Το 1880, ένας μουζίκος ομολόγησε δημόσια, στο γάμο της προγονής του, πως είχε κάνει παιδί μαζί της- το σκότωσε αμέσως μετά και ύστερα προσπάθησε να σκοτώσει και το δικό του εξάχρονο κοριτσάκι.
Λίγα χρόνια μετά, με αφορμή αυτό το ανατριχιαστικό έγκλημα, γράφεται “Η δύναμη του σκότους”. Ένα έργο που το αβυσσαλέο σκοτάδι του θυμίζει τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ και την “Κόλαση” του Δάντη.
Το αναμφισβήτητο και σχεδόν άγνωστο αυτό αριστούργημα είναι γραμμένο μέσα στη δίνη μιας βαθύτατης εσωτερικής κρίσης και φωτίζει με τρόπο σπαραχτικό τις διαστάσεις της, γιατί εδώ ο Τολστόι έχει ως ήρωές του όχι πρόσωπα της “καλής κοινωνίας”, που έτσι κι αλλιώς την κατακρίνει και την αρνιέται, μα απλούς μουζίκους -“αγνούς”, “καλούς” χωρικούς θα λέγαμε αφελώς- κοντά στους οποίους προσπαθεί να ζήσει γαλήνια και ειρηνικά. Κι όμως συμβαίνουν κι εδώ πράγματα φρικαλέα.
Τα συμπεράσματα του Τολστόι για την ίδια την ανθρώπινη φύση, εν τέλει, είναι σκοτεινά, ζοφερά, δυσβάστακτα.
Δεν αποκλείει όμως, ύστερα από μια πτώση -όσο μεγάλη κι αν είναι αυτή-, την τελική εξύψωση, τη μετάνοια, την πραγματική, ολοκληρωτική “εκ των ένδον” αλλαγή- όσο δύσκολη -σχεδόν αδύνατη- και αν φαίνεται.