Μεγάλη Παρασκευή
«Σαν να μονολογώ σωπαίνω»
Οδ. Ελύτης
Η Αγία και Μεγάλη Παρασκευή είναι η ημέρα του Πάθους, η ημέρα της υπέρτατης θυσίας, η ημέρα της «άκρας ταπεινώσεως» του Κυρίου.
Την ημέρα αυτή η Εκκλησία μας υπενθυμίζει τα σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τις ύβρεις, τους γέλωτας, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην και προπάντων τον Σταυρόν και τον Θάνατον, τα οποία για χάρη μας εκουσίως καταδέχτηκε να πάθει ο Κύριος.
Η μωρία του Σταυρού
« Θυμάμαι έντονα την ερώτηση ενός φίλου: «γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός; Αφού είναι Θεός θα μπορούσε να σώσει τον κόσμο με οποιονδήποτε τρόπο. Κι αν έπρεπε να πεθάνει, θα μπορούσε να πεθάνει λιγότερο επώδυνα και ατιμωτικά, τέλος πάντων, θα μπορούσε να έχει πεθάνει και από φυσικό θάνατο, ως άνθρωπος!»
Ομολογώ ότι η ερώτηση αυτή μου έφερε αμηχανία. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι, αλλά ούτε και την απάντηση γνώριζα. Είναι σκάνδαλο, «μωρία», ότι ο Χριστός εκτελέστηκε σαν κακούργος. Έτσι, όμως, ζει όχι μόνο τα κοινά και μέτρια ανθρώπινα πάθη, αλλά και τα ακραία. Φθάνει στην έσχατη ταπείνωση για να σωθούν όλοι, όχι μόνο οι αξιοπρεπείς της κοινωνίας, μα και οι φονιάδες και οι ειδεχθείς δολοφόνοι ακόμα.
Ο Χριστός δε θα μπορούσε να είναι αληθινός άνθρωπος, αν δε ζούσε την ανθρώπινη πραγματικότητα ως την έσχατή της έκπτωση. Αν είναι τραγικό δείγμα της ανθρώπινης παρακμής να υφίσταται κανείς την εσχάτη των ποινών, το θάνατο, με ατιμωτική μάλιστα εκτέλεση, σκεφθείτε τι αδικαίωτη τραγωδία είναι να θανατώνεται ένας αθώος.
Ο Χριστός υφιστάμενος το Σταυρό -καταδίκη δούλου-, σώζει και το ληστή αλλά και όλους τους αθώους, τους θανατωμένους άδικα. Κι είναι γεμάτη η ανθρώπινη ιστορία από τέτοιες μιαιφονίες.
Θα ’ταν ένας σκάρτος μεσσίας, ο Κύριός μας, αν μας έσωζε αφ’ υψηλού. Από την παρακοή των Πρωτοπλάστων και την έξοδο από τον Παράδεισο μέχρι το τέλος της Ιστορίας, η ανθρωπότητα ζει μια τραγωδία, που τόσο εύστοχα περιέγραψε το ελληνικό θέατρο. Ο Χριστός φέρνει επάνω του όλο αυτό το πάθος: την Αντιγόνη, τον Οιδίποδα, τον Ετεοκλή και τον άταφο Πολυνείκη, τον Προμηθέα, αλλά και τον Άβελ, τον Ιερεμία, τον Δανιήλ και τον Ησαΐα ακόμα και τον τελευταίο άγνωστο νεκρό του πιο ασήμαντου πολέμου.
Η έσχατη ταπείνωση, ο εμπαιγμός, ο εξευτελισμός κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η μέχρις αίματος αγωνία, είναι όχι μόνο η μεγαλύτερη δόξα του ανθρώπου Ιησού, είναι και δόξα για τον Θεό, που οικονόμησε μέσα από την άκρα ταπείνωση το μυστήριο της Σταύρωσης: «νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱός του ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ» (Ιωάν. 13, 31).
Ο Θεός δοξάσθηκε στο Σταυρό! Θεός οικειοθελώς πεθαίνει και θάβεται. Πώς να μη φυλάνε στρατιώτες έναν τέτοιο τάφο-ανατροπή της καθεστηκυίας λογικής, του καθεστώτος θανάτου;» [1]
Ακόμη, θυμόμαστε και τη σωτήρια πάνω στον σταυρό ομολογία του ευγνώμονα ληστή, που σταυρώθηκε μαζί με τον Κύριο. «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔρθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου», ομολόγησε βαθιά μετανιωμένος, την ώρα που όλοι Τον περιγελούσαν ή Τον αρνούνταν και ο Κύριος τον βεβαίωσε ότι θα ήταν σε λίγο μαζί Του πρώτος στον Παράδεισο!
Ο ληστής στον Παράδεισο
« Μας έχουν γίνει συνήθεια ίσως τούτα τα λόγια, που τα ακούμε κάθε χρόνο σα σήμερα στην Εκκλησία και δεν τα παίρνουμε τοις μετρητοίς: ο ληστής, ο φονιάς, ο κλέφτης, ο φόβος και ο τρόμος των ανυποψίαστων θυμάτων του, μπαίνει σήμερα στον Παράδεισο μαζί με τον Χριστό, τον αναμάρτητο, τον γιό του Θεού.
Κανονικά, και μόνο που το ακούμε, εμείς οι καλοβαλμένοι και οι καλοσιδερωμένοι, θα έπρεπε να τρομάζουμε, να κλειδαμπαρώνουμε σπίτια και μαγαζιά και ν’ αναρωτιόμαστε τι δουλειά έχουμε εμείς, οι καθωσπρέπει, οι πολιτισμένοι, με έναν Χριστό που σώζει αγριανθρώπους και αποβράσματα.
Ή, αλλιώτικα, θα έπρεπε να το πάρουμε απόφαση, να πετάξουμε την αστοχριστιανοσύνη μας στον κάλαθο των αχρήστων και να ακολουθήσουμε τον Χριστό, σαν εθελούσια κι εμείς αποβράσματα της κοινωνίας, «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι (Εβρ. 11, 37), μήπως και δούμε κι εμείς Παράδεισο.
Δεν τα πάνε καλά με τη βολή μας αυτές οι μέρες. Οι μαθητές, οι Απόστολοι προδίδουν, φουρκίζοντας αρνούνται, σκορπίζουν, φοβούνται και κρύβονται. Κι ο Χριστός έχει μόνο καλά λόγια για μια πόρνη κι έναν ληστή, ο όποιος, επιπλέον, είναι ο μόνος άνθρωπος στην ιστορία της ανθρωπότητας, που άκουσε από τα ίδια τα χείλη του Σωτήρα: «ἀμὴν λέγω σοί, σήμερον μετʾ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ, 23,43). Χάνουνε πάσα ιδέα, με όλα τούτα, οι σώφρονες και οι καλοβαλμένοι. Αυτός που μπήκε στα Ιεροσόλυμα σα βασιλιάς, διάλεξε για στενούς του φίλους και συνεργάτες μια ντουζίνα αγράμματους χωριάτες που, όταν είδαν τα σκούρα, το έβαλαν στα πόδια. Και σήμερα κρέμεται στο Σταυρό κι αντί να συλλογίζεται την κραυγαλέα αποτυχία του μέσα σε μόλις έξι μέρες, καλεί και τον ληστή μαζί του!
Αν προσέξουμε καλύτερα, θα δούμε ότι η ομολογία του ληστή είναι μεγαλειώδης: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»! (Λουκ. 23, 42). Οι μαθητές έχουν κρυφτεί σκεπτόμενοι ότι όλα τελείωσαν με τον υπέροχο δάσκαλό τους, που θα μπορούσε να είναι βασιλιάς, πλην όμως, τώρα ξεψυχάει ατιμωμένος. Ο ληστής είναι ο μόνος, από όσους ήτανε στα Ιεροσόλυμα εκείνη την ημέρα, που εξακολουθεί να φωνάζει, με όση δύναμη του απομένει, «ὡσαννά». ‘Έχει δίπλα του τον φτυσμένο και ετοιμοθάνατο Ιησού κι εκείνος τον αποκαλεί «Κύριε». Κι όχι μόνο αυτό, ζητά να τον πάρει στη βασιλεία του…
Υπάρχει, λοιπόν, τουλάχιστον ένας απόψε, που καταλαβαίνει τι Βασιλιάς είναι ο Χριστός, και του ζητάει εκείνο που ούτε ο Αδάμ δεν τόλμησε να ζητήσει μετά την παρακοή του. Ένας ληστής ζητάει τον Παράδεισο απ’ τον καθημαγμένο και άτιμο Χριστό, τον οποίο σέβεται ως Βασιλιά, παρότι είναι σταυρωμένος μαζί του. Πώς να μην τον έχει αυθημερόν;»[2]
Εκείνος, αφού συγχώρεσε και τους σταυρωτές Του, φρόντισε και για την Παναγία Μητέρα Του, αναθέτοντάς την στον αγαπημένο Του μαθητή, Ιωάννη, ολοκλήρωσε πια το έργο Του πάνω στη Γη: «Τετέλεσται», είπε και ο Αθάνατος καταδέχτηκε τον θάνατο, για να μας χαρίσει και το πολυτιμότερο δώρο: την ανάστασή μας και την αιώνια ζωή.
Σε μας μένει να δεχτούμε τη θυσία Του, να Τον αγαπήσουμε, να βαδίσουμε μαζί Του τον δρόμο που βάδισε Εκείνος τηρώντας τις εντολές που μας άφησε, για να φτάσουμε κι εμείς στο τέλος να απολαύσουμε τα πλούσια δώρα που μας χαρίζει η αγάπη και η θυσία Του.
Στην εκκλησία δεν γίνεται Θεία Λειτουργία. Το πρωί, στον Εσπερινό, γίνεται η Αποκαθήλωση (κατεβαίνει το σώμα του Χριστού από τον Σταυρό) και βγαίνει ο Επιτάφιος. Οι πιστοί προσκυνούν το Ευαγγέλιο πρώτα και τον Επιτάφιο. (Ο Επιτάφιος είναι ειδικό ύφασμα, πάνω στο οποίο είναι κεντημένο ή ζωγραφισμένο το άχραντο Σώμα του Χριστού και τα πρόσωπα που φρόντισαν για την Αποκαθήλωση και την Ταφή Του).
Το βράδυ γίνεται περιφορά του Επιταφίου (η κηδεία και η ταφή, σαν να λέμε, του Χριστού) και ψάλλονται τα Εγκώμια του Επιταφίου Θρήνου σε τρεις στάσεις: (« Ἡ Ζωή ἐν τάφῳ…», «Αἱ γεννεαί πᾶσαι…» , «Ἀξιον ἐστί…»). Επιστρέφοντας και μπαίνοντας στον ναό, περνούμε όλοι κάτω από τον Επιτάφιο, για να ευλογηθούμε.
Τα γεγονότα της Μεγάλης Παρασκευής
Ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο. Αυτός, αφού Τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους και αφού ομολόγησε δυο φορές ότι ο Ιησούς είναι αθώος, έπειτα, για να ευχαριστηθούν οι Ιουδαίοι, τον καταδικάζει σε θάνατο, αφού τον μαστίγωσε σαν δραπέτη δούλο τον Δεσπότη των όλων, Τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.
Από ’κει και πέρα ο Ιησούς, αφού παραδόθηκε στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σαν σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Μετά, φορώντας πάλι τα ρούχα του και βαστάζοντας το Σταυρό, πηγαίνει προς τον Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης και εκεί, γύρω στην Τρίτη ώρα της ημέρας, σταυρώνεται μεταξύ δυο ληστών, βλασφημείται από αυτούς που είχαν πάει στον Γολγοθά μαζί του, μυκτηρίζεται από τους αρχιερείς, ποτίζεται από τους στρατιώτες με ξύδι ανακατεμένο με χολή. Γύρω στην ενάτη ώρα, αφού βγάζει πρώτα φωνή μεγάλη, και λέει: «Τετέλεσται», εκπνέει «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», την ώρα κατά την οποία σφάζονταν, σύμφωνα με τον νόμο, ο πασχαλινός αμνός, ο οποίος καθιερώθηκε ως έθιμο στους Ιουδαίους, προτυπώνοντας τον Εσταυρωμένο Χριστό, πρίν από 1043 χρόνια.
Το δεσποτικό αυτό θάνατο και η άψυχη κτίση, πενθώντας, τον τρέμει και αλλοιώνεται από το φόβο αλλά ο Δημιουργός της κτίσεως ακόμα και όταν είναι νεκρός, λογχίζεται την ακήρατη πλευρά Του και ρέει απ’ αυτή αίμα και νερό. Τέλος, κατά τη δύση του ηλίου, έρχεται ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος μαζί με αυτόν, και οι δυο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθηλώνουν από το Σταυρό το πανάγιο του διδασκάλου σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και αφού το βάζουν σε καινούργιο τάφο, κυλούν στο στόμιο του μεγάλο λίθο. Αυτά τα φρικτά και σωτήρια πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού επιτελούμε σήμερα και εις ανάμνηση αυτών παραλάβαμε από αποστολική διαταγή, τη νηστεία της Μ. Παρασκευής.
Κατά την παράδοση, ο σεισμός που έγινε την ώρα που ο Χριστός παρέδιδε το πνεύμα Του έγινε αντιληπτός σε όλη τη γη και στην Αθήνα. Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης βιώνοντας αυτή την αναταραχή της φύσης φέρεται να είπε «ει το παν απόλλυται ει Θεός πάσχει».
Επτά λόγοι του Χριστού από το Σταυρό
« Από τον σταυρό ο Χριστός είπε επτά λόγους μεγάλης σημασίας και αξίας:
α) «Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Δικαιολογεί ο Σταυρωμένος τους σταυρωτές Του. Δεν κακιώνει μαζί τους ούτε αυτή την ώρα του φρικτού μαρτυρίου Του. Ο πόνος ήταν βαθύς και μεγάλος. Πρόκειται για λόγο άφθαστου μεγαλείου. Μόνο ένας Θεός μπορούσε να τον πει. Η μεγαλειώδης ανεξικακία απέναντι στην αδικαιολόγητη ανθρώπινη θρασύτητα, αυθάδεια, κακία και μοχθηρία. Η μεγαλόστομη κι ανυπέρβλητη αγάπη της συγχωρητικότητας μπροστά στη βαρβαρότητα της πώρωσης. Η σταυρωμένη αγάπη αντίκρυ στον επηρμένο φθόνο. Λόγια με πνεύμα και αίμα μέσα από την άφατη οδύνη, που τα έλεγε πριν, αλλά τα λέγει και τώρα από το ύψος του σταυρού· αγάπη προς δόλους και προς τους εχθρούς, ακόμη και τους σταυρωτές, ορισμένοι από τους οποίους αργότερα θα μετανοήσουν.
β) «Αμήν, λέγω σοι. σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω». Ο αναμάρτητος Χριστός σταυρώθηκε ανάμεσα σε δύο αμαρτωλούς, σε δύο ληστές. Ό,τι έβλεπε κι άκουγε ο ένας, έβλεπε κι άκουγε κι ο άλλος. Ληστές κι οι δύο, σταυρωμένοι κι οι δύο. Ο ένας προκαλεί, βλασφημεί, ειρωνεύεται, αυθαδιάζει. Ο άλλος κάμπτεται, λυγίζει, επανορθώνει, παρακαλεί, μετανοεί. Σαν να εκπροσωπούν οι δύο συσταυρούμενοι τη σύμπασα ανθρωπότητα, τους αμετανόητους και τους μετανοημένους. Ο λόγος του Χριστού στον εκ δεξιών Του ληστή είναι λίαν παραμυθητικός για όλους τους αμαρτωλούς. Ας μην απογοητεύεται κανένας πια. Η φράση αυτή χαρίζει φτερά, κουράγια, ελπίδες σε όλους τους πολλούς αμαρτωλούς. Με πολύ λίγα λόγια αυτός ο ληστής φανέρωσε την ειλικρινή του μετάνοια, παραδέ-χθηκε την αμαρτωλότητά του απροφάσιστα, θέλησε να διορθώσει ταπεινά και τον συναμαρτωλό του, έστω την τελευταία αυτή ώρα, ομολόγησε τον Χριστό αναμάρτητο, Τον παρακάλεσε να τον δεχθεί στην ουράνια βασιλεία Του. Με τη γεύση του καρπού του δένδρου της γνώσεως καλού και κακού, του ξύλου εκείνου, έκλεισε ο παράδεισος για τον πρώτο Αδάμ. Με το ξύλο του σταυρού άνοιξε ο παράδεισος και πρώτος του οικήτορας έγινε ένας μετανοημένος ληστής. Πόση ενίσχυση λαβαίνουν τώρα όλοι οι αμαρτωλοί.
γ) Προς την Παναγία: «Γύναι, ιδού ο υιός σου». Και προς τον Ιωάννη: «ιδού η μήτηρ σου». Καταπληκτική, κατανυκτική και συγκινητική η στιγμή. Την ώρα του άφατου πόνου, παραμένει ατάραχος, δεν λησμονεί τη μητέρα Του, την Παναγία, την πάνω απ’ όλες τις αγίες, τη σεμνότερη, καθαρότερη, ταπεινότερη γυναίκα όλου του κόσμου, όλων των εποχών. Εκείνη που Του δάνεισε τη σάρκα και το αίμα της, Τον μεγάλωσε και Τον φρόντισε. Δεν την αφήνει μόνη, απροστάτευτη, έρημη. Της δίνει νέο υιό. Έναν εξαίρετο κι αγαπημένο μαθητή του, που τού λέει κι αυτού πως από τώρα έχει νέα μάνα, που τη συνοδεύει και τη φροντίζει έως της μακάριας κοιμήσεως και μεταστάσεώς της. Γίνεται αδελφόθεος. Αδελφόθεοι γινόμαστε και μείς παραμένοντας στη σκιά του Εσταυρωμένου.
δ) «Θεέ μου. Θεέ μου ίνα τί με εγκατέλειπες;». Μερικοί θεώρησαν τον εκ βαθέων αυτό λόγο ως πικρό γογγυσμό και ως απελπιστική ικεσία. Πρόκειται για λόγο που περιέχει άμετρο βάθος θεολογίας. Ο σταυρωμένος Χριστός γίνεται την ώρα εκείνη ο «επικατάρατος κρεμάμενος επί ξύλου», η «κατάρα» για μας κατά τον θείο Παύλο. Ο Σταυρωθείς σηκώνει τις αμαρτίες όλου του κόσμου, του τότε, του πριν και του μετά, όλων των αιώνων, όλων των ανθρώπων. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, μιλά για μας τους εγκαταλελειμμένους και παραθεωρημένους, που ο Θεός μάς προσέλαβε. Ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, κατά τον άριστο βιογράφο του Γέροντα Σωφρόνιο, όταν έχασε τη χάρη, αισθάνθηκε τη θεοεγκατάλειψη, τον πόνο του Αδάμ έξω του παραδείσου, τον πόνο του σταυρού, την απουσία της θεοκοινωνίας.
ε) «Διψώ». Τα προηγηθέντα μαρτύρια, η άρση του σταυρού, η κοπιώδης ανάβαση στον Γολγοθά, η αγωνία του θανάτου, η οδύνη της σταυρώσεως, έφερε τη δίψα. Τον ξεδιψούν με ξύδι και χολή, πικρό κι απαίσιο κράμα. Πρόκειται για την ύψιστη έξαρση της ανθρώπινης αναξιοπρέπειας, αχαριστίας, αναισχυντίας κι ασέβειας. Ζητά νερό και του δίνουν ξύδι. Ορισμένοι ωραία θέλησαν να ερμηνεύσουν μεταφορικά το ρήμα αυτό λέγοντας πως διψούσε για τη σωτηρία των σταυρωτών Του, το είδαμε στον πρώτο Του λόγο να τους δικαιολογεί και να ζητά από τον ουράνιο πατέρα Του να τους συγχωρέσει. Λέγουν πως διψούσε για την εξάπλωση του ευαγγελίου σε όλη την οικουμένη, για την επικράτηση της ειρήνης, της αγάπης, της αλήθειας και της ελευθερίας.
στ) «Τετέλεσται». Μια εύκολη ερμηνεία της λέξης αυτής θα σήμαινε ότι όλα πια τέλειωσαν. Στέρεψαν επιτέλους τα μαρτύρια Του. Τί άλλο μαρτύριο θα μπορούσαν ακόμη να σκεφθούν; Λέγοντας αυτό δεν αισθανόταν ανθρώπινη ανακούφιση, Το «τετέλεσται» σημαίνει την ολοκλήρωση του απολυτρωτικού έργου Του. Ο δαίμονας είχε κατατροπωθεί. Το πανάχραντο αίμα Του μας είχε εξαγοράσει από την κατάρα του νόμου. Το προφητικό κήρυγμα είχε πλήρως εκπληρωθεί. Οι πύλες του παραδείσου ήταν ορθάνοιχτες για όλους τους μετανοημένους, με πρώτο οίκητορα τον μετανοημένο ληστή.
ζ) «Πάτερ εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου». Παραδίδει τον εαυτό Του στον Θεό Πατέρα. Πεθαίνει σωματικά ως άνθρωπος, όχι μοναχά γιατί το θέλησαν οι εχθροί Του, αλλά και γιατί το ήθελε ο ίδιος.
Αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο έγκλημα των ανθρώπων όλων των αιώνων είναι η σταύρωση του Χριστού, που έγινε όμως πηγή αγιασμού, σωτηρίας και λυτρώσεως. Δεν μπορούμε να μεταβούμε στο φως, τη χαρά και τη δόξα της Κυριακής του Πάσχα, αν απαραίτητα δεν διέλθουμε από τον λόφο της Μ. Παρασκευής, δεν αναπνεύσουμε το κλίμα που επικρατεί εκεί, δεν σκιασθούμε στον σταυρό, δεν προσκυνήσουμε ταπεινά, δεν προσλάβουμε γνήσιο ασκητικομαρτυρικό φρόνημα, δεν σταυρώσουμε πάθη κι επιθυμίες. Η μωρία, η αισχύνη, η ατίμωση, η ήττα του σταυρού, γίνεται για τους πιστούς καύχηση, τιμή, δόξα, νίκη. Το νεκρό ξύλο γίνεται ζωοπάροχο. Το σύμβολο του χριστιανισμού είναι ο απλός, λιτός, απέρριτος, μαρτυρικός σταυρός. Η Ορθοδοξία είναι σταυρωμένη, ταπεινή, αμόλυντη, αρυτίδωτη. Κόσμημα, έμβλημα, τρόπαιο της Εκκλησίας ο σταυρός. Αυτός είναι ο πλούτος της, το κάλλος της, η δύναμη της, η επιρροή της, η έμπνευσή της. Σταυρώσιμη η Εκκλησία, σταυροφόροι οι χριστιανοί. Στον σταυρό μετρούμεθα, ζυγιαζόμαστε, οριοθετούμεθα. καθρεφτιζόμαστε, καυχόμαστε με τον πρωτοκορυφαίο Παύλο. Ο ευλογημένος σταυρός του Χριστού διδάσκει, φρονηματίζει, χαριτώνει, ενισχύει, φυλάγει, παραμυθεί.» [3]
Είναι παράδοξο αλλά έχουμε ένα Θεό που υπάκουσε και δέχτηκε να πεθάνει, ένα Θεό που είναι νεκρός και μαζί Του πρέπει να πεθάνουμε κι εμείς βιώνοντας το Πάθος Του γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να φτάσουμε μαζί Του στο τέρμα που είναι η Ανάσταση!
Στον Πρόλογο του «Τελευταίου Πειρασμού» ο Καζαντζάκης γράφει κάτι εξαιρετικά αληθινό. «Είπε “Τετέλεσται” κι ήταν σα να ‘λεγε όλα τώρα αρχίζουν». Δεν αρχίζει, βέβαια, η σωτηρία του ανθρώπου εκείνη τη στιγμή, αλλά αρχίζει το μεγάλο πανηγύρι της Ανάστασης! Ο διάβολος, λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας, έκανε μεγάλη μάχη προκειμένου να επιτύχει την σταύρωση του Χριστού. Πίστευε πως έτσι θα νικήσει τον Θεό! Δεν γνώριζε όμως το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου! Πώς θα μπορούσε άραγε, ο πατήρ του εγωισμού, να κατανοήσει μια πράξη εσχάτης ταπείνωσης και άκρας αγάπης με την οποία ο παντοδύναμος Θεός, ο Υιός και Λόγος εδώ, το δεύτερο Πρόσωπο της Τριάδας, δέχεται να θυσιαστεί, να πεθάνει για τη σωτηρία του ανθρώπου; Πώς θα μπορούσε να δεχτεί ότι αυτός ο θάνατος είναι μια πράξη εκούσια που θα οδηγήσει σε θρίαμβο όχι τον Θεό, αλλά τον ταπεινωμένο, τον διωγμένο και εξόριστο από τον Παράδεισο άνθρωπο; Ένας θάνατος που θα άνοιγε οριστικά την πόρτα για την Ουράνια βασιλεία!
Δεν υπάρχει κάτι λιγότερο από ευγνωμοσύνη που θα έπρεπε να νιώθουμε για τον Χριστό, για τον Θεό. Να νιώθουμε αγάπη και απόλυτη εμπιστοσύνη στον μόνο που απέδειξε ότι μας αγαπά έως θανάτου. Συνήθως τα σκεφτόμαστε τέτοιες μέρες και τις υπόλοιπες του χρόνου χανόμαστε στην καθημερινότητα. Εκείνος όμως μας καλεί συνεχώς να συμμετέχουμε και στο Πάθος και στην Ταφή και στην Ανάσταση!
Σημειώσεις
[1] Μπλάθρας Κωνσταντίνος, Δέκα σκαλιά για την Ανάσταση, 1η έκδ., Αθήνα, Μαΐστρος, 2008.
[2] Μπλάθρας Κωνσταντίνος, Δέκα σκαλιά για την Ανάσταση, 1η έκδ., Αθήνα, Μαΐστρος, 2008.
[3] Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Η εύλαλη σιωπή», εκδ. Εν πλω, σ. 213-219