7 Φεβρουαρίου1914
Ρώμη, ξενοδοχείο «Διεθνές»
Εξοργίζομαι κάθε φορά, όταν αναγκάζομαι να παίρνω την βέργα του αστυνομικού και να επιβάλλω την τάξη μέσα στο κεφάλι Μου: Τα γεγονότα δεξιά! Οι σκέψεις αριστερά ! Η διάθεση πίσω ! – Tόπο στην αυτής μεγαλειότητα την Συνείδηση, η οποία ακόμα περπατάει με πατερίτσες. Αλλά απαγορεύεται -διαφορετικά ανταρσία, φασαρία, ακαταστασία και χάος. Οπότε – στην τάξη, γεγονότα και πάγωμα των σκέψεων. Ξεκινάω.
Νύχτα. Σκοτάδι. Ο αέρας είναι φιλικός και γλυκός, και μυρίζει κάτι. Ο Τοππί το απολαμβάνει και λέει πως αυτή είναι η Ιταλία. Το ορμητικό τρένο μας φθάνει ήδη στην Ρώμη, εμείς , πανευτυχείς σε μαλακά καθίσματα, όταν – όλα καταρρέουν! Και όλα πάνε στο διάβολο : το τρένο τρελάθηκε και αναποδογύρισε. Παραδέχομαι χωρίς ντροπή,- δεν είμαι γενναίος!-ότι με κατέλαβε τρόμος και σχεδόν αμνησία. Τα φώτα έσβησαν, όταν με δυσκολία κατάφερα να βγω από μια σκοτεινή γωνιά, όπου είχα πεταχτεί, ξέχασα εντελώς, που είναι η έξοδος. Παντού εμπόδια, γωνίες, κάτι γυρίζει, χτυπιέται, έρχεται κατά πάνω μου, και όλα αυτά στο σκοτάδι. Έξαφνα αισθάνομαι κάτω από τα πόδια μου ένα πτώμα, έπεσα πάνω του. Αργότερα είδα ότι ήταν ο λακές μου, ο Τζώρτζ, σκοτωμένος, στον τόπο. Έβαλα τις φωνές, και εδώ, ο δικός Μου, άτρωτος Τοππί με έσωσε. Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε σε ανοιχτό παράθυρο, αφού και οι δύο έξοδοι είχαν καταστραφεί και κλειστεί με συντρίμμια. Πήδηξα έξω, αλλά ο Τοππί μάλλον αποκλείστηκε εκεί. Τα γόνατά μου έτρεμαν, η ανάσα μου έβγαινε με βογγητό, αλλά δεν τον έβλεπα και άρχισα να φωνάζω.
Ξαφνικά, εμφανίστηκε στο παράθυρο:
Τι φωνάζετε; Ψάχνω τα καπέλα μας και την τσάντα σας.
Και πράγματι: Σε λίγο μου έδωσε το καπέλο, και μετά την τσάντα και μετά βγήκε και ο ίδιος με καπέλο και τσάντα. Μ’ έπιασαν τα γέλια και του φώναξα:
Έ ! Ξέχασες την ομπρέλα !
Αυτός ο γέρο Καραγκιόζης δεν καταλάβαινε από χιούμορ και απάντησε σοβαρά:
Δεν ψάχνω για ομπρέλα. Ξέρετε ο Τζώρτζ σκοτώθηκε και ο μάγειρας επίσης.
Ώστε αυτό το πτώμα, που δεν αισθανόταν ότι πατάνε επάνω του ,ήταν ο Τζώρτζ ! Με κατέλαβε πάλι τρόμος και ξαφνικά άκουσα βογγητά, τρομαχτικές μορφές, ουρλιαχτά, κραυγές, όλες οι φωνές που βγάζει ο παλληκαράς όταν τον τσακίζουν: Πριν απ’ αυτό ήμουν κουφός και δεν άκουγα τίποτα. Τα βαγόνια κάηκαν, φωτιά και καπνός, οι τραυματισμένοι φώναζαν, και, γρήγορα, πριν φτάσει το καμίνι, έτρεξα στο χωράφι. Αυτό ήταν καλπασμός !
Ευτυχώς οι κατηφορικοί λόφοι της ρωμαϊκής εξοχής είναι βολικοί για τέτοιο σπορ, και Εγώ, αποδείχθηκα δρομέας, όχι από τους τελευταίους. Όταν, λαχανιασμένος, κατέληξα σε κάποιο λοφάκι, δεν φαινόταν τίποτα, δεν ακουγόταν τίποτα, και μόνο μακριά πίσω, έλιωνε ο Τοππί. Μα τι φρικτό πράγμα ήταν αυτό! Η καρδιά μου είχε φτάσει στο στόμα μου, έτσι που μπορούσα να την φτύσω. Μορφάζοντας από την δύσπνοια, έπεσα στο χώμα- ήταν δροσερό, σκληρό και ήρεμο και Μου άρεσε, σαν να Μου έφερε πίσω την ανάσα Μου και την καρδιά Μου στη θέση της, αισθάνθηκα καλύτερα. Και τα αστέρια ψηλά ήταν ήρεμα … Από τι να ανησυχήσουν; Όλα αυτά δεν τα αφορούν. Λάμπουν και γιορτάζουν, στην αιώνια γιορτή τους. Κι σ’ αυτόν τον φωτεινό χορό, η γη, ντυμένη στο σκοτάδι, Μου φάνηκε γοητευτική και άγνωστη με μαύρη μάσκα.(Βρίσκω όχι άστοχη αυτή την έκφραση, και εσένα, αναγνώστη, πρέπει να σε ικανοποιεί: Το στυλ και ο τρόπος Μου είναι προσεγμένα).
Φίλησα τον Τοππί στο μέτωπο-στο μέτωπο φιλάω όσους αγαπώ,- και είπα:
Tοππί, εξανθρωπίσθηκες πολύ καλά. Σε σέβομαι. Αλλά τι θα κάνουμε παρακάτω; Αυτή η λάμψη είναι η Ρώμη; Είναι μακριά !
Nαι, η Ρώμη- επιβεβαίωσε ο Τοππί και σήκωσε το χέρι του. Ακούτε συριγμούς!
Από κει έφθαναν μακρόσυρτοι και με βογγητά συριγμοί ατμομηχανής. Ήταν ανήσυχοι.
Συριγμοί,- είπα εγώ χαμογελώντας.
Συριγμοί ! επανέλαβε ο Τοππί, ψευτοχαμογελώντας,-δεν ξέρει να χαμογελάει.
Αλλά ξανά αισθάνθηκα άσχημα. Το σύγκρυο, η παράξενη θλίψη, η ανατριχίλα στην άκρη της γλώσσας. Με θόλωνε το πτώμα που είχα πατήσει με τα πόδια μου, και γύρευα να τιναχτώ σαν βρεγμένος σκύλος. Κατάλαβέ Με, ήταν η πρώτη φορά, που είδα και αισθάνθηκα το πτώμα σου, αγαπητέ μου αναγνώστη, και συμπάθα Με, δεν μου άρεσε. Γιατί δεν αντιστάθηκε όταν πάτησα με το πόδι μου το πρόσωπό του; Ο Τζώρτζ είχε νέο, όμορφο πρόσωπο, ήταν και αξιοπρεπής. Σκέψου, να σε πατάει στο πρόσωπο βαρύ πόδι, -θα σωπαίνεις;
Στην τάξη λοιπόν ! Στην Ρώμη δεν φθάσαμε ακόμα, και ξεκινήσαμε να ψάχνουμε κατάλυμα κάπου κοντά. Περπατήσαμε πολύ. Κουραστήκαμε. Διψούσαμε-αχ, πως διψούσαμε! Και τώρα, επίτρεψέ Μου, να σου παρουσιάσω τον καινούργιο φίλο Μου, τον κύριο Θωμά Μάγκνους και την υπέροχη κόρη του, Μαρία.
Στην αρχή ήταν μια μικρή φωτίτσα που καλούσε τον «κουρασμένο ταξιδιώτη». Εκεί κοντά υπήρχε ένα μικρό σπιτάκι με άσπρους τοίχους, που μόλις διαγραφόταν μέσα σε δάσος από ψηλά κυπαρίσσια και άλλα δέντρα. Υπήρχε μόνο ένα παράθυρο φωτισμένο, τα υπόλοιπα ήταν με κλειστά παραθυρόφυλλα. Πέτρινη μάντρα, σιδερένια αλυσίδα, γερές πόρτες. Και -σιωπή. Από πρώτη ματιά υπήρχε κάτι ύποπτο. Ο Τοππί χτύπησε- σιωπή. Χτύπησα κι Εγώ επίμονα-σιωπή. Εν τέλει, μια αυστηρή φωνή πίσω απ’ τη σιδερένια πόρτα, ρώτησε: Ποιος είναι; Τι θέλετε ;
Με στεγνωμένη γλώσσα που μόλις σάλευε, ο θαρραλέος Τοππί Μου, του εξιστόρησε για την καταστροφή και την τρεχάλα μας, είπε πολλά,-και τότε έτριξε η σιδερένια κλειδαριά και άνοιξε η πόρτα. Ακολουθώντας τον αυστηρό άγνωστο, μπήκαμε στο σπίτι, περάσαμε από μερικά σκοτεινά και σιωπηλά δωμάτια, ανεβήκαμε μια σκάλα που έτριζε, και μπήκαμε σε έναν φωτισμένο χώρο, μάλλον τον χώρο εργασίας του νοικοκύρη. Είχε φως, πολλά βιβλία και ένα ανοιγμένο πάνω στο τραπέζι, κάτω από μια λάμπα με πράσινο αμπαζούρ. Είδαμε το φως της στο πάτωμα. Εμένα όμως, με εντυπωσίασε η απόλυτη ησυχία στο σπίτι. Αν και ήταν αρκετά νωρίς, δεν ακουγόταν θρόισμα, ούτε φωνή ούτε ήχος.
-Καθίστε.
Καθίσαμε λοιπόν και ο Τοππί αποκαμωμένος, άρχισε πάλι την εξιστόρηση, αλλά ο παράξενος ιδιοκτήτης τον διέκοψε αδιάφορα :
-Ναι, καταστροφή. Συμβαίνουν συχνά στους δρόμους μας. Πολλά τα θύματα;
Ο Τοππί… και ο νοικοκύρης , μισακούγοντας τον, έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα πιστόλι και το έκρυψε στο τραπέζι, εξηγώντας τσαπατσούλικα :
Εδώ, δεν είναι πολύ ήσυχη άκρη. Λοιπόν, καλώς ορίσατε, μπορείτε να μείνετε εδώ.
Σήκωσε για πρώτη φορά τα σκοτεινά, δίχως λάμψη, μεγάλα, σκυθρωπά μάτια του και προσεχτικά, σαν παράξενο έκθεμα σε μουσείο, μας κοίταξε, Εμένα και τον Τοππί. Αυτό το βλέμμα ήταν θρασύ και απρεπές, και Εγώ σηκώθηκα απ’ τη θέση μου.
-Φοβάμαι ότι εδώ περισσεύουμε, κύριε, και …
Αλλά εκείνος, με μια αστεία χειρονομία Με σταμάτησε.
Άκυρο ! Μείνετε. Τώρα θα σας προσφέρω κρασί και κάτι να φάτε. Η υπηρέτρια έρχεται μόνο το πρωί, οπότε θα σας περιποιηθώ μόνος. Φρεσκαριστείτε, το μπάνιο είναι πίσω από την πόρτα, μέχρι να φέρω το κρασί. Μην ντρέπεστε.
Όσο πίναμε και τρώγαμε,- η αλήθεια είναι με λαιμαργία, αυτός ο ψυχρός οικοδεσπότης διάβαζε το βιβλίο του, με τέτοια όψη, σαν να μην υπήρχε κανείς στο δωμάτιο και σαν να μην ήταν ο Τοππί που μασούσε με θόρυβο, αλλά σκύλος που μασουλούσε κόκκαλο. Εδώ, τον παρατήρησα καλά. Ψηλός, περίπου στο ανάστημα και στον τύπο Μου, πρόσωπο χλωμό και σαν κουρασμένο, μαύρη γενειάδα σαν του ληστή. Αλλά, μεγάλο και έξυπνο μέτωπο και μύτη…πως να το πω; Να πάλι ψάχνω παρομοιώσεις ! – Μύτη σαν ολόκληρο βιβλίο μεγάλης, τρομερής, ασυνήθιστης, κρυφής ζωής.
Σημείωμα
O Λεονίντ Αντρέγιεφ είναι ένας από τους πιο διάσημους, αλλά και λιγότερο διαβασμένους συγγραφείς των αρχών του 20ου αιώνα.
Το ημερολόγιο του Σατανά είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο με την μορφή ημερολογιακών σημειώσεων. Ο διάβολος κατεβαίνει στη γη για να γνωρίσει τους ανθρώπους και τον κόσμο τους. Για να πετύχει τον σκοπό αυτό γίνεται άνθρωπος!
Μπαίνει μέσα σε ένα ανθρώπινο σώμα. Αυτό το παιχνίδι του Σατανά, καταλήγει φάρσα. Ο Σατανάς γελοιοποιείται. Αποδεικνύεται ότι οι δαίμονες του Άδη, βασιλεύουν και στον κόσμο των ανθρώπων.
Σκοτεινό χιούμορ και φιλοσοφικές σκέψεις διαπερνούν όλο το έργο, κάτι που το το κάνει εξαιρετικά ζωντανό και διαχρονικά επίκαιρο.
Βιογραφικό