You are currently viewing Λεονίντ Αντρέγιεφ: Το Ημερολόγιο του Σατανά (απόσπασμα). Μτφρ.: Λίζα Διονυσιάδου.

Λεονίντ Αντρέγιεφ: Το Ημερολόγιο του Σατανά (απόσπασμα). Μτφρ.: Λίζα Διονυσιάδου.

                                                             18 Ιανουαρίου 1914

                                            Πάνω στο πλοίο «Ατλαντικός»

Πάνε δέκα μέρες ακριβώς που πήρα ανθρώπινη μορφή και ζω σαν άνθρωπος. Η μοναξιά μου είναι ατέλειωτη. Δεν έχω ανάγκη από φίλους, θέλω να μιλάω για τον εαυτό μου, αλλά δεν έχω με ποιον. Δεν αρκούν οι σκέψεις, δεν είναι ξεκάθαρες, συγκεκριμένες και σαφείς. Δεν μπορώ να τις εκφράσω με λέξεις: πρέπει να τις βάλω στη σειρά, σαν στρατιώτες ή σαν τηλεγραφικούς στύλους, να τις απλώσω σαν σιδηροδρομική γραμμή, να γεφυρώσω ποτάμια και δρόμους, να χτίσω αναχώματα, στροφές, με στάσεις σε γνωστά σημεία – και μόνο τότε ξεκαθαρίζουν όλα. Αυτόν τον μηχανικό δρόμο του κάτεργου, τον ονομάζουν λογική και τον θεωρούν αναγκαίο και επακόλουθο για όσους θεωρούν έξυπνους. Για τους υπόλοιπους δεν είναι υποχρεωτικός. Μπορούν να περιπλανώνται όσο τους κάνει κέφι.

Δύσκολη δουλειά, αργή και αντιπαθητική για όποιον έχει συνηθίσει στη μοναξιά…δεν ξέρω πως να το πω, – με μια ανάσα να τα συλλαμβάνεις όλα και με μια ανάσα να τα εκφράζεις.

Με το δίκιο τους έχουν σε μεγάλη υπόληψη τους διανοητές, και αυτοί οι δύστυχοι διανοητές, αν είναι ειλικρινείς και δίχως απατεωνιές στην οικοδόμηση, όπως οι συνηθισμένοι μηχανικοί, δεν καταλήγουν άδικα στο τρελάδικο. Εγώ, είμαι μόνο μερικές μέρες στη γη και ήδη, όχι μόνο μια φορά, διέκρινα τους κίτρινους τοίχους του και την πόρτα του να με χαιρετάει μισάνοιχτη.

Ναι, είναι εξαιρετικά δύσκολο και σου σπάει τα νεύρα, (καλό κι αυτό). Να τώρα- για να εκφράσω μια μικρή συνηθισμένη σκέψη, είμαι υποχρεωμένος να καταστρέψω τόσο υπέροχο χαρτί, εξ αιτίας της αναζήτησης λέξεων και λογικής. Και τι θα χρειασθεί για να εκφρασθεί κάτι μεγάλο και συγκλονιστικό;  Θα σου το πω – για να μην ανοίγεις έτσι το περίεργο στόμα σου, γήινε αναγνώστη μου – αυτό το συγκλονιστικό, στη γλώσσα της μουρμούρας σου δεν εκφράζεται. Αν δεν Με πιστεύεις, πετάξου ως το κοντινότερο τρελάδικο και άκου τους:  όλοι αυτοί κάτι κατέχουν και θέλουν να το εκφράσουν…και εσύ ακούς μόνο τριγμούς και  συριγμούς  ξεχαρβαλωμένων ατμομηχανών, βλέπεις πόσο πασχίζουν  να συγκρατήσουν ήρεμα τα χαρακτηριστικά στα εμβρόντητα από κατάπληξη πρόσωπά τους;

Το βλέπω, είσαι έτοιμος να με βομβαρδίσεις με ερωτήσεις, αφότου έμαθες ότι είμαι ο Σατανάς με ανθρώπινη μορφή: Σίγουρα έχει μεγάλο ενδιαφέρον! Από που είμαι; Τι κανόνες έχουμε στον Άδη; Υπάρχει Αθανασία και ποιες είναι οι τιμές στην πέτρινη γωνιά, στο τελευταίο χρηματιστήριο του Άδη; Δυστυχώς, αγαπητέ μου αναγνώστη, όσο και αν το θέλω, αν υποθέσουμε ότι το θέλω, δεν είμαι σε θέση να ικανοποιήσω την δίκαιη απορία σου. Θα μπορούσα να σκαρώσω μια από κείνες τις αστείες ιστορίες για μαλλιαρούς διαβόλους με κέρατα, τόσο αγαπητούς στην φτωχή σου φαντασία, αλλά απ’ αυτές έχεις αρκετές, και δεν θέλω να σε κοροϊδέψω τόσο χοντροκομμένα και ρηχά. Θα σε κοροϊδέψω κάπου αλλού, εκεί που δεν το περιμένεις, και αυτό θα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και για τους δυο μας.

Και την αλήθεια- πως να την πω, όταν ακόμη και το Όνομά μου δεν μπορείς να προφέρεις στην γλώσσα σου; Με ονόμασες Σατανά και δέχτηκα αυτή την ονομασία, όπως δέχτηκα και κάθε άλλη: Έστω, είμαι ο Σατανάς. Όμως, το πραγματικό μου όνομα ηχεί εντελώς διαφορετικά, εντελώς διαφορετικά! Το όνομά μου έχει παράξενο ήχο και δεν μπορώ να το χώσω στο στενό  αυτί σου, δίχως να το ξεσχίσω μαζί με το μυαλό σου: ας είμαι λοιπόν -Σατανάς και μόνο.

Αλλά γι’ αυτό εσύ είσαι υπεύθυνος, φίλε μου. Πώς δεν το καταλαβαίνεις; Η σκέψη σου μοιάζει με φτωχικό ντορβά με μπαγιάτικο ψωμί , και εδώ χρειάζονται κι άλλα πέρα απ’ το ψωμί. Δυο πράγματα μόνο καταλαβαίνεις από την ύπαρξη. Ζωή και θάνατο- πώς να σου εξηγήσω το τρίτο; Όλη σου η ύπαρξη είναι μια σαχλαμάρα, μόνο και μόνο επειδή δεν αντιλαμβάνεσαι αυτό το τρίτο και πώς να στο δώσω να το πιάσεις; Αφού και εγώ είμαι άνθρωπος σαν και σένα, με τα δικά σου μυαλά στο κεφάλι μου και τις δικές σου τετράγωνες λέξεις να χτυπιούνται με τις γωνίες τους μέσα στο στόμα μου, και δεν μπορώ να σου μιλήσω για το Εξαιρετικό ;

Αν σου πω πως δεν υπάρχουν διάβολοι, θα σε κοροϊδέψω. Αλλά και αν σου πω πως υπάρχουν, πάλι θα σε κοροϊδέψω… Βλέπεις φίλε μου πόσο δύσκολο είναι, τι παράνοια! Ακόμα και με την ανθρώπινη μορφή που άρχισε η γήινη ζωή μου εδώ και δέκα μέρες, ελάχιστα κατανοητά μπορώ να σου πω. Πρώτα απ’ όλα, ξέχνα τους αγαπημένους σου μαλλιαρούς, με κέρατα και φτερά διαβόλους που ξεφυσάνε φωτιές, μεταμορφώνουν σε χρυσάφι τα πήλινα συντρίμμια και τους γέροντες σε γοητευτικούς νεαρούς, και, αφού το κάνουν αυτό και ξεστομίσουν πολλές βλακείες, ακαριαία γκρεμίζονται μέσα από τη σκηνή- και θυμήσου:  όταν θέλουμε να βρεθούμε στη γη σου, πρέπει να εξανθρωπισθούμε. Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα το μάθεις μετά θάνατον, προς το παρόν θυμήσου : Τώρα, είμαι άνθρωπος, όπως εσύ, δεν βρωμάω τραγίλα, αλλά υποφερτό άρωμα,και μπορείς ήρεμα να μου σφίξεις το χέρι, δίχως να φοβάσαι ότι θα γρατζουνιστείς από τα νύχια μου: Τα κόβω κι εγώ, όπως και εσύ.

Αλλά πως έγινε αυτό; Πολύ… απλά. Όταν Θέλησα να έρθω στη γη, βρήκα κάποιον κατάλληλο χώρο, έναν τριανταοχτάχρονο Αμερικάνο, τον κύριο Χένρι Βάντεργκουντ, και τον σκότωσα…νύχτα και δίχως μάρτυρες.  Ωστόσο, δεν μπορείς να με σύρεις στο δικαστήριο γιατί ο Αμερικάνος είναι ζωντανός, και σε χαιρετούμε και οι δύο με ευλαβή υπόκλιση: Εγώ και ο Βάντεργκουντ. Μου παραχώρησε έναν άδειο χώρο, και αυτόν όχι ολόκληρο, που να πάρει ο διάολος! Και να γυρίσω πίσω μπορώ, αλλά δυστυχώς μόνο από κείνη την πόρτα, που οδηγεί και σένα στην ελευθερία: μέσα από τον θάνατο.

Και να το σπουδαιότερο. Μπορείς και συ να καταλάβεις κάτι στη συνέχεια, αν και να μιλάς με τις δικές σου λέξεις-όλα είναι ομόφωνα, είτε προσπαθείς να κρύψεις την λύπη στην τσέπη του σακακιού σου ή να αδειάσεις τον Νιαγάρα με δακτυλήθρα! Φαντάσου, ότι εσύ, αγαπητέ μου βασιλιά της φύσης, επιθύμησες να έρθεις κοντά στα μυρμήγκια και με την δύναμη του θαύματος ή της μαγείας έγινες μυρμήγκι, αληθινό μικροσκοπικό μυρμήγκι, που κουβαλάει αυγά, και τότε θα νιώσεις το χάσμα, που Με χωρίζει Eμένα τον – από τον πραγματικό…όχι, ακόμα χειρότερα! Ήσουν ήχος και έγινες νότα στο χαρτί…Όχι, ακόμα χειρότερα, ακόμα χειρότερα, και τίποτα δεν θα σου δείξει το τρομερό βάραθρο, τον πάτο του οποίου, ούτε Εγώ βλέπω. Ή μήπως δεν υπάρχει καθόλου πάτος ;

Σκέψου: Δυο μερόνυχτα μετα την έξοδό μου από Νέα Υόρκη, υπέφερα από «ναυτία». Είναι αστείο για σένα που είσαι συνηθισμένος να κυλιέσαι από δω κι από κει. Και Γω, κυλιόμουν, αλλά αυτό δεν είναι καθόλου αστείο. Μόνο μια φορά χαμογέλασα, όταν σκέφτηκα πως δεν είμαι Εγώ, αλλά ο Βάντεργκουντ, και είπα: Κουνήσου Βάντεργκουντ ! Κουνήσου !

Υπάρχει άλλο ένα ερώτημα στο οποίο περιμένεις απάντηση : Γιατί ήρθα στη γη και δέχθηκα τόσο ασύμφορη ανταλλαγή- από Σατανάς, παντοδύναμος, αθάνατος, κυρίαρχος και άρχοντας, μεταμορφώθηκα σε…σένα. Κουράστηκα να ψάχνω λέξεις, που δεν υπάρχουν και θα σου απαντήσω, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά, στις γλώσσες τις οποίες καταλαβαίνουμε καλά και οι δυο. Βαρέθηκα στον Άδη, και ήρθα στη γη, για να κοροϊδέψω και να παίξω. Ξέρεις τι θα πει βαρεμάρα. Τι σημαίνει ψέμα, το ξέρεις καλά, όσο για το παιχνίδι, μπορείς να κρίνεις από τα θέατρά σου και τους φημισμένους ηθοποιούς. Μπορεί, και συ ο ίδιος να παίζεις κάποιο μικρό ρολάκο, στη Βουλή, στο σπίτι, ή στην εκκλησία;-τότε κάτι καταλαβαίνεις από το αίσθημα ικανοποίησης που σου προσφέρει το παιχνίδι. Αν δε, επι πλέον ξέρεις και τον πίνακα του Πυθαγόρα, τότε, πολλαπλασίασε αυτή την ευχαρίστηση με οποιονδήποτε σημαντικό αριθμό, και τότε θα έχεις το αποτέλεσμα της δικής μου ευχαρίστησης, του δικού μου παιχνιδιού. Όχι ! Παραπάνω! Φαντάσου, ότι είσαι κύμα στον ωκεανό, που παίζει αιώνια και ζει μόνο παίζοντας,-να αυτό, που βλέπω μέσα από το τζάμι, και θέλει να σηκώσει τον «Ατλαντικό» μας …Αντε πάλι ψάχνω λέξεις και παρομοιώσεις.

(…)

(Προδημοσίευση)
Πρόκειται για το τελευταίο έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Αντρέγιεφ, που η διανόηση της εποχής του τον ονόμαζε σφίγγα! Απογοητευμένος από την τραγική μοίρα της Ρωσίας επικεντρώθηκε στις παρατηρήσεις πάνω στην σατανική φύση του ανθρώπου.
Η τελευταία σελίδα του έργου γράφτηκε στην Φινλανδία, το 1919.

Λίζα Διονυσιάδου

Η Λίζα Διονυσιάδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα και την Αίγινα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Σοβιετική Μόσχα και εργάσθηκε σε Αθήνα και Πειραιά. Ασχολείται με την λογοτεχνική γραφή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχει εκδώσει ποιήματα (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ), μικρές ιστορίες (ΡΟΕΣ) και μυθιστορίες (ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.