Ουίλλιαμ, πατέρα μου
«Ουίλλιαμ, πατέρα μου» είπε ο γιος «γερνάς
Εγέρασες και άσπρισες κι όμως δεν σταματάς
Να κάνεις τούμπες διαρκώς με χάρη και αέρα…
Στην ηλικία σου, θαρρώ, είναι ντροπή, πατέρα!»
«Στα νιάτα μου» ο πατέρας απάντησε στο γιο
«Φοβόμουν πως οι τούμπες πειράζουν στο μυαλό.
Τώρα όμως που έμαθα πως άδειο έχω κεφάλι
Μπορώ και κάνω άφοβα τη μια πάνω στην άλλη!»
«Γερνάς, πατέρα» είπε ο γιος «σου το’χω ξαναπεί
Εγέρασες και πάχυνες κι έγινες σαν σακί
Κι όμως, με σάλτο ανάποδο από την πόρτα μπήκες!
Για πες μου, σε παρακαλώ, τη δύναμη πού βρήκες;»
Κι είπε ο πατέρας στρώνοντας το γκρίζο του μαλλί
«Στα νιάτα μου, με μια αλοιφή τριβόμουνα καλή!
Ένα σελίνι το κουτί μου κόστιζε μονάχα…
Αν σου πουλήσω κάνα δυο, θα γίνεις σβέλτος τάχα;»
«Σχεδόν φαφούτης έμεινες» είπε ο γιος «γερνάς
Και θα’ πρεπε μόνο χυλό να τρως όταν πεινάς…
Μα μάσησες τα κόκκαλα μαζί μ’ όλη την χήνα!
Πες μου, πώς τα κατάφερες να φας κι αυτή κι εκείνα;»
Κι είπε ο πατέρας: «Σπούδασα τα νομικά γερά
Κι αδιάκοπα μιλούσαμε παλιά με την κυρά.
Είν’ η εξάσκηση αυτή που μ’ έχει δυναμώσει
Και δύναμη η μασέλα μου έχει ακόμα τόση!»
«Έχεις γεράσει» ειπ’ ο γιος «κανένας δεν μπορεί
Να φανταστεί πως όραση θα είχες καθαρή…
Κι όμως, πάνω στη μύτη σου ισορροπείς το χέλι!
Πώς είσαι τόσο φοβερά πανέξυπνος, εντέλει;»
Κι είπε ο πατέρας «Σού’δωσα αέρα, τελικά
Πολλές φορές σου απάντησα απλά και λογικά!
Μα, φτάνει! Πλέον δεν μπορώ ν’ ακούω σάχλες άλλες!
Φεύγα, αλλιώς σου δίνω μια και πέφτεις απ’ τις σκάλες!»