ΤΟ ΤΖΑΜΠΕΡΟΚΙ
Μες στο ψητοβασίλεμμα, οι γλυγερές τουρμπαύρες
Τα πλαϊμπρόσπισώχορτα τρυπάνιζαν, στριφούσαν
Κι ήταν λιγνοκακόμοιρα όλα τα σφουγγαρόνια
Και τα αγουρογούρουνα φταρνιζομουσφυρούσαν.
“Φυλάξου, παλικάρι μου, από το Τζαμπερόκι
Σαγόνια δαγκανιάρικα και νύχια που αρπάζουν
Φυλάξου απ’ το πουλί Τζουμπτζούμπ και κοίτα ν’ αποφύγεις
Τον Κλεφτολησταρχάρπαγα, που όλοι τον τρομάζουν!”
Παίρνει μ’ ορμή στα χέρια του το στροβιλοσπαθί του
Και με το ανθρωπόνιο στο δάσος κυνηγιέται.
Κάτω απ’ το Τουμτουμτόδεντρο για λίγο ξαποσταίνει
Και ύστερα σηκώνεται, στέκει και συλλογιέται.
Κι όπως στεκόταν άψαρος, σε σκέψεις βυθισμένος
Το Τζαμπερόκι πρόβαλε με μάτια φλογισμένα
Ανεμοστροβιλόσερνε κι ερχόταν από πέρα
Μουγκροβρυχογρυλλίζοντας τρομερομανιασμένα! (…)