη κοπέλα μετά το θάνατο της μητέρας της ζει με την μητρυιά της και την ετεροθαλή αδελφή της. Αυτές την εχθρεύονται και αποφασίζουν να τη σκοτώσουν. Η κοπέλα όμως είχε δώρο από τη μητέρα της μια μαγική κούκλα.Η κούκλα τη συμβουλεύει να φύγει από το σπίτι. Την περιμαζεύει μια καλή γυναίκα, η οποία την περιποιείται και την μαθαίνει να γνέθει και να υφαίνει. Η ηρωίδα φτιάχνει τα υφαντά υπό την επίβλεψη της κούκλας. Τα εργόχειρά της είναι τόσο ωραία που μαγεύουν το βασιλόπουλο και τη ζητάει σε γάμο.
Οι μάγισσες λοιπόν στα λαϊκά παραμύθια της πεδινής Θεσσαλίας νοούνται ως ανθρωπόμορφες φιγούρες, με υπερφυσικές όμως δυνάμεις και με τη δυνατότητα να μεταμορφώνονται και οι ίδιες, αλλά και να μεταμορφώνουν τους άλλους. Δεν είναι μόνον γύφτισσες και ζητιάνες που έρχονται από μακριά, αλλά τις συναντούμε τόσο σε παλάτια, όσο και σε φτωχικές καλύβες και αντίστοιχα είναι πλούσιες βασίλισσες, αλλά και φτωχές γυναίκες. Μπορεί να είναι μαμές, νοικοκυρές – μαγείρισσες και υφάντρες- ηλικιωμένες ή νέες, άσχημες ή όμορφες. Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως έχουν ανθρώπινη υπόσταση και κινούνται μέσα στον ανθρώπινο χώρο, χωρίς εν τούτοις να γνωστοποιούν τη μαγική τους δύναμη, διότι η αποκάλυψη της μαγείας και των κακών που αυτή επιφέρει τιμωρείται πολύ σκληρά, τις περισσότερες φορές με θάνατο. Ωστόσο οι μάγισσες δεν είναι μόνον κακές: υπάρχουν κι αυτές που θα προστατεύσουν τις ηρωίδες και τους ήρωες, θα τους συμβουλέψουν και θα λύσουν τα μάγια των κακών μαγισσών, πάλι όμως με τεχνάσματα και φίλτρα που δεν είναι ευρέως γνωστά και που μόνον αυτές γνωρίζουν. Ακόμη, όσον αφορά τον ρόλο που έχουν στα πλαίσια της οικογένειας, οι μάγισσες δεν είναι απαραίτητα μητρυιές και πεθερές, αλλά και νύφες, μητέρες, αδελφές, θυγατέρες και σύζυγοι. Κοντολογίς το ρόλο της μάγισσας στο λαϊκό παραμύθι φαίνεται να παίζουν ανεξαιρέτως όλες οι γυναίκες. Αυτό φαίνεται να συνδέεται άμεσα με τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία. Και μας παραπέμπει άμεσα στους αρχαίους χρόνους αλλά και στα αρχέτυπα που διασώζονται μέσα από τις παραδόσεις, τους μύθους και τους θρύλους.
1.Μ. Κλιάφα, Τρομακτικά παραμύθια για ατρόμητα παιδιά, Κέδρος, Αθήνα 1999, σελ.13-24.
2.Μ. Γ. Βαρβούνη και Γ. Χ. Κούζα, Το αρχείο του ‘Λαογραφικού Φροντιστηρίου’ του Γ. Α. Μέγα, Αθήνα 2007.
3.Μήτρου Νατάσα, «Η συμβολή των παραδόσεων στην εξέλιξη του ελληνικού παραμυθιού»
http://eureka.teithe.gr/jspui/bitstream/123456789/1151/1/Mitrou_Natasa.PDF
4.Τα παραμύθια και οι σχετικές πληροφορίες με αυτά αντλήθηκαν από:
βλ. Βάιος Φ. Καμινιώτης, «Οι μάγισσες στις λαϊκές αφηγήσεις. Παραμύθια από τη Θεσσαλία» συνδημοσίευση με την κυρία Άννα Λυδάκη, στο Μαγεία και μεταφυσικός κόσμος, Πρακτικά Ημερίδας 19 Δεκεμβρίου 2009, εκδόσεις του Μ.Ε.Λ.Τ., Αθήνα 2011, σσ. 59-75
Η εικόνα είναι πίνακας του Νικολάου Γύζη.