Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο πως από την Επανάσταση του 1821 οι επαναστατημένοι Έλληνες αγωνίζονταν να δημιουργήσουν θεσμούς για την διακυβέρνηση των πολιτικών πραγμάτων του τόπου. Οι πολιτικές περιπέτειες ξεκίνησαν από τις Εθνοσυνελεύσεις με τις αντιπαραθέσεις πολιτικών και στρατιωτικών, κορυφώθηκαν με τη δολοφονία Καποδίστρια και απογειώθηκαν στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα μέχρι και την έξωσή του από την Ελλάδα.
Έξι μήνες μετά το τέλος της Ναυπλιακής Επανάστασης (8 Απριλίου 1862), στις 10 Οκτωβρίου 1862, μετά από μια αναμενόμενη εξέγερση του Στρατού στην Αθήνα, τερμάτισε τον βίο της η τριακονταετής βασιλεία του Όθωνα. Μια σειρά προβλημάτων που αντιμετώπιζε το μικρό τότε νεοελληνικό κρατίδιο (η αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας, η οικονομική εξαθλίωση αγροτικών πληθυσμών, ο αυταρχισμός κατά την άσκηση εξουσίας) αλλά και κάποια σοβαρά λάθη του Όθωνα, όπως η κατάσχεση της μοναστηριακής περιουσίας και η προσβολή του Ορθόδοξου θρησκευτικού συναισθήματος του λαού που τότε ήταν εντονότατο, το Καθολικό θρήσκευμα του ιδίου, η ακληρία του και η αδυναμία του να εξασφαλίσει διάδοχο από την οικογένειά του στη Βαυαρία, είχαν στρέψει την κοινή γνώμη αμετάκλητα εναντίον του.
Δύο ημέρες μετά, εν πλω προς τον Πειραιά και αφού πείσθηκε για το μάταιο της υπόθεσής του, ο έκπτωτος βασιλιάς αναχώρησε με τη σύζυγό του Αμαλία για τη γενέτειρά του, το Μόναχο, όπου έζησε επί έναν χρόνο απομονωμένος από την οικογένειά του και την Αυλή του, σε πλήρη κατάθλιψη. Τελικά αποσύρθηκε στη Βαμβέργη, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην αφάνεια. Πέθανε στις 14 Ιουλίου του 1867 φορώντας την ελληνική φουστανέλα και προφέροντας ως τελευταία του λέξη το όνομα της αγαπημένης του Ελλάδας. Τον ακολούθησε η Αμαλία στις 8 Μαΐου του 1875, σε ηλικία 57 χρόνων.
Όθων και Αμαλία. Ο Όθωνας απέτυχε στη διακυβέρνηση της χώρας παρά τις καλές προθέσεις του. Ωστόσο το έκπτωτο βασιλικό ζεύγος παρέμειναν ερωτευμένοι με την Ελλάδα ως το τέλος της ζωής τους!
Η έξωση του Όθωνα το 1862 ακολουθείται από μια σειρά γεγονότων τα οποία είναι «άγνωστα» στον μέσο Έλληνα. Η πολιτική αντιπαράθεση που προκύπτει μα αφορμή την Β’ Εθνοσυνέλευση για την ανάδειξη νέου βασιλιά κι όχι μόνο είναι τόσο μεγάλη που θα οδηγήσει σ’ έναν Εμφύλιο πόλεμο τριών ημερών με 200 νεκρούς. Καθόλου ασήμαντο γεγονός, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τους πρωταγωνιστές, τα συμβεβηκότα, τον αντίκτυπο στις Μ. Δυνάμεις που συνεδρίαζαν, και βέβαια τα θύματα!
Αποτέλεσε την τραγικότερη ίσως πτυχή στην κρίσιμη περίοδο της Μεσοβασιλείας (έξωση Όθωνα — ερχομός Γεωργίου Α) και σ’ ένα βαθμό, σφράγισε το πολιτικό κλίμα που θα επικρατούσε στην Ελλάδα για δεκάδες δεκαετίες.
Ήταν τόσο φοβερό το θράσος αυτών που πήραν μέρος σ’ αυτή την εμφύλια διαμάχη ώστε οι περιγραφές να θυμίζουν τον Θουκυδίδη και την περιγραφή του για το πώς αλλοιώθηκαν τα ήθη και η γλώσσα για να επιτύχουν αυτά που ήθελαν! Ήταν αποφασισμένοι να καταλάβουν την εξουσία, ιδιαιτέρως η ομάδα του Βούλγαρη, που δεν ενδιαφέρονταν για τις ζημιές, υλικές και ηθικές, ή για το κακό που προξενούσαν στην πατρίδα. «Ο Μαυροκορδάτος, τυφλός πια, ανέβηκε στο βήμα κάποτε και είπε, με πόνο: “Ως τώρα θεωρούσα τον εαυτό μου δυστυχή διότι μου έλειψε η όρασις. Τώρα όμως τον θεωρώ δυστυχέστερο διότι δεν μου λείπει και η ακοή, για να μην ακούω αυτά που γίνονται εδώ μέσα!”
Τι προηγήθηκε των «Ιουνιανών».
Στις 10 Οκτωβρίου 1862, καταλύεται η μοναρχία του Όθωνα και η εξουσία περνά στην επαναστατική Τριανδρία Δ. Βούλγαρη — Κ. Κανάρη — Β. Ρούφου. Δυο μέρες αργότερα, ο έκπτωτος βασιλιάς εγκαταλείπει οριστικά τη χώρα κι αρχίζει η κρίσιμη περίοδος της Μεσοβασιλείας, που θα κρατήσει μέχρι τον ερχομό του Γεωργίου Α΄, στις 17 Οκτωβρίου 1863. Από την πρώτη στιγμή της επανάστασης, σαν ουσιαστικός ηγέτης της Χώρας επιβάλλεται ο Υδραίος κοτζάμπασης Βούλγαρης, γνωστός για τις πολιτικές του παλινωδίες, την αυταρχικότητα και την αγγλοφιλία του. Με τη στάση του δείχνει, ότι το μοναδικό που τον ενδιαφέρει είναι η μονοπώληση της εξουσίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις εμφανίζονται ν’ αποδέχονται την επαναστατική μεταβολή στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα η Αγγλία διαβλέπει ν’ ανοίγονται τώρα νέες προοπτικές για την αποτελεσματικότερη άσκηση της πολιτικής της στον βαλκανικό χώρο. Στο εσωτερικό, η Τριανδρία αντιμετωπίζει άμεση απειλή από τον πανίσχυρο Στερεοελλαδίτη οπλαρχηγό Θοδωράκη Γρίβα, που διεκδικεί για τον εαυτό του την εξουσία, στο πλαίσιο ενός αβασίλευτου πολιτεύματος. Με τον αιφνίδιο θάνατο του, στις 26 Οκτωβρίου, η κρίση αποσοβείται.
Μένουν τώρα δύο θέματα για άμεση ρύθμιση: η σύγκληση εθνοσυνέλευσης κι η ανάδειξη νέου βασιλιά. Στις 23 Νοεμβρίου αρχίζει ένα είδος δημοψηφίσματος ως προς το πρόσωπο του νέου ηγεμόνα και στις 24 οι εκλογές για την ανάδειξη των πληρεξουσίων του λαού. Στις 10 Δεκεμβρίου συνέρχεται στην Αθήνα η Β’ Εθνοσυνέλευση, στην οποία πλειοψηφεί η παράταξη του Βούλγαρη. Στις 22 Ιανουαρίου 1863 κατακυρώνεται η έκπτωση του Όθωνα και της δυναστείας του και αναγγέλλονται τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Νικητής, με σημαντική υπεροχή, είναι ο πρίγκιπας Αλφρέδος της Αγγλίας — γιος της Βικτωρίας — με 250.000 ψήφους (έναντι 13.000 όλων των άλλων αντιπάλων του). Σημειώνεται ότι κατά το δημοψήφισμα αυτό, ο μετέπειτα βασιλιάς Γεώργιος Α’, πήρε μόνο 6 ψήφους, ενώ ο έκπτωτος Όθωνας πήρε 1. Βρέθηκαν — τέλος — 93 ψηφοδέλτια υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας.
Η Αγγλία εκφράζει την ευαρέσκειά της για το αποτέλεσμα, αλλά δηλώνει ότι, με βάση τις διεθνείς συνθήκες, είναι αδύνατο ν’ ανεβεί στον ελληνικό θρόνο Άγγλος πρίγκιπας. Σχεδόν ταυτόχρονα αρχίζει να επιδεινώνεται το ήδη θολό πολιτικό κλίμα της χώρας. Διαμορφώνονται — σε κακή απομίμηση του γαλλικού πρότυπου — οι παρατάξεις των Πεδινών (με το Βούλγαρη) και τον Ορεινών (με τους Γρίβα και Κανάρη). Οι πρώτοι επιδιώκουν την με κάθε μέσω διατήρησή τους στην εξουσία κι οι δεύτεροι τους κατηγορούν για αυταρχική πολιτική, ο Βούλγαρης μάλιστα παρεισφρέοντας στο στρατό δημιουργεί σώμα «Πραιτωριανών» προκειμένου να επιβάλει την τάξη! Σώμα δηλαδή παλουκοφόρων οι οποίοι περιφέρονταν στους δρόμους κι επέβαλαν τις «αρχές» του Κόμματος των «Πεδινών» με τη βία! Και τα δυο κόμματα είναι προσωπικά, χωρίς κάποιες προγραμματικές αρχές. Ανάμεσά τους κινείται η παράταξη των «Εκλεκτικών» (Α. Μαυροκορδάτος, Σ. Τρικούπης, κ.α.) που προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα, καθώς και η παράταξη του «Εθνικού Κομιτάτου» (Δεληγιώργης), που φαίνεται ν’ αντιπροσωπεύει ριζοσπαστικές, για την εποχή, δημοκρατικές τάσεις.
Στα τέλη Ιανουαρίου, η Εθνοσυνέλευση επανεκλέγει την Τριανδρία. Τους Βούλγαρη – Ρούφο με την πρώτη ψηφοφορία και τον Κανάρη με τη δεύτερη. Ο ναύαρχος παραιτείται, αλλά, κάτω από ποικιλώνυμες πιέσεις, ανακαλεί την παραίτησή του αυτή.
«Φεβρουριανά»
Η επίσημη ρήξη γίνεται στις 7 Φεβρουαρίου, οπότε ο Βούλγαρης, πραξικοπηματικά, επιχειρεί να διορίσει υπουργούς, εν αγνοία των άλλων μελών της Τριανδρίας. Ακολουθούν θυελλώδεις συζητήσεις, παραίτηση του Κανάρη και φονικές συγκρούσεις στην Αθήνα, γνωστές με την επωνυμία «Φεβρουριανά». Η κρίση «κλείνει» στις 9 Φεβρουαρίου, με την προσωρινή ανάληψη της εξουσίας από τον αντιπρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης Α. Μωραϊτίνη, που πετυχαίνει την ειρήνευση της πρωτεύουσας. Δυο μέρες αργότερα ορκίζεται κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ζ. Βάλβη και αποκαθίσταται κάποια ομαλότητα. Ο Βούλγαρης έχει προσωρινά ηττηθεί και προετοιμάζει την αντεπίθεση του. Στο μεταξύ, συνεχίζονται στο διπλωματικό παρασκήνιο οι διαβουλεύσεις για την επιλογή νέου βασιλιά της Ελλάδας και οι Μεγάλες Δυνάμεις καταλήγουν στον 17χρονο πρίγκηπα Γεώργιο, γιο του βασιλιά της Δανίας. Στις 18 Μαρτίου η Εθνοσυνέλευση εγκρίνει την εκλογή του Γεωργίου και στις 24 σχηματίζεται τριμελής επιτροπή – συμμετέχουν σ’ αυτήν οι Θ. Ζαΐμης, Κ. Κανάρης και Δ. Γρίβας — που πηγαίνει στην Κοπεγχάγη για σχετικές διαβουλεύσεις. Στις 24 Μαρτίου σχηματίζει κυβέρνηση ο Δ. Κυριάκος. Συμμετέχουν πρόσωπα από διάφορες πολιτικές κατευθύνσεις (υπερτερούν οι Ορεινοί), γεγονός που προοιωνίζεται πολιτική κρίση. Η κρίση αυτή ξεσπά σύντομα — με την «βοήθεια» του Βούλγαρη — κι ο Κυριάκος παραιτείται. Αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο Ρούφος. Ο Βούλγαρης δεν έχει κατορθώσει και πάλι να επιβληθεί. Ήδη τα πράγματα είναι πολωμένα. Ο Βούλγαρης, επικεφαλής των Πεδινών, μηχανορραφεί με κάθε τρόπο για την επιστροφή του στην εξουσία, ενώ οι Δ. Γρίβας και Κ. Κανάρης, προετοιμάζονται για βίαιη αναμέτρηση.
Η «Δεύτερη εν Αθήναις Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων»
(τα γεγονότα αναλυτικά…)
Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε προσωρινά η «τριανδρία» Ελλήνων πολιτικών (Μπενιζέλος Ρούφος, Κωνσταντίνος Κανάρης, Δημήτριος Βούλγαρης) που είχαν πρωτοστατήσει στην εκθρόνιση του Όθωνα, η οποία σχημάτισε κυβέρνηση και προκήρυξε εκλογές για τη σύγκλιση της επονομαζόμενης «Δεύτερης εν Αθήναις Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων».
Οι εκλογές που ακολούθησαν σε όλες τις επαρχίες ήταν ένα όργιο αυθαιρεσιών, κακοποιήσεων ψηφοφόρων και πλαστογραφιών, φαινόμενο συνηθισμένο στα πολιτικά δρώμενα εκείνης της εποχής. Τελικά, στην Εθνοσυνέλευση έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι των Ελλήνων της Διασποράς [1] αλλά και της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Χίου, της Σμύρνης, της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης, παρά τις έντονες τουρκικές αντιδράσεις [2], με μικρή όμως εκπροσώπηση. Από την Εθνοσυνέλευση αποκλείσθηκαν εντελώς αντιδημοκρατικά πολλοί σημαντικοί αντιπρόσωποι του έθνους που είχαν συνδέσει τις πολιτικές τύχες τους με τον Όθωνα, όπως οι Κουντουριώτηδες, ο Κριεζιώτης, οι Νοταράδες, ο Περραιβός, ο Γρηγοράκης, ο Καραπαύλος κτλ.
Την 1η Δεκεμβρίου 1862 ορκίσθηκαν οι 327 βουλευτές της συντακτικής εθνοσυνέλευσης, και ήταν διάχυτη η αισιοδοξία σε όλο τον πολιτικό κόσμο της χώρας ότι η Εθνοσυνέλευση θα εξασφάλιζε τους σκοπούς του έθνους. Στη σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης θριάμβευε η οικογενειοκρατία [3] (γεγονός που στηλιτεύτηκε έντονα στον Τύπο της εποχής), με την πλειοψηφία των αντιπροσώπων να είναι είτε αγωνιστές του 1821 είτε συγγενείς τους.
Οι υπόλοιποι βουλευτές ήταν νέοι στην ηλικία, αρκετοί ήταν κατώτεροι στρατιωτικοί, δικαστές, καθηγητές πανεπιστημίου και δημόσιοι υπάλληλοι. Δεν ήταν επαγγελματίες πολιτικοί και αγνοούσαν τις κοινοβουλευτικές πρακτικές, διέθεταν όμως πατριωτισμό και ενθουσιασμό. Υπήρχαν επίσης ανάμεσα στους πληρεξούσιους πολλοί επαγγελματίες στρατιωτικοί. Αυτή η ανομοιογένεια δημιουργούσε μια θολή πολιτική ατμόσφαιρα, όπου οι πολιτικές παρατάξεις δεν ήταν καθορισμένες με σαφήνεια, με αποτέλεσμα να εντείνεται η πολιτική αβεβαιότητα και να δημιουργούνται εντάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των πληρεξουσίων.
Τελικά η Εθνοσυνέλευση διαιρέθηκε σε δύο μεγάλους πολιτικούς σχηματισμούς, τους «ορεινούς» και τους «πεδινούς», ονομασίες που δήθεν παρέπεμπαν στον τρόπο με τον οποίο κάθονταν οι πληρεξούσιοι στα έδρανα της Εθνοσυνέλευσης και έμμεσα θύμιζαν τις αντίστοιχες παρατάξεις της γαλλικής εθνοσυνέλευσης.
Οι «ορεινοί» είχαν ως αρχηγούς μια ομάδα σημαντικών προσωπικοτήτων όπως ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Κουμουνδούρος, ο Καλλιφρονάς [4], ο Κυριακός κ.ά. και οι πληρεξούσιοί τους κάθονταν στα τελευταία καθίσματα της αίθουσας, ενώ οι «πεδινοί» καταλάμβαναν τα πρώτα καθίσματα και είχαν ως αρχηγό τον Δημήτριο Βούλγαρη. Η αλήθεια είναι όμως πως στερούντο εντελώς κάθε ιδεολογικού ή κοινωνικού περιεχομένου. Δεν αντιπροσώπευαν ταξικά ή άλλα συντεχνιακά συμφέροντα, γι’ αυτό και ο διαχωρισμός των παρατάξεων ήταν κοινωνικά οριζόντιος, με τα δύο κόμματα να περιλαμβάνουν εξίσου άτομα από όλες τις οικονομικές και κοινωνικές τάξεις, τα επαγγέλματα και τις ηλικίες. Ουσιαστικά, ήταν σύλλογοι ατόμων που προσπαθούσαν να διαφυλάξουν και να προωθήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα [5].
Συμπληρωματικά σε αυτές τις δύο παρατάξεις υπήρχαν οι «εκλεκτικοί», που προσπαθούσαν να τηρούν τις ισορροπίες ανάμεσα στις δύο ομάδες, ώστε να μην επικρατήσει εντελώς καμία, με το σκεπτικό ότι η πλήρης πολιτική επικράτηση μιας παράταξης θα οδηγούσε στην πολιτική αυθαιρεσία. Η ιδεολογία τους ήταν συντηρητική και φιλομοναρχική και είχαν ως μέλη τους πλέον μορφωμένους και δημοφιλείς ανάμεσα στους πληρεξουσίους. Μεγάλα ονόματα όπως ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος [6], ο Ν. Σαρίπολος, ο Ζαχαρίας Βάλβης, ο Δ. Κυριακού, ο Ι. Μεσσηνέζης, ο Λ. Μελάς, ο Χ. Ζυμβρακάκης, στελέχωναν τους «εκλεκτικούς».
Τέλος, υπήρχε και μια μικρή ομάδα αδιάλλακτων αντιμοναρχικών πληρεξουσίων (Ιάλεμος [7], Μακρής, Μαστραπάς, Γλαράκης, Δόσιος κ.ά.) υπό τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, το «Εθνικό Κομιτάτο». Τα μέλη του, κυρίως νέοι και φοιτητές, είχαν πρωτοστατήσει στις συνωμοσίες κατά του Όθωνα και υποστήριζαν μια αιματηρή επανάσταση, που θα παρέδιδε την εξουσία στη νέα γενιά [8]. Το «Εθνικό Κομιτάτο» το θεωρούσαν πολιτικά ως εμπροσθοφυλακή των «πεδινών» του Βούλγαρη.
Η εκλογή του νέου Βασιλιά
Μέσα σε ένα τρίμηνο (Ιανουάριος – Μάρτιος 1863) η εθνοσυνέλευση που είχε εκλεγεί για να συντάξει τον νέο Συνταγματικό χάρτη της χώρας, να διαπραγματευθεί με τις Προστάτιδες Δυνάμεις για την εκλογή νέου βασιλιά, να διαπραγματευθεί και να επικυρώσει την προσάρτηση των Ιονίων νήσων από την Αγγλία, παρεκτράπηκε εντελώς από τους σκοπούς της. Προϊόν αυτής της παρεκτροπής ήταν μια σειρά θνησιγενών κυβερνήσεων που ανακύκλωναν ένα σύνολο προσώπων χωρίς να προσφέρουν ουσιαστικά τίποτε. Ο πολιτικός διχασμός των Ελλήνων δεν τους επέτρεψε να συμμετάσχουν ενεργά στην εκλογή του νέου βασιλιά τους αλλά ούτε να διεκδικήσουν δυναμικά εδαφικές προσαρτήσεις εις βάρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η οποία, λόγω εσωτερικών προβλημάτων και υπό τον φόβο εσωτερικών αναταραχών, ήταν έτοιμη για παραχωρήσεις [9].
Οι Μεγάλες Δυνάμεις και κυρίως η Αγγλία, που είχε μεγάλα συμφέροντα στην περιοχή, βρήκαν την ευκαιρία να επέμβουν βάναυσα στα εσωτερικά της Ελλάδας, επιβάλλοντας τη θέλησή τους τόσο ως προς την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο και σχετικά με τον τρόπο εκλογής του νέου βασιλιά. Ο βασικός μοχλός πίεσης και εκβιασμού της αγγλικής πολιτικής απέναντι στους Έλληνες ήταν η διαφαινόμενη Ένωση των Επτανήσων με τον εθνικό κορμό. Οι Βρετανοί εσκεμμένα κωλυσιεργούσαν τις διαπραγματεύσεις της Ένωσης, ώστε να τις επισείουν απειλητικά στα διπλωματικά θέματα που ανέκυπταν και αφορούσαν την Ελλάδα.
Κατά τη χρονική περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου του 1863, το ελληνικό στέμμα περιφερόταν από τους Βρετανούς ανά τα μικροσκοπικά κρατίδια της Κεντρικής Ευρώπης ως διακοσμητικό ασημικό προς πώληση σε τιμή ευκαιρίας, σε ένα άθλιο αλισβερίσι, και αντιμετωπιζόταν από τους ασήμαντους πριγκιπίσκους σαν ακάνθινο στεφάνι, λόγω της οικτρής τύχης του Όθωνα.
Μετά από 18 καταγεγραμμένες κατηγορηματικές αρνήσεις άσημων γαλαζοαίματων να αναλάβουν την «ηλεκτρική καρέκλα» του ελληνικού θρόνου, στις 10 Μαρτίου του 1863 παρουσιάσθηκε ο νεαρός (μόλις 17 ετών) Χριστιανός Γουλιέλμος Φερδινάνδος Αδόλφος Γεώργιος του οίκου Γκλύξμπουργκ της Δανίας, πρόθυμος να αναλάβει τον Θρόνο χωρίς καμία διαπραγμάτευση ή άλλη απαίτηση. Ο πατέρας του, πρίγκιπας Χριστιανός, κατά τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν έθεσε ένα σύνολο παράλογων οικονομικών απαιτήσεων [10] προσπαθώντας να εμποδίσει την ανάληψη του Θρόνου από τον γιό του, καθώς αντιπαθούσε τους Έλληνες, τους οποίους ονόμαζε «άθλιους» και «έθνος ληστών».
Ο νεαρός Γεώργιος όμως ήταν ενθουσιασμένος με την ιδέα της Βασιλείας του στην Ελλάδα, αγωνιούσε για την καθυστέρηση και ζήτησε από τους γονείς του να σταματήσουν να διαπραγματεύονται και να του επιτρέψουν να μεταβεί στην Ελλάδα άνευ όρων και χωρίς οικονομική αποζημίωση [11]. Τελικά, στις 18 Μαρτίου 1863, μετά από αγγλική παραίνεση, η Εθνοσυνέλευση με το ΚΕ’ ψήφισμά της επικύρωσε την εκλογή του Γεωργίου στον ελληνικό Θρόνο. Μια αντιπροσωπεία Ελλήνων ταξίδεψε στη Δανία για να προσφέρει συμβολικά το Ελληνικό Στέμμα στον νεαρό πρίγκιπα. Η όλη διαδικασία όμως αποδείχθηκε χρονοβόρα και, σε συνδυασμό με τις διαπραγματεύσεις για τους τελικούς όρους των σχετικών πρωτοκόλλων με τις μεγάλες Δυνάμεις, καθυστέρησε την έλευση του Γεωργίου στην Ελλάδα επί επτά κρίσιμους μήνες.
Τα γεγονότα πριν την αναμέτρηση
Η καθυστέρηση της έλευσης του Γεωργίου στην Ελλάδα αποδείχθηκε τραγική για τη χώρα. Η πρώτη κυβερνητική κρίση του Φεβρουαρίου του 1863 (τα γνωστά Φεβρουαριανά), με την αποτυχημένη πραξικοπηματική προσπάθεια του Βούλγαρη να αναλάβει μονομερώς την κυβέρνηση, ήταν μόνο το προοίμιο για αυτά που θα επακολουθούσαν. Τα επεισόδια δεν έλαβαν έκταση χάρη στην έγκαιρη επέμβαση της εθνοφυλακής την οποία αποτελούσαν ένοπλοι φοιτητές, όξυνε όμως επικίνδυνα τα πολιτικά πάθη.
Παράλληλα, η βραδύτητα των πολιτικών ζυμώσεων στα ανακτοβούλια των Μεγάλων Δυνάμεων για την εκλογή νέου βασιλιά παρέλυε και αποτελμάτωνε το έργο της Εθνοσυνέλευσης σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο (Ιανουάριος – Μάρτιος 1863). Μέσα σε ατμόσφαιρα οχλαγωγίας και αντεγκλήσεων, οι δύο παρατάξεις φιλονικούσαν για την εξουσία, αδιαφορώντας πλήρως για τη διευθέτηση των κρίσιμων ζητημάτων του Ελληνισμού.
Η Εθνοσυνέλευση είχε καταντήσει ένα απλό Βουλευτικό σώμα που νομοθετούσε (αποτυχημένα) για καθημερινά θέματα. Η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος ήταν πρωτοφανής [12], όλοι οι υπουργοί που ανέλαβαν καθήκοντα επιδόθηκαν σε ένα όργιο διορισμών των κομματικών τους φίλων [13], ενώ η ίδια η Εθνοσυνέλευση τον Μάρτιο του 1863 όρισε υψηλή μηνιαία αποζημίωση 300 δραχμών για όλα τα μέλη της (τους λεγόμενους «λουφέδες») με αναδρομική ισχύ, κάτι που εξαγρίωσε την κοινή γνώμη της εποχής. Ο Στρατός αναμιγνυόταν ανοικτά και απροκάλυπτα στις συνεδριάσεις της Εθνοσυνέλευσης με έγγραφα που έστελναν αξιωματικοί που δήλωναν τις θελήσεις και τις προτιμήσεις τους.
Η παρατεταμένη ακυβερνησία της χώρας καταβαράθρωσε την οικονομία, ενώ η εξουσία της εκάστοτε κυβέρνησης, συνήθως μηνιαίας διάρκειας, μόλις έφθανε στα όρια της πρωτεύουσας. Η επαρχία ουσιαστικά δεν παρακολουθούσε τα πολιτικά γεγονότα και βρισκόταν στο έλεος της ακυβερνησίας και της ληστείας, που εκείνη την εποχή ανθούσε σε όλη την επικράτεια. Ομάδες οπλοφόρων διέτρεχαν όλες τις επαρχίες της επικράτειας ληστεύοντας τους κατοίκους της, ακόμη και διεξάγοντας δίκες και εκτελώντας τις αποφάσεις τους. Η κατά τόπους Αστυνομία και ο Στρατός δεν υπάκουαν στην εκάστοτε κυβέρνηση παρά μόνο αν αυτή προερχόταν από την πολιτική τους φατρία. Για να αντιμετωπισθεί αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκαν ομάδες αυτοάμυνας των κατοίκων, αλλά και αυτές βαθμιαία εξελίχθηκαν σε χειρότερους καταπιεστές των χωρικών, εντείνοντας περαιτέρω την απελπισία τους.
Ο Άγγλος πρεσβευτής Σκάρλετ (Scarlett) έγραφε χαρακτηριστικά: «Η απόπειρα απαγωγής της κόρης του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, δίδας Σταύρου, καθώς και πολλά άλλα εγκλήματα, επιβεβαιώνουν την εντύπωση των εγκληματιών, πως με την έλευση του νέου βασιλιά, θα υπάρξει γενική αμνηστία. Η πειρατεία βρίσκεται σε έξαρση».
Μετά από τρεις αλλεπάλληλες κυβερνητικές αλλαγές, στις 29 Απριλίου 1863 ορκίσθηκε η κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου με την υποστήριξη των «εκλεκτικών» και με τα περισσότερα μέλη της να προέρχονται από τους «ορεινούς». Με αφορμή ένα απότομο γαλλικό τελεσίγραφο [14] το οποίο η κυβέρνηση έσπευσε να ικανοποιήσει παρέχοντας οικονομική και ηθική αποζημίωση, οι «πεδινοί» με τους Ν. Σαρίπολο και Κ. Πετσάλη βρήκαν ευκαιρία στις 10 Ιουνίου 1863 να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης. Στην ψηφοφορία που επακολούθησε, η κυβέρνηση Ρούφου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης με μεγάλη πλειοψηφία και ενίσχυσε τη θέση της διορίζοντας τον έμπειρο στρατιωτικό Πάνο Κορωναίο υπουργό Στρατιωτικών και τον Μ. Κανάρη υπουργό Ναυτικών (και οι δύο ήταν σημαντικά στελέχη των «ορεινών») στη θέση των παραιτηθέντων «πεδινών» Ν. Μπότσαρη και Ν. Μπουντούρη.
Τα Ιουνιανά
Η κομματική διαπάλη είχε ενταθεί με έπαθλο τη διατήρηση στην εξουσία μέχρι την έλευση του νέου βασιλιά. Ο Δημήτριος Βούλγαρης και οι «πεδινοί» δεν μπορούσαν να ανεχθούν τη διαφαινόμενη πλήρη επικράτηση των «ορεινών» από την στιγμή που γνώριζαν ότι υπερείχαν των αντιπάλων τους στρατιωτικά. Ο Βούλγαρης [15] και οι επιτελείς του διοργάνωσαν μια ευρύτατη συνωμοσία για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας.
Στις 17 Ιουνίου εμφανίσθηκε στο κέντρο της Αθήνας ένας πασίγνωστος ληστής της εποχής ονόματι Κυριάκος, γνωστός για τις σχέσεις του με τους «πεδινούς». Αυτός συνεπικουρούμενος από άλλους 70 οπλοφόρους, κατέλαβε τη Μονή Ασωμάτων στο κέντρο της Αθήνας. Ο Κορωναίος διέταξε το πανίσχυρο και καλά εξοπλισμένο 6ο τάγμα υπό τον Λεωτσάκο, οπαδό των «ορεινών», να συλλάβει αμέσως τους ληστές.
Η επιτυχία της επέμβασης ήταν τόσο σίγουρη λόγω της αριθμητικής υπεροχής του τάγματος, ώστε συγκεντρώθηκε πλήθος κατοίκων της Αθήνας για να δει τη σύλληψη των περιβόητων ληστών. Το 6ο τάγμα πλησίασε το καταληφθέν κτίριο, αλλά περιέργως δεν επιτέθηκε στους ληστές, ούτε δέχθηκε πυρά από αυτούς. Αντίθετα, οι στρατιώτες πλησίασαν ειρηνικά το κτίριο, ήλθαν σε συνεννόηση με τους ληστές και ουσιαστικά ενώθηκαν μαζί τους φωνάζοντας συνθήματα υπέρ των «πεδινών», κάτι που προφανώς ήταν προσυμφωνημένο, παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Λεωτσάκου σε αναφορές του στην Εθνοσυνέλευση. Σύντομα η Χωροφυλακή και το πυροβολικό με τον διοικητή του Παπαδιαμαντόπουλο, που στάθμευαν στα περίχωρα των Αθηνών, εκδηλώθηκαν υπέρ των «πεδινών» και το εμφύλιο αιματοκύλισμα φαινόταν προ των πυλών.
Ο Πάνος Κορωναίος, για να προλάβει τα γεγονότα, κατάφερε να συλλάβει τον Λεωτσάκο με κινηματογραφικό τρόπο (τον ξεγέλασε να ανέβει στην άμαξα του και τον αφόπλισε με μια κίνηση) τον οποίο η κυβέρνηση θεωρούσε κινητήριο μοχλό των πραξικοπηματιών.
Στις 18 Ιουνίου οι στρατιώτες του τάγματος Λεωτσάκου συνέλαβαν τους υπουργούς Κουμουνδούρο και Καλλιφρονά και για να τους ελευθερώσουν απαιτούσαν την απελευθέρωση του Λεωτσάκου. Η κυβέρνηση έκανε το μοιραίο λάθος να δεχθεί αυτή την ανταλλαγή, εγκαταλείποντας την ψυχολογική θέση ισχύος που είχε ως τότε. Η υποχώρηση αυτή κατέστειλε και τις τελευταίες αναστολές των «πεδινών». Το βράδυ της 18ης Ιουνίου, ένας έξαλλος οπλισμένος πολύχρωμος συρφετός από στρατιώτες, ληστές, πυροβολητές, αντάρτες, πολιτοφύλακες, βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης και χωροφύλακες, συνωστιζόταν κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού του Βούλγαρη πυροβολώντας στον αέρα, φωνάζοντας, υβρίζοντας και ζητώντας με φανατισμό να πέσουν τα κεφάλια όλων των «ορεινών». Ο Βούλγαρης εμφανίσθηκε στο μπαλκόνι του σπιτιού του, ενώπιον του εξαγριωμένου ένοπλου όχλου, αρκετά ευχαριστημένος, χαιρετώντας και επαινώντας τους στασιαστές για το υψηλό τους φρόνημα και τις «εθνωφελείς» προθέσεις τους. Το αλλόκοτο αυτό σκηνικό συμπλήρωνε η μπάντα του στασιάσαντος πυροβολικού που παρήλαυνε παιανίζοντας εμβατήρια.
Η αριθμητική υπεροχή των «πεδινών» ήταν καταφανής. Οι ένοπλοι των «πεδινών» ήταν 1.600 με επίλεκτη μονάδα τους ληστές του Κυριάκου, οι οποίοι ήταν σκληροί πολεμιστές και αδίστακτοι. Τα πιστά στρατεύματα στην κυβέρνηση δεν αριθμούσαν περισσότερους από 600 άνδρες, μερικοί από τους οποίους ήταν πυροσβέστες και σκαπανείς, ενώ πολλοί άλλοι ήταν εθελοντές εθνοφύλακες, αφού η κοινή γνώμη ήταν με το μέρος της κυβέρνησης, οι περισσότεροι όμως απειροπόλεμοι.
Τη νύκτα της 18ης Ιουνίου, οι «πεδινοί» κατέλαβαν στρατηγικά σημεία της πόλης, ενώ ο Πάνος Κορωναίος[16] αποφάσισε να διατάξει τις δυνάμεις του σε δυο σημεία: στα ανάκτορα (Σύνταγμα) που δέσποζαν των Αθηνών και στο Βαρβάκειο (όπου ήταν η έδρα της εθνοσυνέλευσης).
Το πρωί της 19ης Ιουνίου, οι «πεδινοί» ξεκίνησαν την επίθεσή τους στα ανάκτορα με το σύνολο των δυνάμεών τους. Ο Αριστείδης Κανάρης (γιος του ηρωικού αγωνιστή του 1821 και τώρα ένας από τους αρχηγούς των «ορεινών») είχε οργανώσει ορθά τους άνδρες του και κατάφερε να αντέξει την πίεση των επιτιθέμενων. Το μεσημέρι όμως ο ληστής Κυριάκος με τη συμμορία του κατέλαβαν έναν μαντρότοιχο κοντά στο κτίριο και τα εύστοχα πυρά τους, σε συνδυασμό με αυτά του πυροβολικού, έφεραν τους πολιορκημένους σε δύσκολη θέση. Ο Κανάρης με 17 άνδρες του, διεξήγαγε ηρωική επιτυχή έξοδο κατά των επιτιθέμενων, χάνοντας όμως τη ζωή του. Ο Κορωναίος διέταξε να καταληφθεί η Ακρόπολη από ένα μικρό απόσπασμα «ορεινών».
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας έγινε προσωρινή ανακωχή με πρωτοβουλία τριών πληρεξουσίων (Μωραϊτίνη, Σκαραμαγκά και Μεσσηνέζη)[17]. Οι προσπάθειες συμβιβασμού όμως απέτυχαν και τα πάθη ήταν τόσο έντονα, ώστε οπλοφόροι των «πεδινών» παρουσιάσθηκαν αιφνιδιαστικά στην κηδεία του Κανάρη και πυροβόλησαν το φέρετρό του κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Τη νύκτα, οι δύο παρατάξεις ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τη συνέχεια της αναμέτρησης. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν κατατρομοκρατηθεί και πολλοί εθνοφύλακες προσήλθαν να βοηθήσουν τα κυβερνητικά στρατεύματα καταλαμβάνοντας καίριες θέσεις στους δρόμους της πόλης και υψώνοντας οδοφράγματα. Σποραδικοί πυροβολισμοί έπεφταν όλη τη νύκτα, με απώλειες εκατέρωθεν.
Το πρωί της 20ής Ιουνίου ξεκίνησαν πάλι οι εχθροπραξίες, όταν ο Κορωναίος πυροβολήθηκε από οχυρωμένους χωροφύλακες των «πεδινών» έξω από την Εθνική Τράπεζα, στην οδό Αιόλου κοντά στην Ομόνοια. Η σύρραξη γενικεύθηκε σε όλη την πόλη, στους δρόμους, στα κτίρια, στις πλατείες. Κάνες όπλων ξεπρόβαλαν από παράθυρα, κήπους και μπαλκόνια, και οι σφαίρες του εμφυλίου σφύριζαν θανατηφόρα προς κάθε κατεύθυνση. Νεκροί έπεφταν αδιάκριτα και από τις δύο πλευρές. Επίκεντρο των μαχών ήταν το κτίριο της τράπεζας της Ελλάδος στην Ομόνοια το οποίο κατείχαν «πεδινοί», καθώς βοηθήθηκαν από τον Γ. Σταύρου, ιδρυτή της τράπεζας αλλά και προσωπικό φίλο του Βούλγαρη.
Ο Κορωναίος αποφάσισε να εξαλείψει αυτό το επικίνδυνο προγεφύρωμα με γενική επίθεση. Οι «πεδινοί» αμύνθηκαν σθεναρά, ενώ ο Κυριάκος με την ομάδα του που βρισκόταν στην περιοχή, εκμεταλλευόμενος το πανδαιμόνιο που επικρατούσε, λήστεψε το ξενοδοχείο «Το στέμμα», καθώς και άλλα σπίτια που βρίσκονταν δίπλα στην τράπεζα. Η κυβέρνηση ουσιαστικά τελούσε υπό παραίτηση και τη νομιμότητα εκπροσωπούσε ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Δ. Κυριακός στον οποίο όμως κανείς δεν έδινε σημασία.
Η μάχη γύρω από την τράπεζα εντεινόταν, με τους κυβερνητικούς να βάλλουν με πυροβόλα από τον Λυκαβηττό και τους αντικυβερνητικούς να απαντούν από την πλατεία Ομονοίας. Οι εθνοφύλακες διεξήγαν συνεχείς επιθέσεις στην τράπεζα με σφοδρότητα, ενώ οι πυροσβέστες φόνευσαν τους χειριστές των τηλεβόλων των «πεδινών» στην Ομόνοια. Σύντομα οι δύο παρατάξεις συγκέντρωσαν μεγάλες δυνάμεις στην πλατεία η οποία εκείνες τις μέρες μόνο “Ομονοίας” δεν ήταν, και πυροβολούσαν σχεδόν εξ επαφής. Σε λίγα λεπτά υπήρχαν 80 νεκροί και τραυματίες, με τους “πεδινούς” να υποχωρούν άτακτα προς το ορμητήριο τους, το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. Οι επιθέσεις όμως των “ορεινών” εκεί δεν είχαν αποτέλεσμα, λόγω των φονικών και εύστοχων πυρών των ληστών του Κυριάκου που είχαν καταλάβει τις γύρω οικίες τις οποίες ταυτόχρονα λήστευαν. Η μάχη διεξαγόταν πλέον από δρόμο σε δρόμο, από στενό σε στενό, ενώ είχαν στηθεί και οδοφράγματα.
Παλαιές έχθρες και ανοικτοί λογαριασμοί, άσχετοι με την πολιτική διαμάχη, λύθηκαν με άνανδρες δολοφονίες, ενώ σημειώθηκαν πολλές κλοπές και άλλες αξιόποινες πράξεις. Παράλληλα με αυτά τα δραματικά γεγονότα, αιματηρές συγκρούσεις εκτυλίσσονταν και στις επαρχίες του μικρού κρατιδίου, που αποκορυφώθηκαν στη Μεσσηνία και τη Λακωνία, όπου οι μάχες έλαβαν τη μορφή αληθινού εμφυλίου, με πολλούς φόνους και λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών. Τη Λακωνία την κατέλαβαν καταλύοντας την έννομη τάξη 2.000 άτακτοι Μανιάτες, δήθεν φίλοι των “πεδινών”, ενώ ο δήμαρχος Κυπαρισσίας Κοκέβης μίσθωσε ένα σώμα 400 ανδρών και προέβη σε ανήκουστα εγκλήματα αντεκδίκησης εις βάρος οπαδών των “πεδινών” της πόλης του, που του έκαψαν το σπίτι, έσφαξαν τα ζώα του και ατίμασαν την κόρη του.
Το απόγευμα της αιματηρής εκείνης ημέρας οι τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) αποβίβασαν αγήματα και κατέλαβαν την Εθνική Τράπεζα, φοβούμενες πιθανή ληστεία των αποθεμάτων χρυσού της από τον Κυριάκο και την ομάδα του, η οποία θα οδηγούσε την Ελλάδα στην πτώχευση. Ο Κορωναίος, για τον οποίο οι Βρετανοί είχαν την πληροφορία ότι ήθελε να επιβάλει στρατιωτική δικτατορία, διαμαρτυρήθηκε έντονα για αυτή την επέμβαση, που θεωρούσε ότι βοηθούσε τους «πεδινούς», καθώς οι «ορεινοί» είχαν πλέον αποκτήσει την πρωτοβουλία, βρίσκονταν σε πιο επίκαιρα και καλά οχυρωμένα σημεία και κέρδιζαν συνεχώς έδαφος. Οι Βρετανοί προς στιγμήν σχεδίασαν ακόμη και την αποβίβαση συμμαχικών αγημάτων από τα πλοία τους που ναυλοχούσαν στον Πειραιά για να σταματήσουν τις εχθροπραξίες [18].
Αργά το βράδυ, με την αρωγή του μητροπολίτη Αθηνών Θεόφιλου, αλλά και την άμεση επέμβαση των πρεσβευτών Σκάρλετ της Αγγλίας, Βουρέ της Γαλλίας και Βλουδώφ της Ρωσίας, συνήφθη πραγματική 24άωρη ανακωχή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους. Οι ληστές του Κυριάκου, αφού λήστεψαν ακόμη κάποια σπίτια, αναχώρησαν στην ύπαιθρο αποκομίζοντας ανενόχλητοι όλη τη λεία της τριήμερης δραστηριότητάς τους. Ο απολογισμός αυτού του εμφύλιου παραλογισμού ήταν περισσότεροι από 250 νεκροί και τραυματίες, ενώ όταν τα νέα του εμφύλιου σπαραγμού έφθασαν στις ευρωπαϊκές Αυλές, καταβαραθρώθηκε το κύρος της χώρας διεθνώς.
Ο τελικός συμβιβασμός
Κατά τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν σε θυελλώδη συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης στο Βαρβάκειο και υπό τις ισχυρές πιέσεις των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων [19], βρέθηκε μια συμβιβαστική λύση και σχηματίσθηκε νέα κυβέρνηση με συμμετοχή και των «πεδινών», με πρόεδρο και πάλι τον Μπενιζέλο Ρούφο. Λόγω της σύνθεσής της (δηλαδή της συμμετοχής τόσο «ορεινών» όσο και «πεδινών»), η κυβέρνηση αυτή αποκλήθηκε ειρωνικά «κυβέρνηση του οροπεδίου».
Το πρώτο μέτρο της ήταν να απομακρύνει από την πρωτεύουσα όλα τα στρατεύματα που στρατωνίζονταν στα περίχωρά της, ενώ με ψηφίσματα διέλυσε την Αστυνομία Πειραιά – Αθηνών και τη Χωροφυλακή. Μετέθεσε επίσης τον Πάνο Κορωναίο στο Μεσολόγγι και τους Λεωτσάκο και Παπαδιαμαντόπουλο στη Σπάρτη, για να εκτονωθεί περαιτέρω η κατάσταση. Την αποκλειστική φύλαξη της πρωτεύουσας και της Εθνοσυνέλευσης ανέλαβε η Εθνοφυλακή, η οποία είχε σταθεί φρουρός της νομιμότητας.
Η κυβέρνηση αυτή, αν και ήταν μάλλον αδύναμη και στηριζόταν σε πολύ λεπτές και εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες μεταξύ των δύο παρατάξεων, αποδείχθηκε η μακροβιότερη της εξεταζόμενης περιόδου. Βέβαια, σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι η Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε επί ενάμιση μήνα, χωρίς μάλιστα να έχει αποφασίσει διακοπή των εργασιών της. Ενδεικτικό των διαθέσεων των πληρεξουσίων ήταν ότι κατά τη μοναδική συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης μέχρι την έλευση του νέου βασιλιά, απειλήθηκε νέα σύρραξη με αφορμή την παραίτηση τεσσάρων υπουργών, η οποία ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή χάρη στην επέμβαση του Άγγλου πρεσβευτή…
«Κατοχή», Γεράσιμος Βώκος
Απόσπασμα από το χρονικό της εποχής του λόγιου, δημοσιογράφου και συγγραφέα, Γεράσιμου Βώκου. Ο Βώκος στο κείμενό του – στο πρωτότυπο γραμμένο σε καθαρεύουσα – ξεκινά με την περιγραφή αυτού ακριβώς του εμφυλιοπολεμικού κλίματος. Ακολουθεί η περιγραφή των ίδιων των γεγονότων της εμφύλιας σύρραξης. Εδώ παρατίθεται ένα απόσπασμα:
«Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι πια κάτι περισσότερο από απελπιστική. Η διαίρεση της Εθνοσυνέλευσης σε δύο φατρίες, οι καθημερινές αντεγκλήσεις, η σφοδρή πολεμική που είχε ξεκινήσει ο Βούλγαρης κατά του Κανάρη (αλλά και εκείνη που είχε εξαπολύσει ο ένδοξος ναύαρχος κατά του Υδραίου σατράπη), έχουν ερεθίσει τα πνεύματα του λαού σε απίστευτα επικίνδυνο βαθμό. Οι Πεδινοί απειλούν τους Ορεινούς κι εκείνοι πάλι με τη σειρά τους, ανταποδίδουν όμοιες απειλές. Οι πολίτες τάσσονται, μέρα με τη μέρα, με τη μια ή την άλλη παράταξη και καταλαβαίνοντας ότι τα πράγματα δε θα μείνουν στα λόγια, αρχίζουν να παίρνουν μέτρα άμυνας κι επίθεσης. Από τις οπλοθήκες κατεβαίνουν και πάλι τα όπλα. Γίνεται προμήθεια σφαιρών. Μερικά σπίτια, που ανήκουν σε γνωστούς Ορεινούς και Πεδινούς, μετατρέπονται σε άντρα συνωμοτικών διασκέψεων, όπου καταρτίζοντας σχέδια, παίρνονταν μέτρα και δίνοντας οδηγίες. Οι άοπλοι πολίτες τρέχουν να οπλιστούν. Το ίδιο κάνουν κι οι πιο φιλήσυχοι πολίτες, που συνήθως απέχουν από κάθε κομματική διαπάλη; Δεν νιώθουν πια τον εαυτό τους, την οικογένεια τους και την περιουσία τους σε ασφάλεια και παίρνουν κάθε προφυλαχτικό μέσο.
Δεν έχουν άδικο. Δεν έχουν άδικο κι αυτοί που φροντίζουν να εγκαταλείψουν την Αθήνα. Ήδη, στους δρόμους της πρωτεύουσας περιφέρονται οι αμνηστευμένοι αρχιληστές, με τα πρωτοπαλλήκαρά τους. Ένας απ’ αυτούς, ο περιβόητος Κυριάκος, που είχε ταχτεί με το μέρος των Πεδινών, έρχεται σε διαρκείς συνεννοήσεις με το Βούλγαρη και ανοιχτά βρίζει τους αρχηγούς των Ορεινών, τον Κανάρη και το Γρίβα.
[…]ΕΝΕΔΡΑ ΣΤΗ ΝΕΚΡΙΚΗ ΠΟΜΠΗ
Ας πάμε τώρα στο σπίτι του Αριστείδη Κανάρη και μετά ας παρακολουθήσουμε τα όσα βάρβαρα έγιναν στην κηδεία του. Ο Αριστείδης Κανάρης ήταν ένα από τα πιο επίλεκτα στελέχη των Ορεινών. Ο σκοτωμός του έχει δημιουργήσει τρομερή οργή σ’ αυτούς. Απειλούν τώρα ότι κατά την κηδεία θα προχωρήσουν σε φοβερές αντεκδικήσεις. Οι απειλές φτάνουν γρήγορα στ’ αυτιά των Πεδινών, που εξαπολύουν χειρότερες. Ας σημειωθεί ότι όλη τη 19η Ιουνίου, ενώ συνεχιζόταν ο θρήνος μέσα στο σπίτι, συγκεντρώνονταν γύρω όλο και περισσότεροι φανατισμένοι Ορεινοί, που ορκίζονταν εκδίκηση. Όσοι έρχονταν ήταν, στην πλειοψηφία τους, ένοπλοι και η περιοχή έδινε την εικόνα στρατοπέδου. Αγγελιοφόροι έρχονταν κι έφευγαν, άγνωστο από πού, για πού, και γιατί. Η κηδεία έχει πια οριστεί για το πρωί της 20ης Ιουνίου και προβλέπεται να παρακολουθηθεί από χιλιάδες κόσμο. Γύρω στα μεσάνυχτα, φτάνουν στο σπίτι του νεκρού τρομερές ειδήσεις, από ασφαλή πηγή, που κάνουν φανερό το πόσο είχαν αγριέψει τα πνεύματα. Σύμφωνα με τις ειδήσεις αυτές, οι Πεδινοί είχαν αποφασίσει να εξολοθρεύσουν όλους του συγγενείς του ένδοξου ναύαρχου Κανάρη, τον οποίο θεωρούσαν πηγή κάθε κακοδαιμονίας. Η επίθεση θα γινόταν την ώρα της κηδείας, οπότε οι Κανάρηδες θα ήταν συγκεντρωμένοι. Είναι γνωστό ότι το «χτύπημα» θα γινόταν κατά την πομπή προ το νεκροτραφείο. Αλλά σε ποιο σημείο; Αυτό ήταν άγνωστο. Η άγνοια αυτή κάνει και αδύνατη την αποτελεσματική λήψη προφυλακτικών μέτρων. Δημιουργείται κλίμα πανικού στους Ορεινούς. Και οι πιο γενναίοι απ’ αυτούς, με το φόβο της ενέδρας, κρίνουν σκόπιμο να μην παρακολουθήσουν την κηδεία. Συμβουλεύουν μάλιστα το ίδιο και στους συγγενείς. Αυτοί αρνούνται. Είναι αποφασισμένοι. Την ορισμένη ώρα, κατεβάζουν το νεκρό από το σπίτι. Στο δρόμο βρίσκονται ελάχιστοι Ορεινοί. Ταυτόχρονα βγαίνει στο μπαλκόνι η χήρα, για να αποχαιρετίσει με θρήνους τον αγαπημένο της σύντροφο. Αλλά ποια απανθρωπιά κι αγριότητα! Κάποιοι Πεδινοί που ενεδρεύουν — άγνωστο πού πυροβολούν εναντίον της… Η σφαίρα αστοχεί και η χήρα τραβιέται βίαια από το μπαλκόνι, ενώ οι δολοφόνοι συνεχίζουν να βάλλουν. Είχαν πια επιβεβαιωθεί οι προθέσεις των Πεδινών. Οι πληροφορίες ήταν σωστές.
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ…
Η πομπή ξεκινά. Συμμετέχουν σ’ αυτήν μόνο συγγενείς, που κοιτούν τρομαγμένα προς όλες τις κατευθύνσεις. Φτάνει χωρίς επεισόδια στο νεκροταφείο. Ο νεκρός αναπαύεται πια στην τελευταία του κατοικία. Οι λίγοι συγγενείς και φίλοι παίρνουν το δρόμο της επιστροφής για την πόλη. Ξαφνικά, ένας άνθρωπος προβάλλει να τρέχει στην οδό Αναπαύσεως, με κατεύθυνση στο νεκροταφείο.
— Για το θεό, κραυγάζει στους Κανάρηδες, γυρίστε πίσω…
— Γιατί;
— Διακόσιοι Πεδινοί έχουν κρυφτεί με τα ντουφέκια τους κάτω από τη γέφυρα. Και περιμένουν.
— Ποιους;
— Εσάς. Τους άκουσα να μιλάνε. Περιμένουν για να σας σκοτώσουν.
— Τα τέρατα, ακούγεται ένας από τους συγγενείς.
Ήταν αρκετά επικίνδυνο. Οι αποκλεισμένοι στο νεκροταφείο συγγενείς παίρνουν την απόφαση να επιστρέψουν από άλλο, έρημο δρόμο. Πράγμα που κάνουν. Οι ενεδρεύοντες Πεδινοί περιμένουν αρκετά και μετά, απελπισμένοι, φεύγουν και γυρνούν με πυροβολισμούς και απειλητικές κραυγές στην πόλη. Τη νύχτα της 19ης προς 20η Ιουνίου — που πέρασε μέσα σε τρόμο — τυπώθηκε και κυκλοφόρησε στην πόλη ένα χαρτί. Άγνωστο πώς, από ποιους και γιατί (ίσως για να καυτηριαστούν κι οι δυο αντιμαχόμενες πλευρές). Ήταν μια παλιότερη αναφορά των ομογενών του Γαλάζιου προς τη Γερουσία, η οποία είχε σταλθεί σ’ αυτήν δυόμισι μήνες πριν την εξέγερση κατά του Όθωνα (στις 25 Αυγούστου 1862). Η αναφορά είχε διαβαστεί τότε από το Βούλγαρη στη Γερουσία και στρεφόταν, όχι μόνο ενάντια στη βασιλική κυβέρνηση, αλλά και ενάντια σε όλους ανεξαίρετα τους πολιτικούς. Ανάμεσα σε άλλα έγραφε: «…Αθυμία καταλαμβάνει τον Έλληνα βλέποντα την οικτρήν κατάστασιν της πατρίδος, ην επίβουλος πολιτική έφερεν εις το χείλος της αβύσσου. Τις ήλπιζεν, ότι η πατρίς ημών, μετά τριακονταετή βασιλείαν, ήθελε καταστή το αντικείμενον του μίσους και της χλεύης των ξένων και εμπνέει τον οίκτον εις τους πρώην συμμάχους και άλλους φίλους αυτής; Και εν ω ώφειλε να έχη την πρωτοβουλίαν επί της Ανατολής, δεν δύναται ήδη ουδέ δύναται εν υστέρα μοίρα να τεθή; Τίς ο αίτιος των δεινών τούτων της πατρίδος; το επάρατον κυβερνητικόν σύστημα αποκρίνεται έτοιμος ο Έλλην. Προς Θεού, παραστάται του έθνους, γενήτε πιστοί διερμηνείς των αισθημάτων αυτού, σώσατε την πατρίδα, δεν ζητεί ειμή ότι τη οφείλεται δε ζητεί ειμή ότι το Σύνταγμα καθιερεί;
Πιστήν εφαρμογήν του Συντάγματος…
Σύστασιν Εθνοφυλακής…
Ελευθέρας εκλογάς, δημοτικός και βουλευτικός.
Ελευθεροτυπίαν.
Γενικήν αμνηστείαν…
Αξιοπρεπή και εθνικήν ε-ξωτερικήν πολιτικήν.
Εκκαθάρισιν του προξενικού κλάδου…
Αυτοί είναι οι πόθοι, αυταί είναι αι ευχαί του Έλληνος…».
ΟΠΟΙΟΣ ΣΚΑΒΕΙ ΤΟ ΛΑΚΚΟ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ…
Η κυκλοφορία της ανατυπωμένης αναφοράς δεν είχε και δεν μπορούσε να έχει κάποιο αποτέλεσμα στις καινούργιες συνθήκες. Οι πολιτικοί άντρες, οι παραστάτες του Έθνους, αγωνίζονταν τώρα για τα δικά τους συμφέροντα, τα προσωπικά πάθη και τα μίση τους. Ο υπουργός Κορωναίος γυρνούσε από το πρωί στους αθηναϊκούς δρόμους με ομάδα ένοπλων εθνοφυλάκων και στρατιωτών. Ο υπουργός Καλλιφρονάς συγκέντρωνε στην πρωτεύουσα τους χωριάτες, για ν’ αυξήσει την πολεμική δύναμη των Ορεινών. Οι Πεδινοί καταλάμβαναν στρατηγικά σημεία κι οχυρώνονταν σ’ αυτά, έτοιμοι να συνεχίσουν τον εμφύλιο πόλεμο. Ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Κυριάκος — ουδέτερος στη σύγκρουση — αποφασίζει τώρα να εξουδετερώσει τον Ορεινό Καλλιφρονά, που υποστηρίζεται από τα θορυβωδέστερα λαϊκά στοιχεία της παράταξης του. Σκέφτεται να δράσει με μυστικότητα, να συλλάβει και να φυλακίσει τον υπουργό και να κρατήσει μυστική τη σύλληψη αυτή μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα. Στέλνει στον Καλλιφρονά αγγελιαφόρο και τον προσκαλεί στην παλιά «παράγκα» της Βουλής, όπου συγκεντρώνονταν οι πληρεξούσιοι… Ο παμπόνηρος Καλλιφρονάς καταλαβαίνει τι σημαίνει η πρόσκληση. Απαντά ότι περιμένει τον κ. πρόεδρο στο σπίτι του, όπου «θα τα πουν πιο ήσυχα και πιο αναπαυτικά»… Ο Κυριάκος επικαλείται αδιαθεσία κι επιμένει για συνάντηση στη Βουλή. Αφού τελειώνουν οι διαβουλεύσεις, η υπουργική άμαξα του Καλλιφρονά ξεκινά και φτάνει στον περίβολο της Βουλής. Τα κουρτινάκια των παραθύρων της είναι κατεβασμένα. Μόλις σταματά, οι στρατιώτες ορμούν, ανοίγουν τις πόρτες και τι να δουν… Αντί για τον αναμενόμενο υπουργό, μέσα βρισκόταν κάποιος φίλος του, ο Αλκιβιάδης Καμπάς. Η «παγίδα» δεν είχε λειτουργήσει. Ή μάλλον, θα λειτουργούσε… αντίστροφα. Ο Καλλιφρονάς παραγγέλνει — μέσω του Καμπά; — στον Κυριάκο να έρθει στο σπίτι του, με την υπουργική άμαξα. Αυτός… δέχεται. Σε λίγο βρίσκεται εκεί. Οι δύο άντρες αρχίζουν τη συζήτηση. Μετά από ώρα ο Κυριάκος αποφασίζει να φύγει. Ο υπουργός τον κοιτά με ειρωνική ευγένεια και του λέει:
— Καλέ καθήστε να φάμε μαζί…
Ο άλλος καταλαβαίνει ότι «την πάτησε» και διαμαρτύρεται.
— Καλύτερα έτσι, του απαντά ο Καλλιφρονάς. Καλύτερα να έχω εγώ εσάς αιχμάλωτο, παρά εσείς εμένα. Στο κάτω — κάτω σας έχω στο σπίτι μου αναπαυτικότατα, ενώ εσείς ποιος ξέρει που θα με είχατε κλείσει…
Με την αιχμαλωσία του προέδρου της Γερουσίας, κάθε υποψία εξουσίας είχε εκλείψει. Η πόλη περνούσε πια στην πλήρη αναρχία. Από τη μια μεριά «εξουσίαζαν» οι Πεδινοί με το Βούλγαρη, τον Παπαδιαμαντόπουλο και το Λεωτσάκο. Από την άλλη μεριά «εξουσίαζαν» οι Ορεινοί με τον Κανάρη, το Γρίβα και τον Κορωναίο. Κι ο εμφύλιος πόλεμος εξακολουθούσε. Το αίμα έρρεε άφθονο και δεκάδες οικογένειες απορφανίζονταν…
Ο ΜΟΙΡΑΙΟΣ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΣ
Μέχρι τις 10 το πρωί της 20ης Ιουνίου δεν είχαν ξαναρχίσει — τουλάχιστον επίσημα — οι εχθροπραξίες. Κι ίσως να μην ξεκινούσαν ποτέ, μια και ήδη είχαν αρχίσει οι διαβουλεύσεις των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων. Ένα γεγονός θα «σπάσει» την προσωρινή εκεχειρία: είναι η επίθεση του Κορωναίου και των αντρών του κατά της Εθνικής Τράπεζας, που την «κρατούσαν» οι Πεδινοί. Πολλά γράφτηκαν για την επίθεση αυτή. Σύμφωνα με μια άποψη, ο Κορωναίος περνούσε, γύρω στις 10 η ώρα μπροστά από την Τράπεζα και πυροβολήθηκε από κάποιον χωροφύλακα της φρουράς της. Αυτό — λένε — στάθηκε η αφορμή της επίθεσης των Ορεινών. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι τα αίτια βρίσκονται αλλού. Ο Κορωναίος, θέλοντας να παρασύρει με το μέρος του όλο το λαό, ακόμα και τους οπαδούς των Πεδινών (που κρύβανε τον αρχιληστή Κυριάκο και τη συμμορία του), σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει την Τράπεζα σαν δόλωμα.
Έτσι, με μια κίνηση, θα ισχυροποιούσε την παράταξή του, θα αποδυνάμωνε τους αντιπάλους του και θα παγίδευε τους ληστές… Διέδωσε λοιπόν — λένε — ότι στην Τράπεζα φυλάγονταν 15.000.000 δραχμές. Θα την εκπορθούσε μαζί με το λαό και θ’ ακολουθούσε λεηλασία… Καταλαβαίνει κανείς τι «ρίγη εθνικής συγκινήσεως» κατέλαβαν τα πλήθη των Ορεινών (ελάχιστοι Πεδινοί πείστηκαν από τη φήμη). Βέβαια, λέγανε, ο Κορωναίος έχει δίκιο. Τα λεφτά αυτά είναι δικά μας. Είναι ιδρώτας του λαού. Είναι το ψωμί μας, είναι οι κόποι μας… Κι έτσι συμπαρατάχτηκαν με τον Κορωναίο. Υπάρχει όμως και τρίτη εκδοχή για τα αίτια της επίθεσης. Όπως υποστήριξαν μερικοί, αποτέλεσε πράξη αντεκδίκησης του Κορωναίου κατά του διοικητή της τράπεζας Γεωργίου Σταύρου, που ήταν πιστός φίλος και οπαδός του Βούλγαρη. Από καιρό — λένε — περίμενε αυτή την ευκαιρία… Όπως και να έχουν τα πράγματα, όποια κι αν ήταν η αιτία, το γεγονός είναι ένα: στις 10 το πρωί της 20ης Ιουνίου 1863, οι Ορεινοί επιτέθηκαν για να εκπορθήσουν την «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος». Όμως ας δούμε τα γεγονότα, σύμφωνα με τις πιο εξακριβωμένες πληροφορίες.
ΓΙΟΥΡΟΥΣΙ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Καθώς ο Κορωναίος περνά μπροστά από την Εθνική Τράπεζα, δέχεται πυρβολισμό από έναν χωροφύλακα φρουρό, που βρίσκεται στον εξώστη του κτιρίου (προς την οδό Σταδίου). Μετά τον πυροβολισμό, ο χωροφύλακας κρύβεται, αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα της πράξης του. Ίσως και να πιστεύει ότι δεν έγινε και τίποτα το σπουδαίο. Δεν ήταν όμως έτσι. Ο Κορωναίος, χωρίς να πάρει υπόψη του ότι την τράπεζα φύλαγαν άξεστοι χωροφύλακες, που δρούσαν πρωτοβουλιακά και όχι βάση κάποιου σχεδίου, ερμηνεύει τον πυροβολισμό σαν σύνθημα έναρξης των εχθροπραξιών. Αποφασίζει λοιπόν ν’ αναλάβει κι αυτός δράση. Καλεί μερικούς λόχους εθνοφυλάκων από το Βαρβάκειο (όπου ήταν στατοπεδευμένοι) και τους παρατάσσει σε θέσεις μάχης, έτσι ώστε να μην είναι εκτεθειμένοι στα πυρά των χωροφυλάκων της τράπεζας. Μετά δίνει το σύνθημα της επίθεσης. Ακούγεται μια φοβερή ομοβροντία και οι σφαίρες των εθνοφυλάκων μπήγονται στους τοίχους, στις πόρτες και στα παράθυρα του κτιρίου. Οι χωροφύλακες, οχυρωμένοι θαυμάσια πίσω από φράγματα και πολεμίστρες, ανταποδίδουν το πυρ και σκορπίζουν το θάνατο σε αρκετούς από τους επιτιθέμενους. Για αρκετή ώρα η μάχη περιορίζεται σε ανταλλαγή πυροβολισμών. Οι αντίπαλοι είναι πια καλά οχυρωμένοι κι οι απώλειες είναι γενικά λίγες. Ο Κορωναίος συνειδητοποιεί ότι κάθε απόπειρα για την εκπόρθηση της Τράπεζας είναι μάταιη. Οι πόρτες της είναι στέρεες και ερμητικά κλεισμένες. Είναι, ακόμα, ασφαλισμένες με σιδερένιους μοχλούς κι επικαλύμματα που κάνουν την παραβίαση τους αδύνατη. Αν είχε έστω κι ένα τηλεβόλο, όλα θα ήταν εύκολα. Όμως όλο το πυροβολικό είναι με την πλευρά των Πεδινών. Σκέφτεται να αξιοποιήσει τους πυροσβέστες που διαθέτει. Είναι οι μόνοι που μπορούν να παραβιάσουν τις πόρτες. Έτσι και κάνει.
Οι πυροσβέστες καλούνται βιαστικά και επιτίθενται γενναία κατά της τράπεζας με τσεκούρια και άλλα σιδερένια εργαλεία. Μερικοί κουβαλούν σκάλες, για να σκαρφαλώσουν στην οροφή του κτιρίου, απ’ όπου θα ήταν δυνατή κι η άλωση του. Δεν καταφέρνουν όμως τίποτα. Οι πολιορκούμενοι χωροφύλακες — τριάντα όλοι κι όλοι — ήταν άντρες εμπειροπόλεμοι, συνηθισμένοι στις κακουχίες, σκληραγωγημένοι, γενναίοι κι αποφασισμένοι. Όλοι είχαν διαπρέψει στην καταδίωξη της ληστείας και ήταν ειδικά επιλεγμένοι για την περιφρούρηση της Τράπεζας. Η επιλογή τους είχε γίνει προσωπικά από το Λεωτσάκο, μετά από σύσταση του Βούλγαρη. Οι χωροφύλακες είχαν καταλάβει αμέσως το σχέδιο των πυροσβεστών και είχαν πάρει τα μέτρα τους. Τοποθετήθηκαν σε επίκαιρες θέσεις και περίμεναν. Με την έφοδο των πυροσβεστών, που ακολουθούνταν από λόχο εθνοφυλάκων και πλήθος ένοπλων Ορεινών, οι χωροφύλακες ρίχνουν στο «ψαχνό». Τα αποτελέσματα ήταν φοβερά. Πολλοί πέφτουν νεκροί στο χώρο της πλατείας, μπροστά από την Τράπεζα και περισσότεροι λαβωμένοι. Την πρώτη έφοδο ακολουθούν άλλες δύο. Κανένα αποτέλεσμα. Μεγαλώνει απλώς ο αριθμός των θυμάτων.
Ο ΥΠΟΚΟΣΜΟΣ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΗ ΜΑΧΗ
Γύρω στις 10.30 οι Πεδινοί που βρίσκονταν σε άλλα σημεία της πόλης, αρχίζουν να κατευθύνονται στην περιοχή των συγκρούσεων, ειδοποιημένοι από τους πυροβολισμούς. Ταυτόχρονα οι δυνάμεις των Ορεινών μεγαλώνουν, με νέες ενισχύσεις. Στις τάξεις των Ορεινών — όπως είχε υπολογίσει και επιδιώξει ο Κορωναίος — μπαίνουν και όλα τα κοινωνικά κατακάθια της Αθήνας, όλος ο υπόκοσμος, όλοι οι επαγγελματίες κακοποιοί. Ο χρυσός της τράπεζας τους ηλέκτριζε, το όραμα του λεηλατημένου θησαυροφυλακίου τους ενθουσίαζε. Κάθε φόβος και κάθε δισταγμός υποχωρούσε μπροστά στον πόθο της διαρπαγής τόσων εκατομμυρίων (σημ. 15 εκατομ. δρχ. της εποχής εκείνης αντιστοιχούν σήμερα — 1983 —με 2,1 δισεκατ. δρχ. περίπου).
ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΥΝ ΤΗΝ… ΤΡΑΠΕΖΑ
Στις 11 η ώρα η μάχη έχει γενικευτεί κι οι δυνάμεις των εμπολέμων διαρκώς μεγαλώνουν. Στρατιώτες, εθνοφύλακες, πυροσβέστες, χωροφύλακες, πολίτες, λωποδύτες και πλιατσικολόγοι, συγκρούονται σε μια έκταση που ξεκινά από την οδό Αιόλου και φτάνει στην πλατεία Ομόνοιας.
Τα σπίτια και οι γύρω μάντρες έχουν καταληφθεί κι έχουν μετατραπεί σε μικρά φρούρια των δύο παρατάξεων. Ξαφνικα ακούγονται κραυγές τρόμου και απόγνωσης από την πλατεία Ομόνοιας.
― Έρχονται τα κανόνια…
― Φυλαχτήτε, θα μας σκοτώσουν…
Πανικός σ’ όλο το πεδίο των επιχειρήσεων και κυρίως στο χώρο μπροστά από την τράπεζα. Οι Ορεινοί κακήν κακώς τρέχουν να γλυτώσουν και κρύβονται όπου μπορούν. Και δεν έχουν άδικο. Οι Πεδινοί, βλέποντας ότι όλη η εμπόλεμη δύναμη των Ορεινών ήταν συγκεντρωμένη στην τράπεζα, είχαν φροντίσει να ειδοποιήσουν με κάθε τρόπο όσους δικούς τους μπορούσαν. Επίσης, είχαν ζητήσει την άμεση επέμβαση του πυροβολικού. Ο Παπαδιαμαντόπουλος ανταποκρίθηκε αμέσως στην έκκληση. Έστειλε στην περιοχή των συγκρούσεων τρία τηλεβόλα, με τον Σμόλεντς. Αυτός παρέταξε τη δύναμη του στα Χαυτεία κι άρχισε να κανονιοβολεί τους Ορεινούς, που δεν τολμούσαν τώρα να βγουν από τις κρυψώνες τους. Ταυτόχρονα, νέες σημαντικές ενισχύσεις έρχονται για τους Πεδινούς. Είναι η συμμορία του αρχιληστή Κυριάκου. Η κατάσταση έτσι φτάνει στα σημεία του παράλογου. Στρατός και λωποδύτες από τη μια μεριά, ληστές και χωροφύλακες από την άλλη. Κι όλοι στη μάχη της τράπεζας. Ποιος θα το φανταζόταν ότι ο λήσταρχος Κυριάκος, ο φόβος κι ο τρόμος της Αττικής, που δε ζούσε παρά με το όραμα της λεηλασίας του δημόσιου χρήματος, θα προσκαλιόταν τώρα για να… υπερασπιστεί την Εθνική Τράπεζα. Και να την υπερασπιστεί από ποιόν; Από τον… υπουργό Στρατιωτικών, που επεδίωκε την άλωση και καταλήστευση της…
— Πανάθεμά σας, έκραξε οργισμένος ο ληστής. Πανάθεμά σας που θα πατήσετε την Τράπεζα.
Ο αρχηγός των παλληκαριών του κατέλαβε ένα σπίτι απέναντι από το κτίριο της τράπεζας κι από κει άρχισε να βάλει κατά των Ορεινών. Μια ομάδα Πεδινών, συγχρόνως, οχυρώθηκε σε άλλο σπίτι κι άρχισε κι αυτή καταιγιστικό πυρ.
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΠΥΡΟΒΟΛΗΤΩΝ
Η θέση των Ορεινών τώρα γίνεται τραγική. Κανονιοβολούνται από τα Χαυτεία και πυροβολούνται από όλες τις πλευρές. Αναγκάζονται πια να σταματήσουν κάθε έφοδο και σιγά ― σιγά υποχωρούν προς το Βαρβάκειο, όπου ήταν το στρατόπεδο τους. Στην κρίσιμη αυτή φάση της μάχης ο Κορωναίος καταλαβαίνει πως αν δεν κατορθώσει να επιβάλει σιγή στα τηλεβόλα των Πεδινών, τον περιμένει καταστροφή. Οι άντρες του είναι ανυπεράσπιστοι μπροστά στο πυροβολικό του Σμόλεντς και συνεχώς λιγοστεύουν… Το σχέδιο του ήταν καλό. Φωνάζει μερικούς πυροσβέστες, άριστους σκοπευτές, και τους αναθέτει να καταλάβουν ένα σπίτι στα Χαυτεία, που ανήκε σε γνωστό Ορεινό. Από το σημείο αυτό βέβαια δεν ήταν δυνατό ούτε να ενισχύσει κανείς τους Ορεινούς που βρίσκονταν ακόμα στο χώρο της τράπεζας, αλλά ούτε και να πετύχει κάποια σοβαρή αντιπερισπαστική ενέργεια. Ο σκοπός ήταν άλλος. Από τα παράθυρα του σπιτιού των Χαυτείων οι πυροσβέστες θα μπορούσαν εύκολα να σκοπεύσουν τους χειριστές των τηλεβόλων και με μια επιτυχημένη ομοβροντία να τους εξολοθρεύσουν. Έτσι, έστω και για λίγο, η κατάσταση θα άλλαζε και οι Ορεινοί θα καταλάμβαναν και πάλι τις παλιές τους θέσεις. Οι πυροσβέστες κατορθώνουν, κινούμενοι πίσω από το πεδίο των μαχών, να φτάσουν στα Χαυτεία και να καταλάβουν το προσδιορισμένο σπίτι. Παίρνουν θέσεις, σημαδεύουν και πυροβολούν ταυτόχρονα. Το σχέδιο του Κορωναίου πετυχαίνει απόλυτα. Οι δύστυχοι χειριστές των τηλεβόλων πέφτουν νεκροί κι οι Πεδινοί χάνουν το σημαντικότερο όπλο τους… Ο Κορωναίος παρακολουθεί με προσοχή την επιχείρηση των πυροσβεστών. Μόλις τα τηλεβόλα σιγούν, διαιρεί τους άντρες του σε δυο ομάδες και διατάζει γενική έφοδο. Η μια ομάδα, με λόγχες, σπαθιά και πιστόλια, επιτίθεται κραυγάζοντας κατά των Πεδινών που βρίσκονταν στα Χαυτεία και στην πλατεία Ομονοίας. Η άλλη ομάδα εξορμά κατά της Εθνικής Τράπεζας.
Η ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΟΡΕΙΝΩΝ
Οι συγκρούσεις στην περιοχή της Ομόνοιας είναι σκληρές. Οι Πεδινοί αμύνονται απελπισμένα στις αλλεπάλληλες εφόδους των αντιπάλων τους, μα τελικά αναγκάζονται να υποχωρήσουν. Φοβούνται τώρα μήπως τα τηλεβόλα τους περάσουν στα χέρια του «εχθρού». Ο Σμόλεντς, με άντρες που παίρνει από τον Παπαδιαμαντόπουλο, ζεύει τα τηλεβόλα σε άλογα και τα κουβαλά μακρυά από το πεδίο της μάχης… Οι Ορεινοί που επιτίθενται κατά της τράπεζας, δέχονται μεγάλες απώλειες. Πυροβολούνται από τρεις κατευθύνσεις: από τους πολιορκούμενους χωροφύλακες, από τους ληστές κι από άλλη ομάδα οχυρωμένων Πεδινών. Τελικά αναγκάζονται κι αυτοί να υποχωρήσουν άτακτα… Ένας από τους χωροφύλακες της τράπεζας παίρνει τότε θάρρος. Θέλοντας, να περιγελάσει τους’ πανικόβλητους Ορεινούς, ανεβαίνει στην οροφή της τράπεζας και γυρίζοντας τους τα οπίσθια, κραυγάζει:
— Ου να μου χαθείτε… αυτός μωρέ σας έβαλε στο κυνήγι…
Ξαφνικά όμως ο χωροφύλακας ταλαντεύεται και πέφτει μπρούμυτα. Ήταν νεκρός. Μια σφαίρα τον είχε βρει στον αυχένα. Το πτώμα του θα έμενε εκεί μέχρι το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων. Γύρω στο μεσημέρι η μάχη μπροστά στην τράπεζα εξακολουθεί ακόμα. Όχι όμως με την ίδια λύσσα. Πολλοί από τους εμπόλεμους διακόπτουν και γυρίζουν στο σπίτι τους για… να φάνε. Η τελευταία πληροφορία μου δόθηκε από κάποιο ηλικιωμένο Αθηναίο, που είχε πάρει μέρος στις συγκρούσεις εκείνες, απλώς και μόνο για να λεηλατήσει το δημόσιο χρήμα…
Η ΣΥΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΠΡΕΣΒΕΥΤΩΝ
Ενώ οι μάχες στην Ομόνοια, στα Χαυτεία και στην Τράπεζα συνεχίζονται, οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων — Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας — βρίσκονται σε συννενόηση για τη στάση που πρέπει να κρατήσουν απέναντι στους αντιμαχόμενους και για τα μέτρα που πρέπει να πάρουν έτσι ώστε να σταματήσουν οι συγκρούσεις. Οι διαβουλεύσεις γίνονται με τους γραμματείς των πρεσβειών και δεν μπορούν να καταλήξουν γρήγορα — όπως χρειαζόταν — σε αποτέλεσμα. Έτσι, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Φλουδώφ, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες: καλεί τους συναδέλφους του σε σύσκεψη, στο μέγαρο της ρωσικής πρεσβείας, και τους εξηγεί ότι πρέπει να υπάρξει από όλους κάποια επέμβαση. Ο πρεσβευτής της Αγγλίας Σκάρλετ και της Γαλλίας Βουρέ συμφωνούν. Πιστεύουν κι αυτοί ότι χωρίς κάποια εξωτερική επέμβαση δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί σταμάτημα του αιματοκυλίσματος. Σπεύδουν λοιπόν να αποδεχτούν την πρόταση του Ρώσου διπλωμάτη. Σε λίγο μπαίνουν στ’ αμάξια τους — στο καθένα υπάρχει σημαία της κάθε Δύναμης — και συνοδευόμενοι από τους γραμματείς του κατευθύνονται στη ρωσική πρεσβεία. Στο δρόμο βλέπουν με τα ίδια τους τα μάτια τη φοβερή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η πρωτεύουσα. Ο Ρώσος πρεσβευτής παίρνει πρώτος το λόγο:
— Αυτά που συμβαίνουν, κύριοι, από προχτές στην Ελλάδα είναι αίσχος και για τους Έλληνες και για μας, που ανεχόμαστε να γίνονται μπροστά στα μάτια μας. Λυπάμαι αυτό το λαό που ξεκίνησε ένα εμφύλιο πόλεμο, όχι γιατί υποκινήθηκε από κάποιο πατριωτικό αίσθημα — έστω κι από τα κακώς εννοούμενα, που πολλές φορές σπαράζουν το κάθε έθνος — αλλά για να υποστηρίξει τους αρχομανείς πολιτικούς του. Τους πολιτικούς που απλώς ενδιαφέρονται να αφαιρούν την εξουσία από εκείνους που την κατέχουν. Ακόμα περισσότερο, κύριοι, λυπάμαι εκείνους τους άντρες που αγωνίστηκαν στον ευγενικό εθνικό τους αγώνα για να καταλήξουν σήμερα σ’ αυτό το κατάντημα…
— Συμφωνώ σε όλα, απάντησε ο Σκάρλετ νομίζει κανείς ότι ο αληθινός πατριωτισμός εξορίστηκε από αυτή τη χώρα.
— Πραγματικά εξορίστηκε, πρόσθεσε ο Βουρέ ξέρετε τι μου απάντησε ο Βούλγαρης, όταν του σύστησα να σταματήσει — από της δική του μεριά — το στασιαστικό κίνημα; Μου είπε ότι αδυνατεί να κάνει οποιαδήποτε σχετική συννενόηση, επειδή είναι αναρμόδιος. Με παρέπεμψε να μιλήσω με τους στρατιωτικούς…
— Αυτό είναι αυθάδεια που δεν πρέπει να μείνει αναπάντητη. Έχουμε καθήκον να πείσουμε τον ελληνικό λαό, που έχει παρασυρθεί, φανατιστεί, εξαπατηθεί και τώρα αλληλοσπαράσσεται…
Και μετά τα λόγια του αυτά, ο Βλουδώφ, ανοίγει ένα από τα παράθυρα της πρεσβείας και δείχνοντας στους συνομιλητές του το Λυκαβηττό, συνεχίζει:
— Παρατηρήστε κύριοι, να ένας αξιωματικός και μερικοί στρατιώτες του ελληνικού στρατού. Αγωνίζονται ν’ ανεβάσουν στην κορυφή του λόφου ένα τηλεβόλο. Γιατί; Για να χτυπήσουν ποιος ξέρει ποιον… Είναι φοβερό. Αυτή τη στιγμή πήρα ακριβές πληροφορίες για τα όσα συμβαίνουν μπροστά από την Εθνική Τράπεζα. Ο Κορωναίος επιμένει να την εκπορθήσει για να κορέσει το μίσος του κατά του Γεωργίου Σταύρου. Για να πετύχει το σκοπό του, εξαπατά τον αθηναϊκό λαό, βεβαιώνοντας τον ότι θα του μοιράσει τα χρήματα που βρίσκονται εκεί. Φανταστείτε, κύριοι, σε ποιο σημείο έφτασε η ασφάλεια αυτής της χώρας, με τους ληστές να περιφέρονται στους δρόμους, απειλώντας, διαρπάζοντας και σκοτώνοντας. Όλοι έχουν ξεχάσει το παρελθόν τους και τις υπηρεσίες που μέχρι τώρα πρόσφεραν στην πατρίδα τους. Ο ένδοξος Κανάρης, λησμονώντας ότι ο ίδιος και το έργο του ανήκουν στην ιστορία, μπαίνει επικεφαλής ανταρτών κι έχει στο πλευρό του τον ήρωα Γρίβα. Ο Βούλγαρης, από την άλλη μεριά, επιδιώκει την εξόντωση του Κανάρη. Και ο ένας και ο άλλος ωθούν τους οπαδούς τους στη σφαγή. Να σε τι απελπιστικό σημείο βρίσκεται η χώρα της οποίας είμαστε προστάτες…
ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ…ΑΛΛΑ ΣΕ ΠΟΙΟΝ;
— Ότι με εξοργίζει περισσότερο από κάθε άλλο, κραύγασε ο Σκάρλετ, είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί στερούνται του πατριωτισμού εκείνου, που τόσο επίμονα αρνιούνταν στον Όθωνα.
— Ο Όθων πατριώτης… ψιθύρισε ειρωνικά ο Γάλλος πρεσβευτής.
— Ας μη ζητάμε, κύριοι, να κρύψουμε κι από τους εαυτούς μας την αλήθεια. Ο Όθων απέδειξε ότι είχε πατριωτικά αισθήματα και μάλιστα για μια χώρα που δεν ήταν η πατρίδα του. Κι έφυγε με ύμνους για την Ελλάδα και με ευχές για τη δόξα της. Έφυγε, ενώ αν ήθελε μπορούσε να μείνει ακόμα, να μείνει για πάντα. Οι φίλοι του από τη Μάνη κι από τήν Καλαμάτα τον προσκαλούσαν να πάει εκεί. Αν πήγαινε όλα θα ήταν διαφορετικά. Ο στρατός που ήταν ακόμα πιστός στη δυναστεία θα συσπειρωνόταν γύρω του, η επανάσταση θα εξασθενούσε κι ο θρόνος θα σωζότανε…
— Δεν το έκανε όμως.
— Δεν το έκανε για να μη γίνει αιματοχυσία. Που ακούστηκε, κύριοι, αναίμακτη κατάλυση δυναστείας και αναίμακτη έξωση βασιλιά που βασίλεψε επί τριάντα συνεχή χρόνια; Νά γιατί πιστεύω ότι ο Όθων είχε περισσότερο πατριωτισμό από εκείνον που έχουν ορισμένοι πολιτικοί. Κι αδιαφορώ αν οι πολιτικοί αυτοί ονομάζονται Κανάρης, Γρίβας, Βούλγαρης ή όπως αλλιώς… Μετά από πολύωρη συζήτηση, οι πρεσβευτές αποφασίζουν να απειλήσουν με τελεσίγραφο τις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Προτείνεται το τελεσίγραφο αυτό να παραδοθεί με έγγραφο. Αλλά σε ποιόν; Στον πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης; Όμως αυτός ήταν αιχμάλωτος στο σπίτι του Καλλιφρονά. Στην κυβέρνηση; Όμως δεν υπήρχαν πια ούτε πρωθυπουργός, ούτε υπουργοί. Καμιά άλλη επίσημη και αναγνωρισμένη αρχή δε λειτουργούσε, ικανή να προχωρήσει σε διαβουλεύσεις με τις δύο πλευρές. Από την άλλη πλευρά, θα ήταν αδιανόητο να γίνει επίδοση διπλωματικού εγγράφου σε ανθρώπους που δεν αντιπροσώπευαν καμιά εξουσία.
Στις συνθήκες αυτές οι πρεσβευτές καταλήγουν στην απόφαση να προχωρήσουν σε προφορικό τελεσίγραφο, προς τους πολιτικούς αρχηγούς και προς τους στρατιωτικούς ηγέτες των δύο παρατάξεων. Το δύσκολο αυτό καθήκον ανατέθηκε στους γραμματείς των πρεσβειών. Αυτοί ανέβηκαν σε μια άμαξα (στην οποία κυμάτιζαν και οι τρεις σημαίες των Δυνάμεων) και κατευθύνθηκαν αρχικά προς την Εθνική Τράπεζα, όπου συνεχιζόταν ακόμα η μάχη. Ήταν περίπου 3 μετά το μεσημέρι.
ΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΝΙΚΗ
Από τη στιγμή που ο Κορωναίος κατόρθωσε, με τους πυροσβέστες του, να εξοντώσει τους πυροβολητές των Πεδινών, τα πράγματα πήραν —όπως είπαμε— ευνοϊκότερη τροπή για τους Ορεινούς. Οι έφοδοι τους, όμως, κατά της Τράπεζας δεν μπορούσαν να καρποφορήσουν. Το πυρ των χωροφυλάκων, των ληστών και των άλλων Πεδινών, δημιουργούσε ένα απροσπέλαστο τείχος. Ο Κορωναίος παίρνει πια την απόφαση να μη διστάσει μπροστά σε καμιά θυσία. Έπρεπε οπωσδήποτε να καταλάβει την τράπεζα, πριν οι αντίπαλοι του ενισχυθούν με νέα τηλεβόλα του Παπαδιαμαντόπουλου. Καλεί από το Βαρβάκειο δύο λόχους εθνοφυλάκων, καλεί από τα Χαυτεία τους πυροσβέστες, προσθέτει και τα υπόλοιπα τμήματα των Ορεινών και δημιουργεί μια ισχυρή δύναμη από 800 περίπου άντρες. Τους μιλά, μετά, για να τους ενισχύσει το ηθικό και τους διατάζει για νέα επίθεση κατά της τράπεζας. Το πλήθος εξορμά με αλλαλαγμούς. Παρ’ όλο το εξοντωτικό πυρ του «εχθρού» και τις μεγάλες απώλειες, φτάνει στη μεγάλη πόρτα του κτιρίου. Όλοι αρχίζουν να χτυπούν με τσεκούρια κι άλλα σιδερένια εργαλεία.
Ταυτόχρονα, οι πυροσβέστες τοποθετούν σκάλες στους τοίχους και σκαρφαλώνουν. Πολλοί απ’ αυτούς δέχονται σφαίρες των Πεδινών και γκρεμίζονται… Οι χωροφύλακες της τράπεζας βρίσκονται τώρα σε δύσκολη θέση. Χωρίς την υποστήριξη του πυροβολικού, δε δείχνουν ότι θ’ αντέξουν για πολύ. Πυροβολούν ασταμάτητα, μέχρι που τα όπλα πολλών πυρακτώνονται. Σκοτώνουν όσους περισσότερους μπορούν. Αλλά οι Ορεινοί είναι αποφασισμένοι. Δεν υποχωρούν.
— Κουράγιο μωρέ σκυλιά, φωνάζει ο Κυριάκος στους ληστές του, κουράγιο και μας πήραν την τράπεζα…
Όλα τώρα δείχνουν ότι η στιγμή της εκπόρθησης είχε φτάσει. Σε λίγο, το μεγαλύτερο πιστωτικό ίδρυμα του κράτους θα βρίσκεται στα χέρια του μαινόμενου όχλου. Εκατομμύρια δραχμές —που αντιπροσωπεύουν ολόκληρες περιουσίες ιδιωτών και ανυπολόγιστα κρατικά συμφέροντα— θα καταληστεύονταν. Χρειαζόταν τώρα ένα θαύμα για ν’ αποφευχθεί η λεηλασία.
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΑ…
Και το θαύμα έγινε. Ένας λόχος από το τάγμα του Πεδινού Λεωτσάκου κατεβαίνει τρέχοντας την οδό Σταδίου, φτάνει στα Χαυτεία και με πυκνό πυρ διώχνει από κει τους ιππείς του Κορωναίου. Από εκεί αρχίζει να βάλει κατά του πλήθους των Ορεινών που βρίσκονταν στην Τράπεζα. Την ίδια στιγμή, ένα βλήμα τηλεβόλου πέφτει στη μέση της πλατείας, μπροστά από το κτίριο. Σκάει με τρομερό θόρυβο, σπέρνοντας πανικό στους Ορεινούς, που υποχωρούν και πάλι άτακτα, βγάζοντας απεγνωσμένες κραυγές.
— Φυλαχτήτε, ήρθαν τα κανόνια πάλι…
Τι είχε συμβεί όμως; Ο Σμόλεντς, με βάση τις διαταγές που είχε πάρει, κατόρθωσε να ανεβάσει ένα τηλεβόλο στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Το εγκατέστησε εκεί — όπου δεν υπήρχε κίνδυνος να δει πάλι τους πυροβολητές του να εξοντώνονται από τους άντρες του Κορωναίου— και σκόπευσε με προσοχή. Η βολή προς την πλατεία, μπροστά στην Τράπεζα, ήταν κάτι περισσότερο από επιτυχημένη. Έτσι οι Ορεινοί, βλέπουν και πάλι τη νίκη να φεύγει από τα χέρια τους. Την τελευταία στιγμή… Και δεν ήταν μόνο αυτό. Κανονιοβολούμενοι από το Λυκαβηττό, είναι αναγκασμένοι να αναδιπλωθούν. Κινδυνεύουν τώρα να αποδεκατιστούν ολοκληρωτικά. Ο Κορωναίος το καταλαβαίνει. Κάτω από τις βρισιές και τα γιουχαΐσματα των χωροφυλάκων και των ληστών, διατάζει τους άντρες του να υποχωρήσουν και να χωθούν πάλι στις κρύπτες τους. Βλέπει πια ότι δεν περιμένει από πουθενά βοήθεια, ότι δεν έχει ελπίδες νίκης. Και θα πρέπει να εγκαταλείψει το «ωραίο όνειρο» να αλώσει την Τράπεζα και να λεηλατήσει τα εκατομμύρια της… Η μάχη πάντως ανάμεσα στους Ορεινούς και στους Πεδινούς εξακολουθεί ακόμα. Σε πολλά σημεία κοντά στην τράπεζα. Στην περιοχή των Χαυτείων. Στην οδό Αιόλου, στην οδό Αθηνάς και σε τμήμα της οδού Σταδίου.
Η… «ΠΕΙΘΩ» ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Γύρω στις 3 η ώρα, κι ενώ οι φονικές συγκρούσεις συνεχίζονται, κατεβαίνει την οδό Σταδίου η άμαξα με τους γραμματείς των πρεσβειών. Φτάνει στα Χαυτεία, στο λόχο του Λεωτσάκου, και σταματά. Ο διερμηνέας του Ρώσου γραμματέα ρωτάει έναν από τους αξιωματικούς:
— Ποιος είναι αρχηγός σας εδώ;
— Ο Παπαδιαμαντόπουλος.
— Πρέπει να τον δούμε.
Οι άντρες του τρέχουν και τον φωνάζουν. Συναντιέται με τους γραμματείς.
— Κύριε, του λέει ο Ρώσος. Έχουμε εντολή να σας κάνουμε γνωστό, ότι πρέπει αμέσως να προχωρήσετε σε 48ωρη ανακωχή με τους αντιπάλους σας.
— Με τι σκοπό;
— Με το σκοπό να συνέλθει στο μεταξύ η Εθνοσυνέλευση και να βρει κάποιο συμβιβασμό.
Κι επειδή ο Παπαδιαμαντόπουλος δε φαίνεται ν’ ακούει μ’ ευχαρίστηση την απόφαση των πρεσβευτών, ο γραμματέας συνέχισε σε σκληρότερο ύφος:
— Έχουμε επίσης εντολή να σας ανακοινώσουμε επίσημα, ό, τι αν δε συνομολογηθεί μέσα σε μια ώρα η ζητούμενη ανακωχή, οι πρεσβευτές των Δυνάμεων θα διατάξουν τους υπηκόους τους να εγκαταλείψουν τη χώρα αυτή. Κατόπιν, θα έρθουν ναυτικά αγήματα στην Αθήνα και θα την καταλάβουν εν ονόματι των Δυνάμεων. Τέλος, οι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις θα σταματήσουν κάθε σχέση με τη χώρα σας και οι πρεσβευτές τους θα την εγκαταλείψουν. Και συμπλήρωσε:
— Είσθε αξιωματικός κύριε. Αγωνιστήκατε για την ελευθερία της πατρίδας σας. Τώρα πρέπει να κάνετε ότι σας συμβουλεύσει η φωνή του καθήκοντος σας.
— Στην περίπτωση αυτή κύριοι, απάντησε ο Παπαδιαμαντόπουλος, σας δίνω το λόγο της τιμής μου ότι θα δεχτώ την ανακωχή, με την προϋπόθεση ότι θα τη δεχτεί και ο Κορωναίος. Ποιος όμως θα συνεννοηθεί μ’ αυτόν;
— Εμείς, του λένε οι γραμματείς.
Έτσι κι έκαναν. Διατάζουν τον αμαξά τους να προχωρήσει προς την Εθνική Τράπεζα. Ευτυχώς μόλις οι αντιμαχόμενοι βλέπουν τις σημαίες των τριών Δυνάμεων, σταματούν τους πυροβολισμούς. Καταλαβαίνουν ότι οι πρεσβευτές πρέπει να διακινδύνευαν τη ζωή των γραμματέων τους, στέλνοντας τους μέσα στο πεδίο των μαχών. Ο Κορωναίος καλείται και ακούει, με τη σειρά του, τις προτάσεις των πρεσβευτών. Όπως ο Παπαδιαμαντόπουλος, δε θέλει κι αυτός ν’ αναλάβει την ευθύνη για τη μη συνομολόγηση της ανακωχής, αποτέλεσμα της οποίας θα ήταν μια καινούρια κατοχή της χώρας από ξένα στρατεύματα… Δέχεται την παύση των επιχειρήσεων. Με τον τρόπο αυτό, λίγο μετά τις 3 η ώρα, της 20ης Ιουνίου, συνομολογείται 48ωρη ανακωχή. Καθένας από τους αντίπαλους αποσύρεται στους στρατώνες του. Από τη στιγμή αυτή λήγει ουσιαστικά κι ο τριήμερος αδελφοκτόνος αγώνας, που είχε στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερα από 200 άτομα και παραλίγο να ρίξει την Ελλάδα ολόκληρη στα δεινά ενός πολύχρονου εμφύλιου σπαραγμού. Κι αυτό επειδή ο ένας πολιτικός ήθελε να υποσκελίσει τον άλλο. Επειδή το υπαγόρευαν τα προσωπικά μίση κι οι προσωπικές φιλοδοξίες ορισμένων…
ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Το απόγευμα της ίδιας μέρας αφήνεται ελεύθερος ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Κυριάκος, που ήταν αιχμάλωτος —με όλες τις ανέσεις— στο σπίτι του Καλλιφρονά. Το Σώμα καλείται σε συνεδρίαση για τις 21 Ιουνίου. Από τη σύναψη της ανακωχής η πόλη ζει, στο μεταξύ, σε μια σχετική τάξη. Οι πυροβολισμοί έχουν πάψει σχεδόν τελείως. Μόνο που και που ακούγονται μερικοί κι αυτοί μακριά από το κέντρο. Νέα θύματα δεν υπάρχουν. Κανείς δε θα σκοτωθεί και δε θα τραυματιστεί μετά από την ανακωχή. Η πόλη φαίνεται να συνέρχεται. Μερικά μαγαζιά ξανανοίγουν. Κάποια κίνηση αρχίζει και πάλι στους δρόμους. Αλλά η προσοχή του κόσμου είναι στραμμένη στους νεκρούς. Στους τόσους νεκρούς κι απ’ τις δυο πλευρές… Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν στρατιώτες από την επαρχία. Κηδεύονται οι δυστυχείς, χωρίς να προκαλέσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον κανενός. Στους νεκρούς περιλαμβάνονται όμως και πολλοί Αθηναίοι, άλλοι αγαθοί νοικοκυραίοι κι άλλοι γόνοι γνωστών οικογενειών της πρωτεύουσας. Γι’ αυτούς ακούγονται από παντού θρήνοι. Την επόμενη μέρα από την ανακωχή, η πόλη εμφανίζει ένα φριχτό κι άγριο θέαμα. Κηδείες διασχίζουν τους δρόμους προς όλες τις κατευθύνσεις κι από παντού ακούγονται ψαλμωδίες, κραυγές απόγνωσης και μοιρολόγια… Στην ατμόσφαιρα αυτή, πολλοί δείχνουν μετανιωμένοι για την έξωση του Όθωνα. Μια μερίδα πολιτών, αγανακτισμένη για την αναρχούμενη εικόνα της χώρας, διαμαρτύρεται για την καθυστέρηση του ερχομού του νέου βασιλιά. Πιστεύει ότι η παρουσία του θα δώσει τέρμα στα δεινά και θα οδηγήσει τη χώρα στην ευνομία και στην πρόοδο… Μια πρόοδο που είχε ανακοπεί από τότε που έγινε κατορθωτή η έξωση του Όθωνα, του βασιλιά που είχε θεωρηθεί υπεύθυνος για όλες τις ατυχίες του τόπου. Τώρα τα πράγματα έρχονταν να επιβεβαιώσουν ορισμένα λόγια του, που ξεστόμισε πάνω στο πλοίο «Αμαλία» τη στιγμή που έπαιρνε την απόφαση να φύγει οριστικά.
— Όσο βρίσκομαι στην Ελλάδα, οι Έλληνες δε θα καταλάβουν ποτέ πως δεν είμαι εγώ ο αίτιος των δεινοπαθημάτων της χώρας.
Τα λόγια του αυτά έρχονταν τώρα στη μνήμη πολλών, που δικαίωναν —μετά από 9 μήνες— τον πρώην βασιλιά και έβλεπαν πως τα αίτια της κακοδαιμονίας τους βρίσκονταν στις κομματικές διαμάχες, στα προσωπικά μίση και στην αρχομανία των πολιτικών ανδρών.
ΝΕΕΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΑΛΛΗΛΟΣΦΑΓΗ…
Παρ’ όλη την ησυχία που ακολούθησε την ανακωχή και την επάνοδο της αθηναϊκής ζωής στον καθημερινό της ρυθμό, μια ανησυχία είναι διάχυτη παντού. Οι πιο αισιόδοξοι πιστεύουν ότι ο εμφύλιος πόλεμος έχει λήξει, οι περισσότεροι όμως Αθηναίοι φοβούνται ακόμα. Ο Κορωναίος, επωφελούμενος της ανακωχής, γυμνάζει τους εθνοφυλακές του και στρατολογεί νέους. Ο αρχιληστής Κυριάκος βρίσκεται ακόμα μέσα στην πρωτεύουσα, έτοιμος να ξαναρχίσει τις εχθροπραξίες. Ο Παπαδιαμαντόπουλος ελέγχει ακόμα το πυροβολικό και περιμένει απλώς κάποια διαταγή του Βούλγαρη για να επαναλάβει τους κανονιοβολισμούς. Ο Λεωτσάκος μετακινεί από δω κι από κει το τάγμα του. Η χωροφυλακή εξακολουθεί να κατέχει τα ανάκτορα. Κι οι εθνοφύλακες την Ακρόπολη… Οι δυνάμεις, αυτές δεν ελέγχονται από καμιά κυβέρνηση — δεν υπάρχει— αλλά εκτελούν τις διαταγές αυτού ή εκείνου του προσώπου, που ασκεί πάνω τους επιρροή. Επειδή πάντα υπάρχει ο φόβος να επαναληφθούν οι συγκρούσεις, οι ξένοι υπήκοοι έχουν σηκώσει, στα σπίτια που μένουν, σημαίες των χωρών τους. Βλέποντας κανείς την πόλη από ψηλά, με τέτοιο πολύχρωμο σημαιοστολισμό, θα νόμιζε ότι τώρα γιορτάζει κάποια χαρά, κάποιο πανηγύρι…
Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ
Αυτή ήταν η κατάσταση, όταν οι πληρεξούσιοι της Εθνοσυνέλευσης άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Βαρβάκειο. Σε λίγο κατόρθωσαν να έχουν απαρτία. Πριν από την έναρξη της συνεδρίασης, οι πρεσβευτές της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας επιδίδουν ταυτόσημη διακοίνωση – τελεσίγραφο προς τον πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης. Έλεγε η διακοίνωση εκείνη: «Οι υπογεγραμμένοι ανακοινούσι εις τον πρόεδρον της Συνελεύσεως την διακήρυξιν ότι, εάν εντός των 48 ωρών της ανακωχής των όπλων, αι εχθροπραξίαι επαναληφθώσι, θέλουσι προσκαλέση τους συμπατριώτας τους, και θέλουσι διακόψη πάσαν σχέσιν προς χώραν, εν τη οποία εγένετο τόσον κακή χρήσις της ανδρείας, και από την οποίαν, ο αληθής πατριωτισμός φαίνεται εξορισθείς δια παντός». Παρακάτω, το κείμενο των πρεσβευτών έλεγε, σε σκληρή γλώσσα, ορισμένες πικρές αλήθειες, που, όσο κι αν είναι κανείς πατριώτης, δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει: «Οι υπογεγραμμένοι, ενεργούντες δια την διακοπήν των εχθροπραξιών παρά τοις αρχηγοίς των διαμαχομένων μερίδων, εξεπλήρωσαν μόνον πρώτον τι καθήκον, υπολείπεται δε εις αυτούς να εκφρασθώσι προς την Εθνοσυνέλευσιν κατά τρόπον του οποίου την αυστηρότητα δεν δύναται να ελάττωση η προς την Ελλάδα ζωηρά ημών συμπάθεια, διότι δεν διστάζουσι να διαβεβαιώσωσιν, ότι κατά την γνώμην αυτών, η φρίκη του αδελφοκτόνου πολέμου, καταπαύσαντος δια των προσπαθειών των, δεν δύναται να δικαιολογηθή ούτε καν από τα πατριωτικά εκείνα αισθήματα, άπερ πολλάκις όπλισαν τα μέλη ενός και του αυτού έθνους τα μεν κατά των δε’ ενταύθα δεν υπάρχουσι -οι υπογεγραμμένοι διακηρύττουσι μεγαλοφώνως ότι τοιαύτη είναι η ομόφωνος πεποίθησίς των- ειμή ένοχοι φιλοδοξίαι, των οποίων ουδέν αποκρύπτει την βαθείαν αθλιότητα, και αι οποίαι διαφιλονικούσιν εφήμερον εξουσίαν επί κινδύνω του να ρίψωσι το έθνος ολόκληρον εις άβυσσον, εν τη οποία δύνανται να καταποντισθώσι αι τύχαι αυτού».
Ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης σπεύδει να στείλει αντίγραφα της διακοίνωσης στο Βούλγαρη και στον Κανάρη, τους αρχηγούς των αντιπάλων πολιτικών μερίδων. Επιτρέπει, ακόμα, να διαβαστεί από τους πληρεξούσιους. Είναι βέβαιο, ότι το ράπισμα που έδωσαν οι ξένοι πρεσβευτές προς τους Έλληνες πολιτικούς, «έτσουξε» όχι μόνο τους πληρεξούσιους που ακολουθούσαν τη μια ή την άλλη παράταξη, αλλά και τους ίδιους τους πολιτικούς τους αρχηγούς. Οι ευθύνες τους τώρα: ήταν βαριές, αν οι πρεσβευτές εγκατέλειπαν την πρωτεύουσα και προκαλούσαν τη διακοπή των σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και στις Μεγάλες Δυνάμεις.
ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΗΡΕΜΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ
Έτσι, κάποιο πνεύμα σύνεσης και μετριοπάθειας επικρατεί στη συνεδρίαση που ακολουθεί. Μέσα σε σχετική ηρεμία συζητιούνται τα μέτρα εκείνα, που θα έπρεπε να παρθούν με κοινή απόφαση, για να δοθεί τέρμα στην αναρχία και να σταματήσουν τελείως οι ένοπλες διαμάχες των κομμάτων. Διαμάχες, που αν διοχετεύονταν στην επαρχία, θα μπορούσαν να προκαλέσουν έναν ολοκληρωτικό εμφύλιο πόλεμο και να αιματοκυλίσουν όλο το έθνος… Η συζήτηση κρατά ώρες. Οι κάτοικοι της Αθήνας αγωνιούν, ξέροντας ότι κρίνεται η τύχη του τόπου. Τελικά η Εθνοσυνέλευση παίρνει αποφάσεις πραγματικά πατριωτικές, τις οποίες σπεύδουν να αποδεχτούν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί. Πριν απ’ όλα αποφασίζεται να δοθεί στη χώρα κυβέρνηση, μια κι η προηγούμενη έχει σιωπηρά καταργηθεί. Μετά από ψηφοφορία εκλέγονται οι εξής: Πρωθυπουργός, ο Β. Ρούφος, υπουργός εξωτερικών ο Π. Καλλιγάς, Παιδείας ο Β. Νικολόπουλος, Δικαιοσύνης ο Π. Μαυρομιχάλης, Στρατιωτικών ο Ι. Κλίμακας, Ναυτικών ο Ι. Μπούμπουλης, Εσωτερικών ο Α. Πετμεζάς. Μετά η Εθνοσυνέλευση εκδίδει τα ακόλουθα ψηφίσματα: για την κατάργηση των αρχηγείων χωροφυλακής και εθνοφυλακής, για την κατάργηση του στρατιωτικού διοικητηρίου της πρωτεύουσας, για την κατάργηση της διοικητικής αστυνομίας Αθηνών-Πειραιώς και για την απομάκρυνση από την πόλη όλων των στρατιωτικών μονάδων. Η κατάργηση της διοικητικής αστυνομίας Αθηνών-Πειραιώς (ανασυστάθηκε αργότερα) έγινε καθαρά για λόγους δημόσιας τάξης. Ο τότε διευθυντής της, ο Μακρής, ήταν γνωστός Πεδινός και η παύση του θα μπορούσε να προκαλέσει ταραχές. Προτιμήθηκε λοιπόν να διαλυθεί… όλο το Σώμα, για ν’ απολυθεί εύσχημα ο αρχηγός του… Το ψήφισμα για την απομάκρυνση όλων των στρατιωτικών μονάδων από την πρωτεύουσα, εκτελέστηκε αμέσως. Πρώτος έφυγε ο στρατός των Πεδινών, με επικεφαλής τον Παπαδιαμαντόπουλο, που κατασκήνωσε έξω από την Αθήνα. Ακολούθησε ο στρατός των Ορεινών, με επικεφαλής τον Κορωναίο, που εγκαταστάθηκε προσωρινά σε άλλο μακρινό σημείο. Μακριά ο ένας από τον άλλο οι δυο στρατιωτικοί αντίπαλοι, θα είχαν την ευκαιρία να ηρεμήσουν τα πάθη τους και να σκεφτούν ωριμότερα… Αργότερα, οι μονάδες αυτές θα σταλθούν στην επαρχία. Η μια, με τον Κορωναίο, στο Μεσολόγγι κι η άλλη, με τον. Παπαδιαμαντόπουλο, στη Σπάρτη. Θ’ ακολουθήσει η παραίτηση των δύο στρατιωτικών ηγετών κι ο διορισμός νέων. Και των δυο Πεδινών: του Μαμούρη (στη θέση του Κορωναίου) και του Σμόλεντς (στη θέση του ΠαπαδιαμαντόπουλουΊ. Έτσι τελείωσε ο φοβερός εκείνος εμφύλιος πόλεμος του Ιουνίου 1863. Αλλά η εχθρότητα ανάμεσα στους Πεδινούς και στους Ορεινούς δε σταμάτησε… Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται η αρκετά γλαφυρή διήγηση του Βώκου για τον τριήμερο εμφύλιο πόλεμο του 1863. Λίγους μήνες αργότερα, στις 17 Οκτωβρίου, φτάνει στην Ελλάδα ο Γεώργιος Α’. Εξυπνότερος από τον προκάτοχο του Όθωνα, κατορθώνει να εκμεταλλευτεί τις διαμάχες των κομμάτων —που τόσο εκρηκτικά είχαν εκδηλωθεί με τα «Ιουνιανά»— και να διατηρήσει το θρόνο του για 50 ολόκληρα χρόνια (μέχρι τη δολοφονία του, στα 1913). Στη διάρκεια της βασιλείας του, η Ελλάδα γνωρίζει… 59 κυβερνήσεις και ζει αρκετές οδυνηρές πολιτικές κι εθνικές περιπέτειες. Οι δυο μεγάλοι πρωταγωνιστές των «Ιουνιανών», ο Κανάρης κι ο Βούλγαρης, θα πεθάνουν σχεδόν μαζί. Ο πρώτος στις 3 Σεπτεμβρίου 1877 κι ο δεύτερος στις 27 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Όμως το τέλος τους δεν θα είναι το ίδιο. Ο Κανάρης θα τελειώσει τη ζωή του εν ενεργεία πρωθυπουργός και δικαιωμένος. Ο Βούλγαρης, αρχιτέκτονας κάθε πολιτικής ατασθαλίας, θα πεθάνει σχεδόν υπόδικος, εγκαταλειμμένος κι απ’ αυτόν το βασιλιά Γεώργιο, που του είχε αναθέσει 6 φορές την πρωθυπουργία… Από εκείνην την Αθήνα του 1863 —που τότε αριθμούσε μόλις 45.000 κατοίκους— δε σώζεται σχεδόν τίποτα. Μόνο το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας —στη Σταδίου— στέκει ακόμα στη θέση του, κι αυτό περικυκλωμένο από ακαλαίσθητους όγκους… Κλείνοντας, σημειώνουμε απλώς ότι τα «Ιουνιανά» αποτέλεσαν μια από τις πιο «κακές» σελίδες της νεότερης ιστορίας μας, από τις σελίδες που δε θα πρέπει να ξεχαστούν. Ωφελημένος από αυτά ήταν κάθε άλλος εκτός από τον ελληνικό λαό… »
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας κάποια βασικά ιστορικά συμπεράσματα από το σχεδόν τριήμερο, εντελώς παράλογο, εμφύλιο αιματοκύλισμα των Ιουνιανών, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι κανένας, ανεξαίρετα, Έλληνας πολιτικός της εποχής δεν διέθετε τη στοιχειώδη πολιτική και κοινωνική παιδεία για να διαχειρισθεί τα σοβαρά θέματα. Ακόμη και τα κόμματα που συγκροτήθηκαν (με εξαίρεση το «Εθνικό Κομιτάτο») το έκαναν για λόγους κατάκτησης της εξουσίας και όχι για να προασπίσουν κοινωνικές ή εθνικές ιδέες.
Η πολιτική ανωριμότητα, σε συνδυασμό με την αυταρχική προσωπικότητα του Βούλγαρη και τη δίψα πολλών στελεχών του για εξουσία, οδήγησαν στον αλληλοσπαραγμό. Το κενό εξουσίας που προέκυψε μετά τη συντριβή του αυταρχικού οθωνικού κράτους, η έλλειψη σταθερών πολιτειακών θεσμών αλλά και η απουσία μιας στιβαρής πολιτικής προσωπικότητας που θα απολάμβανε καθολικής αναγνώρισης, επιτάχυναν την πορεία προς την ένοπλη αναμέτρηση.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα αφορά την αδιαμφισβήτητη επιρροή του βρετανικού παράγοντα στο Ελληνικό Βασίλειο, μέχρι του σημείου σχεδόν τελεσιγραφικής υπαγόρευσης της πολιτικής του σε κρισιμότατα θέματα, όπως η ανακήρυξη του νέου βασιλιά και η μορφή του πολιτεύματος. Συχνά οι Έλληνες πολιτικοί της εποχής επιδίωκαν ανοικτά τέτοιου είδους ποδηγετήσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μην τηρώντας ούτε τα προσχήματα.
Η «Δεύτερη Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων», παρά την αρχική αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό των μελών της, απέτυχε στο έργο της γιατί δεν κατάφερε να δημιουργήσει ευνοϊκές πολιτικές προϋποθέσεις και να αναλάβει πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο (εκλογή νέου βασιλιά, Ένωση Επτανήσων, σχέσεις με την Οθωμανική αυτοκρατορία και της Μεγάλες Δυνάμεις), εγκατέλειψε την τύχη των εθνικών υποθέσεων στην ειμαρμένη και αφέθηκε έρμαιο στις διαθέσεις της Αγγλίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αλλά και στο εσωτερικό πεδίο, ο διχασμός για τα αξιώματα, την πολιτική δύναμη και το κρατικό ταμείο, βύθισε τη χώρα στην αναρχία, την οικονομική ατασθαλία και τελικά στον διεθνή διασυρμό και στην ανυποληψία.
Υποσημειώσεις
[1] Από το Κάιρο, το Λίβερπουλ, τη Μασσαλία, το Παρίσι, το Ιάσιο, το Λιβόρνο, το Λονδίνο, τη Μάλτα, τη Μεσσήνη της νότιας Ιταλίας, τη Βηρυτό, την Ιερουσαλήμ.
[2] Η Οθωμανική αυτοκρατορία προσπάθησε με έντονα διπλωματικά διαβήματα να ματαιώσει τη συμμετοχή στην Εθνοσυνέλευση αντιπροσώπων των υπόδουλων Ελλήνων, από φόβο μήπως ενταθούν οι βλέψεις των Ελλήνων και σημειωθούν εξεγέρσεις στα εδάφη της. Αρχικά η Αγγλία συμφώνησε μαζί της και προσπάθησε να εμποδίσει αυτή την αντιπροσώπευση, αλλά τελικά ο άξιος πρέσβης της Ελλάδας στην Αγγλία, Σπυρίδων Τρικούπης, κατάφερε με έξυπνα επιχειρήματα να εξασφαλίσει τη συμμετοχή τους χωρίς προβλήματα.
[3] Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι εκλέχθηκαν εννέα Μαυρομιχαλαίοι, τέσσερις Δεληγιανναίοι και τέσσερις Πετμεζάδες !!!
[4] Αγωνιστής του 1821 στο σώμα του Φαβιέρου και δήμαρχος Αθηναίων το 1837 και 1841, καθαιρέθηκε από τους Βαυαρούς. Διετέλεσε τρεις φορές πρόεδρος της Βουλής, υπουργός Δημόσιας εκπαίδευσης (1863) και υπουργός Ναυτικών (1863), γνωστός με το ψευδώνυμο «φουστανελοφόρος». Ο Βρετανός πρεσβευτής Scarlett στο αρχείο του, περιλούζει τον Καλλιφρονά με ένα ομολογουμένως πρωτόγνωρο υβρεολόγιο, χαρακτηρίζοντάς τον χυδαίο δημαγωγό με βαρβαρική συμπεριφορά.
[5]«Έχουν δημιουργηθεί ομάδες που δεν έχουν συνδετικό κρίκο ούτε συγκεκριμένο πολιτικό χαρακτήρα», έγραφε ο Άγγλος πρεσβευτής Σκάρλετ.
[6] Στη δύση του πολιτικού και φυσικού του βίου, ο πασίγνωστος μεγάλος πολιτικός Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ηγέτης επί πολλά χρόνια επί Όθωνα του «Αγγλικού κόμματος», δοτός πρωθυπουργός της Ελλάδας την εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου (στο περίφημο «Υπουργείο Κατοχής»), στη συγκεκριμένη συγκυρία της Εθνοσυνέλευσης προσπάθησε να λειτουργήσει πυροσβεστικά και συμβιβαστικά.
[7] Ο Ιάλεμος καταγόταν από την Λέσβο η οποία την εποχή της εξιστόρησης δεν είχε ακόμη απελευθερωθεί. Έφτασε στην Αθήνα τη δεκαετία του 1860 για να εργασθεί ως δημοσιογράφος, αρθρογράφησε με πάθος κατά του Όθωνα και φυλακίσθηκε. Στο τελευταίο στάδιο της ζωής του αρθρογράφησε υπέρ της απελευθέρωσης της Μακεδονίας. Πέθανε στην Αθήνα το 1899.
[8] «Επανάστασις άνευ αίματος, είναι μάχη άνευ νεκρών, μουσική άνευ αρμονίας»!
[9] Σημαντική είναι η εμπιστευτική και απόρρητη πρόταση του πρεσβευτή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Αγγλία, Φωτιάδη Μπέη, που βρίσκεται στα αρχεία του Φόρεϊν Όφις: «Αν δημιουργηθεί Ελληνικό Βασίλειο, ακόμη και με τίμημα από την Τουρκία την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, και τεθεί οριστικά κάτω από τη βρετανική κηδεμονία, ο σουλτάνος ευχαρίστως θα αποδεχόταν μια τέτοιου είδους μείωση της επικράτειάς του, εάν με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε τη χώρα του από περαιτέρω εδαφική εισβολή». («Η Β’ εν Αθήναις Εθνική συνέλευση των Ελλήνων», σελ. 52).
[10] Ζητούσε εκ μέρους του γιού του 50.000 λίρες ετησίως, προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, και διατήρηση των βασιλικών δικαιωμάτων του Γεωργίου και επί του δανέζικου Θρόνου.
[11] Επιστολή του Άγγλου πρέσβη στην Δανία Πάτζετ στον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Ράσσελ, Αρχεία Φόρεϊν Οφις, 421/19. Τελικά, η συμφωνία προέβλεπε πολύ χαμηλότερα ποσά ως ετήσια αποζημίωση και δεν περιελάμβανε ικανοποίηση για κανένα από τα αιτήματα του πατέρα του νέου βασιλιά Γεωργίου.
[12] Άσχετα από τα υπόλοιπα ελαττώματά του, στο τέλος της βασιλείας του ο Όθων είχε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να εξυγιάνει δημοσιονομικά το Ελληνικό Βασίλειο.
[13] Ο υπουργός Οικονομικών Κουμουνδούρος, σε αγόρευσή του στην Εθνοσυνέλευση, αποκάλυψε ότι το προσωπικό του υπουργείου του, αλλά και ο ίδιος, αποτελούσαν «έρμαιο των απαιτήσεων των πληρεξουσίων».
[14] Αφορούσε την απαγωγή και κακοποίηση μιας Γαλλίδας ηθοποιού από υπαξιωματικούς. Η κυβέρνηση έσπευσε να ικανοποιήσει το τελεσίγραφο αποζημιώνοντας την απαχθείσα, ενώ δύο υπουργοί παραιτήθηκαν.
[15] Ο Υδραίος Δημήτριος Βούλγαρης ήταν ένας πολιτικός με ισχυρή προσωπικότητα και θέληση, αλλά με εγωισμό, αυταρχισμό και ισχυρογνωμοσύνη, έτοιμος να φθάσει στα άκρα, αδιαφορώντας για θεσμούς ή οτιδήποτε άλλο. Πρωταγωνίστησε σε πολλά πολιτικά επεισόδια αυθαιρεσίας στην 25άχρονη πολιτική του σταδιοδρομία, με εξαιρετικές επιδόσεις στις εκλογικές νοθείες και την εξυπηρέτηση της κομματικής του πελατείας.
[16] Γενναίος και έμπειρος αξιωματικός, είχε ηγηθεί της στάσης των κατοίκων του Ναυπλίου κατά του Όθωνα.
[17] Ο τελευταίος μάλιστα πληγώθηκε κατά τη διάρκεια της αποστολής του.
[18] Αρχείο Foreign Office, 421/19 (Scarlett to Russell): «Συνεννοήσου με τους Γάλλους και τους Ρώσους ομολόγους σου για την αποβίβαση ναυτικών δυνάμεων στην Αθήνα ή σε άλλα σημεία».
[19] Οι τελευταίοι απείλησαν ότι θα αναχωρούσαν από τη χώρα μαζί με όλους τους συμπατριώτες τους, διακόπτοντας τις διαπραγματεύσεις για την προσάρτηση των Επτανήσων και για την έλευση του νέου βασιλιά.
Βιβλιογραφία
-
Επαμεινώνδας Κυριακίδης: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, Εκδόσεις Γρηγοριάδη.
-
Γεώργιος Ασπρέας: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.
-
Σπ. Μαρκεζίνης: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Εκδόσεις Πάπυρος.
-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, συλλoγικό έργο, Εκδόσεις Δομή.
-
Gunnar Hering: ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.
-
Παναγής Ζούβας: ΕΘΝΙΚΑΙ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.
-
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ (συλλογικό έργο), Εκδοτική Αθηνών.
-
Χαράλαμπος Κύρκος: Η Β’ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΘΝΙΚΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ, Εκδόσεις University Studio Press.
-
Τάσος Βουρνάς: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Εκδόσεις Τολίδη.
-
Νίκος Αλιβιζάτος: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τεύχος Α’, Εκδόσεις Σάκκουλα.
-
Τάσος Βουρνάς: Ο ΕΚΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ, Εκδόσεις Φυτράκη.
-
Εφημερίδα «ΠΑΝΔΩΡΑ», 1ης Ιουλίου 1863.
-
Ιστορία Θεωριτικής Κατεύθυνσης, Γ’ Λυκείου, Η εξέλιξη των Κομμάτων
-
https://www.kaliterilamia.gr/2020/03/1863.html «Ιουνιανά 1863», του Γ. Βώκου
-
https://argolikivivliothiki.gr/2012/11/11/ioyniana/ «Τα Ιουνιανά του 1863 – Εμφύλιες συγκρούσεις για τη διαδοχή του Όθωνα»
( Ιωάννης Δασκαρόλης, Ιστορικά Θέματα, τεύχος 96, Ιούνιος 2010)
«Οδομαχίες και αίμα στην πλατεία Κοτζιά το 1863. Το χάος μεταξύ των πολιτικών που οδήγησε σε πολεμική αντιπαράθεση και σε λιποταξίες στρατιωτών που πούλαγαν τον εξοπλισμό τους.» Ελευθερίου Σκιαδά, Μικρός Ρωμιός
Παραθέτω εδώ, ως υστερόγραφο, απόψεις σχετικά με την πολιτική και τον κοινοβουλευτισμό στην Ελλάδα από έναν ιστορικό σύγχρονο των γεγονότων και από δύο νεότερους. Η αλήθεια είναι πως η πολιτική μας περιπέτεια έχει βαθιές ρίζες και για πάρα πολλά χρόνια οι επικεφαλής μας έδιναν προς τα έξω την εικόνα ενός λαού ανώριμου να λάβει ορθές αποφάσεις. Νομίζω ότι και σήμερα με κάποιον τρόπο συμβαίνει αυτό. Ευτυχώς, μέχρι στιγμής, αποφεύγουμε τις ένοπλες συγκρούσεις που στοίχησαν τόσο πολύ σ’ αυτόν τον τόπο.
Στην Ελλάδα, το 1862, ο διαχωρισμός ορεινών και πεδινών, που υπήρξε στη γαλλική
βουλή, αναβίωνε εκ νέου. Τότε στην εθνοσυνέλευση που εξελέγη το Νοέμβριο του
1862 μετά την έξωση του Όθωνα από την Ελλάδα ορεινοί αποκλήθηκαν αυτοί που
αποτελούσαν την πολιτική μερίδα η οποία είχε αρχηγούς τους Κωνσταντίνο Κανάρη
και Δημήτριο Γρίβα. Οι αντιτιθέμενοι, που αποκλήθηκαν πεδινοί, σχημάτισαν
πολιτική μερίδα υπό το Δημήτριο Βούλγαρη. Όταν το Φεβρουάριο του 1863
παραιτήθηκε από την κυβέρνηση ο Κανάρης, δημιουργήθηκε μεγάλη πολιτική
κρίση, στην οποία ενεπλάκη και ο στρατός. Ξέσπασε τότε στην Αθήνα τρίημερος
εμφύλιος πόλεμος, που σταμάτησε με επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων της
Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Μετά τα δραματικά αυτά γεγονότα και την
ανάδειξη νέων πολιτικών δυνάμεων σταδιακά εγκαταλείφθηκε ο διαχωρισμός σε
ορεινούς και πεδινούς. Ειδικότερα οι πεδινοί άρχισαν να διαλύονται μετά την
πολιτική κρίση του 1875. Οι ορεινοί διασπάστηκαν σε δύο μεγάλα κόμματα, που
εξέφραζαν το πνεύμα του δικομματισμού έως το 1909.
«”Oρεινοί και Πεδινοί” στη Βουλή των Ελλήνων», Παντελής Αθανασιάδης
O Βαυαρός φιλέλληνας Φρειδερίκος Τιρς, φιλόλογος και ιστορικός υψηλού
επιπέδου στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, περιηγήθηκε την Ελλάδα το 1831/1832
μελέτησε τα πρώτα βήματα του νεοελληνικού κράτους, όπως αυτό αναδύθηκε από
τον πολυαίμακτο οκταετή απελευθερωτικό αγώνα και τις αντιθέσεις των μεγάλων
δυνάμεων της εποχής, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Ο Βαυαρός επιστήμονας
έστρεψε το ενδιαφέρον του στη μελέτη των πολιτικών θεσμών του αρτισύστατου
κράτους και επεδίωξε να ερμηνεύσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ελληνικών
πολιτικών κομμάτων. Ο Τιρς είναι ο πρώτος που ανέπτυξε την υποθέση ότι τα
ελληνικά πολιτικά κόμματα αποτελούνταν από πελατειακές ενώσεις, υπόθεση που
μέχρι σήμερα αποτελεί αντικείμενο συστηματικής ενασχόλησης από τους μελετητές
της ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Επειδή η κεντρική εξουσία, υποστηρίζει ο Τιρς,
στις εκατονταετίες της οθωμανικής κυριαρχίας δεν στάθηκε ικανή να προστατεύσει
τους ανθρώπους, δημιουργήθηκαν μη κρατικές κοινότητες προστασίας με ισχυρούς
αρχηγούς.
Αυτή η δομή, κατά το Βαυαρό επιστήμονα, αποτελούσε τη βάση των κομμάτων της
αναγεννηθείσης Ελλάδος.
Την περίοδο που επακολουθεί μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και
την κατάργηση της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα ακολουθεί μια μακρά περίοδος
Επανάστασης (Πεδινοί, Ορεινοί) στην οποία οι αντικατοπτρισμοί της Γαλλικής
Επανάστασης αντανακλώνται, σε μια εμβρυώδη, όμως, κατάσταση, και στα
ελληνιοκά πολιτικά κόμματα.
Οι πεδινοί διαλύθηκαν μετά τη βαθιά κρίση του 1875, κατά την οποία ανατράπηκαν
από την εξουσία, ενώ οι ορεινοί σε δύο μεγάλα κόμματα, τα οποία ήταν στο εξής
φορείς του δικομματισμού μέχρι το 1909, αλλά και πάλι ο θάνατος πολιτικών
ηγετών (Κουμουνδούρος 1883, Τρικούπης 1896, Δηληγιάννης 1905) επέδρασε στη
συνοχή αυτών των κομμάτων.
Gunnar Hering, Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα 1821-1936,
Μτφρ. Θεόδωρος Παρασκευόπουλος, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004
…Μετά τη σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης ο σύλλογος διαλύθηκε και από τα μέλη του τα πιο πολλά προσχώρησαν στην ομάδα των ορεινών, ενώ μια μικρή ομάδα εντάχθηκε στους πεδινούς. Τέλος, επιφανή στελέχη του συλλόγου, όπως ο Διομ. Κυριακός και ο Ν. Σαρίπολος, ανήκαν στην ομάδα των εκλεκτικών. Οι πυρήνες των δύο μεγαλύτερων «κοινοβουλευτικών» ομάδων, των ορεινών και των πεδινών, διαμορφώθηκαν στην Εθνοσυνέλευση. Είτε κατ’ απομίμηση της Γαλλικής Επανάστασης είτε επειδή καταλάμβαναν τις μπροστινές έδρες-θέσεις του βουλευτηρίου, οι πληρεξούσιοι που κάθονταν γύρω από το Βούλγαρη ονομάστηκαν πεδινοί, ενώ ορεινοί ονομάστηκαν οι αντιπρόσωποι γύρω από τους Κανάρη και Δ.Θ. Γρίβα, με τους οποίους συνέπρατταν περιστασιακά οι Κουμουνδούρος, Ζαϊμης, Δηληγιάννης κ.ά.
Ορισμένοι μορφωμένοι και μετριοπαθείς πληρεξούσιοι που δεν ανήκαν σε καμιά από τις δύο «παρατάξεις» (Μαυροκορδάτος, Τρικούπης, Μελάς, Σαρίπολος κ.ά.), αποκλήθηκαν Εκλεκτικοί. Χωρίς να διαθέτουν την απαιτούμενη συνοχή, προσπάθησαν να κρατήσουν πολιτικές ισορροπίες στις ψηφοφορίες και στην εκλογή των κυβερνήσεων. Την «αριστερά» της Συνέλευσης, δηλαδή τους αδιάλλακτους αντιοθωνιστές, εκπροσωπούσε η ομάδα του «Εθνικού Κομιτάτου» με επικεφαλής τον Επ. Δεληγιώργη (Ιάλεμος, Γλαράκης, Δόσιος κ.ά.). Οι περί τον Δεληγιώργη πληρεξούσιοι ήταν σφοδροί πολέμιοι των «ανθρώπων του παρελθόντος» και θεωρούσαν «καθαρόαιμους επαναστατικούς» μόνο τους πεδινούς, διότι πίστευαν ότι στους ορεινούς και στους εκλεκτικούς είχαν προσχωρήσει στοιχεία «συντηρητικά». Τελικά, όμως, είναι πολύ δύσκολο να ορίσει κανείς τι ήταν «συντηρητικό» και τι «ριζοσπαστικό» σ’ αυτόν τον «κυκεώνα» της κομματικής αντιπαράθεσης, των στρατιωτικών παρεμβάσεων των αντιφατικών απόψεων για τους συνταγματικούς θεσμούς, των συντεχνιακών διεκδικήσεων κ.λπ. Ιστορία των Ελλήνων, «Νεώτερος Ελληνισμός, 1862-1895», εκδ. Δομή, σελ.29-31