.Και όσο πιο ήσυχα ήταν σε αυτό το καταραμένο σπιτάκι, τόσο πιο πολύ τρόμαζα και θύμωνα τρομερά, που ούτε ο Τοππί δεν ροχάλιζε, όπως πάντα. Μετά, άρχισε να πονάει όλο το σώμα Μου, ίσως χτύπησα στην καταστροφή, δεν ξέρω, ή είχα κουραστεί από το τρέξιμο.
Ύστερα, αυτό το ίδιο σώμα άρχισε να Με τρώει, να ξύνομαι σαν σκύλος, ακόμα και με τα πόδια. Ένα εύθυμο αστείο έγινε τραγωδία!
Έξαφνα Με πήρε ο ύπνος και πέταξα το βιβλίο. Δεν πρόλαβα να κάνω κιχ. Και σκέψου τι βλακεία είδα.
Βλέπεις τέτοια όνειρα; Ήμουν, λέει, μπουκάλι σαμπάνιας με λεπτό λαιμό και βουλωμένο κεφάλι, αλλά γεμάτο, όχι με κρασί, αλλά με αίμα! Και όλοι οι άνθρωποι ήταν μπουκάλια με βουλωμένα κεφάλια, και όλοι εμείς στη σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο, είμαστε ξαπλωμένοι στην ακρογιαλιά. Από κάπου, έρχεται κάποιος τρομερός και θέλει να μας ανοίξει, και να, βλέπω, ότι αυτό είναι πολύ χαζό, και θέλω να φωνάξω: «Δεν χρειάζεται να μας σπάσετε, πάρτε το τιρμπουσόν και ανοίξτε!» Αλλά, δεν έχω φωνή, είμαι μπουκάλι. Και να σου ο σκοτωμένος υπηρέτης, ο Τζώρτζ, κρατάει στο χέρι του ένα τεράστιο
τιρμπουσόν, λέει κάτι και Με πιάνει απ’ τον λαιμό… αχ, απ’ τον λαιμό!
Ξύπνησα με δυνατό πονοκέφαλο. Μάλλον προσπάθησε να Με ξεβουλώσει! Η οργή μου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν χαμογελούσα, δεν πνίγηκα ξανά, δεν σάλεψα –απλά και ήρεμα σκότωσα τον Βάντερμπουργκ άλλη μια φορά. Ίσιωσα το βλέμμα Μου, τέντωσα το σώμα Μου, και ήρεμα ησύχασα στην αίσθηση της μεγαλοσύνης Μου. Μπορούσε να ριχτεί ωκεανός επάνω Μου και Εγώ δεν θα κουνούσα ούτε τις βλεφαρίδες Μου. Αρκετά! Πήγαινε φίλε μου, θέλω να μείνω μόνος.
Kαι το σώμα ησύχασε, φωτίστηκε, έγινε ανάλαφρο και άδειο πάλι. Με μικρές παύσεις, το παραμέρισα, και στο ανοιχτό βλέμμα Μου, εμφανίσθηκε το εξαιρετικό, αυτό που εσύ, δεν μπορείς να εκφράσεις στη γλώσσα σου, φτωχέ Μου φίλε! Να χορτάσεις την περιέργειά σου με αλλόκοτο ύπνο, που σου διηγήθηκα με εμπιστοσύνη, και μην ρωτάς άλλα! Ίσως, δεν σου είναι αρκετό αυτό το «τεράστιο οξύ» τιρμπουσόν, αλλά είναι τόσο… καλλιτεχνικό! …