Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης η σημερινή…
Η Ποίηση είναι Τέχνη που συμπορεύεται αιώνες με τον άνθρωπο εκφράζοντας τα πάθη, τα παθήματα, τις σκέψεις και τις επιθυμίες του, τις περιπέτειές του στον κόσμο, τους προβληματισμούς του.
Η εμπειρία έχει δείξει ότι πολλοί θεωρούν την ποίηση κάτι εύκολο και οικείο για να καταπιαστούν μαζί της. Μάλιστα, θεωρούν ότι τόσο πολύ αξίζουν όσα γράφουν, ώστε πρέπει οπωσδήποτε και να δημοσιεύονται. Οι περισσότεροι δεν έχουν ιδέα από παραδοσιακή ή σύγχρονη ποίηση ούτε από το έργο των ποιητών και τη φειδώ με την οποία εξέδιδαν ή εκδίδουν τα έργα τους.
Πιστεύουν, η μάζα, ότι η Ποίηση «είναι μια πόρτα ανοιχτή», ολάνοιχτη, που μπορεί καθένας να μπαίνει και να βγαίνει όποτε θελήσει.
Ο χρόνος είναι ατελείωτος κι ο κόπος μεγάλος όταν κανείς γράφει, ας σκεφθούμε τον Δ. Σολωμό λ.χ., και τα πράγματα δεν είναι αστεία όταν παλεύεις για την αρτιότητα, για την τελειότητα κατά το δυνατόν. Δεν γίνεσαι Οδ. Ελύτης ή Γιώργος Σεφέρης χωρίς παιδεία και χωρίς προσπάθεια.
Πέρα από το βραβείο, βέβαια, η ποίηση σημαίνει για κάθε ποιητή κάτι το ξεχωριστό, το μοναδικό και συνήθως το καταγράφει στα ποιήματά του, ιδίως σ’ αυτά που λέμε «ποιήματα για την ποίηση».
Με τέσσερις ποιητές που μιλάνε για την ποίηση και τους ποιητές σκέφτηκα να «συνομιλήσουμε» μια τέτοια μέρα και να μας πουν κάποιες από τις σκέψεις τους.
Ξεκινώντας από τον Αλεξανδρινό Κωνσταντίνο Καβάφη:
Κ. Π. Καβάφης: Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου Ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῆ· 595 μ.Χ.
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.
Για τον Κ. Π. Καβάφη η Τέχνη της Ποιήσεως έχει παυσίπονη και παυσίλυπη ιδιότητα. Μπροστά στο γήρας, που προκαλεί αβάσταχτο πόνο στην περσόνα του ποιητή, και εντέλει στον ίδιο, μονάχα η Ποίηση με τα φάρμακά της, την Φαντασία και τον Λόγο, μπορεί να ηρεμήσει τον πόνο. Ο ποιητής επικαλείται την Τέχνη της Ποιήσεως για να θεραπεύσει με τα φάρμακά της. Η Τέχνη είναι παρηγοριά, προσφέρει λύτρωση και κάθαρση. Είναι το αντίδοτο στο γήρας, που περικυκλώνει τον άνθρωπο, τον αδρανοποιεί. Η προστακτική «φέρε» δηλώνει έντονη επιθυμία, παράκληση. Πάλι δημιουργείται ένας φανταστικός διάλογος με μια προσωποποιημένη έννοια, ενώ στην ουσία είναι ένας δραματικός εσωτερικός μονόλογος.
«Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως»
Λύση αποτελεί η Τέχνη της Ποιήσεως, που με την επίκληση και τα κεφαλαία πρώτα στοιχεία σχεδόν θεωρείται θεά. Ο ποιητής ζητά την αρωγή της Ποίησης για να καταπραΰνει προσωρινά, με τη δύναμη της φαντασίας και τη μαγεία του λόγου της, το οξύ άλγος. Η αφοσίωση στην ποιητική δημιουργία είναι η μόνη άμυνα κατά της φθοράς που υφίσταται το σώμα, το πιο συχνό καβαφικό ίνδαλμα. Δεν είναι ο φόβος του θανάτου, αλλά η παρακμή του σώματος που οδηγεί τον Ιάσωνα να αναζητά στα φάρμακα της Τέχνης μια κάποια παρηγοριά, ένα βοτάνι που θα αποπειραθεί να ναρκώσει την οδύνη της σωματικής φθοράς, με τη μετάθεση της προσοχής σε μιαν άλλη πραγματικότητα, στην ποιητική δημιουργία. Ο ποιητής ανυπόμονος, αδημονώντας προσπέφτει και προστρέχει στην Τέχνη για ίαση από τα ανυπόφερτα γηρατειά. Το ρήμα «προστρέχω» δικαιολογεί το «δεν έχω εγκαρτέρησι» και εκφράζει την ανυπομονησία του. Από πολύ νωρίς οι μελετητές επισήμαναν ότι όταν χρησιμοποιεί τη λέξη Τέχνη με Τ, εννοεί την ερωτική τέχνη, η οποία σχετίζεται με την ερωτική μνήμη. Με άλλα λόγια, ο ποιητής συντριμμένος από τη γήρανση του σώματος και την αναστολή των ερωτικών επιθυμιών καταφεύγει για παρηγοριά στις ερωτικές αναμνήσεις του παρελθόντος, που αποτελούν και τη δεξαμενή της ποίησής του. Επιπροσθέτως, το Τ παραπέμπει στην ανωτερότητα και τελειότητα της καλλιτεχνικής έκφρασης. Για τον Καβάφη δεν είναι διανοητικές επινοήσεις, απόμακρες, χωρίς υπόσταση. Τις θεοποιεί και τις αποστρέφεται. Το «σε» φορτίζει την επικοινωνία του ποιητή με την Τέχνη του μέσα από ένα φανταστικό διάλογο, που στην ουσία είναι εσωτερικός μονόλογος. Επιπλέον, προσδίδει θεατρικότητα, αμεσότητα, δραματικότητα, παραστατικότητα. Η ποίηση γίνεται προσωποποιητική, δηλαδή οι έννοιες υποδύονται προσωπεία, γίνονται ήρωες του δράματος. Η σύζευξη του προηγούμενου α΄ με το τωρινό β΄ πρόσωπο δημιουργεί μια ισορροπία μεταξύ της διανοητικότητας και του αυτάρεσκου λυρισμού και της τρυφερότητας, συγκίνησης. Έτσι, το ποίημα αποφεύγει την παγίδα του ρηχού συναισθηματισμού και της φτηνής αισθηματολογίας.
Η ποίηση, λοιπόν, γίνεται για τον Καβάφη φορέας λύτρωσης, έστω και μερικής, από τον πόνο των γηρατειών. Η ποίηση είναι η διέξοδος στο προσωπικό του αδιέξοδο.
Ένας ακόμα ποιητής που όμως δεν κατάφερε να λυτρωθεί από τα προσωπικά του αδιέξοδα ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης, ο οποίος και αυτοκτόνησε τελικά στην Πρέβεζα στις 21 Ιουλίου 1928.
Στο ποιητικό έργο του Καρυωτάκη η σχέση του ποιητή με την τέχνη της ποιήσεως είναι σχέση καθαρά συγκρουσιακή. Ο ποιητής συγκρούεται με την εσώτατη αυθεντική ανάγκη του να εκφραστεί μέσω της ποίησης, καθώς η τελευταία πρώτον δεν του παρέχει την κοινωνική καταξίωση και δεύτερον δεν προτίθεται να του χαρίσει ούτε την υστεροφημία. Ο Καρυωτάκης ευαισθητοποιήθηκε αναφορικά με τους ποιητές που «ανάξια στιχουργούνε», εκείνους που «το έρεβος εσκέπασε βαρύ» στην «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» (1921). Τους αντιπαραβάλλει στο ίδιο ποίημα με τους διακεκριμένους ποιητές Πόε και Μπωντλαίρ, οι οποίοι κέρδισαν την αθανασία με το ποιητικό έργο τους. Μάλιστα συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του στη χορεία των άδοξων ποιητών που δε θα καταφέρουν να αποσπάσουν την υστεροφημία, καταθέτοντας αυτοασαρκαζόμενος πως κάποτε στο μέλλον:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πού ‘ναι;».
Στο ποίημά του «Όλοι μαζί» (1927), απευθύνει κατηγορίες στους σύγχρονους ποιητές του καιρού του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο ίδιος, ως σύγχρονος ποιητής. Ειδικότερα καταθέτει:
Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
Οι ποιητές της εποχής του, μαζί με αυτούς και ο Καρυωτάκης, συμπεριφέρονται με γραφικότητα, για την οποία όμως ευθύνεται η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής τους:
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ΄ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».
Ο Καρυωτάκης χαρακτηρίζει τους ποιητές που συνθέτουν τον πυρήνα της συντροφιάς του ως άτομα του περιθωρίου, αποκομμένα από την κοινωνία, της οποίας έχουν πέσει θύματα. Μοναδικό τους μέλημα και σκοπός της ύπαρξής τους είναι η αναζήτηση της ομοιοκαταληξίας. Ο ποιητής υπαινίσσεται ότι όλοι οι σύγχρονοι ποιητές κατατρύχονται από ματαιοδοξία, πιθανόν και από ματαιοπονία. Δεν υφίσταται η κοινωνική διάσταση του ποιητικού τους έργου, όπως δεν υφίσταται και η έννοια της κοινωνικής αναγνώρισης τους ως ποιητές, των οποίων ο ρόλος ματαιώνεται.
Στο ποίημα του Καρυωτάκη «[Είμαστε κάτι…]» (1927) καταδηλώνεται εναργέστερα η απομάκρυνση των ποιητών από την κοινωνική πραγματικότητα και η αναγκαστική, επιβαλλόμενη εκ των έσω, καταφυγή τους στην τέχνη. Στο συγκεκριμένο ποίημα ο ποιητής αισθάνεται δυσθυμία, καθώς συνειδητοποιεί πως, παρ’ ότι ζει σε μια άκρως αντιποιητική εποχή, η καταφυγή του στην ποιητική τέχνη είναι για τον ίδιο μονόδρομος, διότι συνιστά το σκοπό της ύπαρξής του:
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Το ποίημά του «Είμαστε κάτι…» είναι ταυτόχρονα και μια κατάθεση ψυχής σχετικά με τους ποιητές και την τραγική θέση και ευαισθησία τους σε εποχές που μόνο ποιητικές και «ευαίσθητες» δεν είναι. Σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται απογοητευμένος απ’ όλους και όλα – μην ξεχνάμε την ασθένειά του και τις τιμωρητικές μεταθέσεις – και είναι τόσο οξύς ο σαρκασμός του που τον οδηγεί στην περιφρόνηση των άλλων, από τους άλλους, αλλά κι από τον ίδιο τον εαυτό του: Ο Beaton R. στο έργο “Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία”, (εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 172) σημειώνει ότι ο αυτοσαρκασμός του Καρυωτάκη είναι τόσο οξύς, που τον οδηγεί στην περιφρόνηση των άλλων και τελικά στην αυτοπεριφρόνηση. Και η Φραντζή Α. στο κείμενο “Η ποιητική στην ποίηση του Κ.Γ. Καρυωτάκη” που περιέχεται στα πρακτικά του επιστημονικού συμποσίου Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός (Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1998, σ. 134-5) συμπληρώνει «Ο ρόλος του ποιητή δεν είναι πλέον ο ρόλος του προφήτη, ούτε η ποίηση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, ωστόσο, ακόμη κι έτσι, φαίνεται να υποστηρίζει την ιδιαιτερότητα και την αναγκαιότητα της ύπαρξης του ποιητή και της ποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι δικαιώνεται μέσα από την αυθεντικότητά της, που επικυρώνεται μέσα από την ταύτιση ποίησης και ζωής».1
Εἴμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ὁ ἄνεμος, ὅταν περνάει,
στίχους, ἤχους παράφωνους ξυπνάει
στὶς χορδὲς ποὺ κρέμονται σὰν καδένες.
Εἴμαστε κάτι ἀπίστευτες ἀντέννες.
Ὑψώνονται σὰ δάχτυλα στὰ χάη,
στὴν κορυφή τους τἄπειρο ἀντηχάει,
μὰ γρήγορα θὰ πέσουνε σπασμένες.
Εἴμαστε κάτι διάχυτες αἰσθήσεις,
χωρὶς ἐλπίδα νὰ συγκεντρωθοῦμε.
Στὰ νεῦρα μας μπερδεύεται ὅλη ἡ φύσις.
Στὸ σῶμα, στὴν ἐνθύμηση πονοῦμε.
Μᾶς διώχνουνε τὰ πράγματα, κ’ ἡ ποίησις
εἶναι τὸ καταφύγιο ποὺ φθονοῦμε.
Αυτή η αίσθηση του ύψους, αλλά με άλλον πλέον συμβολισμό, διακρίνει έναν νεότερο του Καρυωτάκη ποιητή, τον Μίλτο Σαχτούρη. Ο Μ. Σαχτούρης γράφει το ποίημα «Ο ελεγκτής» προκειμένου να περιγράψει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία ζει ο κόσμος και την ανάγκη για επιστροφή στον χώρο των αξιών μετά τον Εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα. Χρόνια δύσκολα και σκοτεινά, συγκρουσιακά και αδιέξοδα, ο ποιητής ορίζει το προσωπικό του χρέος, ακριβώς ως ποιητής – εδώ φεύγουμε από το προσωπικό στοιχείο και το ποίημα «μιλάει» για την λειτουργία της ποίησης σε επίπεδο κοινωνικό, όπως και του ποιητή – «να ελέγξει τ’ αστέρια»:
Μίλτος Σαχτούρης «Ο Ελεγκτής»
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ’ αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.
(Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958)
«εγώ
κληρονόμος πουλιών»
Σε συμβολικό επίπεδο η κληρονομιά που λαμβάνει ο ποιητής από τον κόσμο των πουλιών είναι η δυνατότητα να κινείται απόλυτα ελεύθερος σ’ ένα κόσμο που βρίσκεται πάνω από τα συνήθη δεσμά της ανθρώπινης υπόστασης. Η σκέψη του ποιητή διατηρεί την ανεξαρτησία της και δεν επηρεάζεται από το κλίμα εξαρτήσεων και συνενοχής που δεν επιτρέπει στους συγκαιρινούς του να βρουν τη διέξοδο απ’ τη δύσκολη εμπειρία που βιώνουν. Ο ποιητής αποκτά έτσι μια πιο αντικειμενική ματιά, καθώς όντας αποστασιοποιημένος στο χώρο του ουράνιου στερεώματος, δεν βλέπει τα πράγματα υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς. Αντικρίζει τα προβλήματα της εποχής του στην ολότητά τους και αναλαμβάνει το καθήκον του να προσφέρει στους συμπολίτες του την οπτική εκείνη που θα τους βοηθήσει να επιστρέψουν σε μια αρμονικότερη συνύπαρξη. Αδέσμευτος, ελεύθερος και προνομιακός θεατής ενός ανώτερου κόσμου, ο ποιητής αποκτά χάρη στην κληρονομιά των πουλιών ένα σημαντικό ρόλο και μια σπουδαία αποστολή.
Ο αυτοπροσδιορισμός του ποιητή ως κληρονόμου πουλιών μας παραπέμπει επίσης στον πλατωνικό διάλογο «Ίων» όπου ο φιλόσοφος μέσω του Σωκράτη μιλά για την ιδιαιτερότητα των ποιητών, σχολιάζοντας πως οι ποιητές δεν δημιουργούν το έργο τους χάρη στη δική τους σκέψη, αλλά φτάνουν σε αυτό δεχόμενοι τη θεϊκή έμπνευση. Σημειώνει χαρακτηριστικά πως ο ποιητής είναι κάτι το κενό, κάτι το ελαφρύ, ένα πετούμενο, αλλά και κάτι το ιερό (κούφον γαρ χρήμα ποιητής εστίν και πτηνόν και ιερόν…), που δεν μπορεί να δημιουργήσει αν δεν περιέλθει σε κατάσταση έκστασης, χάνοντας κάθε λογική μέσα του. Οι ποιητές, κατά τον Σωκράτη, δεν συνθέτουν τα άριστα έργα τους χάρη σε δική τους ικανότητα, αλλά χάρη σε δύναμη θεϊκή που τους προσφέρει την ανάλογη έμπνευση. Ο Σαχτούρης, λοιπόν, αξιοποιεί αυτή την πλατωνική ιδέα, καταγράφοντας ωστόσο τη μέγιστη ευθύνη και το υψηλό χρέος που έχουν οι ποιητές απέναντι στους ανθρώπους της κοινωνίας τους.
Μια άλλη παράμετρος που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σχετικά με τη φράση αυτή είναι η ταυτότητα του ποιητή. Ο Μίλτος Σαχτούρης, Υδραίος στην καταγωγή, ήταν εγγονός του Μιλτιάδη Σαχτούρη, αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, αλλά και δισέγγονος του Γιώργη Σαχτούρη, ο οποίος είχε λάβει ενεργό μέρος στην επανάσταση του 1821 ως αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, συμμετέχοντας σε πολλές ναυτικές αναμετρήσεις. Ο ποιητής, λοιπόν, έχει στενούς δεσμούς με τη θάλασσα και τη ναυτιλία, τόσο μέσω της ίδιας του της οικογένειας, όσο και μέσω του τόπου καταγωγής του, την περίφημη Ύδρα, με τους ικανότατους ναυτικούς. Ήταν, μάλιστα, τέτοια η δεινότητα των Υδραίων ναυτικών ώστε από νωρίς είχαν αποκτήσει ευρύτατη φήμη και αποκαλούνταν απ’ τους υπόλοιπους Έλληνες «θαλασσοπούλια» (J. L. S. Bartholdy “Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα 1803-1804” Εκδόσεις Εκάτη). Ενδεικτική ως προς αυτό και η αναφορά στο Θούριο του Ρήγα Φεραίου: «Της Κρήτης και της Νύδρας θαλασσινά πουλιά, καιρός είν’ της Πατρίδος ν’ ακούστε τη λαλιά».
Ο Σαχτούρης, επομένως, όταν αποκαλεί τον εαυτό του κληρονόμο πουλιών και όταν σχολιάζει πως πρέπει να ελέγξει τα αστέρια, στην πραγματικότητα κινείται σ’ ένα χώρο πολύ πιο προσωπικό και οικείο απ’ ό,τι γίνεται αρχικώς αντιληπτό. Ο ποιητής δανείζεται τον έλεγχο των αστεριών από τη ναυτική παράδοση, ενώ αποκαλώντας τον εαυτό του κληρονόμο πουλιών υποδηλώνει, όχι μόνο την ποιητική του ιδιότητα, αλλά και την καταγωγή του.
«πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω»
Ο ποιητής έχει γνωρίσει βαθιά στην ψυχή του τον πόνο απ’ όλες αυτές τις απώλειες που σημάδεψαν τα εμπόλεμα χρόνια. Η ικανότητά του να πετά ψηλότερα δε σημαίνει για κανένα λόγο πως ο ίδιος ξέφυγε αλώβητος από τη δίνη των φρικτών εκείνων γεγονότων. Έχει πληρώσει το τίμημα, έχει τραυματιστεί ψυχικά κι έχει υποφέρει σωματικά∙ εντούτοις δεν είναι διατεθειμένος να υποκύψει στις εσωτερικές του πληγές. Δεν σκοπεύει να αφήσει την οδύνη του παρελθόντος να τον εμποδίσει από τη διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος, από τη διεκδίκηση μιας καλύτερης διαβίωσης για τους συνανθρώπους του.
Πληγές, άλλωστε, έχουν όλοι οι συγκαιρινοί του, γι’ αυτό και δυσκολεύονται να αποδεχτούν όσα συνέβησαν και συνεχίζουν να βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση μεταξύ τους. Χρέος του ποιητή είναι να ελέγξει το φως των αστεριών και να αποκαταστήσει την ισορροπία ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, όχι αιτούμενος τη λησμοσύνη των γεγονότων -το παρελθόν αποτελεί πολύτιμο κομμάτι της ύπαρξης ενός λαού και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνιέται-, αλλά φροντίζοντας ώστε οι άνθρωποι να επανέλθουν στις αξίες του παρελθόντος, στον αλληλοσεβασμό και στη συγχώρεση, για να μπορέσουν έτσι να συνεχίσουν την κοινή τους πορεία.
Με δεδομένη τη λανθασμένη πορεία που ακολουθούν οι άνθρωποι∙ πορεία που τους οδηγεί στο μίσος και την εκδίκηση, ο ποιητής οφείλει ως ελεγκτής να καταστήσει και πάλι το φως των αστεριών ορατό σ’ αυτούς, ώστε να καθοδηγηθούν στο σωστό δρόμο. Η απώλεια του προσανατολισμού τους κι η εκτροπή τους σε πράξεις και σκέψεις καταστρεπτικές για την εξέλιξη αυτού του έθνους, υποδηλώνει την άμεση ανάγκη επαναφοράς των ανθρώπων σε πρότυπα και αξίες του παρελθόντος. Με το φως των αστεριών και πάλι ορατό, οι άνθρωποι θα μπορέσουν να επανακτήσουν την ελπίδα τους, θα βρουν το κουράγιο για μια νέα αρχή και θα φέρουν στη μνήμη τους τις αρχές και τις αξίες που διέτρεχαν τη ζωή τους στο παρελθόν και τους είχαν φυλάξει από τόσο οδυνηρές επιλογές. Ο ποιητής γνωρίζει πόσο σημαντικός είναι ο έλεγχος των αστεριών και αντιλαμβάνεται πως η ευθύνη αυτή είναι δική του, μιας και ως ποιητής έχει τη δυνατότητα να βλέπει τα πράγματα καθαρότερα.
Και πώς μπορεί κάθε ποιητής να γράφει; Τι είναι αυτό που τον κάνει ν’ αναζητά τη γραφή, την ποίηση, για να εκφραστεί, για να μιλήσει και να αρθρώσει λόγο, να πει τις σκέψεις του, τους πόνους και τους φόβους του; Μάλλον είναι η ίδια η ποίηση που ανοίγει για λίγο την πόρτα της σ’ εκείνους που έχουν την ευαισθησία και το βάθος, για λίγο βλέπουν μέσα στην Ποίηση κι ύστερα κλείνει ερμητικά αφήνοντας τους ν’ αναζητούν τρόπους ν’ ανοίξουν την πόρτα της. Ψάχνοντας το κλειδί, όπως μας λέει ο Γιώργης Παυλόπουλος στα «Αντικλείδια».
Τα Αντικλείδια
Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα καί προσπερνοῦνε. Ὃμως μερικοί
κάτι βλέπουν, τό μάτι τους ἁρπάζει κάτι
καί μαγεμένοι πηγαίνουνε να μποῦν.
Ἡ πόρτα τότε κλείνει. Χτυπᾶνε μά κανείς
δέν τούς ἀνοίγει. Ψάχνουνε γιά τό κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιός τό ἒχει. Ἀκόμη
καί τή ζωή τους κάποτε χαλᾶνε μάταια
γυρεύοντας τό μυστικό νά τήν ἀνοίξουν.
Φτιάχνουν ἀντικλείδια. Προσπαθοῦν.
Ἡ πόρτα δέν ἀνοίγει πιά. Δέν ἂνοιξε ποτέ
γιά ὃσους μπόρεσαν νά ἰδοῦν στό βάθος.
Ἲσως τά ποιήματα πού γράφτηκαν
ἀπό τότε πού ὑπάρχει ὁ κόσμος
εἶναι μιά ἀτέλειωτη ἀρμαθιά ἀντικλείδια
γιά ν΄ἀνοίξουμε τήν πόρτα τῆς Ποίησης.
Μά ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή.
Αγώνες κι αγωνία των ποιητών στους αιώνες ν’ ανοίξουν την κλεισμένη πόρτα. Φτιάχνουν αρμαθιές αντικλείδια, δηλαδή Ποιήματα, προσδοκώντας να βρεθεί αυτό που θα ανοίξει την κλεισμένη πόρτα. Μα κανένα δεν ταιριάζει, κανένα δεν είναι το ιδανικό, το τέλειο εκείνο ποίημα που, όπως πιστεύουν οι ποιητές, θα γίνει «κλειδί» για την πόρτα.
Υπάρχουν και οι άλλοι, αυτοί που είδαν ανοιχτή την πόρτα, πέρασαν, δεν είδαν τίποτα κι απλά προσπέρασαν χωρίς να βασανίζονται, χωρίς να αγωνιούν, γιατί απλά η ποίηση δεν έχει κάτι να τους πει. Οι ποιητές όμως είναι αυτοί που ξαγρυπνάνε και παλεύουν με τις λέξεις και την έμπνευση. Γράφουν και σβήνουν με την προσδοκία. Στην ίδια «παρέα» είναι κι ο ποιητής γι’ αυτό και λέει «για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης». Με τον λιτό του λόγο αλλά και με τα σχήματα λόγου που χρησιμοποιεί, αισθητοποιεί αφενός τη δυσκολία της γραφής ποίησης – δεν είναι ένα γεγονός απλό, επίσης κανείς δεν ορίζει τι είναι ποίηση – αφετέρου τη γοητεία που ασκεί στους ποιητές και σε όποιον ασχολείται μ’ αυτήν: «Μά ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή.»
Τα Αντικλείδια αποτελούν μια παραβολή, μια αλληγορία για το μαγικό κόσμο της ποίησης και αφηγούνται τις ανά τους αιώνες «δοκιμές για να ορισθεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος».
Εύλογα, λοιπόν, συμπεραίνει κανείς πως ειδολογικά η σύνθεση εντάσσεται στα Ποιήματα ποιητικής. Έτσι, ονομάζονται τα αναστοχαστικά ποιήματα, στα οποία οι ποιητές στρέφουν το βλέμμα τους στην ίδια τους την τέχνη, στα εκφραστικά τους μέσα και στον τρόπο με τον οποίο δομείται ο λόγος τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για προγραμματικά ποιήματα, τα οποία συνδυάζουν την καλλιτεχνική πρόθεση με την αισθητική αποτίμηση: ο ποιητής λειτουργεί ταυτόχρονα ως καλλιτέχνης και ως κριτικός. Ο Γ. Π. Σαββίδης ορίζει τα ποιήματα ποιητικής ως τα ποιήματα που έχουν άμεσα ή έμμεσα ως αντικείμενο την ποιητική πράξη ή γενικότερα την καλλιτεχνική δημιουργία, τις προϋποθέσεις της, τις ατομικές και κοινωνικές συνθήκες και τις συνέπειές της. Έτσι, ο αναγνώστης εισέρχεται στο εκάστοτε ποιητικό εργαστήρι και αφουγκράζεται τον διάλογο που ανοίγουν οι ποιητές με την ίδια την τέχνη τους. Το γεγονός αυτό τοποθετεί στο κέντρο του ενδιαφέροντος τον δημιουργό ως λειτουργό και την τέχνη του ως πράξη ευθύνης.
Ο Παυλόπουλος σε συνέντευξή του δήλωνε πως «η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο της ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης σου. Η στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία σου είναι, να μην καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας. Τα πράγματα που αγγίζουν σε βάθος, τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί να ειπωθούν μονάχα μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από θεωρίες και αφηρημένες έννοιες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο ας μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή». Όπως χαρακτηριστικά τόνιζε, «ο ποιητής δεν μπορεί να ανατρέψει τα πράγματα του κόσμου. Οι ποιητές είναι δυστυχισμένα πλάσματα που παλεύουν μέρα νύχτα να εκφράσουν το ανέκφραστο και το πιο δύσκολο. O ποιητής είναι αφοσιωμένος στη ζωή, διότι είναι πλάσμα αγάπης. Δεν μπορεί να γράψει αν δεν αγαπήσει τη Φύση, τους Συνανθρώπους του, τη Ζωή την ίδια. Τα ποιήματα δεν γράφονται με μίσος. Μπορεί να εκφράσουν το μίσος πολλές φορές, αλλά δεν γράφονται με μίσος αλλά με αγάπη και με πίστη στον άνθρωπο. Οι αποδέκτες της ποίησης μπορούν να συγκινηθούν, να μαγευτούν και να προσεγγίσουν μια Αλήθεια μέσα από έναν ποιητή».
Το ποίημα Τα αντικλείδια αποτελεί ποίημα για την ποίηση, καθώς σε αυτό ο ποιητής θέτει πολλά ερωτήματα που σχετίζονται με το ρόλο, τη θέση, το νόημα και την ουσία της ποιητικής τέχνης. Είναι ένα ποίημα, το οποίο σαφώς αναφέρεται στον ορισμό και το χαρακτήρα της ποίησης, στη θέση της τέχνης αυτής στην υλιστική εποχή μας, στις δυσκολίες που πρέπει να υπερνικήσει κάθε ποιητής, αλλά και στα στοιχεία που μαγεύουν αυτούς που προσεγγίζουν τον κόσμο της ποίησης και καταβάλλουν ατέρμονες προσπάθειες, ώστε να τον κατακτήσουν ολοκληρωτικά.
Σε συνέντευξή του, ο Παυλόπουλος υποστήριζε: «Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή ως τη στιγμή που θα κοιτάξεις μέσα και πηγαίνεις να μπεις. Την ίδια ακριβώς στιγμή η πόρτα κλείνει. Έκτοτε, αυτό που είδες και δεν είδες, αυτό που μόλις πρόφτασες να ιδείς και χάθηκε από τα μάτια σου θα σε προκαλεί για κάτι απροσδιόριστο και μαγικό. Θέλεις ν’ ανοίξεις πάλι την πόρτα, θέλεις να ξαναϊδείς, όμως κλειδί δεν υπάρχει. Πηγαίνεις λοιπόν και μαθαίνεις την τέχνη του κλειδαρά. Φτιάχνοντας αντικλείδια, ελπίζεις ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο μυστικό της πόρτας. Θα λέγαμε ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο ποιητικό σου όραμα, πως τα αντικλείδια σου είναι τα ποιήματα που φτιάχνεις, για να αποκαλύψεις κάτι που παραμένει πάντα απατηλό και φευγαλέο. Όπως μέσα στα όνειρα. Έτσι θέλω να πιστεύω για τον εαυτό μου, ότι ανήκω και στην Συντεχνία των κλειδαράδων και στην Εταιρεία των Συγγραφέων. Εν τούτοις κάποιοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι η ποίηση είναι μια πόρτα συνεχώς ανοιχτή, απ’ όπου μπορούν να μπαίνουν και να βγαίνουν άνετα. Μα αυτοί είναι οι μόνοι απ’ τους οποίους δεν κινδυνεύει να εκλείψει η τέχνη των κλειδαράδων».
Κατά τον Παυλόπουλο, η Ποίηση είναι πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης, μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Πέρα από την αισθητική απόλαυση, η ποιητική δημιουργία αναζητά την Αλήθεια. Από τη στιγμή που ο ποιητής γνώρισε έστω και με μια φευγαλέα ματιά το μαγικό κόσμο της ποίησης, η ζωή του έχει πια μόνο ένα σκοπό: την κατανόηση των μυστικών της, του «μυστηρίου» της, όπως ισχυρίζεται και ο Ελύτης. Μάλιστα, όταν αυτός ο σκοπός επιφορτιστεί από την ίδια τη φύση του ποιητή με μια ευθύνη, τότε συχνά του γονατίζει από το μόχθο ή του ματώνει ως τα μύχια, την ψυχή.2
Τέσσερις ποιητές σε διαφορετικές χρονικές στιγμές μιλούν για την Ποίηση και τους Ποιητές. Η Ποίηση ως παυσίπονο που φέρνει φάρμακα την Φαντασία και τον Λόγο, τη δημιουργικότητα δηλαδή, για να κατευνάσει τον πόνο του ποιητή, ίσως και του αναγνώστη. Ο ποιητής «πελώρια αντένα» που με την ευαισθησία του λαμβάνει όλα τα μηνύματα του καιρού του και τα «τραγουδάει», τα κάνει ποιήματα, ως «ξεχαρβαλωμένη κιθάρα». Η μοίρα των ποιητών πολλές φορές είναι το περιθώριο – τουλάχιστον ήταν εκείνη την εποχή – πόσο μάλλον για τον ίδιο τον Καρυωτάκη.
Ο ποιητής είναι το «ιερό πτηνό» του Πλάτωνα που κινείται μεταξύ Ουρανού και Γης ως «διάμεσος» μεταφέροντας μηνύματα των θεών στους ανθρώπους, δηλαδή ποιήματα. Πάλι ο χώρος του ουρανού, χώρος του ποιητή.
Τέλος, ως συμπέρασμα, όλα είναι προσπάθειες ν’ ανοίξουν την Πόρτα της Ποίησης που τους έδειξε κάτι απ’ το «είναι» της και τους μάγεψε.
Μπορούμε να κατανοήσουμε τους ποιητές καθώς αγωνία τους είναι η ποίηση και ο άνθρωπος. Ποίηση χωρίς τις ανθρώπινες αξίες, χωρίς κέντρο τον άνθρωπο δεν γίνεται. Όταν ο Παυλόπουλος μιλάει για τα Αντικλείδια έμμεσα αναφέρεται και στις ανθρώπινες αξίες, στην υπέρβαση της εγωτικής μοναξιάς, στην αλληλεγγύη, στην ομορφιά, στο φως. Σίγουρα ο τρόπος που κανείς κοιτάζει ποικίλει, όμως ο ποιητής είναι αφιερωμένος στη ζωή και στους ανθρώπους, άποψη που συναντάμε και στον Σαχτούρη.
Σήμερα, Ημέρα της Ποίησης, τιμάμε τους Ποιητές, τιμάμε τις Αξίες που εμπνέουν την Ποίηση από την εποχή του Ομήρου, τιμάμε τον Άνθρωπο, τη Φύση, το Σύμπαν.
1.http://www.artmag.gr/articles/art-thinking/item/422-kostaskaruwtakis
2.https://www.fractalart.gr/giorgis-paylopoulos/